//

Αντώνης Αργυρός: «Ήρθαμε με ρόδα και άνθους να σας ειπούμε Χρόνους Πολλούς»

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.

Έξω στέκει το σχήμα της

Μας φανερώνεται…

(Γιώργος Θέμελης, III. Φάτνη)

Τη γέννηση του Θεανθρώπου γιορτάζουν οι όπου γης Χριστιανοί. Το μήνυμα της αγάπης αναγεννάται και η ελπίδα αναπτερώνεται…

Τα Χριστούγεννα ήταν η πιο αγαπημένη μας γιορτή όταν είμασταν παιδιά. Εκείνες τις μέρες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, κάτι είχαν να χαρούν. Όλοι περίμεναν τον ταχυδρόμο με τα νέα και εμβάσματα  από τους ξενιτεμένους και τους ναυτικούς του χωριού μας. Για μας η χαρά ήταν μεγάλη, γιατί τα γράμματα έφερναν και τους μποναμάδες μας.

«Καλήν εσπέρα, άρχοντες».

Τα κάλαντα είναι, ίσως, μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων γιατί εκτός του γεγονότος ότι αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των εορτών των Χριστουγέννων είναι το έθιμο που αφορά, όσο κανένα άλλο, τα παιδιά. Το έθιμο των καλάντων παρουσιάζει ιδιαιτερότητες πού δύσκολα τίς συναντά κανείς σέ άλλα παραδοσιακά έθιμα. Από τη μία είναι η εκπληκτική διάδοσή τους, καθώς το έθιμο επιτελούνταν από τίς πόλεις μέχρι το τελευταίο χωριό. Χτυπάγαμε τις πόρτες οι πιτσιρικάδες, λέγαμε τα κάλαντα και περιμέναμε το κέρασμα «το τραταμέντο» και το «φράγκο»(την δραχμούλα), Τέτοιες μέρες αναπολεί ο καθένας μας τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων Κι ας σιγοτραγουδήσουμε κι εμείς φέτος μαζί τους τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων: “Ήρθαμε με ρόδα και με άνθους για να σας πούμε χρόνους πολλούς”.

Όπως και να το κάνουμε, Χριστούγεννα χωρίς κάλαντα δεν γίνονται.

 Στα Επτάνησα, οι εκκλησιαστικές Θρησκευτικές εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται από την επτανησιακή πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική που δυστυχώς τείνει να εκλείψει και από έθιμα που έχουν βαθιές τις ρίζες τους στην Θρησκευτική πίστη και στα διάφορα πληθυσμιακά ρεύματα που κυριάρχησαν στα Ιόνια νησιά.

Ζούσαμε τότε στην εποχή του ασπρόμαυρου, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ηλεκτρισμό και ζεστό νερό, με αυτοκίνητα, με λασπωμένους δρόμους αλλά με πολλή ανθρώπινη ζεστασιά. Αυτή πού λείπει εντελώς σήμερα.

Δεν είχαμε ηλεκτρισμό, ούτε  Χριστουγεννιάτικά δέντρα να στολίσουμε, δεν υπήρχαν πολύχρωμα λαμπιόνια(που λεφτά για πολυτέλειες εκείνη την εποχή) ,είχαμε όμως την χαρά της γιορτής, να πούμε τα κάλαντα και να μάς δώσουν για τον «κόπο» μας  ένα κουραμπιέ ή ένα φράγκο (μια δραχμή).

Με μια πλούσια παράδοση που αντλεί τις ρίζες της στη Ενετοκρατία, τα Επτάνησα υποδέχονται τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.

Όλα ξεκινούν από την καθαριότητα και το γυάλισμα των ασημικών στο σπίτι, καθώς τις μέρες των γιορτών όλα πρέπει να λάμπουν και το τραπέζι των Χριστουγέννων να ξεχωρίζει. Την περίοδο των Χριστουγέννων τα Κεφαλλονίτικα σπίτια στολίζονταν με κλαδιά μυρτιάς και κουμαριάς, ενώ όλα τα καλά κεντήματα και τα τραπεζομάντηλα έχουν βγει απ’ τα μπαούλα και έχουν πάρει τη Θέση τους στο σπίτι, όπως και τα λευκά σκεπάσματα στα κρεβάτια.  Την παραμονή των Χριστουγέννων τα παλιότερα χρόνια οι γυναίκες λειτουργία, ο νοικοκύρης έβαζε το Χριστόψωμο πάνω απ’ τη φωτιά, του έριχνε τρεις σταγόνες λάδι και έλεγε «Χριστός γεννιέται, το φως αξαίνει». Η έκφραση αυτή εκτός από ποιητική είναι και κυριολεκτική, μιας και η νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου είναι η μεγαλύτερη του χρόνου, και από την επομένη η μέρα αρχίζει να μεγαλώνει.

Η λαογράφος της ελληνικής γαστρονομίας, η αείμνηστη Εύη Βουτσινά, καταγράφει αμέτρητες παραλλαγές χριστόψωμου « Στα Επτάνησα, ιδιαίτερα στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά, ψήνουν τη χριστοπαραμονιάτικη κουλούρα, ένα εφτάζυμο ψωμί σαν κουλούρα μεγάλη, με τρύπα στη μέση, γεμάτο σταφίδες και καρύδια, αρωματισμένο με μπαχαρικά και στολισμένο με μικρά ζαχαρωτά, κουφέτα και ζάχαρη. Η ζύμη είναι κάπως δύσκολη, όπως κάθε ζύμη που περιέχει ζάχαρη και λάδι, αλλά, όταν πετύχει, είναι ένα ανεπανάληπτης νοστιμιάς ψωμί. Ο πατέρας (ή μαζί με τη μητέρα) το κρατάει την παραμονή πάνω από τη φωτιά του τζακιού, την εστία, ψάλλοντας γιορτινά τροπάρια, και χύνει από την τρύπα, πάνω στη φλόγα, κρασί και λάδι, σε ένα σπάνιο τελετουργικό που Θυμίζει τις αρχαίες σπονδές.»

Μια ακόμη σπονδή για καλοτυχία και διώξιμο του κακού.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς παραδοσιακά οι Κεφαλλονίτες με καντάδες και κολόνιες, εύχονται μεταξύ τους «Καλή Αποκοπή» αντί για «Καλή Χρονιά», δηλαδή να αποκοπούν από την παλιά χρονιά που φεύγει.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γίνεται το έθιμο της «κολόνιας». Το συγκεκριμένο έθιμο προέρχεται από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Οι άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους του Αργοστολιού και της Κέρκυρας κρατώντας μπουκάλια με κολόνια και «ραίνουν» ο ένας τον άλλο. Με τον τρόπο αυτό, γιορτάζουν τον ερχομό του νέου έτους, και τραγουδούν:

« ΉρΘαμε με ρόδα και άνθους να σας ειπούμε Χρόνους Πολλούς».

Στην Κέρκυρα και σ’ όλα τα Επτάνησα από άκρη σε άκρη του νησιού οι κατά τόπους χορωδίες και φιλαρμονικές του νησιού βάζουν τις παραδοσιακές στολές τους και τα «ψάλλουν» σε κάθε καντούνι και σε κάθε γειτονιά. Το κλίμα είναι μαγικό, κάλαντα, καντάδες.

Στην Κεφαλονιά, κατά το έθιμο που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα, τις τρεις τελευταίες μέρες του χρόνου, οι ντόπιοι βγαίνουν στην εξοχή για να ξεριζώσουν «αγιοβασιλίτσες» ή αλλιώς «κατσούνες». Είναι ένα φυτό με καφέ βολβό και πράσινα φύλλα, που συμβολίζει την αναγέννηση του χρόνου, γιατί ξεραίνεται τον Μάρτη και ξαναγεννιέται τον Οκτώβρη. Το όνομα του φυτού οφείλεται στον εορτάζοντα της Πρωτοχρονιάς Άγιο Βασίλειο, ενώ είναι γνωστό και σαν «ασκυνοκάρα». Αρκετοί φροντίζουν να το κρεμάσουν στο σπίτι, την επιχείρηση ή το μαγαζί τους, για να φέρει καλή τύχη όλο το χρόνο. Άλλοι πάλι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή το πρωί σπάζουν ένα ρόδι στην είσοδο του σπιτιού τους και κάνουν τόσες ευχές όσοι είναι και οι σπόροι που απελευθερώνονται. Στη Λευκάδα σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων είναι οι «κουτσούνες» οι οποίες λέγονται και αγριοκρεμμύδες και θεωρούνται σύμβολα τύχης. Τα παιδιά ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές και τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Οι νοικοκυρές τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο, ή τις έβαζαν στην κουζίνα.

Το βράδυ της Παραμονής, οι νοικοκυρές φτιάχνουν «τηγανίτες» από νερό, αλεύρι και μαγιά. Οι τηγανίτες συμπληρώνουν το πρωτοχρονιάτικο κέρασμα και σερβίρονται με μέλι και καρύδια.

ΥΓ. Αξέχαστα χρόνια αγάπης και θύμησης.

Είναι νοσταλγική η ανάμνηση σ’ ένα χώρο αγάπης ,το σπίτι μας στο χωριό, με πόνο όμως για τα χρόνια που πέρασαν, τις ελπίδες που έσβησαν, τα χωριά  μας που ερήμωσαν, την Χριστουγεννιάτικη λειτουργία που δεν γίνεται την νύχτα, αφού ο παπάς του χωριού μας μας ιερουργεί πλέον στο άνω Θυσιαστήριο, οι πόρτες είναι αμπαρωμένες, λίγα παιδιά λένε τα κάλαντα, με τον ίδιο καιρό όμως, από το πρωί η βροχή κι ο βοριάς φυσάει με λύσσα….

Φέτος στα Χριστούγεννα, ανακαλύψτε τουλάχιστον  ξανά τις ξεχασμένες αναμνήσεις σας!!

            Ο “μικρός” Χριστός να δώσει σε όλους την δύναμη να αλλάξουμε όλα όσα μας “μαυρίζουν” την ζωή μας. Σ’ όλους αυτούς που πονάνε σήμερα παρηγοριά στον πόνο τους. Προσωπικά είμαι τυχερός που μεγάλωσα σε χωριό και στην αυστηρή τήρηση των εθίμων και παραδόσεων του τόπου μας ,που ένοιωσα την απόλαυση της Χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας, το δώρο των γονιών ,ένα ζευγάρι παπούτσια, το παραμύθι της νόνας μου, τα κάλαντα, την ζεστασιά της οικογενειακής ζωής που πολύ γρήγορα στερήθηκα με την πρόωρη και αδόκητη απώλεια της μητέρας μου.

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

Να’ν’ ήμερος να `ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση.

(Από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη (1911 – 1996) «Ο Ήλιος ο ηλιάτορας» (1971)

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 22/12/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA