Μ’ έτρεχε το ποδήλατό μου και μου γύμναζε τα χρόνια της νεότητά μου, τα παιδικά. Κοκαλιάρικο και αδύνατο παιδί ήμουν, έτσι ήταν η φτιαξιά μου, μα το ποιόν μου ησυχία δεν είχε, όλο κατά του Σμπάρα. Τοποθεσία ήταν αυτή, βόρεια και δυτικά του Ληξουρίου, έτσι όλο πήγαινα, τρυγιριστά με το ποδήλατό μου, και τα μεσημέρια που ο χρόνος μου αδυνατούσε στις επαφές του, γύριζα για να γνωρίσω τον κόσμο και τους ιδιαίτερους. Υπήρχαν και μέρες δοξαστικές, που έδινα «του αλάργου» με το ποδήλατο κι έφτανα πέρα από τα σύνορα της Παλικής. Με τραβούσε το χώμα και αυτό με τη σειρά του, μου μιλούσε. Τι να πει ένα παιδί, που κατά την παιδική του ηλικία, του μιλούσε το χώμα; Τίποτε. Με αγκάλιαζε η μοναξιά, που η ρόδα του ποδηλάτου μου, την πήγαινε όλο και πιο μακριά, έως και τα βουνά και τα υψώματα του νησιού.
Στου Σμπάρα πήγαινα, όταν ο χρόνος μου στένευε. Ήταν μια σύντομη λύση αυτό το μέρος για ηρεμία. Ίσως, γιατί εκεί υπάρχουν τα ερείπια από ένα παλιό νοσοκομείο, όπου στα 1850, μάζευαν τους χολεριασμένους για να τους γιατρέψουν και εγώ αφουγκραζόμουν τις φωνές τους.
Άνθρωποι από τα Καμιναράτα μετά το σεισμό του 1953, κατοίκησαν σ’ αυτό το μέρος, στου Σμπάρα, Κι έβγαιναν οι γριούλες μέσα από κάποιες παράγκες, που απλώνονταν ανάρια στην περιοχή αυτή, και μιλούσαν για να δουν πιο είσαι και τόμου τις έπιανες την κουβέντα πιο πολύ, σου λέγανε την ιστορία τους.
Θυμάμαι μια, που ήταν στραβοκάνα γριούλα, η Κουτσού, που στο σύνολό της, έμοιαζε ωσάν καπνοσακούλα με τα μαύρα και σταχτιά μακριά φορέματά της και η άλλη η Αννούλα, με έναν κότσο πλαδαρό που έμοιαζε ωσάν παγοκυστίδα στην κεφαλή της. Καλοσυνάτη, με ένα μπρίο που υπαγόρευε τη καταγωγή της, όπως έλεγε, Αρβανίτισσα, κι αυτό φαινόταν από τη λεπτή γάμπα του ποδιού της.
Πιο πάνω σε οίκημα κτιστό, με αυλή, ήταν η Κοπανού. Ανδρογυναίκα στο σύνολό της. Τόμου την έβλεπες, σου αμολούσε δυο τρεις ερωτήσεις και σε πόστιαζε ανάλογα. Στο όνομά της, άκουγε και στο Νιόνια και στο Διονυσία. Δυο γάμους είχε κάνει, το έλεγε το είναι της.
Παλιά κοπής ανδρογυναίκα, ντόμπρα, ετοιμόλογη, έξυπνη, την είχε μαθητεύσει η ζωή και αυτή αποτύπωνε τα παθήματα και τα μετέτρεπε σε μαθήματα και την χαιρόσουν γιατί ήξερε μέσα από τη λαϊκή σοφία να σε οδηγήσει συμβουλευτικά.
Ήταν μια δουλεύτρα της ζωής η Κοπανού, δούλεψε ακαταπόνητα όπου μπορούσε, στο Μαντζαβινάτειο Νοσοκομείο, στη σαράγια με τη σταφίδα, σε σπίτια, σε ξενοδοχείο και όπου αναζήτησε εργασία, εκτιμήθηκε η καπατσοσύνη της και η εντιμότητά της.
Ήξερε η Διονυσία, η Κοπανού, πως η ζωή θέλει το ρέγουλό της και δεν άφηνε, τα προβλήματα να την κυκλώνουν, απεναντίας αυτή τα κύκλωνε και τα έλυνε.
Στα πολλά παιδιά που έκανε, τα δυο τελευταία είχαν τα προβλήματά τους, τα σωματικά. Βαρύ το τίμημα για την Κοπανού, η επιστήμη άργησε να ανακαλύψει τι συμβαίνει.
Η Κοπανού, γλεντούσε τη δυστυχία της, δεν την άφηνε να ανδρωθεί και να την πονάει με τα ιδιαίτερα που της έλαχαν. Νίκησε την θλίψη της, δεν την έκανε κατάθλιψη. Ήξερε πως πρέπει να γίνει άνδρας με όρχεις και το κατάφερνε. Τι κράμα ήταν η ψυχοσύνθεσή της, δεν ξέρω. Μα ξέρω πως, της άρεσε να ντύνεται άνδρας, ιδίως την περίοδο της αποκριάς. Τα ιδιαίτερα παιδιά της, ανδρώθηκαν από τις εικόνες της και τα κατάφεραν λαμπρά μέσα στη βιοπάλη της ζωής.
Άνοιγε το μπαούλο, έπαιρνε το ανδρικό παντελόνι, το πουκάμισο και μια σκουφέτα, δεν παράλειπε το ζωνάρι να είναι σφικτό, κι έβγαινε στη γειτονιά με ένα αυτοσχέδιο θυμιατό. Ξόρκιζε τα σπίτια και τα παράθυρά τους. Χτυπούσε την πόρτα να της ανοίξουν και δώστου χτύπους και όταν δεν της άνοιγαν, πείσμωνε και αμολούσε τα κάρβουνα με φόρα στα σκαλοπάτια προς τα μέσα. Αποκριάς το δρώμενο με νόημα ψυχής. Ήθελε να πει, πως, πρέπει να έχουν σεβασμό οι γείτονες στο σπιτικό της. Ήταν μια κίνηση χαράς, μελετημένη ασυνείδητα στα υπογάστρια της ψυχής της, για να δείξει πως, ότι και να συμβαίνει, η ζωή προχώρα καλά άμα τη γιορτάζεις κάθε μέρα.
Εικόνα υπέροχη μιας ανδρογυναίκας, ήταν το ντύσιμο της Κοπανού. Άρπαζε το κοπάνι αλιάδας, το ξύλινο και μακριό, το έζωνε στη μέση της με μια σπαρτσίνα, το κρεμούσε μπροστά στο ρούχο της, ωσάν φαλλός υπερμεγέθης, έκλεινε γροθιά, τις δυο της παλάμες και τους δυο αντίχειρες τους ακουμπούσε πάνω στο κοπάνι. Έτσι είναι οι όρχεις μου έλεγε….!
Μια φιγούρα τολμηρή ήταν η Κοπανού, που σου έδειχνε τον φαλλό της και τους όρχεις της και σε αφόπλιζε, πως άνδρας δεν είναι εκείνος που έχει…, παρά εκείνο που τα λειτουργεί!
Την περίοδο της αποκριάς, τι γινόταν δεν λέγεται. Ξεσάλωνε η Κοπανού, κι έβγαινε με το μακριό κοπάνι της και τα χέρια- όρχεις και «πηδούσε» την γειτόνισσα… να τα γέλια, να τα αστεία, να της χαρμολύπης τα εσώτερα.
Κι έμπαινε ο «Αεροπόρος» στο λεωφορείο του με κόσμο να πάει από το Ληξούρι στα Καμιναράτα, και εξιστορούσε πως η Κοπανού έδινε κέφι στη γειτονιά του, γιατί κι αυτός ήταν ανοικτός και δεκτικός στα καλά και χιουμοριστικά της ζωής που νικούν την κατάθλιψη.
Η Κοπανού, με τον μεγάλο κοπάνι φαλλό και τα χέρια – όρχεις, αναμόχλευε τον περίγυρό της, τη γειτονιά της, με δίδαγμα, με κέφι, με χαρά, νικούσε την κατάθλιψη και τον μαρασμό. Την αποδέχονταν, γιατί με τις εικόνες και τις πράξεις της, γύμναζε και μιλούσε, στους γείτονες της, σε όποιον την έβλεπε, κι έπραττε ωσάν θηλυκός Διόνυσος. Ίσως να μην ήταν τυχαίο και το Διονυσία…!
Αυτή ήταν μια γυναίκα δυναμική, πραγματική γυναίκα με όρχεις!
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 9/1/2025 #ODUSSEIA #ODYSSEIA