Έλληνες ή Ρωμιοί;

Επικαλείται δε προς απόδειξιν τούτου στίχους μεσαιωνικών ποιημάτων και τινών δημοτικών ασμάτων, καθώς και τους λόγους δυο πρωταθλητών των προς τους Τούρκους αγώνων, του Λάμπρου Κατσώνη και του Κολοκοτρώνη, ων ο τελευταίος εις τα Απομνημονεύματα του έχει την φράσιν «oι Τούρκοι και οι Ρωμαίοι». Θα ίδωμεν ότι ταύτα ουδέν μαρτυρούσιν· εν παρόδω δε παρατηρούμεν ότι αν ο Κολοκοτρώνης ονομάζει άπαξ τους ομοεθνείς του «Ρωμαίους», χιλιάκις εν τω αυτώ βιβλίω τους ονομάζει «Έλληνας» οιανδήποτε σελίδα των Απομνημονευμάτων του και αν ανοίξης θα ίδης πολλάκις επαναλαμβανόμενον το όνομα τούτο.»

Ο Παλαμάς αλλού γράφει: «Πολιτεία Ρωμαίικη, κάθε γωνιάς ρωμαίικης τα γλωσσικά υλικά» (σ. 102) […] «Μα φανερό πως η δικέφαλη γλώσσα μας είναι η αφορμή που δυσκολεύει, να τηνέ μιλάνε άκοπα και αρμονικά όλους τους Ρωμιούς εμάς.» (σ. 182) Εντούτοις, σχολιάζοντας την μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου στην «ομιλούμενη» γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη σημειώνει: «…καθώς ο Πάλλης μεταφράζει, ο άνθρωπος ολόκληρος, νους και καρδιά, ελληνιστής ή νεροκουβαλητής, αδιάφορο, φτάνει νάναι Έλληνας, και να τύχη άνθρωπος να είναι, νιώθει την ανατριχίλα της ζωής. Έτσι ανασταίνονται οι νεκροί.»

Όπως και να έχουν τα πράγματα, σύμφωνα με τον Ν. Πολίτη, ο Παλαμάς υποστηρίζει «ότι ο ακραιφνώς δημώδης τύπος του εθνικού ημών ονόματος είναι Ρωμιός και ένεκα τούτον προτιμητέος του δυσκίνητου ονόματος Έλλην, όπερ θεωρεί ως δημιούργημα, της επισήμου γλώσσης.» Ο ίδιος ελπίζει ότι «η συζήτησις, αν και συζήτησις περί λέξεων, […] δεν θα θεωρηθή ως κενόσπουδος τις ματαιολογία, διότι ουδαμώς είναι αδιάφορος η γνώσις του αληθούς ημών εθνικού ονόματος και η εξέτασις περί της μεταβολής αυτού, αν τω όντι επήλθεν εκ μικρολόγου ζήλου προς την κλασσικήν αρχαιότητα, ζήλου παραβιάζοντος και διαστρέφοντος την εθνικήν συνείδησιν και εις σχολαστικούς μωροσόφους προσιδιάζοντος.» Είτε λοιπόν η επιλογή του ονόματος Έλληνας είναι αποτέλεσμα αρχαιολατρικού «ζήλου» και διαστρέφει την «εθνική συνείδηση», είτε προέκυψε με τρόπο φυσικό, ως αποτέλεσμα των ποικίλων ιστορικών συνθηκών που προηγήθηκαν.

Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.

K.Π. Kαβάφης,  Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου (απόσπασμα)

Χωρίς αμφιβολία, οι Έλληνες αποκαλούνταν κάποτε και Ρωμιοί· υπάρχουν χιλιάδες ιστορικές αποδείξεις γι’ αυτό· στις πηγές αναφέρεται συχνά και το αρχαιότατο όνομα Γραικός. Το ζήτημα είναι άλλο, συνεχίζει ο Πολίτης· ο Παλαμάς, «συνηγορών υπέρ του κ. Εφταλιώτη, ο οποίος επέλεξε να ονομάσει το βιβλίο του «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» και όχι «Ιστορία τον Ελληνικού έθνους», «ώφειλε ν’ αποδείξη πρώτον μεν ότι η ίδρυσις του βυζαντινού κράτους διέκοψε πάντα δεσμόν συνέχοντα τον  Έλληνα του παλαιού κόσμου προς τον υπήκοον των βυζαντινών αυτοκρατόρων Έλληνα, τον γενόμενον Ρωμαίον πολίτην· έπειτα δε, ότι από των χρόνων του Ιουστινιανού μέχρι της επαναστάσεως του 1821 είχεν εξαλειφθή εκ της εθνικής συνειδήσεως το όνομα του Έλληνος, αντικατασταθέν δια του Ρωμιού.» (7) Παρακάτω θα εξετάσουμε αν αληθεύουν τα προηγούμενα, αν στηρίζονται δηλαδή σε ιστορικές μαρτυρίες και πραγματικά γεγονότα ή αποτελούν «ιδεολογικές κατασκευές», με διάφορες σκοπιμότητες. Πίστευε πράγματι ο Παλαμάς ότι «η ίδρυσις του βυζαντινού κράτους διέκοψε πάντα δεσμόν συνέχοντα τον  Έλληνα του παλαιού κόσμου προς τον υπήκοον των βυζαντινών αυτοκρατόρων Έλληνα»; Πολλά γραπτά του δείχνουν ακριβώς το αντίθετο: «Τίποτε πιο αρχαϊκό, τίποτε ομηρικώτερο από τα κλέφτικα τραγούδια μας· και τίποτε δημοτικότερο, τίποτε πιο κλέφτικο από τα ομηρικά ποιήματα.», σημειώνει σ’ ένα κείμενο του με τίτλο «Δυο γλώσσες» (1)· γενικότερα, όχι μόνο δεν αρνείται κάποιας μορφής «συνέχεια» του Ελληνισμού, αλλά κατηγορεί τους λεγόμενους καθαρευουσιάνους ότι απομακρύνουν ακόμα περισσότερο τους νεότερους Έλληνες από την αρχαία κληρονομιά, ζητώντας ν’ αναστήσουν νεκρούς τύπους της ελληνικής γλώσσας.

Ο Νικόλαος Πολίτης (Καλαμάτα, 3 Μαρτίου 1852 – Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1921) ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρείται ως ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα

Ο Θεοδώρητος Κύρου, ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας του 5ου αιώνα, ονομάζει Έλληνες όχι μόνο τους «Έλληνες το γένος», αυτούς που διατηρούσαν την παλιά εθνική θρησκεία, αλλά και «πάντα μη πιστεύοντα εις την αληθήν πίστιν.» Έτσι, αποκαλεί «ιερείς των Ελλήνων» τους ιερείς του θεού Βάαλ. (Ο Βάαλ αναφέρεται ως θεός των σημιτικών λαών, ανάμεσα στους οποίους Φοίνικες, Σύροι, Χαναναίοι, και λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Βαβυλώνιοι.) Ο Ιωάννης Μόσχος (7ος αιώνας) γράφει «Σαρακηνός τις Έλλην».

Το βυζαντινό κράτος οργανώθηκε με βάση τη ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση κι αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε στη διάδοση του ονόματος Ρωμιός αντί για το Έλληνας. Ο Πολίτης γράφει σχετικά: «Καίτοι δε ήδη από τον τέλους του Δ’ αιώνος τα πάντα σχεδόν ήσαν ελληνικά εις το κράτος εκείνο, και από του Ηρακλείου ολοσχερώς εξελληνίσθη, διετηρήθησαν όμως τα πλείστα των ρωμαϊκών πολιτικών ονομάτων, και αυτοκράτορες και ανώτατοι άρχοντες προσέκειντο εις τον ρωμαϊκόν χαρακτήρα τον κράτους, νομίζοντες ότι προσδίδεται ούτω μείζων λαμπρότης εις αυτό, δια την ισχύν και το μέγεθος της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Αλλ’ αν και επιμελώς απέφευγον παν το υπεμφαίνον την συντελεσθείσαν μεταβολήν, όχι σπανίως, ως εκ των σωζόμενων ολίγων μαρτυριών συνάγεται, υποδηλούται εκ των λόγων των, ότι οι Έλληνες το γένος υπήκοοι διετήρουν το παλαιόν εθνικόν όνομα των.»

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (905-959) χρησιμοποιεί κατά κόρον το όνομα Έλληνας, με τη σημασία του πολυθεϊστή «ειδωλολάτρη», ενώ αποκαλεί τους υπηκόους του «Ρωμαίους» και το κράτος «Ρωμαϊκόν»· ωστόσο, ονομάζει «Γραικούς» τους Έλληνες της Πελοποννήσου. Αυτό δείχνει ότι ήταν πρακτικώς αναγκαία η διάκριση των «αλλοφύλων εποίκων» από τους «Έλληνες το γένος» ή δεν είχε ακόμα επικρατήσει πλήρως το όνομα των Ρωμαίων στην Πελοπόννησο. Κατά τον ίδιο, οι κάτοικοι της Μάνης κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων» και «μέχρι τον νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται.»

Βρισκόμαστε ήδη μεταξύ 945 – 959 μ,Χ. και φαίνεται ότι οι Μανιάτες «ουδέποτε απέβαλον το παλαιόν εθνικόν όνομα αυτών»· ο Πορφυρογέννητος αποδίδει το φαινόμενο στην επιβίωση της παλαιάς θρησκείας: «δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας». Ο Πολίτης θεωρεί την ερμηνεία αυτή «παράλογη», χωρίς να επιχειρηματολογεί περισσότερο. Ωστόσο, έχει σημασία να θυμίσουμε πως το κίνημα του Πλήθωνα του Γεμιστού (1360 – 1452) εμφανίζεται περίπου τέσσερις αιώνες αργότερα στην Πελοπόννησο κι έχει ως βάση του την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ο ελληνολάτρης φιλόσοφος εξορίστηκε στον Μυστρά, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, πιθανότατα επειδή κατηγορήθηκε για «αιρετικές διδασκαλίες» και «παγανισμό»· ίσως ο Παλαιολόγος ήθελε να προλάβει τυχόν αντιδράσεις εναντίον του Πλήθωνα και τον έστειλε ως σύμβουλο στο Δεσποτάτο του Μορέως.

Ο Πλήθων, πριν ακόμα εκδηλώσει ανοιχτά τις παγανιστικές διδασκαλίες του, διακρίθηκε ως φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας. Χρημάτισε μέλος της συγκλήτου και νομοθέτης στον Μυστρά, με σημαντική δράση. Μεταξύ άλλων, προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για τη διάσωση της αυτοκρατορίας: αναδασμό της γης, αναδιοργάνωση της ντόπιας οικονομίας και της παραγωγής, οργάνωση της διοίκησης και της φορολογίας, εθνικοποίηση του στρατού· αναφέρεται ακόμη στην ανάγκη εθνικής ομοιογένειας: «Έλληνες εσμέν το γένος, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.»

Στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αιώνας) η ελληνική καταγωγή των βυζαντινών Ρωμαίων της λατινοκρατούμενης Αχαΐας διατυπώνεται σαφώς: «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν – / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων. / Απ’ αύτης της αλαζονείας, την έπαρσιν όπου είχον / αφήκασιν την όρδιναν της εκκλησίας της Ρώμης, / και στήκουν ως σχισματικοί, μόνι το καύχος έχουν· / λέγουν ότι είναι χριστιανοί και αλήθειαν ου κρατούσιν· / τον όρκο τους ουδέν κρατούν, ουδέ Θεόν φοβούνται· / μόνο το βάπτισμα έχουσιν το της χριστιανοσύνης.»(στ. 794-804)

Η αρχαιομαθής ιστοριογράφος Άννα η Κομνηνή (1083 – 1153), στο ιστορικό της έργο «Αλεξιάς», περιγράφει τον εαυτό της ως εξής: «Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα καὶ ῥητορικῆς οὐκ ἀμελετήτως ἔχουσα καὶ τὰς Ἀριστοτελικὰς τέχνας εὖ ἀναλεξαμένη καὶ τοὺς Πλάτωνος διαλόγους καὶ τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς τετρακτύος τῶν μαθημάτων πυκάσασα…[…]» (8) Στο βιβλίο της χρησιμοποιεί πολύ συχνά τις λέξεις Ρωμαίος και Ρωμαίοι. Για τον πατέρα της γράφει: «Ἀλλ’ ὅ γε Καῖσαρ οὐκ εἰδὼς ἀμελεῖν τοῦ λόγου καὶ ἐν κόποις καὶ πόνοις, συνέγραφε μὲν καὶ ἄλλα τὰ συγγράμματα μνήμης καὶ λόγου ἄξια, προείλετο δὲ μάλιστα τὰ κατὰ τὸν Ἀλέξιον τὸν αὐτοκράτορα Ῥωμαίων καὶ ἐμὸν πατέρα…[…]»,  «Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος καὶ ἐμὸς πατὴρ καὶ πρὸ τοῦ τῶν σκήπτρων ἐπειλῆφθαι τῆς βασιλείας μέγα ὄφελος τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων γεγένηται.» Όταν όμως αναφέρει πόσο συνέβαλε στην προαγωγήν της παιδείας η σχολή που ίδρυσε ο Αλέξιος της στην Κωνσταντινούπολη, γράφει: «και εστίν ιδείν ενταύθα — και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα».

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292 – 1383) αποκαλεί το Βυζάντιο «κράτος των Ρωμαίων» και βρίσκεται πιο κοντά στις παραδόσεις της Ρώμης, ίσως επειδή κι αυτός θέλει να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος στην ασταθή και αβέβαιη εξουσία του. Εντούτοις, μιλώντας στους στρατιώτες του κάνει λόγο για «Έλληνας και βαρβάρους»: «Άνδρες Ρωμαίοι, μάλλον δε και Έλληνες και βάρβαροι πάντες», «Ουκ εξ Ελλήνων μόνον των αύτοθι κατοικούντων, αλλά και των προσοίκων βαρβάρων.» Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου σε μια επιστολή του (1348) προσαγορεύει τον αυτοκράτορα «σπάθην των Μακεδόνων και βασιλέα των Ελλήνων και των άλλων υπ’ αυτόν εθνών», αλλά όχι βασιλέα Ρωμαίων.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και τις βιαιότητες που ακολούθησαν, το όνομα των Ρωμαίων αρχίζει να γίνεται μισητό και να παραγκωνίζεται. Σιγά σιγά επανέρχεται η παλαιά ονομασία Έλληνες. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης (1155 – 1216), αυτόπτης μάρτυρας στην άλωση, δεν καταδέχεται να καταγράψει τις νίκες των βαρβάρων εναντίον των Ελλήνων: «ουκ ασαίμην τα βαρβάρων αυτός, ούδ’ έσοιμην παραπέμπων τοις έπειτα πράξεις πολεμικάς, εν αις μη νικώσιν Έλληνες…. πώς αν είην εγώ το βέλτιστον χρήμα, την ιστορίαν, και κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων βαρβαρικαίς καθ’ Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος;»

Κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας, ένας θηριώδης και θαρραλέος πολεμιστής, «τοῦ τῶν Ἀρμενίων γένους τὰ πρῶτα κληρούμενος καὶ τῶν πολλῶν ὑπερφέρων χειρὸς γενναιότητι», παρά τις απειλές, ανεβαίνει στα τείχη του φρουρίου και βρίζει χυδαία τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τις κόρες του, στα ελληνικά: «…ὕβρεσι τὸν βασιλέα Ἑλληνίδι ἔπλυνε γλώττῃ, ἔς τε τὴν ἄκοιτιν καὶ τὰς θυγατέρας ὁ στόμαλγος ἐρεσχελῶν καὶ λόγους ἀπρεπεῖς ἀφιείς. βασιλεὺς μὲν οὖν συλλαβεῖν τὸν αἰσχρορρήμονα βάρβαρον καὶ δίκας λαβεῖν ἐξ ἐκείνου ἐγλίχετο·»

Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης, σε μια επιστολή του προς τον πάπα Γρηγόριο τον Θ’, (1237), αναφέρεται στην ελληνική καταγωγή του: «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει και, ως εκ πηγής, εκ ταύτης πανταχούθε ρανίδες ανέβλυσαν.» Κατά τον ίδιο, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, από τον Μέγα Κωνσταντίνο και ύστερα, ήταν Έλληνες στην καταγωγή: «…των αρξάντων μετ’ εκείνον εκ του ημετέρου γένους. Αυτίκα οι της βασιλείας μου γενάρχαι, οι από του γένους των Δουκών τε και Κομνηνών, ίνα μη τους ετέρους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντες.»

Όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρης σύστησε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στη δυτική Ελλάδα, ο Μιχαήλ Άγγελος ιδρύει το ελληνικό δεσποτάτο της Ηπείρου ή της Ελλάδας, Σύντομα, η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα πολλών Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.

Από τον άμβωνα της εκκλησίας, «ο αρχαιομαθέστατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (1115 – 1195), «ο των αρχαίων Ελλήνων ποιητών υπομνηματιστής», κηρύσσει ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: «εις τον καθ’ ημάς Έλληνα και τον βάρβαρον». (2)

Ο θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1391) από την Θεσσαλονίκη αποκαλεί τους Έλληνες με τ’ όνομα τους: «των νυν απανταχού της ημετέρας Ελλήνων»· επαινεί δε την πόλη επειδή «έσωσε τους των Ελλήνων νόμους». Για τους γονείς του Αγίου Δημητρίου γράφει: «τω μεν γένει ήσαν Μακεδόνων κράτιστοι, τη δε χρηστότητι και πάντων Ελλήνων»· για τον άγιο λέει ότι «εκόσμησε την Ελλάδα ταις των βαρβάρων νίκαις».

Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σημειώνει για τον Πατριάρχη Γρηγόριο, τον Κύπριο (1282): «διαβόητος εν τοις τότε γενόμενος Έλλησι.» Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Παλαιολόγο τον Ε’ «ω της Ελλάδος ήλιε βασιλεύ!»  Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κάνει επίσης λόγο για Έλληνες και κράτος ελληνικό, ενώ ένας χρησμός του 13ου αιώνα αναφέρει την βυζαντινή αυτοκρατορία ως «χώρα των Ελλήνων.»

Ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, απευθυνόμενος στους υπερασπιστές της πόλης, αναγνωρίζει μεν το αναρίθμητο πλήθος των εχθρών, τονίζει όμως ότι έρχονται να πολεμήσουν με απογόνους «Ελλήνων και Ρωμαίων», οι οποίοι κατά το παρελθόν συνέτριψαν πολλές φορές τους βαρβάρους· αποκαλεί ακόμη την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό τα του ήλιου ανατολήν.»

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος ορθόδοξος πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, έγραφε: «η πατρίς ημών Ελλάς» και «πάντων των εν τω κλίματι τώδε (Κωνσταντινουπόλεως) Ελλήνων.» Στην «Ιστορία των κατά την Ουκροβλαχίαν», ο ηπειρώτης αρχιερέας Ματθαίος Μύρων, αποκαλεί μεν «Ρωμαίους» τους Έλληνες της Βλαχίας, αλλά τους θεωρεί απογόνους Ελλήνων, προσθέτοντας ότι «είναι γένος άγιον, απ’ όλους τιμώμενον, οπ’ εγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν, με γράμματα, με άρματα και με θεολογίαν.» Ο ίδιος χρησιμοποιεί εναλλακτικά τις εκφράσεις «γένος των Ρωμαίων» και «γένος των Ελλήνων»· αλλού, ονομάζει τους Έλληνες «Γραικούς».

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η ανατολική εκκλησία έκρινε καλύτερη και πιο συμφέρουσα την ονομασία Ρωμιοί. Εξάλλου, οι κατακτητές αναγνώρισαν τον Πατριάρχη ως Πατριάρχη των Ρωμαίων (ρουμ πατριγκί) και υπήγαγαν στη δικαιοδοσία του όλους τους «Ρωμαίους» (ρουμ μιλέτι). Ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί αναγνωρίζονται πλέον άπαντες οι ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι πρωτύτερα μνημόνευαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, ανεξαρτήτως εθνικής ή άλλης καταγωγής. Επομένως, η εξουσία του ελληνικού πατριαρχείου επεκτείνεται όχι μόνο προς όλους τους ορθοδόξους που ζούσαν στα όρια της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και σε μη ελληνικούς πληθυσμούς που διαβιούσαν στις νέες περιοχές που καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς και δεν αναφέρονταν μέχρι τότε στον ορθόδοξο πατριάρχη. Οι συνεκτικοί δεσμοί αυτών των πληθυσμών ήταν, αρχικά τουλάχιστον, η θρησκευτική πίστη και η κοινή ονομασία.

«Ταύτην γαρ φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες, οι αυτοί εξότου περ άνθρωποι μνημονεύουσιν, ουδένων άλλων προενωκηκότων· ουδέ επήλυδες κατασχόντες τε άλλους και εκβαλλόντες, και αυτοί υφ’ ετέρων το αυτό έστιν ο πεπονθότες· αλλ’ Έλληνες την δε τη χώρα τουναντίον αυτοί γε αεί φαίνονται κατέχοντες, ούτε ταύτην εκλιπόντες.»  

Γεώργιος Πλήθων- Γεμιστός

Στα χρόνια της Αναγέννησης, οι Έλληνες λόγιοι που βρίσκονταν στο εξωτερικό ονόμαζαν Έλληνες τους ομοεθνείς τους· στον πρόλογο των «Διδαχών του Αλεξίου Ραρτούρου», που έγραψε ο πατριαρχικός έξαρχος Θεωνάς (1560), βρίσκουμε τη φράση: «το ημέτερον Ελλήνων γένος, το των Χριστιανών δηλαδή.» Η ιστορία του Νεκταρίου (1677) φέρει στον εξώφυλλό της τα εξής: «συντεθείσα εις κοινήν γλώσσαν – δια ν’ ακούεται από κάθεν άνθρωπον Έλληνα.»

Η λέξη Έλληνας, χάνει σταδιακά τη σημασία του ειδωλολάτρη· ο εκκλησιαστικός ρήτορας Ηλίας Μηνιάτης, στα κυριακάτικα κηρύγματά του, χρησιμοποιεί τον όρο με τη σημασία του πολυθεϊστή, δηλώνει όμως ξεκάθαρα ότι αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες: «Αχ! Και καθώς γίνονται τον καιρόν ετούτον αι εορταί των Χριστιανών, τίποτες δεν διαφέρουσιν από τας πανηγύρεις των Ελλήνων. Κάνουσιν νηστείες, αλλά δεν ηξεύρουσιν της νηστείας το χρέος. Νηστείαν και εγκράτειαν των φαγητών μα όχι των παθών· και καθολικά η κραιπάλη και η μέθη συνεορτάζει με την νηστείαν και την εγκράτειαν. Λαμβάνουσιν τα μυστήρια, αλλά δεν ηξεύρουσιν των μυστηρίων την χάριν. Έχουσι την πίστιν, αλλά δεν έχουσι την γνώσιν της πίστεως»

Ο ιερομόναχος Διονύσιος Πύρρου, στη «Χειραγωγία των παίδων» που εκδόθηκε στη Βενετία (1810), σημειώνει: «- Ερωτ.: Πώς πρέπει να ονομαζώμεθα ημείς, Έλληνες ή Ρωμαίοι; -Αποκρ.: Ποτέ να μη θελήσετε να ονομάζεστε Ρωμαίοι αλλά Έλληνες, διότι οι Ρωμαίοι, ήγουν οι Ρωμάνοι, εβαρβάρωσαν και αφάνισαν την Ελλάδα, την γλυκύτατην μας πατρίδα.» Προτρέπει μάλιστα τους νέους ν’ αλλάξουν τα ονόματά τους επί το ελληνικώτερον: «και αν τινάς νέος έχει όνομα ή ρωμαϊκόν, ή εβραϊκόν, ή ρωσικόν, ή αραβικόν, πρέπει ευθύς να το αλλάξη και να ονομάζεται με όνομα ελληνικόν, τουτέστιν ή Μιλτιάδης, ή Θεμιστοκλής, ή Αχιλλεύς, ή Θησεύς, ή Αλέξανδρος, ή Πλάτων, ή Δημοσθένης κτλ. και τότε  ένας νέος αλλάζων το όνομά του, θέλει να εντρέπεται μην έχει και τα έργα των προγόνων του.»

Λίγα χρόνια πριν από την έναρξη της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης των Ελλήνων, ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας (1806) γράφει: «…ὁ λόγος μου δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ μία διεξοδικὴ Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἕλληνας», «Ἡ δὲ Ἑλλὰς ἅπασα θέλει δοξάσει διὰ παντὸς τὸ ἀθάνατον ὄνομά σου, συναριθμοῦσα αὐτὸ εἰς τὸν κατάλογον τῶν Ἐπαμεινώντων, Λεωνίδων, Θεμιστοκλέων, καὶ Θρασυβούλων.», «Ναί, φιλτάτοι μου Ἕλληνες, τὸ ἐπιχείρημα εἶναι δύσκολον δι᾿ ἐμέ, ἀλλ᾿ ἡ Πατρὶς τὸ ζητεῖ, τὸ χρέος μου μὲ βιάζει, καὶ μόνον ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων μου μοῦ προμηνύει καλὴν ἔκβασιν.»

Ο Αδαμάντιος Κοραής χρησιμοποιεί κυρίως το «Γραικός», το «Έλληνας» και τα παράγωγά τους· στον πρόλογο της μετάφρασης των Απάντων του Ισοκράτη (1807), μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Καλόν είναι εις ημάς να καυχώμεθα, και εις εκείνους να πληροφορηθώσιν, ότι και χωρίς αυτούς το ελληνικόν γένος ήτο πλέον αδύνατον να μείνη εις εκείνην την ελεεινήν κατάστασιν, όπου το κατεβύθισεν η απαιδευσία.» Αλλού γράφει: «Τι παρά τους άλλους περισσότερον πταίουσιν εις τούτον οι ταλαίπωροι Γραικοί;», «Και τοιαύτη είναι του Ελληνικού Γένους η σημερινή κατάστασις. Ότι αναγεννάται και αυξάνει καθ’ ημέραν δεν έμεινεν πλέον ουδεμία αμφιβολία…», «Ο ορθός λόγος, όστις εδίδασκε εκείνον να γράφει Αττικώς, επειδή σκοπός του ήτο να πείση Αθηναίους, διδάσκει και τους Γραικούς να γράφωσιν των Γραικών την Γλώσσαν, εάν θέλωσιν να μιμηθώσιν ευτυχώς τον Δημοσθένην.»

Στα δημοτικά τραγούδια συναντούμε συχνά τις λέξεις Ρωμιός, Ρωμιοπούλα, Ρωμαίικος κλπ. Ωστόσο, βρίσκονται πολύ συχνά και οι τύποι Έλληνας, Έλλενος, Έλλην. Σ’ ένα λαϊκό τραγούδι της Τραπεζούντας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζεται Έλλην: «Την πόλιν όντας ώριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνον… / ο βασιλιάς, ο βασιλιάς, ο Έλλεν Κωνσταντίνο.»

Σ’ ένα μεταγενέστερο δημοτικό για τον Αθανάσιο Διάκο, διαβάζουμε: «Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, / ‘στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια. / -Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε, / σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε». Λίγο παρακάτω, ο τρομερός κλέφτης, ως Γραικός, και αφού αρνείται μέχρι τέλους να κάνει σουνέτι για να σώσει το κεφάλι του, βρίζει τους Τούρκους και καλεί τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Νικήτα Σταματελόπουλο να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατό του:

«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι».

(Αξίζει να σημειώσουμε, ότι η πρόταση του Ομέρ Βρυόνη στον Διάκο δεν είναι απλό εφεύρημα του ανώνυμου λαϊκού ποιητή, αλλά καθρεφτίζει την πραγματικότητα της εποχής: σε πλείστες περιπτώσεις, όσοι Χριστιανοί άλλαζαν την πίστη τους κέρδιζαν τη ζωή τους, σημαντικά προνόμια, περιουσίες ή και αξιώματα στον τουρκικό στρατό, εφόσον ήταν άνθρωποι των όπλων. Με αυτόν και πολλούς άλλους τρόπους, όπως το παιδομάζωμα, εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανοί, κυρίως Έλληνες και Αλβανοί, εκτουρκίστηκαν, από το 1453 μέχρι και τα χρόνια της Επανάστασης. Ο Διάκος είχε φριχτό τέλος – θανατώθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα) κατά τη συνήθεια των Τούρκων)

Άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο Γραικός για να διακρίνουν τους ορθόδοξους Έλληνες από τους λατινόδοξους οπαδούς του Πάπα της Ρώμης· ο λόγιος και ιερέας Ευγένιος Βούλγαρης (1716 – 1806) αποφεύγει το Έλληνας, επειδή παραπέμπει στην ειδωλολατρία («δια την έμφασιν της ειδωλοθρησκείας») και το Ρωμαίος γιατί θυμίζει τους Ρωμάνους, δηλαδή όλους τους υπηκόους της βυζαντινής αυτοκρατορίας («το δε Ρωμαίοι προς αντιδιαστολήν των Ρωμάνων»). Η επίσημη εκκλησία χρησιμοποιούσε την ονομασία Έλληνες όποτε υπήρχε ανάγκη να διακριθούν οι ελληνόγλωσσοι από τους αλλόγλωσσους.

Η λέξη Ρωμιός, σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον, παίρνει μάλλον αρνητικά χαρακτηριστικά ή δηλώνει κάποιες ιδιότητες των νεότερων Ελλήνων που θεωρούνταν ελαττώματα· λ.χ. έχουμε τις παροιμίες: «Ο Ρωμιός έχει τη γνώμη κάτω απ’ το φέσι.», «Πέντε Ρωμιοί, δέκα γνώμες», «Του Ρωμιού η γνώση έρχεται στο τέλος» (πιθανόν τούρκικης προέλευσης), «Ρωμέικος καυγάς, τούρκικος χαλβάς» κ.α. Η δημώδης έκφραση «το ρωμέικο» λέγεται συνήθως επικριτικά για το νεοελληνικό κράτος, ενώ η ρητορική ερώτηση «σώζεται το ρωμέικο;», παραπέμπει νομίζω σε αρνητική απάντηση, υπονοεί δηλαδή μια κατάσταση ανοργανωσιάς και μπάχαλου, διάλυσης και μόνιμης κακοδιοίκησης. Εντούτοις, το «μίλα ρωμέικα» χρησιμοποιείται και για να ξεχωρίσει την λαϊκή γλώσσα από την καθαρεύουσα ή την αρχαία ελληνική (τα λεγόμενα «βαθιά ελληνικά»). Ο Άγγλος περιηγητής Dodwel σημειώνει σχετικά: «την νεωτέραν γλώσσαν καλούσιν ρωμαίικην προς διάκρισιν από της αρχαίας, ην καλούσον ελληνική.»

Στις διηγήσεις των αγωνιστών του 1821 και σε πολλές άλλες πηγές, η λέξη Έλληνας κυριαρχεί, σε σχέση με το Ρωμιός. Ο Κολοκοτρώνης, αν και χρησιμοποιεί κάποτε και τη φράση «Έλληνες και Ρωμαίοι», δια χειρός Τερτσέτη, γράφει: «Ἐμάζωξα ὅλους ἕως 150 καὶ τοὺς εἶπα νὰ ἀναχωρήσωμεν νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἤκουσαν ὅτι οἱ Ροῦσοι εἶχαν πάρει ὅλους τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Νεάπολη, μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα, ὅτι «ἡμεῖς δὲν πηγαίνομεν εἰς τὴν Φραγκιὰ καὶ θέλομε ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐπάνω εἰς τὴν πατρίδα μας». Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης μὲ εἶπε ὅτι: «θέλω νὰ μὲ φάγουν τὰ ὄρνεα τοῦ τόπου μας».

«Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους.»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής

Συμπερασματικά: οι Έλληνες, αν και έζησαν για πολλούς αιώνες υπό ξένη κυριαρχία, ουδέποτε λησμόνησαν το παλαιό εθνικό τους όνομα. Η ονομασία Ρωμιός ήταν επείσακτη και διαδόθηκε λόγω της ρωμαϊκής κατάκτησης, ενώ το Γραικός, και λιγότερο το «Ελλαδικός», χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, είτε για να διαχωρίσουν τους ελληνικής καταγωγής Ρωμαίους πολίτες από τους Ρωμιούς χριστιανούς, είτε γιατί η σφοδρή πολεμική της εκκλησίας κατά της αρχαίας θρησκείας έκανε το Έλληνας σχεδόν ταυτόσημο με το ειδωλολάτρης. Άλλωστε, η Κωνσταντινούπολη ήταν η νέα έδρα του ρωμαϊκού κράτους, γνωστή και ως Νέα Ρώμη. Ο Πολίτης γράφει σχετικά: «Είναι δ’ όντως θαυμαστόν πώς δεν εξαλείφθη εντελώς το ελληνικόν όνομα, αλλά τουναντίον διετηρήθη τηλικαύτας καταπαλαίσαν αντιθέτους δυνάμεις. Αφ’ ης ο Άγιος Αθανάσιος έγραψε τον κατά Ελλήνων λόγον του, το όνομα των Ελλήνων αναθεματίζετο και κατεχλευάζετο και από του άμβωνος και εν εκκλησιαστικοίς συγγράμασι, συνώνυμον γενόμενον του ειδωλολάτρου ή αιρετικού, όθεν προσετίθετο ενίοτε προς δυσφημίαν και εις άλλα εθνικά ονόματα. Ουδείς λοιπόν των εκχρισθιανισθέντων Ελλήνων ετόλμα να φέρη το καταδεδικασμένον όνομα, εκ φόβου μη επισύρη καθ’ εαυτού τας αράς της εκκλησίας.» Ο περίφημος λόγος του Μ. Αθανασίου γράφτηκε πιθανόν περί τα έτη 317-319 μ.Χ – στο κείμενο οι Έλληνες ταυτίζονται με τους ειδωλολάτρες: «Ἑλλήνων μὲν οὖν τινες, πλανηθέντες τῆς ὁδοῦ, καὶ τὸν Χριστὸν οὐκ ἐγνωκότες, ἐν ὑποστάσει καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν εἶναι τὴν κακίαν ἀπεφήναντο» – (μετάφραση: Ορισμένοι λοιπόν ειδωλολάτρες πλανήθηκαν από τον ορθό δρόμο και δεν γνώρισαν τον Χριστό· θεωρούν ότι το κακό υπάρχει από μόνο του.)

Με την κατάλυση του Βυζαντίου, το όνομα Ρωμιός υπονοεί άρνηση της εθνικότητας του φέροντος και δηλώνει απλώς την ιδιότητα του πρώην Ρωμαίου πολίτη. Ο Νικόλαος Πολίτης, απαντώντας στον Κωστή Παλαμά και σε όσους προτιμούσαν την ονομασία Ρωμιός αντί για το Έλληνας, σημειώνει: «Αν το ελληνικόν έθνος ήτο όμοιο προς τ’ άλλα το ρωμαικόν κράτος αποτελούντα έθνη· αν δεν είχεν ιστορίαν ένδοξον, προγενεστέραν της ιδρύσεως του κράτους εκείνου, και ηδύνατο ν’ απαρνηθή αυτήν, θα εθεώρει βεβαίως επαρκή την δόξαν ότι ανήκε ποτέ εις το μέγαν και πανίσχυρον ρωμαικόν κράτος, και τοσούτο μάλλον, καθ’ όσον ήτο η ψυχή αυτού, εν πάσι πρωτοστατούν και τα πάντα εν αυτώ ιθύνον. Τότε δε θα ωφείλωμεν να πάρομεν του κράτους εκείνου το όνομα και να διατηρήσωμεν την προσηγορίαν του Ρωμιού, να ονομάσωμεν δεν και την ημετέραν χώραν αντί Ελλάδος Ρωμανίαν, ως ονόμαζε ο ελληνικός λαός κατά τους μέσους χρόνους την βυζαντινήν επικράτειαν.» Σε τέτοια περίπτωση, «έχοντες την προτεραιότητα» θ’ αναγκάζαμε τους Βλάχους και τους Μολδαβούς ν’ αναζητήσουν άλλο όνομα για τις «ηγεμονίες» τους, αφού παρέλαβαν τα ονόματα που εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες και ονόμασαν την χώρα τους Ρωμανία (Romania) και τους εαυτούς τους Ρωμαίους (Romani).  Σε όλα τα κείμενα των εθνικών συνελεύσεων, μεσούντος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, γίνεται λόγος για Έλληνες:

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822.

Άλλωστε, το κράτος που αποδείχθηκε ανίσχυρο να επιβάλλει την αλλαγή του ονόματος των μέτρων και των σταθμών, αν και αμέσως ψήφισε νόμους για την εισαγωγή του δεκαδικού συστήματος, δεν είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει το εθνικό όνομα των Ελλήνων Ο Παλαμάς είναι και «ο ποιήσας τους ωραίους ετούτους στίχους»:

Κρυμμένη στην πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη 

σα να ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα. 

Ο εμπνευσμένος ποιητής, καταλήγει ο Πολίτης , «βλέπει εναργέστερον και κρίνει ορθότερον του γλωσσολογούντος λογογράφου»: «Ας μην επιμένη λοιπόν, ζητών να μένη πάντοτε κρυμμένη υπό τα ράκη της Ρωμιοσύνης η βασίλισσα Ελλάδα!»

 

Φωτογραφία: Ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (π.1292 – 15 Ιουνίου 1383) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός ο οποίος κάθισε στο θρόνο από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354.

Δημήτρης Τζήκας – Ερανιστής