Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1910 στη μικρή πόλη Νικόλσκι Ουσουρίσκι, της Μαντζουρίας, από Κεφαλλονίτες γονείς. Εκεί, στη μικρή αυτή πόλη, ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου και εφοδίαζε τον στρατό του Τσάρου.
Με την κήρυξη του Α! Παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Καββαδία επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στο Αργοστόλι. Ο πατέρας του όμως επιστρέφει στην Ρωσία όπου η εμπόλεμη κατάσταση οδηγεί τις επιχειρήσεις του σε καταστροφή ενώ το 1917 με την οκτωβριανή επανάσταση συλλαμβάνεται από τους Μπολσεβίκους και φυλακίζεται. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά μέχρι τον θάνατό του δεν θα καταφέρει να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι η οικογένεια Καββαδία θα εγκατασταθεί στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο όπου έχει συμμαθητή του και γνωστό του τον Γιάννη Τσαρούχη, τον μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο και σκηνογράφο των ελληνικών θεάτρων. Στο γυμνάσιο θα γνωριστεί με τον γιατρό του πολεμικού ναυτικού, Πέτρο Αποστολίδη που δεν είναι άλλος από τον γνωστό ποιητή Παύλο Νιρβάνα, ενώ έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο θα δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του θα τον οδηγήσει να εργαστεί σε κάποιο ναυτικό γραφείο και παράλληλα να βγάλει και το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο και το 1928 μπαρκάρει ως ναυτόπαις. Ο μεγάλος έρωτας του Νίκου Καββαδία με την θάλασσα θα αρχίσει πάνω στο κατάστρωμα του φορτηγού “Άγιος Νικόλαος”
Στην δεκαετία του ’30 θα φτάσει ταξιδεύοντας μέχρι την Αυστραλία.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού, κυκλοφορεί το 1933 και το όνομα του Νίκου Καββαδία αρχίζει να εμφανίζεται στα λογοτεχνικά σαλόνια της Ελλάδας. Κι΄ενώ οι δικοί του τον βοηθούν για να μπορέσει να γίνει καπετάνιος, αυτός ανένταχτος κι΄ασυμβίβαστος θα καταφέρει να γίνει ασυρματιστής.
Το δίπλωμα του ασυρματιστή θα το πάρει το 1939 ενώ ο πόλεμος του ’40 θα τον φέρει στα βουνά της Αλβανίας σαν ημιονηγό. Θα περάσει όλον τον πόλεμο και την Κατοχή
ξέμπαρκος και μόλις το 1954 θα καταφέρει να του χορηγηθεί ναυτικό φυλλάδιο αφού τελικά χαρακτηρίστηκε σαν “κομμουνιστής άνευ δράσεως” και θα αρχίσει να ταξιδεύει μέχρι το 1975 όπου ο θάνατος θα τον βρει μακρυά από τον μεγάλο του έρωτα, τη θάλασσα. Όμως; το 1947 και ενώ δεν ταξιδεύει θα καταφέρει να εκδώσει “Το Πούσι”μια ακόμη συλλογή από θαλασσινή ποίηση.
Από το πρώτο του ταξίδι, ο Νίκος Καββαδίας, θα δεθεί με την θάλασσα. Θα την αγαπήσει. Θα την ερωτευθεί. Με τα πλοία που ταξίδευε η καμπίνα του ασυρματιστή παρουσίαζε τη μορφή φιλολογικού καφενείου. Όμως μια προειδοποιητική πινακίδα υπήρχε πάντοτε. “Μην αγγίζετε τίποτα. Θα λερωθείτε”
Η προχειρότητα και ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζαν την ζωή του τον οδηγούσαν στις πιο απίθανες ενέργειες. Σ΄αυτές τις ενέργειες οφείλεται ότι τα περισσότερα από τα ποιήματά του γεννήθηκαν πάνω σε χαρτί τουαλέτας ή χαρτοπετσέτες για να φτάσουν έτσι στις εκδόσεις και στην αναγνώριση. Όμως πάρα πολλά από αυτά τα χαρτιά γνώρισαν τον κάλαθο των αχρήστων και είναι ευχής έργο που κάποιοι φίλοι του είχαν τη πρόνοια να τα μαζεύουν και να τα παραδίδουν στους δικούς του και πολλά από αυτά να πάρουν μια θέση στη συλλογή “Τραβέρσο” που εκδόθηκε το 1975, μετά τον θάνατό του.
Η πολιτική τοποθέτηση του Νίκου Καββαδία ήταν ένα αποτέλεσμα των κόσμων που γνώρισε στα ταξίδια του. Τοποθέτησε τον εαυτό του στον χώρο των αριστερών όχι όμως στο σημείο που να τον αγγίζει ο δογματισμός. Έτσι είχε καταφέρει να έχει φίλους και στις δυο παρατάξεις.
Έχουν γραφεί πολλά για τον χαρακτήρα του, όμως ο Κόλιας πάνω απ΄όλα ήταν άνθρωπος. Αγαπούσε και πονούσε τους συνανθρώπους του. Βοηθούσε όλους όσους μπορούσε. Κι΄αυτό φαίνεται από το μοναδικό πεζό του, τη “Βάρδια”
Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία δεν μπορεί να πει κανείς ότι εκπροσωπούν, ότι ανήκουν σε κάποια σχολή. Περισσότερο με τις λέξεις ζωγράφιζε. Ζωντάνευε τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώριζε στα ταξίδια του. Μετέφερε σε στίχους όλα όσα ζούσε.
Ετούτο το μαχαίρι, εδώ,
που θέλεις ν΄αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες
ο θρύλος το’χει ζώσει
κι΄όλοι το ξέρουν,
πως αυτοί που κάποια φορά το’χαν
καθένας κάποιον άνθρωπο
δικό του έχει σκοτώσει
Πολυκύμαντη η ζωή του Νίκου Καββαδία. Κι΄η μόνη του μεγάλη επιθυμία, να πεθάνει στη θάλασσα δεν ήταν γραφτό του να γίνει ποτέ. Κι΄αυτό το ξομολογιόταν στους συναδέλφους του. “Δεν θέλω να μείνω ξέμπαρκος. Δεν θέλω να με βρει ο θάνατος στη στεριά.”
Όμως ξέμπαρκο τον βρήκε το μεγάλο μήνυμα του Χάρου. Στο σπίτι της αδελφής του, το απόγευμα της 10ης Φεβρουαρίου του ’75. Καθόταν στον καναπέ σαν τον χτύπησε το εγκεφαλικό. Πρόλαβε μόνο να πει ψιθυριστά.
-Με βρήκε αυτό που φοβόμουν. Δηλαδή ο Χάρος τον χτύπησε στην στεριά.
Στα τελευταία χρόνια έκανε παρέα με μια νέα κοπέλα. Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Της αφιέρωσε τρία από τα πιο ερωτικά ποιήματα στη συλλογή “Τραβέρσο” Όμως ποτέ κανείς δεν έμαθε πολλά γι΄αυτόν τον έρωτά του.
Διονύσης Ε. Κονταρίνης – Δημοσιογράφος
Συνεργάτης myEptanisa –
Νέα Υόρκη
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19/7/2017, Comandos’74