/

Κεφαλλονίτικη λαμπρή 

Tι χωρίζει το φως από το σκοτάδι, τη χαρά από τη λύπη, το καλό από το κακό, τη ζωή από το θάνατο; Φαίνονται σαν δύο εκ μέτρου αντίθετες περιστάσεις. Τόσο μακρινές η μία από την άλλη, στην ουσία όμως τα χωρίζει μονάχα μια πολύ λεπτή γραμμή, μια κλωστή, μια λέξη, ένα άγγιγμα, μια στιγμή.

Μια τέτοια στιγμή στάθηκε μοιραία για τη ζωή του Σπύρου Μηνιάτη, του εικοσιοκτάχρονου, που το Πάσχα του δύο χιλιάδες εικοσιτέσσερα, χαράκτηκε για πάντα και άλλαξε τη ζωή του.

Το Σάββατο του Λαζάρου ξημέρωσε συννεφιασμένο στο Κένσιγκτον, μια κεντρική περιοχή και αρκετά ακριβή στο Λονδίνο. Στον μικρό αλλά αρκετά φημισμένο για τα ακριβά σπίτια του δρόμο Βικτώριας και Αλβέρτου, δίπλα στο πάρκο, άνθρωποι από όλες τις φυλές, ξύπνησαν για την πρωινή τους ρουτίνα. Στο λευκό των σπιτιών, ξεχωρίζει μια κατακόκκινη βαλίτσα, μπροστά στην εξώπορτα ενός τριώροφου. Ανήκει, στον Σπύρο Μηνιάτη, τον νέο, που βιαστικά ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες φορώντας το παλτό του. Είναι εικοσιεπτά Απριλίου και όμως, η θερμοκρασία δεν έχει ξεπεράσει τους δώδεκα βαθμούς.

 Ο Σπυρέτος, όπως τον φώναζε χαϊδευτικά η νόνα του, κυρά Στάμω από το Ληξούρι, γυρνάει σαν σίφουνας μες στο σπίτι και ψάχνει, τι άλλο, το κινητό του τηλέφωνο. Είναι ένας καστανός νέος, ψηλός και λιγνός, με μεγάλα μάτια και φρύδια που κλείνουν σε μία κυρτή καμπύλη στο πλάι του προσώπου. Ίδιος ο πρόγονος του, ο ιεροκύρηκας Ηλίας Μηνιάτης. Φοράει ένα καφέ παλτό και ένα τζιν. Τα χέρια του μακριά εξέχουν από τα φαρδιά μανίκια.

–           Θα χάσω τη πτήση μου, φωνάζει και σμίγει νευρικά τα κατακόκκινα χείλη του.

–           Πάνω στο δωμάτιο σου είναι, τον διακόπτει η μητέρα του από τις σκάλες. Στο κατεβάζω. Πάρε και μια ομπρέλα όπως φεύγεις, του λέει. Το όπως, στο Ληξούρι χρησιμοποιείται κατά κόρον αντί οποιοδήποτε τροπικού επιρρήματος, δημιουργώντας έναν ιδιόρρυθμο ιδιωματισμό στη γλώσσα των κατοίκων της Παλικής.

–           Ουφ, ξεφύσηξε ο νέος. Παίρνει το κινητό του, αγκαλιάζει τη μητέρα του και ανοίγει την πόρτα. Ο πατέρας έφυγε;

–           Ναι πήγε στη κλινική, είπε θα σε πάρει τηλέφωνο.

–           Καλά φεύγω. Καλή Ανάσταση, είπε και βγήκε τρέχοντας αφού έδωσε ένα φιλί στη μητέρα του.

Ο Σπυρος είναι Κεφαλλονίτης της διασποράς. Η απόφαση των γονιών του να μεταναστεύσουν στην Αγγλία αμέσως μετά τον γάμο τους, του στέρησε τη παιδική ζωή του νησιού που έβλεπε μόνο τα καλοκαίρια, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Ήταν άριστος μαθητής και μπήκε με υποτροφία στο Ινμπίριαλ, στο τμήμα πληροφορικής και προγραμματισμού. Άρχισε από πέρυσι να εργάζεται μάλιστα σε μια μεγάλη εταιρεία προγραμμάτων.

Η Κεφαλλονιά, ήταν το αποκούμπι του. Οι καλοκαιρινοί του φίλοι έγιναν οι καλύτεροι του φίλοι. Η τεχνολογία βοήθησε και έτσι, μιλούσε μαζί τους σχεδόν καθημερινά. Μάλιστα με την πρώτη ευκαιρία έπαιρνε το αεροπλάνο και έμενε, μία, δύο ή και περισσότερες ημέρες στο νησί. Από πέρυσι, έκανε όλες τις γιορτές εκεί. Μακριά ακόμα και από την οικογένεια του. Τα μαύρα σύννεφα της παιδικής ηλικίας, εξαφανίζονταν όταν έπαιρνε το αυτοκίνητο και γυρνούσε το νησί. Η Κεφαλλονιά, είχε γίνει η αδιέξοδος σε κάθε πίεση, σε κάθε δυσκολία. Η σκέψη της επιστροφής στην πατρίδα τον ηρεμούσε τις δύσκολες ώρες της δουλειάς στην πολυεθνική. Τον έπαιρνε μακριά από τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Τα όσα γιατί, εξαφανίζονταν όταν η γιαγιά του έφτιαχνε μακαρόνια με κιμά και έτρωγε στη βεράντα του σπιτιού στη Κοντογεννάδα. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι η ευτυχία είχε γεννηθεί εκεί, στο παλιό σπιτάκι στο χωριό, απέναντι από την Αγία Θέκλη.

Φέτος όμως, ήταν όλα αλλιώτικα. Η μνήμη της επιστροφής, ήταν μπλεγμένη με ένα δυσάρεστο συναίσθημα, μια βαριά απώλεια. Η γιαγιά, η Στάμω, είχε συγχωρεθεί πριν τέσσερις μήνες. Το σπίτι τώρα θα ήταν άδειο. Και σκοτεινό. Για αυτό, αποφάσισε να περάσει το Πάσχα στο μεγάλο σπίτι στο Ληξούρι, απέναντι από την εκκλησία των Μηνιατών.

            Άρπαξε τη κόκκινη βαλίτσα. Από το Κένσιγκτον μέχρι το αεροδρόμιο του Χίθροου, είναι μία ώρα περίπου διαδρομή με το μετρό. Κάθισε διστακτικά στην αναμονή για το τσεκ ιν. Που πάω, σκέφτηκε. Αλλά η ιδέα να επιστρέψει τον μετέπεισαν. Είχε αποφασίσει ολότελα μέσα του ότι κάποια στιγμή, έπρεπε να φύγει από τον ακριβό δρόμο που έμενε με τους γονείς του και να ζήσει μόνος. Αγαπούσε τους γονείς του, ιδιαίτερα τη μητέρα του, που μόνη της σχεδόν τους μεγάλωσε όσο ο πατέρας έκανε τη  μία πίσω από την άλλη τις εφημερίες στο νοσοκομείο. Αλλά οι εφηβικές πληγές του, δεν μπορούσαν να γιατρευτούν όσο έμενε ακόμα εκεί. Πάντα κάτι του έλλειπε, αυτό το γνώριμο που έβρισκε στη πατρίδα.

Η πτήση κύλησε ήσυχα. Είχε βάλλει μουσική και ψιλοκοιμόταν. Μέσα σε τρισίμισι ώρες είχε φτάσει στο Βενιζέλος, και από εκεί, άλλαξε για Κεφαλλονιά. « περιμένω το αεροπλάνο, σχεδόν έφτασα, έγραψε σε μήνυμα στην κοπέλα του». Πόσο του έλειπε το χαμόγελο της Αλεξάνδρας. Ήταν η μοναδική ηλιαχτίδα στον βροχερό καιρό της Αγγλίας, αλλά και στη ζωή του εκεί. Θα έρχονταν και αυτή στη Κεφαλλονιά για το Πάσχα. Θα την περίμενε.

Στο αεροδρόμιο κυριαρχούσε ένας μελαγχολικός ήλιος, σαν να μην ήθελε να ξεμυτίσει ολόκληρος. Ο  Άγγελος, ο συνομήλικος αδελφικός φίλος, τον περίμενε στις αφίξεις με ένα μικρό σμαρτάκι γκρί.

–           Καλώς όρισες ωρέ, καλή Ανάσταση. Πάνω στην ώρα ήρθες, θα πάμε κατευθείαν για φαγητό.

–           Καλώς σας βρήκα. Δεν είχα καθόλου σήμα στο Βενιζέλος, δεν ξέρω γιατί, δεν είδα κανένα μήνυμα. Περιμένεις πολύ ώρα;

–           Όχι μην ανησυχείς. Έλα πάμε. Ωραία βαλίτσα!

–           Είναι δώρο της Αλεξάνδρας.

–           Ωρε, θα μας ξεχάσεις όλους για χάρη της. Ευτυχώς που είναι από τη Κεφαλλονιά η κοντέσα σου.

Πέρασαν από το Αργοστόλι και στάθηκαν στο λιμάνι να περιμένουν το φέρυ.. Παρόλη τη βαβούρα που γίνονταν στην πρωτεύουσα, εργασίες για το παραλιακό μέτωπο για να μοιάσει σε κάτι ξένο από το παραδοσιακό, η ζωή, φαίνεται πως κυλούσε ήρεμα. Η μυροβόλα άνοιξη στο καθημερινό της αταμάχι, μεσουρανούσε σε μυρωδιές και χρώματα. Οι παπαρούνες ξεφύτρωναν μέσα στη σπιθαμή του βράχου, εκεί που η ελάχιστη ποσότητα χώματος ελοχεύει.

Το Πάσχα έρχονταν και τα δρομολόγια, άρχισαν της παντόφλας να αραιώνουν. Δεν ανέβηκαν στο σαλονάκι. Ο Σπύρος μιλούσε με τα παιδιά που δούλευαν στο φέρυ. Αντάλλαξαν νέα.

–           Πόσες μέρες θα μείνεις; τον ρωτούσαν

–           Μέχρι τη Κυριακή του Θωμά. Να πάμε για καφέ, οπωσδήποτε.

Με αυτά και με τα άλλα, η παντόφλα έφτασε στο Ληξούρι. Κυριαρχούσε παντού η απογευματινή ησυχία. Στις εκκλησίες οι γυναίκες έφτιαχναν τα βάγια που θα μοιράζονταν την επόμενη μετά το πέρας της λειτουργίας.

–           Άμα θέλεις μπορείς να μείνεις σε εμάς, του λέει ο Άγγελος, δεν χρειάζεται να… Θα έρθεις να φάμε;

–           Καλά είμαι, άλλωστε πρέπει να ετοιμάσω το σπίτι για την Αλεξάνδρα, θα φτάσει τη Μ. Τετάρτη. Δεν πεινάω έφαγα στο αεροπλάνο.

–           Όπως θέλεις, το βράδυ θα σε περιμένουμε εντάξει; Το γκρι σμαρτάκι πέρασε τη πλατεία έστριψε δεξιά στη διασταύρωση και σταμάτησε σε ένα όμορφο διώροφο απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο των Μηνιατών. Η καρδιά του ερεθίστηκε, σαν φτάσανε. Βγάλανε τη βαλίτσα. Ο Σπύρος ξεκλείδωσε την είσοδο στο ισόγειο. Μυρωδιά κλειστού σπιτιού ξεχύθηκε στα ρουθούνια. Εκεί που μεγάλωσε που πήγε δημοτικό, εκεί που είπε την πρώτη του λέξη. Το σπίτι τώρα στέκονταν βουβό, τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Η σκάλα έτριξε στο βάρος του. Ανέβηκε πάνω μαζί με τη βαλίτσα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Βγήκε έξω.

–           Όλα εντάξει εδώ πάνω φώναξε από το μπαλκόνι.

–           Εντάξει Σπύρο, θα πω στην αδελφή μου να σου κατεβάσει το σμαρτάκι για να κινείσαι.

–           Σε ευχαριστώ πολύ.

Έμεινε μόνος. Κατέβηκε στο διπλανό παντοπωλείο και πήρε έναν χυμό. Ανέβηκε ξανά, άνοιξε όλα τα παράθυρα και ξάπλωσε στο παιδικό του κρεββάτι με τα ρούχα. Αμέσως αποκοιμήθηκε.

Ξύπνησε περασμένες εννέα. Έκανε ένα βιαστικό μπάνιο και άλλαξε ρούχα. Μέσα στη βαλίτσα είχε ελάχιστα ρούχα. Τα περισσότερα ήταν αφημένα στη ντουλάπα από το περσινό Πάσχα. Έβαλε πρόχειρα ένα μαύρο παντελόνι και κοίταξε έξω. Το γκρι σμαρτάκι ήταν εκεί. Κατέβηκε και άνοιξε τη πόρτα. Τα κλειδιά όπως πάντα τα είχε αφήσει η Μαριολένη κάτω από το χαλάκι. Ας περπατήσω καλύτερα, σκέφτηκε. Η πλατεία άλλωστε ήταν δυο βήματα. Πήγε κατευθείαν στο ινσάιντ. Τον περίμεναν απέξω  οι φίλοι του. Ο Άγγελος, ο Παναής ο Αραβαντινός, ο  Νιόνιος ο Ζερβός και ο αργοστολιώτης Μάκης Δελαπόρτας. Αγκαλιάστηκαν.

–           Το κινητό σου δεν το σηκώνεις; Από τις οχτώ σε καλούμε.

–           Ω, το ξέχασα είπε ο Σπυρέτος και έπιασε το τηλέφωνο. Πέντε αναπάντητες από Αλεξάνδρα και τρείς από το σπίτι. Σταθείτε λέει να δω τι έγινε. Άνοιξε τα μηνύματα, κατσούφιασε. Σαν κάτι να τον είχε πειράξει.

–           Η Αλεξάνδρα θα έρθει το Μ. Σάββατο δεν της έδωσαν πιο νωρίς άδεια από το νοσοκομείο, είπε. Α και χαιρετίσματα από το σπίτι, θα μείνουν εκεί για την Ανάσταση. Και η αδελφή μου.

–           Δεν μπορεί να κάνει τίποτα ο πατέρας σου που είναι διευθυντής εκεί μέσα; Ρωτά ο Άγγελος, να της δώσει άδεια.

–           Έχουν κάποια επείγοντα περιστατικά δυστυχώς, τέλος πάντων, πάμε μέσα τώρα.

Η βραδιά έφερε ένα κρύο αγέρι. Τα βράχια λυτρωμένα από το ψύχος του χειμώνα, περίμεναν την κάψα του ήλιου. Η φύση κοιμόνταν αμέριμνη. Τα μαγαζιά κλείνουν κατά τις τέσσερις. Δεν γίνεται το ολονύκτιο γλέντι του καλοκαιριού. Ακόμα, οι τουρίστες δεν έχουν γεμίσει κάθε σπιθαμή του τόπου. Η παρέα του Σπύρου έκανε μια βόλτα στο λιμάνι και άρχισαν να σιγοτραγουδούν από το ποτό. Κάτσανε στο κιόσκι και περίμεναν να ξημερώσει. Κανένας δεν είχε κουράγια να γυρίσει σπίτι του.

Μια νέα αυγή ξημέρωσε με καινούργιο φως. Κυριακή των Βαΐων.

Η καμπάνα ξύπνησε τον Σπύρο που είχε αποκοιμηθεί σε ένα παγκάκι. Σηκώθηκε χωρίς να νυστάζει, τι παράξενο, αισθάνθηκε σαν να μην είχε κοιμηθεί ποτέ. Κοίταξε γύρω του. Κάτι παππούδες πήγαιναν τρεις τρεις προς την εκκλησία. Είδε στο κινητό του τρεις ειδοποιήσεις. «γυρίσαμε σπίτι έγραφαν τα μνήματα, ελπίζουμε να τονε βρήκες τον δρόμο». Η ώρα ήταν επτά παρά είκοσι. Ποιον δρόμο; μα πως κοιμήθηκε εκεί; Δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι του. Ακόμα φορούσε το μαύρο παντελόνι και το τζιν πουλόβερ. Μύρισε την ανάσα του. Βρωμοκοπάω ψιθύρισε.

Ξεκίνησε για το σπίτι. Σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα. Ο δήμαρχος, είχε βάλλει μεγάφωνα έξω από την εκκλησία και η λειτουργία ακούγονταν σε όλο το τετράγωνο. Χασμουρήθηκε βαριεστημένα. Κοίταξε την εκκλησία. Δεν βαριέσαι είπε, ίδιο ύπνο θα κάνω. Ανέβηκε τη μικρή σκαλίτσα και πέρασε δίπλα από το άγαλμα του Ηλία Μηνιάτη. Ούτε ένα βλέμμα δεν του έριξε.Μπήκε στην εκκλησία και κάθισε αριστερά σε ένα στασίδι πίσω από την εικόνα της Παναγίας. Η λειτουργία ήταν στις αρχές της, η εκκλησία σχεδόν άδεια. Μετά τις εννέα εμφανίζονται οι περισσότεροι. Σήμερα ειδικά, η εκκλησία θα γέμιζε. Και τα δύο ψαλτήρια ήταν γεμάτα. Ένιωσε τα μάτια του βαριά. Τα έκλεισε. Ένα πέπλο τον σκέπασε.

Το κινητό χτυπούσε συνέχεια. Μια, δύο, τρεις φορές. Το άκουσε μέσα στον ύπνο του. Άνοιξε τα μάτια. Πετάχτηκε. Ήταν ο Άγγελος.

–           Που εξαφανίστηκες; Πέρασα από το σπίτι; Χάθηκες; Μεσημέριασε

Κοίταξε γύρω του. Η εκκλησιά ήταν άδεια. Η κεντρική πόρτα κλειστή και μόνο η πλαϊνή ήταν μισάνοιχτη για να μπαινοβγαίνει ο επίτροπος.

–           Τι ώρα είναι; Ρώτησε ξαφνιασμένος

–           Δωδεκάμιση.

–           Ε, είμαι στην εκκλησία, είπε χωρίς να το σκεφτεί.

–           Η εκκλησιά σχόλασε εδώ και μιάμιση ώρα, βάγια πήρες;

–           Βάγια; Κοίταξε τις τσέπες του σαν να έψαχνε. Όχι, δεν ξέρω, όχι δεν πήρα, ξέρεις κοιμόμουν.

–           Μές στην εκκλησιά;

–           Ναι.

–           Δεν πας καλά ωρε, έλα για καφέ στο σένσο να ξεμπλοκάρεις.

Ο Σπύρος, σηκώθηκε από το στασίδι. Η λογική άρχισε σιγά σιγά να έρχεται στο νου. Θα κοιμήθηκα σε όλη τη λειτουργία σκέφτηκε. Και πως δεν με ξύπνησε τίποτα; Έκανε ένα βήμα και άκουσε ένα μικρό τρίξιμο. Έσκυψε και είδε ένα μικρό σταυρό μαζί με δάφνη και ζουμπούλι δεμένο με κλωστή. Έσκυψε, το ασπάστηκε και το πήρε μαζί του. Γύρισε στο σπίτι και άλλαξε ρούχα. Άφησε το βάγιο στη κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς του.

Η πλατεία τώρα ήταν γεμάτη. Παιδιά, νέοι, φωνές, δίσκοι να περιφέρονται. Κάθισε μελαγχολικά δίπλα στον Άγγελο. Είπα να πάω εκκλησία γιατί βαριόμουν τον πρόλαβε. Μην πεις στους άλλους τίποτα. Βαριέμαι και κάνω ότι θέλω.

–           Ντάξει μωρέ πως κάμεις έτσι, σου πήρα καφέ, πιες.

Η μέρα, κύλησε με συναγμένα σα σε πομπή σύννεφα. Ο καφές κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Επέστρεψε στο σπίτι. Έλεγξε τα μέιλ του. Από την δουλειά είχε τουλάχιστον δεκαπέντε αναπάντητα. Μέχρι το βράδυ ήταν στον υπολογιστή. Η καμπάνα της πρώτης ακολουθίας του Νυμφίου δεν τον γοήτευσε. Τελείωσε κατά τις δέκα, κουρασμένος, ανήμπορος να ξεμυτίσει. Πως πέρασε η μέρα, σκέφτηκε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το Πάσχα με τις ομορφιές του είχε φτάσει. Ακόμα και η ησυχία της νύχτας προμηνούσε ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε. Ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.

Η λαογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας, είναι έντονα αντίθετη με την Άνοιξη, που κορυφώνεται σε χρώματα, μυρωδιές και αγαθά. Σε αυτή την μεγάλη πρόκληση των αισθήσεων, ο άνθρωπος καλείται να πραγματοποιήσει την βαθύτερη πνευματική του ανάγκη, ώστε να μπορέσει να χαρεί μέσα από το πένθος και τη συμβίωση του πάθους, την Ανάσταση. Τα κόκκινα αυγά, η Σταύρωση, τα μοιρολόγια, ο επιτάφιος, το κάψιμο του Ιούδα, όλα, από τη μικρότερη έως τη σημαντικότερη λεπτομέρεια, τα έθιμα, λειτουργούν παιδευτικά και καθαρτικά για τον πιστό.

Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη. Όλες οι μέρες γεμάτες κατάνυξη μέχρι να φτάσει η Μ. Πέμπτη και να ξεκινήσει το Πάθος. Ο Σπύρος από το πρωί της μεγάλης Δευτέρας άλλαζε τις ώρες του μεταξύ πλατείας και βόλτας. Οι φίλοι, οι παλιοί γνωστοί του γέμιζαν την ημέρα και τον έκαναν να ξεχνά ολότελα την ρουτίνα του. Ήταν μια άλλη ζωή εδώ που κυλούσε αβίαστα αργά και αβίαστα ίδια. Το βράδυ πήγαινέ στον Άγγελο και περνούσαν την ώρα τους. Το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, του έδωσε μια γειτόνισσα ένα πανέρι με αυγά. Αγόρασε κόκκινη βαφή και προσπάθησε να τα βάψει. Γέμισε μια κατσαρόλα με ξύδι, έριξε τη βαφή και μέσα βάπτιζε ένα, ένα τα αυγά. Το άντυτο αυγό, έβγαινε από τη κατσαρόλα, κατακόκκινο και μεγαλοπρεπές. Θυμήθηκε τη γιαγιά του, που έβαζε τα αυγά σε μία ασημένια πολυτελή πιατέλα. Έψαξε αλλά δεν τη βρήκε πουθενά. Πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Το βάγιο ήταν ακόμα εκεί. Μόνο τα ζουμπούλια, είχαν αφήσει τα άνθη τους να πέσουν πάνω στη κεντητή κουβέρτα. Άνοιξε τη ντουλάπα, έψαξε, μήπως βρει τη πιατέλα. Συνήθιζε η γιαγιά να κρύβει στα πιο απόκοσμα μέρη πράγματα της κουζίνας. Τραβώντας μια πετσέτα κάτι ένιωσε στο πόδι του. Ένα λευκό ύφασμα είχε πέσει. Το σήκωσε. Δεν ήταν ύφασμα ήταν μια ιατρική λευκή ρόμπα. Τα μανίκια είχαν κιτρινίσει από την πολυκαιρία. Την άνοιξε και την άπλωσε πάνω στο κρεββάτι. Έπεσε από μέσα της ένα κιτρινισμένο χαρτί. Το δεξί στήθος ήταν κεντημένα με κόκκινη κλωστή, τα αρχικά  Γ.Μ. Σίγουρα Γεράσιμος Μηνιάτης, το όνομα του πατέρα του. Η πρώτη ιατρική ρόμπα μήπως. Άνοιξε το χαρτί. Καλλιγραφικά μικρά γραμματάκια γέμιζαν τη λεπτή κόλλα.

Ημερομηνία, 2 Μαΐου 1970, Ληξούρι Κεφαλληνίας.

Σαν σήμερα, ένιωσε ένα τίναγμα στο κορμί ο Σπύρος, ανατρίχιασε.

« Μάκη μας, σου στέλνουμε την πρώτη σου ποδιά. Είσαι γιατρός πλέον, ορκίστηκες. Ελπίζουμε μόλις γυρίσεις από την Αγγλία να αποφασίσεις τελικά να κάνεις την ειδικότητα σου στη Κεφαλλονιά. Εδώ οι ανάγκες είναι μεγάλες. Ο παππούς σου ο Δημοσθένης, σε περιμένει να σε καμαρώσει. Ανυπομονούμε να μας γνωρίσεις και την μέλλουσα κόρη μας. Θα σε περιμένουμε»

 Υπογραφή, Φανούριος και Στάμω Μηνιάτη.

Οι ανάγκες ήταν μεγάλες, όμως ποτέ δεν ήρθε να τις δει. Αμέσως μετά τον γάμο, ο πατέρας του ξεκίνησε την ειδικότητά του στην Αγγλία. Εκεί άσκησε και ασκεί ακόμα την ιατρική. Διευθυντής νοσοκομείου πλέον.

Ο Σπύρος κάθισε στο κρεββάτι. Κοιτούσε μια τη ποδιά, μία το γράμμα. Η ρόμπα ήταν εκεί. Δεν είδε ποτέ τον πατέρα του να τη φορά. Ίσως την έφερε πίσω μαζί με πολλά πράγματα παλιά ή αχρείαστα που έστελνε κατά καιρούς στο σπίτι στη Κεφαλλονιά. Αλλά η γιαγιά, την είχε κρατήσει μαζί με το γράμμα. Ίσως ακόμα να ήλπιζε ότι ο γιος της θα επέστρεφε. Αυτό ζητούσε και από τον εγγονό της: « Σπυρέτο μου, του έλεγε, να σε βλέπω πιο συχνά, να μην με ξεχάσεις, μην αφήσεις τον τόπο σου. Είναι δύσκολα εδώ το ξέρω. Στα τηλεφωνήματα τους του ψιθύριζε πάντα, Σπυρέτο, να έρθεις με τη πρώτη ευκαιρία, ακόμα και όταν εγώ φύγω, να έρχεσαι». Τότε την απόπαιρνε, αλλά τώρα. Τώρα τα λόγια της, τα άκουγε ξεκάθαρα. Δυνατά. Υποταγμένος από τα βαριά συναισθήματα που τον έπνιγαν, έκλαψε. Σε ένα ήσυχο λυτρωτικό κλάμα που βάσταξε μισή ώρα.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πήρε ένα κόκκινο αυγό και το βάγιο, μπήκε στο σμαρτάκι και πήγε στον τάφο της γιαγιάς στη Κοντογεννάδα. Άφησε το αυγό και το βάγιο πάνω στον τάφο. Φίλησε με τα χείλη τη φωτογραφία που είχαν κολλήσει πάνω στο μάρμαρο και είπε : « γιαγιά, καλή Ανάσταση, δεν θα σε ξαναφήσω μοναχή σου».

«Υπάρχουν στιγμές της ζωής μας που ζυγίζουν μια ολόκληρη αιωνιότητα». Αυτές οι λέξεις του Γκαίτε του ήρθαν στο μυαλό το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι, καθώς περίμενε την Αλεξάνδρα στο αεροδρόμιο. Φέτος, η Ανάσταση μεσουρανούσε με την κορύφωση της Άνοιξης. Και με την Ανάσταση του τόπου. Το Αργοστόλι και το Ληξούρι γέμισαν από κόσμο. Κεφαλλήνες. Όχι ξένους. Στους δρόμους ακούγονταν χαιρετισμοί συγκίνησης από ανταμώματα συγγενών και γνωστών. Τα σπίτια ανοίχτηκαν, βγήκαν τα ανοιξιάτικα παπλώματα και οι κουβέρτες. Ακόμα τα βράδια το κρύο κρατάει. Είναι η πρώτη φορά που στη Κεφαλλονιά, μετά από χρόνια, μαζεύεται ο καθένας στον τόπο του. Γεμάτα τα μαγαζιά. Παντού αυτοκίνητα.

 Η πτήση, έρχονταν απευθείας από Λονδίνο και είχε μια μικρή καθυστέρηση. Κατά τις τέσσερις, φάνηκε η αγαπημένη του σιλουέτα. Η Αλεξάνδρα ήταν κοντούλα, καστανόξανθη με γλυκά μάτια, και γυριστή μυτούλα, σαν έφηβη έμοιαζε παρόλο που είχε πατήσει τα τριάντα. Έτρεξε στην αγκαλιά του μόλις τον είδε.

–           Αγάπη μου, δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσω από την δουλειά για να έρθω στο νησί μας, του φώναξε . Θα κάνουμε μαζί Ανάσταση φέτος στην Ελλάδα. Μα εσύ αδυνάτισες, είπε μόλις τον ξανακοίταξε. Τι έπαθες;

–           Είμαι πολύ καλά ψυχή μου, καλύτερα από ποτέ. Το χρειαζόμουν όσο τίποτα αυτό το ταξίδι. Έλα να σε βοηθήσω με τα πράγματα σου

Η Αλεξάνδρα είχε και αυτή μια κόκκινη βαλίτσα ίδια με του αγοριού της. Τις είχε αγοράσει σε ένα ταξίδι τους στο Παρίσι. Μπήκαν στο αυτοκίνητο καιι έφτασαν στο Αργοστόλι. Ο Σπύρος έστριψε δεξιά.

–           Δεν θα πάρουμε το φέρυ, ρώτησε με απορία.

–           Όχι αγάπη μου θα κάνουμε τη γύρα να δεις τα χωριά. Άλλωστε έχεις πέντε χρόνια να πατήσεις στο νησί. Α και δεν σου είπα, θα μείνουμε στη Κοντογεννάδα, έχω έτοιμο και το σπίτι

Τον κοίταξε ξαφνιασμένη, αλλά αμέσως χαμογέλασε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα σιγουριά, δεν είχαν κανένα κρυμμένο πόνο σαν αυτόν που έβλεπε τους τελευταίους μήνες στα μάτια του.

Η Κοντογεννάδα είναι από τα αρχαιότερα χωριά της Παλικής. Οι θολωτοί λαξευτοί του τάφοι είναι γνωστοί σε όλη την Ελλάδα, η θέα σε ταξιδεύει. Τα σπίτια είναι πάνω από εκατό και διακόσια χρόνια. Οι τρεις εκκλησίες του χωριού, η Παναγία, ο Άγιος Ιωάννης και ο Άγιος Γεώργιος, δεσπόζουν επιβλητικές στο κλιμακωτά διαβαθμισμένα σπίτια σε ταξιδεύουν σε μνήμες πολιτισμού και ιστορίας άλλης εποχής. Φέτος το Πάσχα, το χωριό σφύζει από ζωή. Πρώτη φορά στα χρονικά του, οι κάτοικοι του έχουν επιστρέψει σχεδόν όλοι. Τα σπίτια έχουν ανοίξει, το χωριό είναι γεμάτο φωνές.

Έφτασαν στο χωριό στις πεντέμισι. Ο Σπύρος είχε στρώσει ένα κεντητό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, είχε βάλλει στο κέντρο ένα  βάζο με  βιολέτες και παπαρούνες. Μπροστά στέκονταν η φωτογραφία της γιαγιάς του και τον γονέων του και δίπλα, ήταν το καλάθι με τα πασχαλινά αυγά. Τα παράθυρα ήταν όλα ανοιχτά, με τα κουρτινάκια τους δεμένα στο πλάι. Η Αλεξάνδρα έβγαλε το κινητό της και τα φωτογράφησε.

–           Είναι όλα υπέροχα Σπύρο μου, το σπίτι είναι γεμάτο φως. Τα λουλούδια, μοσχομυρίζουν.

–           Μας πήρα και λαμπάδες, είπε και έβγαλε από το συρτάρι δύο λευκές λαμπάδες με κίτρινη κορδέλα. Πάνω στη μία λαμπάδα ήταν τυλιγμένο ένα μικρό χαρτάκι.

–           Να η λαμπάδα σου. Να ξεκουραστείς τώρα γιατί το βράδυ θα πάμε εκκλησία εδώ στο χωριό, δεν θα κατεβούμε στο Ληξούρι.

–           Είναι όλα τόσο όμορφα, δεν μπορώ να το πιστέψω, πρώτη φορά έρχομαι στο χωριό αυτό. Το σπίτι, η φύση, τόση ομορφιά. Και η λαμπάδα είναι τόσο απλή. Τόσο όμορφη!

–           Άνοιξε το χαρτάκι.

–           Πρέπει; Δεν θέλω να τη χαλάσω.

–           Άνοιξε το, της είπε. Έχει μια έκπληξη. Η Αλεξάνδρα έβγαλε τη κίτρινη κορδελίτσα και ξετύλιξε έναν μικρό πάπυρο που χωρούσε σε μία παλάμη. Μέσα τα όμορφα γράμματα του Σπύρου, χορέυοντας έλεγαν « δέχεσαι αυτή την Ανάσταση να γίνεις το αιώνιο μου ταίρι;». Ήταν πρόταση. Στα τρία χρόνια σχέση, ποτέ τους δεν είχαν συζητήσει κάτι τέτοιο. Πάντα υπήρχε η σκέψη, αλλά δεν είχε ποτέ εκφραστεί. Η συγκίνηση την έπνιγε. Κοίταξε τον Σπύρο. Έβλεπε τη σιγουριά στα μάτια του ξανά με μια προσμονή τώρα.

–           Ποτέ δεν θα μπορούσα να πω όχι, φυσικά και δέχομαι! Τον αγκάλιασε.

–           Και αν θέλεις, μπορούμε να μείνουμε και εδώ, ψιθύρισε σχεδόν μέσα του.

–           Εδώ, εδώ στη Κεφαλλονιά; Μα εδώ δεν ξέρουμε κανένα!

–           Θα το σκεφτούμε, είναι μεγάλη αλλαγή, ούτε εγώ δεν το έχω σχεδιάσει. Αλλά κοίταξε πόσο όμορφα είναι εδώ!

–           Αγάπη μου είναι όλα τόσα πολλά. Η πρόταση σου με έκανε τόσο χαρούμενη σήμερα. Πραγματικά νιώθω ευτυχισμένη. Και όλα μοιάζουν εδώ τόσο όμορφα. Η Άνοιξη, η Πασχαλιά. Πρέπει να το πω στους γονείς μου! Σε όλους!

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η εκκλησία στη Κοντογεννάδα, είναι ολόφωτη, στολισμένη με κορδέλες λευκές και κόκκινες. Η Ανάσταση είναι στολισμένη με λουλούδια του αγρού, ο επιτάφιος κενός, δίπλα. Η εξέδρα στημένη στην αυλή. Τα παιδιά έχουν έτοιμα τα βεγγαλικά τους. Το τραπέζι στρωμένο. Οι πιστοί, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, με τις λαμπάδες αγκαλιά, βγαίνουν από τα σπίτια. Οι μισοί κατηφορίζουν προς την εκκλησία, και οι άλλοι μισοί που τα σπίτια τους βρίσκονται πιο χαμηλά, ανηφορίζουν προς αυτή. Μέσα στο μικρό πλήθος των ανθρώπων που εύχεται ο ένας στον άλλον καλή Ανάσταση, δύο μικρές λευκές λαμπαδίτσες με κίτρινη κορδέλα περπατούν αγκαλιασμένες, δεμένες με την υπόσχεση να είναι για πάντα μαζί. Μέσα στην εκκλησία το δεξί και το αριστερό ψαλτήρι είναι γεμάτα από τους ξακουστούς ληξουριώτες ψάλτες.

Τα φώτα σβήνουν. Ο ιερέας, βγαίνει με μια τεράστια λαμπάδα και ψέλνει « δεύτε λάβετε φως». Ο Σπύρος σηκώνει το χέρι του και ανάβει την λαμπάδα του. Δίνει το φως στην Αλεξάνδρα και την φιλά.

–           Χριστός Ανέστη ψυχή μου, της λέει καθώς ανάβει την λαμπάδα της.

–           Αληθώς Ανέστη Σπυρέτο μου.

Το χωριό σείεται από τα βεγγαλικά και τα βαρελότα. Οι ψάλτες ασταμάτητα υμνούν τον αναστημένο Θεό. Στη δεξιά πλευρά του ναού, η γιαγιά Στάμω, μέσα από την κολλημένη στο μάρμαρο φωτογραφία της χαμογελά και ψιθυρίζει: « Χριστός Ανέστη παιδιά μου».

Χαραλαμπία Καρούσου Τσελέντη

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 9/5/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA