Β’.- «Je suis un autre / είμαι ένας άλλος», μας λέει ο Αρθούρος Ρεμπώ / A. Rimbault.
Τον θυμάμαι ανυποψίαστα όταν αρθρώνω το πρώιμο τετράστιχο μου:
Κρυβόμαστε πίσω απ’ τις λέξεις.
Κρεμόμαστε πάνω απ’ τις λέξεις.
Κοιμόμαστε κάτω απ’ τις λέξεις.
Πεθαίνουμε για τις λέξεις.
Τον θυμάμαι το ίδιο ανυποψίαστα στα ταμπλώ μου σαν ποιητής, που δεν είναι κάτι διαφορετικό από τα ποιήματα μου σαν ζωγράφου. «Είμαι ένας άλλος», λέει εκείνο που ανυποψίαστα βιώνεις πιθανέ αναγνώστη μου.
Γ’.- «Flesh composed of suns, how can such be? Exclaim the simple ones», έλεγε ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ / R. Browning. Κι’ όμως τολμώ να υποκαταστήσω το ποίημα με τη μεταφορά αυτή: «Σάρκα που τη συνθέτουν ήλιοι» δηλαδή απόλαυση που θραύει το κέλυφος της επιθυμίας, τουτέστιν τον φαλλό και οδεύει ακάθεκτη προς την τέφρα που το αναιρεί ως ποίημα.
Δ’.Ι.- «Γυναίκα / εξόριστο πουλί / κουρνιάζω στα βυζιά σου». Θυμάμαι το μάγμα του χαμένου παραδείσου μου κι’ ανεπιγνώστως διαλαλώ πως «Είμαι το στήθος» καθώς σημείωνε ο Φρόυντ/Freud.
II.- «Στο δάσος πέταξα τα ρούχα /με τα πουλιά ξανάρχισα να ζω», «Τέμπερες υδαρές χλωμής αυγής…», «Κρυσταλλωμένο σούρουπο/ και στο κατώφλι / ένας μπερές φευγάτου φίλου…», «Ανάμεσα στο γέρικο πηγάδι / και την τριανταφυλλιά /λιάζονται σαύρες της σοφίας». Είμαι όμως βέβαιος ότι ο παράδεισος μου δεν ανακτάται, όσο και να το θέλω. Υπάρχει μια ασυνείδητη ανάμνηση που προσπαθώ να τη μετατρέψω σε πήγμα, σε κρύσταλλο. Φεύ. Είμαι ένα εξόριστο πουλί, όπως οι άλλοι, οι simple ones, που διάβασα στον Browning.
Ε’.I.- «Είναι στιγμές που μου ξεφεύγει τ’ όνομα σου/ας χάραξα μ’ αυτό αμέτρητους κορμούς». Άραγε ποιο όνομα ψάχνω; Μήπως ψάχνω το δικό μου, δηλαδή αυτό το μεγάλο ζητούμενο που με στοιχειώνει;
ΙΙ.- Η απόλαυση για μένα και πιθανόν και για σας είναι η προσπάθεια να κινηθούμε ανάμεσα στα άπειρα είδωλα, που σχηματίζουν τα παράλληλα κάτοπτρα των λόγων μας. Ο λόγος μου είναι το διαθλασμένο είδωλο του δικού σας και τανάπαλιν. Αναρωτιέμαι « …που είναι το σκούξιμο της ηδονής;», «Where is the screaming of delight?». Και η απάντηση μου δίνεται αμέσως: Εδώ φίλοι μου, ανάμεσα στις λέξεις μου, «στον παλιό καθρέφτη» με τα ερωτικά ίχνη. Αυτό όμως που ερωτώ είναι άλλο: που βρίσκεται η αλήθεια του υποκειμένου μου, δηλαδή του υποκειμένου σας; Φοβάμαι πως η αλήθεια έγινε βορά της απόλαυσης, γιατί η απόλαυση ζητά να αποτεφρώσει το αντικείμενο και όχι να το βγάλει από τη λήθη του.
ΣΤ’.Ι.- Εξού και η αγωνία! «…η απύθμενη αγωνία είναι η τυραννία μου». Μα όποιος δεν έχει καταλάβει ότι η τέχνη είναι…απόλαυση, δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί την αληθινή της διάσταση και την υπόγεια διασύνδεση της με την παθολογία.
ΙΙ.- «Ποίημα μάρτυρας βουβός καθρέφτης». Στο κάτοπτρο ανασυνθέτω το διαμελισμένο σώμα μου, που μέσα από σημαίνουσες αλυσώσεις οδηγείται σ’ αυτό που είναι η έκθλιψη της έκθλιψης του, δηλαδή σε αυτό που σημαίνει, αν βέβαια μπορεί ποτέ αυτό να σημανθεί στον ίδιο μου το στίχο: «Ποίημα τύπωμα γυμνής οδύνης», από το πολυσήμαντα βιωματικό ποίημα μου «Το Δωμάτιο» .
Ζ’.- Το ευτύχημα είναι πως βλέπουμε τα πράγματα «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», γιατί διαφορετικά θα είχαμε γίνει και εσείς και εγώ, δηλαδή τα γράμματα που μας απαρτίζουν, στήλες άλατος.
Ι.- Νομίζω, φίλοι μου, πως τελικά η Ευρυδίκη πρέπει να μείνει στον Άδη. Πρέπει να μείνουμε ενδεδυμένοι.
Η γύμνια και η απόλυτη αλήθεια είναι μάλλον τραγική, έστω και αν μας οδηγούν στην «Τολμηρή επίλυση».
Γυμνός-Ύμνος-Μυστικός Ναός- Οδοιπόρε στάσου.
Η’. Ι.- Ενίοτε όμως, «όταν οι λέξεις γίνονται διαμάντια, οι τυμβωρύχοι κοκαλώνουν».
Δέρμα φυτρώνεις νιότη και χυμούς!
Στον ήλιο ζευγαρώνεις!
ΙΙ.- Στο τέλος πάντα καταφθάνει η Άτροπος εν μέσω φάσματος ποιητικών «Ερμητικών Λαμπίδων» για τον επιβαλλόμενο απολογισμό. Ο εκφραστικός λόγος με «τάνυσμα θανάτου» οδεύει προς το μηδέν.
Και εν τούτοις μέχρι την ύστατη στιγμή ευελπιστώ…σ΄ ένα θεώρημα:
Λόγος και Μύθος.
Δόξα και Πίστη.
Ψυχή και Σώμα.
Νους και Θεώρημα
στο ομιχλώδες πέπλο
της τριαδικής ισότητας:
Σκαπανείς της σκέψης
αναδομούν αρμονικά
το Γένος της επίλυσης.
Κώστας Ευαγγελάτος
(Από την έκδοση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών “Λογοτεχνική Χρονιά 2018)
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 28/1/2018