Πάνω από 600 υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εξαιτίας των έκτακτων μέτρων και των διώξεων που είχε εξαπολύσει ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτά τα στοιχεία ανέφερε τουλάχιστον την περασμένη εβδομάδα το γερμανικό υπ. Εσωτερικών.
Ο αριθμός των αιτήσεων μάλιστα έχει αυξητική τάση και το όλο θέμα αποτελεί μόνιμο αγκάθι στις διμερείς σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας.
Από τον Ιούλιο του 2016 έχουν αλλάξει τα πάντα, είπε ο Τζεμ σε συνέντευξή του στο γερμανικό πρακτορείο, συμπληρώνοντας ότι όποιος δεν στηρίζει τον Ερντογάν, θεωρείται αυτομάτως «τρομοκράτης».
Πριν από έναν χρόνο ο ίδιος ήρθε στη Γερμανία, όταν απολύθηκε. Ένας συνάδελφoς και φίλος του φυλακίστηκε.
Ο Τζεμ φοβόταν ότι θα ήταν ο επόμενος. «Στην Τουρκία πλέον δεν υπάρχει δίκαιο, ασφάλεια, ανοχή, δημοκρατία, ελευθερία της έκφρασης ή του τύπου», είπε ο ίδιος.
Αλλά και στη Γερμανία ζει ακόμη με φόβο. Γνωρίζει καλά ότι και στη Γερμανία υπάρχουν υποστηρικτές του Ερντογάν και για το λόγο αυτό αποφεύγει τις πολλές επαφές με συμπατριώτες του.
Οι διώξεις στην Τουρκία συνεχίζονται
Στο μεταξύ πάνω από 150.000 μόνιμοι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα ή απολυθεί μέσα στην ίδια περίοδο.
Πάνω από 50.000 βρίσκονται στη φυλακή επί τη βάσει σαθρών κατηγοριών περί σύνδεσής τους με το κίνημα του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους είναι και δυο καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο Μεχμέτ 46 και η σύζυγός του Μερβέ 44 ετών.
«Χάσαμε τις θέσεις μας αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Σε μερικές γραμμές ως αιτία θεωρούνταν η υποτιθέμενη συμμετοχή μας στο κίνημα Γκιουλέν. Ήταν για μας σοκ».
Παρόμοια τύχη είχαν πολλοί άλλοι καθηγητές από το ίδιο πανεπιστήμιο, ενώ το ένα τρίτο εξ αυτών φυλακίστηκε. «Μας έγινε έτσι σαφές ότι διατρέχαμε μεγάλο κίνδυνο», αναφέρει η Μερβέ.
«Ο Ερντογάν απομακρύνει από τις θέσεις τους όλους εκείνους που θεωρεί εμπόδιο, αντικαθιστώντας τους μόνο με άτομα της εμπιστοσύνης του», σημειώνει η ίδια.
Από την πλευρά του ο Μεχμέτ αναφέρει ότι «ο τουρκικός λαός δεν έχει καμία τύχη, του ασκούνται τεράστιες πιέσεις. Ο λαός δεν μπορεί να σταματήσει τον Ερντογάν».
Το ζευγάρι πανεπιστημιακών έχει ζητήσει άσυλο στη Γερμανία, όπως και ο Τζεμ.
Και αυτοί αποφεύγουν τις επαφές με τουρκικής καταγωγής άτομα στη Γερμανία, επειδή φοβούνται ότι κάποιοι μπορεί να δώσουν προσωπικά τους στοιχεία στις τουρκικές διωκτικές αρχές.
Για το λόγο αυτό ο Μεχμέτ και η Μερβέ σπάνια βγαίνουν μέχρι στιγμής από το σπίτι τους στην Κολωνία.
Την κατάσταση φόβου που βιώνουν πολλοί Τούρκοι που ζητούν τελευταία άσυλο στη Γερμανία επιβεβαιώνουν και εκπρόσωποι του κλάδου καθηγητών γερμανικής γλώσσας, οι οποίοι διδάσκουν σε διάφορα σχολές ανά τη χώρα γερμανικά σε νεοαφιχθέντες Τούρκους.
Όπως ανέφερε στο γερμανικό πρακτορείο ο Ματίας Γιουνγκ, πρόεδρος του Συνδέσμου Διδασκαλίας των Γερμανικών ως Ξένης Γλώσσας, πρόκειται κυρίως για ανθρώπους προερχόμενους από την τουρκική ελίτ.
Είναι καθηγητές, δικηγόροι, δημόσιοι, υπάλληλοι, γιατροί, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Ο ίδιος μάλιστα εκτιμά ότι οι συνεχιζόμενες διώξεις στην Τουρκία θα αυξήσουν κι άλλο τον αριθμό αντίστοιχων αιτούντων άσυλο από την Τουρκία.
Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 συνολικά οι αιτήσεις Τούρκων για άσυλο στη Γερμανία ξεπερνούν τις 5400.
Για τους περισσότερους όμως η επιστροφή στην πατρίδα φαντάζει πλέον αδύνατη.
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/10/2017, Τribune