Στο Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών / περιοδικό Fractal
Θα πρέπει να πω, εξ αρχής, με την αίσθηση ενός θεατή, ότι τα γυμνά του Ευαγγελάτου μου θυμίζουν τα αρχαία αγάλματα. Έτσι, ένιωθα, βλέποντας τα έργα του. Ότι στεκόμουν μπροστά στην ζωγραφική απόδοση γλυπτών. Παρατηρούσα αγάλματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο ή σε αντίγραφα, αλλά σε άλλο φόντο με γήινα χρώματα. Σ’ αυτή την έκθεση, λοιπόν, είδα άλλοτε το έργο να λάμπει σαν μάρμαρο έργο του Φειδία ή του Λύσιππου ή ζωγραφιά του Πολύγνωτου, του Ζεύξη, του Παρράσιου, άλλοτε με όλη τη λάμψη της τελειότητας, άλλοτε με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, με εγκλωβισμένα στη σάρκα τα πάθη της ανθρώπινης υπόστασης, άλλοτε μέλη απλώς, άλλοτε ολόκληρα σώματα, πάντα ωραίων ανδρών, χωρίς να μπορώ να πω ποιο είναι σύγχρονο και ποιο αρχαίο, ποιος είναι αυτός ο Έλληνας που μας δείχνει τις πλατιές του πλάτες, τα ωραία ισχία, τους τορνευτούς μηρούς. Έργα που μας κάνουν να αναγνωρίσουμε σ’ αυτά τα κορμιά οικεία πρόσωπα δικά μας, καθημερινά. Θεοί, θείοι κι εξάδελφοι, αυτή είναι η κλίμακα, το γενεαλογικό μας δέντρο, όπως μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί.
Έτσι, και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ο νους μου μπήγε στον Κ. Π. Καβάφη που παρατηρεί την «εύγραμμη σφιχτοδεμένη σάρκα», «ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύση επλάγιασεν», «τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε… να τώκαμεν ο Έρως», εκείνος ο Ποσειδώνας για την απόδοση του οποίου προβληματίζεται ο «Τυανεύς Γλύπτης» και άλλα, πολλά αληθινά, ιδεατά σώματα…
Αλλά ξαναγυρίζω στον Ποσειδώνα. Δίας ή Ποσειδώνας; Μπροστά σε έναν άντρα ξαπλωμένο ο Γιώργος Σεφέρης στέκεται και θαυμάζει: «Ο μπρούτζινος Δίας ή Ποσειδών, ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένα κοινός κουρασμένος εργάτης. Τον άγγιξα στο στήθος, εκεί που δένει το μπράτσο με τον ώμο, στην κοιλιά, στα μαλλιά του. Μου φάνηκε πως άγγιζα το δικό μου σώμα. Σκέφτηκα … συλλογίστηκα πως ο τεχνίτης που έπλασε τούτο το σώμα είχε στα χέρια του τη συνείδηση πως έδινε ζωή σ’ ένα θεό που είχε πολύ μοιχέψει ανάμεσα στους θνητούς• μου φάνηκε παράξενο. Αυτός ο μεγάλος άντρας, πλαγιασμένος ανάσκελα…» (το απόσπασμα, από τον τόμο Μέρες Ε΄, 4 Ιουνίου 1946, σελ. 39). Έτσι ένας ποιητής είδε ένα άγαλμα. Σαν έναν άντρα, θεό και άνθρωπο. Έτσι βλέπουμε κι εμείς, απλοί θεατές, τα θεϊκά κορμιά, ολόκληρα ή μισά στα έργα του Ευαγγελάτου.
Κι έτσι καμία αμφιβολία δεν έχω πως ο Ευαγγελάτος ανανεώνει το κλασικό, αρχαίο γυμνό, κάνει την σάρκα να λάμπει, σαν να είναι από μάρμαρο, ρίχνοντας το βλέμμα στα σημεία εκείνα τα οποία προβάλλονται εξέχουν και κερδίζουν πάντα το μάτι. Άλλοτε ο κορμός -χωρίς τα άκρα και το κεφάλι- σε σχήμα Χ, με τις φαρδιές τις πλάτες και τον δυναμικό διασκελισμό χωρίς άλλα εμφανή διακριτικά, συνδέει το άνθρωπο με τη φύση, με το μάρμαρο, την πέτρα, με το δέντρο, με το ξύλο, δείχνει την καταγωγή και τη μεταγραφή του γλυπτού σε ζωγραφική. Δείχνει τη σχέση με τα γλυπτά του Παρθενώνα – τα δυο ποτάμια της Αθήνας π.χ.- από το Δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, έργα από το εργαστήριο του Φειδία που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο σήμερα. Δύο κορμιά, χωρίς κεφάλι χωρίς πόδια. Κι αν ο αρχαίος γλύπτης τόνισε και το μυϊκό σύστημα του ποταμού –άντρα, ο Ευαγγελάτος, με όλη την παράδοση στις καλλιτεχνικές αποσκευές του, απέδωσε το σχήμα, την ιδέα πριν γίνει σώμα… αλλού όμως πολύ καλογραμμένο, με όλες τις λεπτομέρειές του ανατομικά μελετημένες. Ωραία μέλη, πλάτες, πόδια, μηροί, γλουτοί που περιμένουν «μια ματιά στα γυμνά μέλη τους», όπως μας λέει ο Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημα «Άδικα».
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Δρ. Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης.
————–
(Βλ. ολόκληρη την κριτική παρουσίαση)
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 5/6/2025 #ODUSSEIA #ODYSSEIA