Ἔψαχνα στά σόσιαλ νά βρῶ τήν εἴδηση γιά τήν ἀπώλεια τοῦ σπουδαίου μουσικοῦ Νίκου Σαραγούδα, ἀλλά δέν τήν εὕρισκα…
Φυσικά, στήν χώρα τῆς ἐλαφρότητας, πού ἐγγίζει πλέον τό γελοῖο, μπορεῖς νά μάθεις τί εἴδους παραισθησιογόνες οὐσίες χρησιμοποιεῖ καί πῶς ἐκφράζεται γιά τό γυναικεῖο φῦλο οἱοσδήποτε δηλώνει καλλιτέχνης καί κοπανιέται αἰσχρολογῶντας στίς πίστες. Δέν μπορεῖς, ὅμως, νά μάθεις ὅτι ὁ Νῖκος Σαραγούδας, πού ἔφυγε προχθές ἀπό τήν ζωή, ἦταν «μιά κατηγορία μόνος του» στόν (συνεχῶς συρρικνούμενο) χῶρο τῆς παραδοσιακῆς μας μουσικῆς.
Γεννημένος τό 1933 στά Σπάτα, πρακτικός μουσικός, ἄρχισε τήν πορεία του παίζοντας κιθάρα καί τραγουδῶντας τό «νόθο» δημοτικό ρεπερτόριο τῆς ἐποχῆς.
Ὡστόσο, περί τά τέλη τοῦ ’60, συναντήθηκε μέ τό οὔτι στό καφενεῖο τῶν μουσικῶν. Ἦταν ἡ ἐποχή πού τό ὄργανο αὐτό εἶχε σχεδόν ἐξαφανισθεῖ, καθώς εἶχε κάνει τήν ἐμφάνισή της ἡ «farfisa» καί οἱ ἠλεκτρικές κιθάρες, πού ἐκτόπιζαν τό οὔτι, τό λαοῦτο καί τά ἄλλα παραδοσιακά ὄργανα. Ἦταν ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία τό ρεπερτόριο τῆς «καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς» βρισκόταν μόνο στά κατάστιχα τῶν παλαιοτέρων γενεῶν. Ἐκείνη τήν ἐποχή, λοιπόν, ὁ Σαραγούδας ἀκούει τόν ἦχο του, μαγεύεται καί ἀγοράζει ἕνα τέτοιο ὄργανο.
Ὁ Νῖκος Σαραγούδας, πού στά χέρια του τό οὔτι (παλαιό λαουτοειδές ὄργανο, διαδεδομένο στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία καί ἀργότερα στήν Ὀθωμανική) «μιλοῦσε» πραγματικά, γίνεται περιζήτητος στίς ἠχογραφήσεις, καθώς ἀπό τά τέλη τοῦ ’70 παρατηρεῖται στροφή πρός τόν παραδοσιακό ἦχο.
«Τό οὔτι στά 40 μου χρόνια τό ἔπιασα στά χέρια μου, γιατί παλιά οἱ τραγουδιστές ἔπρεπε νά βαστοῦν ἕνα ὄργανο. Ἔπαιζε ἕνα γεροντάκι στό “καφενεῖο μουσικῶν” καί ἐκεῖ τό ἄκουσα καί μοῦ ἄρεσε. Ἄν ἀγαπᾶς κάτι, ἔτσι ξεκινάει καί ριζώνει σιγά-σιγά, τό ἐρωτεύεσαι. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ζήτησα ἀπό ἐκεῖνον τό ὄργανό του καί τό ἀγόρασα. Τό ἔφερα στό σπίτι, ἀλλά δέν ἤξερα οὔτε κἄν νά τό κουρδίζω… Ἔμαθα μέ τήν πρακτική, σχεδόν ἀβοήθητος… Δέν τό ἔβαλα κάτω καί σταδιακά πάλευα. Πέρασαν κάποια χρόνια ἔτσι μές στή φτώχεια, καί ἔπειτα ἄρχισα νά παίζω σέ κάποιες ἐκπομπές καί μέ μερικούς τραγουδιστές. Σκαλοπάτι, σκαλοπάτι ἔγινε ὅ,τι ἔγινε… Μέ βοήθησε ἡ γυναικούλα μου ἡ Γιασεμή γιατί εἶχε καλό αὐτί, τῆς ἄρεσε πολύ ἡ μουσική. Μαζί κάναμε ἕνα ρεπερτόριο κυρίως μέ τραγούδια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού τότε δέν ἦταν τόσο γνωστά καί διαδεδομένα στόν κόσμο.
Ξεκινήσαμε σέ ἕνα μαγαζί στό “Ἀλάβαστρον” χωρίς μικρόφωνα, ἤρεμα μέ νέους μουσικούς καί καταφέραμε καί συνεχίσαμε καί εἴχαμε μία πολύ καλή πορεία. Τό οὔτι εἶναι ξύλινο ὄργανο καί πολύ εὐαίσθητο. Ξεκίνησε μέ μία χορδή, ἄλλος ἔβαλε μία δεύτερη καί κατέληξε σέ αὐτό πού ἔχουμε σήμερα. Εἶναι τυφλό ὄργανο, δέν ἔχει τάστα. Εἶναι βυζαντινό ὄργανο μέ μόρια. Δίδαξα στήν σχολή τοῦ Ἀριστείδη Μόσχου, στήν Σχολή τοῦ Σίμωνα Καρρᾶ καί ἀλλοῦ, γιατί σκοπός μου ἦταν νά προωθήσω τό οὔτι καί νά τό ἀναδείξω…» εἶπε ὁ ἀλησμόνητος ὀργανοπαίκτης στήν «Πεμπτουσία».
Εἶχα τήν τύχη νά τόν γνωρίζω καί μάλιστα τόν χρησιμοποιήσαμε μέ τόν Σεκόντο Μπουχάγερ, ὅταν ἦταν παραγωγός στήν «Μinos».
Στό καλό, κύριε Νῖκο. Θά σέ θυμόμαστε πάντα. Καί θά ἀκοῦμε τό ὄργανό σου νά «κελαηδάει»…
Δημήτρης Καπράνος – estianews
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 23/6/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA