Η μόνη που δεν την αναγνωρίζει είναι η Τουρκία, ένα κράτος βουτηγμένο στο χριστιανικό αίμα
Συμπληρώθηκαν 105 χρόνια (19/5/1919) από την Γενοκτονία του Πόντου. Μία τέτοια επέτειος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια οστεωμένη, μουσειακού χαρακτήρα τυπική εκδήλωση μνήμης. Τα ανατριχιαστικά, μαρτυρικά γεγονότα που εξιστορούνται αποτυπώνουν τις συγκλονιστικές στιγμές δοκιμασίας του ελληνισμού!
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την σφαγή και προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες, ώστε τα γεγονότα της εποχής να απογυμνωθούν από την ουσία, να συγκαλυφθούν τα πραγματικά αίτια και οι διδαχές της ιστορίας να μην γίνουν κτήμα των Ποντίων και εν γένει του ελληνικού λαού.
Ποιοι οι βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη Γενοκτονία των Ποντίων
Η άνοδος του τουρκικού αστικού εθνικισμού: Καθώς η ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε το έθνος – κράτος της στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας (της οθωμανικής), το χτύπημα των βασικών ανταγωνιστών της (κύρια της ελληνικής και αρμενικής αστικής τάξης) αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της κυριαρχίας της στον συγκεκριμένο γεωγραφικό – οικονομικό χώρο. Καθώς οι εθνικές μειονότητες αξιοποιούνταν από τις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις τους ως ασπίδα και μοχλός πίεσης για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων, τις εξέθεταν άμεσα στα πυρά του εκάστοτε αντιπάλου: «Αν η εξόντωση του αρμενικού στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική», τονιζόταν χαρακτηριστικά σε σύσκεψη παραγόντων του κόμματος των Νεότουρκων το 1915, «πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας».
Να σημειωθεί πως οι σφαγές, οι εθνοκαθάρσεις, οι προσφυγοποιήσεις, οι αναγκαστικές αφομοιωτικές πολιτικές κ.ο.κ. ήταν κοινός παρονομαστής στα Βαλκάνια (και όχι μόνο), όπου οι λαοί πλήρωσαν με το αίμα τους τις μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις των εθνικών τους αστικών τάξεων. Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης της Ελλάδας: Με τις βλέψεις του ελληνικού κεφαλαίου στραμμένες στην ιδιαίτερα πλούσια περιοχή της Μικράς Ασίας, ο Πόντος ερχόταν σε «δεύτερη μοίρα». Ετσι, υποτιμήθηκε η οργάνωση ή βοήθεια οποιασδήποτε μορφής προς τον Πόντο, του οποίου η «χρησιμότητα» συνοψιζόταν σε Εκθεση του Α. Α. Πάλλη, ως ένας περίπου «αντιπερισπασμός», «προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του Τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης». Η προέλαση του ελληνικού στρατού στα ενδότερα της Τουρκίας (κάνοντας τον «χωροφύλακα» των αγγλογαλλικών συμφερόντων στην περιοχή) σίγουρα υπονόμευσε — αν δεν σφράγισε — την τύχη των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, αλλά και γενικότερα.
Οι επιδιώξεις και επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης του Πόντου: Οι ιδιαίτερες (και καμιά φορά αντικρουόμενες) επιδιώξεις στους κόλπους της ποντιακής πολιτικής – οικονομικής – θρησκευτικής ηγεσίας είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά από κινήσεις, οι οποίες εν τέλει άφησαν έκθετο και ανυπεράσπιστο τον ποντιακό λαό. Σε αυτό, μεταξύ άλλων, συνέδραμε και η πεποίθηση πως η λύση στο ζήτημα του Πόντου θα ερχόταν από «τα έξω» και από «τα πάνω», ως αποτέλεσμα δηλαδή της παρέμβασης των λεγόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» και όχι από τις ίδιες τις δυνάμεις του ποντιακού λαού (σε συνεργασία ενδεχομένως και με άλλους λαούς της περιοχής).
Επιπλέον, οι σφοδρότατοι ανταγωνισμοί μεταξύ της ελληνικής και αρμενικής αστικής τάξης όχι μόνο υπονόμευσαν μια ενδεχόμενη κοινή τους δράση, αλλά συχνά κατέληγαν ακόμα και σε συγκρούσεις μεταξύ ποντιακών και αρμενικών ένοπλων σωμάτων. Την κρίσιμη ώρα, όπως αναφέρει ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου Ι. Καλτσίδης, «οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών…».
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στην περιοχή: Είναι γνωστό από την μακρά και αιματοβαμμένη ιστορία του 20ού αιώνα (έως και τις μέρες μας) πως, όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, οι λαοί το πληρώνουν ακριβά. Ακολούθως, και η Γενοκτονία των Ποντίων σχετίζεται άμεσα με τις ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις, που έλαβαν χώρα για τη νομή της κλυδωνιζόμενης οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο και του γενικότερου πολέμου για την αναδιανομή των παγκόσμιων αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος). Σε μια σύγκρουση, λοιπόν, όπου οι αντίπαλες αστικές τάξεις (ελληνική και τουρκική) στρατεύτηκαν πίσω από αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα (της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων αντίστοιχα), οι λαοί της περιοχής δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο παρά κρέας για τα κανόνια των αντιπάλων, διαπραγματευτικά χαρτιά και πιόνια σε μια γεωστρατηγική σκακιέρα. Οι υποσχέσεις περί «αυτοδιάθεσης των λαών» από τη μεριά των ιμπεριαλιστών σύντομα αποδείχθηκαν κούφια λόγια (όπως στην περίπτωση των αραβικών λαών, της πολύπαθης Παλαιστίνης – και βεβαίως του Πόντου).
Ακόμα και όταν κορυφώθηκε το δράμα του ποντιακού λαού, οι κανονιοφόροι και οι πρεσβείες των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να εμποδίσουν τις σφαγές ή για να σώσουν τους ανθρώπους που κινδύνευαν. «Ολα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια των πρεσβευτών των ξένων δυνάμεων», αναφέρει ένας Πόντιος αντάρτης στην αυτοβιογραφία του, «και αυτοί αδιαφορούσαν!». Αντιθέτως, όπως έγραψε ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, «οι άθεοι κομμουνιστές (σ.σ. οι Σοβιετικοί) εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους “χριστιανούς” Αγγλογάλλους», στέλνοντας πλοία και μεταφέροντας τους δοκιμαζόμενους πληθυσμούς στην ασφάλεια.
Η στοίχιση των λαών πίσω από τις «ομόφυλες»/«ομόθρησκες», αλλά με διαμετρικά αντίθετα ταξικά συμφέροντα, «ηγεσίες» τους: Η στοίχιση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με τις επιδιώξεις των εκμεταλλευτών τους τους μετέτρεψε σε βόλια για τα όπλα τους. Γιατί τι είχαν να χωρίσουν οι Πόντιοι, Αρμένιοι ή Τούρκοι εργάτες και χωρικοί μεταξύ τους; Τι είχαν να χωρίσουν εκείνοι που, μέχρι να γίνουν «εχθροί», ζούσαν ειρηνικά αναμεταξύ τους, στενάζοντας εξίσου από την εκμετάλλευση του συχνά ομοεθνούς τους εργοδότη, τοκογλύφου κ.ο.κ.; Τότε όμως, ακόμη, η εργατιά ήταν μικρή αριθμητικά, ενώ μόλις διέγραφε τα πρώτα της συνειδητά πολιτικά βήματα.
Για την Ιστορία, όταν οι Πόντιοι (και Μικρασιάτες) πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απαξίωση του ελληνικού αστικού κράτους και του πολιτικού του προσωπικού (φιλελεύθερου, κεντρώου και δεξιού), που τους στοίβαξαν όπως – όπως σε συνοικισμούς – γκέτο, τους παρέδωσαν στην άγρια εκμετάλλευση των καπιταλιστών (που «άδραξαν» την ευκαιρία, ρίχνοντας τα μεροκάματα και περιορίζοντας δικαιώματα και κατακτήσεις της εργατικής τάξης συνολικά) κ.λπ. Ταυτόχρονα, οι πατριδοκάπηλοι φασίστες της εποχής (πολιτικοί πρόγονοι των σημερινών χρυσαυγιτών) τους αποκαλούσαν χυδαία «τουρκόσπορους», κραύγαζαν για τον «εξαγνισμό» των πόλεων από την παρουσία τους και οργάνωναν δολοφονικά πογκρόμ στους συνοικισμούς τους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα σφυρηλάτησε βαθύτατους και ισχυρότατους δεσμούς με το προσφυγικό στοιχείο.
«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες», γραφόταν στις 7/9/1929. «Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν (…) ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει τον φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη».
Σήμερα, 105 χρόνια μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων, ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να γεννά πολέμους, σφαγές, προσφυγιά κ.λπ. Οι «λυκοσυμμαχίες» τύπου ΕΕ και ΝΑΤΟ συνεχίζουν να αναχαράσσουν τα σύνορα της ευρύτερης περιοχής, εγκυμονώντας νέους κινδύνους για τους λαούς. Ποια καλύτερη τιμή, επομένως, για τη μνήμη, την Ιστορία του ποντιακού λαού, από την πάλη για να μη ζήσει ποτέ ξανά κανείς λαός αυτά που υπέστη ο ίδιος; Από τον αγώνα ενάντια στους φορείς και τα γενεσιουργά αίτια της εκμετάλλευσης, των πολέμων και της προσφυγιάς; Κόντρα και έξω από ψεύτικα αστικά διλήμματα οποιασδήποτε απόχρωσης;
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-’13), μπορεί να απέβησαν νικηφόροι για την Ελλάδα και να συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην εδαφική της αποκατάσταση (απελευθέρωση τουρκοκρατούμενων περιοχών) μετά από μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων, όμως έδωσαν αφορμή στους Νεότουρκους για αλλαγή πολιτικής στον Πόντο. Όλα ξεκίνησαν όταν βρήκαν την ευκαιρία αυτοί για ανασύνθεση του πληθυσμού εκεί μετά τη φυγή Ελλήνων Ποντίων που είχαν ”εξαφανιστεί”, για να μην επιστρατευτούν κατά της Ελλάδας (σ.σ: Ο μεγαλύτερος αριθμός των φυγόδικων λιποτακτών κατέφυγε στη Ρωσία και μικρός αριθμός αυτομόλησε στον ελληνικό στρατό). Έτσι οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου βρέθηκαν να ”συγκατοικούν” με μεταφερόμενους από τα Βαλκάνια μουσουλμάνους (Τουρκαλβανούς, στην πλειοψηφία τους) οι οποίοι προέβαιναν σε αρπαγές κτημάτων και ωμότητες κατά των Ελλήνων Ποντίων χωρίς να τιμωρούνται.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν τοποθετηθεί σε κρατικές υπηρεσίες από τις οποίες ασκούσαν ανενόχλητοι μεθόδους καταπίεσης και εκφοβισμού σε βάρος τους. Όσο περνούσε ο καιρός, μάλιστα (τέλη 1913-άνοιξη 1914), το καθεστώς των Νεοτούρκων επέτεινε τις διώξεις κατά των Ελλήνων Ποντίων με πρόσχημα την ασφάλεια του τουρκικού κράτους. Έτσι άρχισε ο εκτοπισμός από τις εστίες τους προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σαν αντίδραση σε αυτόν, στις διώξεις, τους αποκλεισμούς, τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες κατά των Ποντίων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκλεισε τις εκκλησίες και τα σχολεία (Μάιος 1914) βλέποντας ότι η αντιπαράθεση των μεταφερόμενων μουσουλμάνων με τους χριστιανούς Πόντιους εντατικοποιήθηκε.
Κατά την επώδυνη αυτή περίοδο πριν και μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μόνοι που προστάτευαν με ένοπλες παρεμβάσεις τους Έλληνες του Πόντου απέναντι στις διώξεις του οθωμανικού στρατού και της Χωροφυλακής ήταν οι αντάρτικες ομάδες Ποντίων σε τουρκικό έδαφος. Οι Νεότουρκοι, μη μπορώντας να τους εμποδίσουν, προέβησαν σε εκτοπισμούς συγγενών τους. Πολιτική που την διαδέχτηκαν οι επιτάξεις σπιτιών, οι βαριές φορολογίες στον υπόλοιπο πληθυσμό και οι εξισλαμισμοί Ελληνοπαίδων ποντιακής καταγωγής. Ώσπου κάποια στιγμή περιορίστηκαν όλα μετά το πλήγμα των Τούρκων από τον ρωσικό (τσαρικό) στρατό στο μέτωπο του Καυκάσου. Η προέλαση του τελευταίου στον ανατολικό Πόντο ήταν γεγονός και η κατάληψη της Τραπεζούντας ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού στους Έλληνες Πόντιους τον Απρίλιο του ’16. Όμως το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στους Νεότουρκους για οργανωμένες και μαζικές εκτοπίσεις των ελληνικών πληθυσμών και του δυτικού Πόντου, τους οποίους προστάτευε ως τότε η ομάδα του Αντών πασά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, για να μην προκαλέσουν την Ελλάδα και τους ισχυρούς συμμάχους της (ΑΝΤΆΝΤ) κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εφάρμοζαν κατά των Ποντίων την μέθοδο του ”λευκού θανάτου”, κάτι που είχαν κάνει και με τους Αρμένιους. Απέφευγαν δηλαδή την άμεση εξόντωση των θυμάτων δια των εκτελέσεων και τους υπέβαλαν στη δοκιμασία των μακρών πορειών υπό αντίξοες συνθήκες μέχρι να πεθάνουν, αφού είχαν προηγηθεί λεηλασίες ελληνικών περιουσιών. Με τη μέθοδο αυτή είχαν επεκταθεί οι εκτοπισμοί των Ελλήνων Ποντίων στην Κολωνία, τη Χαλδία και τον υπόλοιπο Πόντο, πλην των χωριών της Αμισού και της Πάφρας που προστατεύονταν από ομάδες ανταρτών οι οποίοι είχαν καταφύγει στα βουνά. Ομάδες που αποδυναμώθηκαν μετά τη δολοφονία του καπετάν Αντών πασά τον Αύγουστο του 1917.
Την περίοδο δοκιμασίας των Ποντίων εκείνης της περιόδου ξεχώρισε μια προσωπικότητα που αποδείχθηκε η σπουδαιότερη στη νεότερη ιστορία του Πόντου. Ήταν ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης) – Μητροπολίτης Τραπεζούντας το 1913-1938 & Αθηνών και πάσης Ελλάδος το 1938-1941, ο οποίος διακήρυττε ότι ο Πόντος θα έλυνε το εθνικό του πρόβλημα με κάποια μορφή αυτοδιάθεσης, αν υπήρχε σε μόνιμη βάση ρωσική παρουσία εκεί. Ο σπουδαίος Έλληνας ιεράρχης είχε πάρει υπό την προστασία του τότε – πέραν των Ελλήνων χριστιανών – και τους 200.000 Έλληνες μουσουλμάνους, τους οποίους συμβούλευε να μην αποκαλύψουν ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί όσο κρατούσε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, γιατί ήλπιζε σε αλλαγή συσχετισμών στη Μικρά Ασία… ”Σχεδιασμοί επί χάρτου”, φυσικά, που ανατράπηκαν πανηγυρικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων το ’17. Των Μπολσεβίκων, οι οποίοι διεμήνυσαν εξ αρχής ότι ήταν υπέρ των εθνικών διεκδικήσεων των ”μεγάλων” εθνών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά δεν θα διεκδικούσαν την προσάρτηση νεοαποκτηθέντων περιοχών απ’ τον ρωσικό στρατό όπως ο Πόντος…
Όσο ο ρωσικός στρατός, εντωμεταξύ, στον ανατολικό Πόντο βρισκόταν υπό διάλυση και έτοιμος προς αποχώρηση μετά την αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, ο οθωμανικός είχε ξεκινήσει την προέλασή του έναν μήνα πριν το τέλος του ’17. Τον Φεβρουάριο του ’18 η Τραπεζούντα έπεσε στα χέρια 200 ρακένδυτων Νεότουρκων οριστικοποιώντας τη ρωσική αποχώρηση και προκαλώντας τη φυγή προς Ρωσία 85.000 Ελλήνων Ποντίων. Οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν ασκαρδαμυκτί, φυσικά, ενώ εκδηλωνόταν νέο κύμα φυγής Ποντίων (από το Καρς αυτή τη φορά) με κατεύθυνση το Βατούμ.
Μετά την συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ τον Μάρτιο του ’18 (βλ. παραχώρηση Πόντου, Καρς, Βατούμ, Αρνταχάν από τη Ρωσία στην Οθωμανική αυτοκρατορία κλπ), οι περισσότεροι Έλληνες Πόντιοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσοι έμειναν πίσω ήλπιζαν – μετά την ανακωχή, κυρίως, του Μούδρου τον Οκτώβριο του ’18 – να σταματήσουν οι διώξεις των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου (που είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και ήταν οικονομικά κατεστραμμένοι) με τη λήξη του ”Μεγάλου Πολέμου”. Οι ελπίδες τους εκπορεύονταν από την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη διακήρυξη των ΗΠΑ περί αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο αποδείχθηκαν φρούδες και από τον Μάρτιο του 1919 άρχισαν πάλι οι επιθέσεις του οθωμανικού στρατού κατά των Ελλήνων Ποντίων.
Η συνάντηση του Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου (ως εκπροσώπου των Ελλήνων του Πόντου) με τον Έλληνα πρωθυπουργό Βενιζέλο (συνάντηση που αποσκοπούσε στην αποδοχή εκ μέρους μας του αιτήματός τους για αυτοδιάθεση, μετά την εκδήλωση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ) απέβη άκαρπη ουσιαστικά. Το μόνο που συμφωνήθηκε ήταν η δημιουργία Στρατιωτικού Σώματος Ποντίων και η οργάνωση ελληνικής αποστολής στον Καύκασο και την Νότια Ρωσία για περίθαλψη των Ελλήνων προσφύγων του Πόντου από την Μ. Ασία. Το ίδιο άκαρπη απέβη και η συνάντηση του Πόντιου ιεράρχη με αξιωματούχους των Μεγάλων Δυνάμεων (σ.σ: οι αμερικανικές αποστολές στην Μ. Ασία ενδιαφέρονταν πρωτίστως για το αρμενικό ζήτημα και ελάχιστα για τους ευρισκόμενους σε μόνιμο διωγμό Έλληνες του Πόντου).
Σκοπός, ο αφανισμός του Ποντιακού Ελληνισμού
Έτσι, με δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι πήγαιναν στο βρόντο οι εκκλήσεις των Βρετανών και των Γάλλων αρμοστών στον Πόντο για προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από μουσουλμανικές συμμορίες, ο Χρύσανθος προσέγγισε το ’20 τους Αρμένιους και συμφώνησαν από κοινού στη δημιουργία ομόσπονδου ποντο-αρμενικού κράτους. Όμως, έμεινε στα χαρτιά το κράτος αυτό, γιατί η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να πιέσει για την υλοποίησή του. Ήταν η περίοδος που το Στρατιωτικό Σώμα Ποντίων (για τη συγκρότηση του οποίου είχαν συμφωνήσει Χρύσανθος-Βενιζέλος) – όντας ισχνό αριθμητικά (370 άνδρες) – εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μικράς Ασίας στη Σμύρνη (βλ. ελληνική στρατιωτική απόβαση στις 16 Μαῒου 1919 με απόφαση των Συμμάχων, νικητών του Α’ ΠΠ”).
Μια τελευταία, ανέλπιστη αναλαμπή για τους Έλληνες Πόντιους έδωσαν οι συζητήσεις Βενιζέλου-Βρετανών για προσβολή του κεμαλικού στρατού από τη δυτική Μικράς Ασία και τον Πόντο (οι οποίες τελικά διακόπηκαν), όπως και η Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος/Αύγουστος 2020) που προέβλεπε τη δημιουργία αρμενικού κράτους συμπεριλαμβανομένου σ’ αυτό του ανατολικού Πόντου, ενώ ”έτρεχαν” οι συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων-Συμμάχων για στρατιωτική επέμβαση των πρώτων ή των δεύτερων στον αιμορραγούντα απ’ τις συνεχιζόμενες σφαγές Ελλήνων Πόντο.
Τελικά όμως η ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του ’20 ματαίωσε κάθε σχέδιο και εξανέμισε κάθε ελπίδα για τον Ελληνισμό του Πόντου τον οποίο στοχοποίησαν οι κεμαλικοί με σκοπό τον αφανισμό του. Έτσι η εξόντωση και ο εκτοπισμός τους κλιμακώνονταν προοδευτικά, αφού αποδείχθηκε αναποτελεσματικός ακόμα και ο βομβαρδισμός λιμανιών του Πόντου από ελληνικά πολεμικά πλοία που στάλθηκαν για να συνδράμουν την Μικρασιατική Εκστρατεία. Όσα στάλθηκαν, γιατί ένα από αυτά – έμφορτο με πολεμικό υλικό που προοριζόταν για τη Σαμψούντα – δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Μόνο περίμενε φορτωμένο από τον Αύγουστο του 1919 στον Πειραιά αποκαλύπτοντας την τραγική οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους κατά την πολεμική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία…
**************
Philip Chrysopoulos: The Extermination of Pontic Greeks was a Genocide
Greece marks May 19th as Pontic Genocide Remembrance Day, to honor the memory of approximately 353,000 Pontian Greeks exterminated by the New Turks and the Ottoman Empire between 1916 and 1923.
In one of the darkest chapters in Greece’s long history, the Pontic Genocide included an organized plan to eliminate the indigenous Greek population Anatolia. It included massacres, forced deportations involving death marches, expulsions, executions, and the wholesale destruction of Eastern Orthodox cultural, historical, and religious monuments.
The Turks feared that the Greek-speaking Christian population would welcome liberation from the Ottoman Empire’s enemies.
At the same time, the nationalist Turks believed in the creation of a modern nation without strong, influential ethnic and religious minorities; this was one of the main factors that led to the Greek genocide.
At the outbreak of World War I, there were many minorities that had been living in Asia Minor long before the creation of the Ottoman Empire, including Greeks, Pontic Greeks, Caucasus Greeks, Cappadocian Greeks, Armenians, Kurds, Assyrians, and Jews among others.
The Ottoman Empire was in rapid decline, headed by the Committee of Union and Progress (“CUP”). The CUP were, among other things, proponents of Turkish nationalism.
When the Ottomans joined the Central Powers of Germany and Austria-Hungary in 1914, the stage was set for the first genocide of the twentieth century.
Using Christian rebels colluding with the Russian Army as a pretext, the Ottoman government announced a policy of property confiscation and deportations against the Christian minorities of the empire—first amongst them being the Armenians.
The Armenian genocide
The extermination of the Armenian population in 1915 was the first atrocity that paved the way for the Greek genocide with it culmination in 1923 following the Burning of Smyrna.
Most historians believe the final decision to proceed with extermination of the Armenian population was reached at the end of March or early April of 1915.
Turkish Minister of War Enver Pasha took over command of the Ottoman armies for the invasion of Russian territory and attempted to encircle the Russian Caucasus Army at the Battle of Sarikamish, which took place from December 1914 to January 1915.
The Turkish Army suffered a humiliating defeat, losing more than 60,000 men. However, while retreating, the Turks destroyed dozens of Armenian villages in Bitlis Vilayet, massacring their inhabitants.
Upon his return to Constantinople, in an attempt to deflect blame for his failures, Enver Pasha publicly blamed his defeat on Armenians in the region, accusing them of siding with the Russians.
The atrocities began with the arrest of Armenian intellectuals in Constantinople and the aim to eliminate Armenian leadership, as well as anyone capable of organizing resistance.
Those arrested were tortured and eventually murdered after being forced to confess to a nonexistent Armenian conspiracy against the empire. The persecution continued with a centralized agenda of deportations, murder, pillage and rape until 1923.
Ordinary Armenians were driven from their homes and sent on death marches through the Mesopotamian desert without food or water. Armenian sources estimate the number of deaths to be a staggering 600,000 to 1.5 million.
Ottoman death squads continually massacred Armenians until there were only 388,000 left in the empire by 1923. This, from a population of two million in 1914. Turkey, however, estimates the total number of deaths to be 300,000.
Apart from downplaying the number of victims, Turkish governments have—to this day— continued to deny the Armenian genocide, calling it just another part of the First World War.
The genocide of Armenian people committed by Turkey was finally officially recognized by U.S. President Joe Biden on April 24, 2021 in an official declaration.
The history of Pontic Greeks goes as far back as Ancient Greece itself. The first recorded Greek colony, established on the northern shores of ancient Anatolia, was Sinope on the Black Sea (Pontus), circa 800 BC.
The settlers of Sinope were merchants from the Ionian Greek city state of Miletus. At the time, the shores of the Black Sea were known to the Greek world as the “Inhospitable Sea” (in Greek, “Axeinos Pontos”) with the name later changing to “Hospitable Sea” (Euxeinos Pontos” in Greek).
After the fall of the Black Sea kingdom of Trebizond (centered around modern-day Trabzon) to the Ottomans in 1461 and especially during the 18th and 19th century wars, Pontians migrated to southern Russia and the Caucasus.
By the mid-19th century, the Greeks of Pontus were flourishing, economically and demographically. In 1865, there were 265,000 Pontians, but by 1880 their number had grown to 330,000.
By the early 20th century, their population had reached 700,000, and in 1860, there were 100 Greek schools in Pontus along with printing businesses, newspapers, magazines, clubs, and theaters.
The year 1908 was a grim milestone for the peoples of the Ottoman Empire. It was the year of the formation of the “Young Turk” movement, the extremist nationalist party that launched the persecution of Christian communities to ensure the Turkification of the region.
These Turks, on the pretext of “national security,” displaced the majority of the Greek population in Asia Minor’s inhospitable hinterland via so-called “labor battalions.”
The men who would not join the Turkish Army were forced to join these units. They were put to work in quarries, mines and road construction under crippling, inhumane conditions. Most soon died of hunger and disease.
Reacting to the oppression of the Turks—the murders, deportations, and burning of villages —the Pontic Greeks took to the mountains to salvage what was left of their lives.
After the genocide of the Armenians, the Turkish nationalists under Mustafa Kemal Ataturk then began the Pontic genocide.
In 1919, the Greeks and Armenians, along with the temporary support of the Eleftherios Venizelos government of Greece, attempted to create a standalone Greek-Armenian state.
This plan was thwarted by the Turks, who took advantage of the event to advance to their “final solution,” the Pontic genocide.
On May 19, 1919, Ataturk landed in Samsun to start the second and most brutal phase of the Pontic Greek genocide under the guidance of German and Soviet advisers.
By the time of the Asia Minor catastrophe of 1922, the number of Pontians who died had exceeded 200,000; some historians put the figure at 350,000.
Those who escaped the Turkish sword fled as refugees to southern Russia. After the end of the 1919 to 1922 Greco-Turkish War, most of the Pontian Greeks remaining in the Ottoman Empire were transported to Greece under the terms of the 1923 population exchange.
The number of people exchanged between Greece and Turkey is estimated to have been at 400,000.
Asan, originally from the region of Of, in Trabzon, an area with a strong Islamic tradition and a substantial Greek-speaking population, was charged with violating Turkey’s “Anti-Terrorism Law” by “propagandizing separatism” before he was acquitted in 2003.
In a 2000 interview with the Greek edition of the International Herald Tribune, the author maintained that “there are still people in Turkey today who speak and understand Pontian, which is the oldest surviving Greek dialect.”
“The members of this community come from Trabzon and are scattered throughout Turkey, or have emigrated to other countries. Pontian is spoken in sixty villages in the Trabzon region, most of them in the Of area,” Assan maintained.
“At a conservative estimate, I would say this dialect is spoken by around 300,000 people,” he concluded.
Pontic Greek is an endangered Indo-European language spoken by about 778,000 people worldwide. However, only 200,000 to 300,000 individuals are considered active speakers of the tongue.
The language is mainly spoken in northern Greece but is also spoken in Russia, Armenia, Georgia, and Kazakhstan, as well as by members of the Pontic diaspora worldwide.
Greeks had inhabited Asia Minor at least since the Late Bronze Age (1450 BC). The poet Homer, who wrote the Iliad and Odyssey, lived in the region at around 800 BC.
The geographer Strabo referred to Smyrna as the first Greek city in Asia Minor with many historical Greek figures recorded as hailing from the area.
The mathematician Thales of Miletus (7th century), philosopher Heraclitus of Ephesus (6th century BC), and the founder of Cynicism Diogenes of Sinope (4th century BC) were among them.
The Hellenization of the region accelerated under Roman and early Byzantine rule with the Koine Greek language dominating until the late Middle Ages.
Almost all indigenous inhabitants of Asia Minor practiced Greek Orthodox Christianity after the East–West Schism with the Catholics in 1054 and spoke Greek as their first language.
When the Turkic peoples began their late medieval conquest of Asia Minor, Byzantine Greek citizens were the largest group of inhabitants already present in the area.
After the Turkic conquests and the fall of Constantinople, the Greek natives of Asia Minor gradually became a minority over the following four centuries under the Turkish culture which had by then become dominant in the region.
Smyrna was a multicultural and cosmopolitan center until September 1922. Opposing sources claim that Greeks and Turks constituted the majority in the city, according to their point of view.
According to Katherine Elizabeth Flemming, in 1919 to 1922, the Greeks in Smyrna numbered 150,000, forming just under half of the population and outnumbering the Turks by a ratio of two to one.
The city also had sizeable Armenian, Jewish, and Levantine communities. According to Trudy Ring, before World War I, Greeks alone numbered 130,000 out of a population of 250,000, excluding Armenians and other Christians.
According to the Ottoman census of 1905, there were 100,356 Muslims, 73,636 Orthodox Christians, 11,127 Armenian Christians, and 25,854 individuals of various other backgrounds; the updated figures for 1914 show 111,486 Muslims compared to 87,497 Orthodox Christians.
The American Consul General in Smyrna at the time, George Horton, wrote that before the fire, there had been 400,000 people living in the city of Smyrna of whom 165,000 were Turks and 150,000 were Greeks.
In addition, there were 25,000 Jews, 25,000 Armenians, and 20,000 foreigners, comprised of 10,000 Italians, 3,000 French, 2,000 British, and 300 Americans. Most of the Greeks and Armenians were Christians.
Moreover, according to scholars, prior to the war, Smyrna had more Greeks living in the city than there were Greeks residing in Athens, the capital of Greece.
The Ottomans of that era referred to the city as Infidel Smyrna (Gavur Izmir) due to the numerous Greeks and large non-Muslim population.
However, Germany intervened and asked the Turks to stop the violence against Greeks. This was after Greek Prime Minister Eleftherios Venizelos had promised Greece’s neutrality to the German ambassador in Athens.
Venizelos had also threatened to undertake a similar campaign against Muslims who were living in Greece.
Arbitrary violence and killings of Greeks by the Turks continued, nevertheless. According to George W. Rendel of the British Foreign Office, by 1918 “over 500,000 Greeks were deported—of whom comparatively few survived.”
The United States ambassador to the Ottoman Empire between 1913 and 1916 wrote: “Everywhere the Greeks were gathered in groups and, under the so-called protection of Turkish gendarmes, they were transported, the larger part on foot, into the interior.”
“Just how many were scattered in this fashion is not definitely known, the estimates varying anywhere from 200,000 up to 1,000,000,” the report said.
A 1919 Patriarchate account recorded the evacuation of many villages, with looting and murders taking place, while many died as they were relocated to uninhabitable places.
The Ottomans capitulated on October 30, 1918 at the end of World War I. In the Turkish Courts-Martial of 1919 to 1920, a number of leading Ottoman officials were accused of ordering massacres against both Greeks and Armenians.
However, the killings and deportations continued, unofficially, leading to the inevitable Greco-Turkish War, which raged from May 1919 to October 1922.
Greece’s armed forces arrived in Smyrna on May 15, 1919 under cover of the Greek, French, and British Navies.
Atrocities on both sides took place in the war that stopped only to start up once again. After major military and political errors made by the Greek government, the Turkish army regained control of the city on September 9, 1922.
The future for the Christian population of Greeks and Armenians in the city was in peril. Following a series of catastrophic events, the majority would be wiped off the face of the earth as part of the Greek genocide.
The re-taking of Smyrna by Turkish troops meant the end of the city as it had been known up to that time.
Eyewitness reports state that the great fire of Smyrna began on September 13, 1922 and lasted for approximately nine full days until September 22nd. The results were catastrophic, as the entire Greek and Armenian quarters of the city were completely wiped off the map.
Churches, ornate villas, and mansions of great architectural importance, as well as schools and entire market areas, were gone forever—without a trace.
The entire city and the harbor were ablaze. Thousands of homeless, panic-stricken people surged back and forth on the quay.
The shrieks of women and children, along with the blaze, formed an infernal wail. People were seen throwing themselves into the water, and only some would reach a ship and safety.
The mass of frenzied people would not allow any boat to approach the harbor. The atmosphere was absolutely stifling. Many drowned, and some were crushed by the howling, desperate mob.
Official data about the number of victims of the Smyrna fires and the 1922 Greek genocide are nonexistent. Experts believe that the number of Greek genocide victims is between 10,000 and 100,000.
The number of refugees who were forced to leave the city and its surrounding countryside was between 25,000 and 100,000.
The city suffered such enormous damage to its infrastructure that much of it literally had to be rebuilt from ashes.
Greek neighborhoods, where some of the most beautiful homes, churches, and buildings were located, and the entire forty hectares of what was once the most elegant part of the city, had become a hellish inferno with no building left standing but razed to the ground.
The cataclysmic fire of Smyrna was the culmination of the Greek genocide. It was an extermination plan that had gone on, mostly unhindered, for a decade.
British Prime Minister Lloyd George stated before the House of Commons that “tens of thousands of [Greek] men, women and children were expelled and dying [in the Ottoman Empire]. It was clearly a deliberate extermination.”
Hundreds of thousands of Greeks were killed between 1914 and 1923. They were not soldiers but ordinary civilians whose ancestors had lived in the Ottoman Empire for hundreds of years—and had lived in Asia Minor since time immemorial.
The American ambassador at the time, Henry Morgenthau, wrote to the United States after becoming alarmed at the extermination campaigns launched by the Turks. There are numerous first-hand memoirs, such as that of Grigoris Balakian, that recount the horrors of those years.
However, ever since those horrendous years, Turkey has described the Christian deaths as merely the casualties of war. The world knew very well that a Greek genocide had happened, but there were no consequences.
Unlike after World War II, there was no Nuremburg or other war tribunals. There was no compensation for the victims’ families, and life in the wider world simply continued as if nothing had happened.
There was one world leader who remembered very well what had happened, however. Adolf Hitler, who was soon to seize power in Germany, uttered the phrase “Who remembers the Armenians?” when he plotted how he would carry out another genocide—this time on European soil.
Whether Armenian or Greek, no one came to the aid of these ancient peoples when they became the victims of one of the greatest atrocities in the world.
Greek reporter
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19/5/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA