Ο Απόστολος των Εθνών και Φωτιστής των Ελλήνων Παύλος συνέβαλλε τα μέγιστα στη σύνθεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Οι μετέπειτα Πατέρες της Εκκλησίας (1ου έως 4ου αι.) σμίλευσαν την άρρηκτη αυτή σύνθεση, η οποία δεν οδήγησε στον εξελληνισμό του Χριστιανισμού, όπως δεν υπήρξε παλαιότερα και εξιουδαϊσμός του Χριστιανισμού. Η συνάντηση αυτή έδωσε νέα δύναμη και ώθηση στον Ελληνισμό, διότι βοήθησε στην ανακαίνισή του και την αποκάθαρσή του από τις όποιες πνευματικές ατέλειες. Η ένωση του Ελληνισμού, στα πρόσωπα των γνησίων αναζητητών της Αληθείας, με τον Χριστιανισμό, ως ενσάρκωση της Παναλήθειας στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, άρχισε με τους Ελληνιστές στην Παλαιστίνη (ελληνιστές άλλωστε υπήρξαν και οι «επτά» – διάκονοι – πρβλ. τα ελληνικά ονόματά τους: Στέφανος, Νικόλαος, Τίμων, Παρμενάς, Φίλιππος, Πρόχορος και Νικάνωρ). Ο Ελληνισμός ουσιαστικά αναπτύχθηκε και πληρώθηκε στη μήτρα του Χριστιανισμού. Κατά τον μεγαλύτερο Θεολόγο του 20ου αι. π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ο Ελληνισμός διαμελίσθηκε από τη μάχαιρα του πνεύματος, πολώθηκε και διαιρέθηκε και ένας «Χριστιανικός Ελληνισμός» δημιουργήθηκε».
Το χωροχρονικό πλαίσιο και η γεωπολιτισμική πραγματικότητα διαμορφώθηκε, όμως, χάρη στην ιστορική παρουσία του (όντως) Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πολιτισμική επίδραση του τελευταίου δημιούργησε την οικουμενικότητα της Ελληνικής παιδείας, η οποία είχε εν συνεχεία κυριαρχήσει στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική γλώσσα είχε καταστεί διεθνής (lingua franca), ως επίσημη και κοινή γλώσσα των λαοτήτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Παγκοσμιότητας (Pax Romana). Η αναφερόμενη οικουμενική επέκταση του ελληνισμού, κατεξοχήν έργο του Μ. Αλεξάνδρου, θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί κατά τους χρόνους της Ρωμανίας/«Βυζαντίου». Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Hans-Georg Beck, η Βυζαντινή περίοδος αποτελεί συνέχεια της ελληνικής περιόδου του Μ. Αλεξάνδρου, γεγονός που εκτός της οικουμενικότητας μεταφραζόταν και σε ιδιαίτερη καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας, που καλλιεργούσε το αίσθημα της μοναδικότητας του ελληνισμού. Για τον μεγάλο αυτό Βυζαντινολόγο η κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου αποτελεί ένα από τα πρότυπα της Βυζαντινής αντίληψης για την κοσμοκρατορία. Στο επίπεδο της Βυζαντινής λογοτεχνίας θα επισημαίνει ότι «η Διήγηση του Αλεξάνδρου», αυτή η μυθιστορική αφήγηση των κατορθωμάτων του, απασχολεί συνεχώς το Βυζάντιο για χίλια χρόνια. «Γιατί το Βυζάντιο, παρόλο που καυχιέται για τις Ρωμαϊκές καταβολές του, δεν αναζητεί σ’ έναν Ρωμαίο Αυτοκράτορα, αλλά στον Αλέξανδρο τον αρχετυπικό ήρωα των οραμάτων του».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα επισημάνει τη φρόνηση και την ικανότητα του Μ. Αλεξάνδρου λέγοντας· «Ο οὖν Ἀλέξανδρος ἐπιτηδειότητα πολλήν ἐκ φύσεως κεκτημένος καί φρόνησιν πάσης σχεδόν τῆς οικουμένης ἐκράτησεν· ἦν δε καὶ σώφρων». Σε άλλο σημείο εκθειάζει τη συνετή στάση του απέναντι στις κόρες του Δαρείου γράφοντας· «’Aλέξανδρος ὁ Μακεδών τάς Δαρείου θυγατέρας αἰχμαλωτίδας λαβών, μαθών αὐτάς εὐπρεπεῖς ὑπάρχειν, οὐδέ θεάσασθαι κατηξίωσεν, ἐπειπών· «Αἰσχρον τούς ἄνδρας ἑλόντας, ὑπό γυναικῶν ἡττηθῆναι». Ο Γεώργιος Αμαρτωλός σε ιστορική περιγραφή της παρουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ιουδαία θα σταθεί ιδιαιτέρως στην προσκύνηση από τον μεγάλο στρατηλάτη του Αρχιερέα των Ιουδαίων, δηλώνοντας τον σεβασμό του προς την ιερατική εξουσία και τη συμβολική παρουσία του θεϊκού στοιχείου. Στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης, ανάγνωσμα της Βυζαντινής κοινωνίας, διαβάζουμε ότι κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του ο Ναβουχοδονόσορ είδε όνειρο, το οποίο ο Δανιήλ ανέλυσε: «Έβλεπες, βασιλιά, ένα μεγάλο άγαλμα… Το κεφάλι του αγάλματος αυτού ήταν από καθαρό χρυσάφι, τα χέρια και το στήθος του από ασήμι, η κοιλιά και οι μηροί από χαλκό, οι κνήμες από σίδερο και τα κάτω άκρα εν μέρει από σίδερο και εν μέρει από πηλό. Έβλεπες μέχρις ότου αποσπάστηκε μόνη της μια πέτρα από κάποιο βουνό και χτύπησε το άγαλμα στα σιδερένια και πήλινα κάτω άκρα και τα θρυμμάτισε εντελώς… Ο Θεός του ουρανού θα ιδρύσει βασιλεία, που θα μείνει αιώνια… θα θρυμματίσει και θα διασκορπίσει όλες τις βασιλείες, και αυτή θα ζήσει αιώνια». Σύμφωνα με την ερμηνεία του Δανιήλ η πέτρα που θρυμματίζει το άγαλμα που εκπροσωπεί τις γήινες εξουσίες και τα βασίλεια του κόσμου τούτου, συμβολίζει τη βασιλεία του Θεού, η οποία θα ζήσει αιώνια. Το κεφάλι του αγάλματος συμβολίζει τους Βαβυλώνιους, το στήθος και τα χέρια τους Πέρσες, οι κνήμες τον Μέγα Αλέξανδρο και τα πόδια τους Πτολεμαίους και Σελευκίδες.
Ουσιαστικά η ελληνική οικουμενικότητα με βάση τον πολιτισμό, που διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος, μεταμορφώνεται σε χριστιανική οικουμενικότητα με τη μεταλλαγή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε χριστιανική από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Η Ελληνική Αυτοκρατορία των Μακεδόνων μεταμορφώνεται σε Ελληνική Αυτοκρατορία των Ρωμηών. Ο Μ. Αλέξανδρος και ο Μ. Κωνσταντίνος αποτελούν τους δύο όντως Μεγάλους ηγέτες του Ελληνισμού στους αιώνες και καθίστανται όντως μεγάλοι από το αναλόγως τεράστιο Πολιτισμικό τους έργο. Και οι δύο καταφάσκουν την ετερότητα και ιδιαιτερότητα των άλλων λαών, τους οποίους ενοποιούν, ο μεν πρώτος με τον πολιτισμό, ο δε δεύτερος με την (ορθόδοξη) πίστη. Η χαρακτηριστική ρήση του Ισοκράτη «Ἕλληνες εἰσί οἱ τῆς ἡμετέρας παιδείας μετέχοντες», μεταφέρεται από την ελληνική αρχαιότητα στην ορθόδοξη νεωτερικότητα, στη Ρωμανία/«Βυζάντιο».
Έτσι, από τον «καλὸν κἀγαθὸν» ή «σοφὸν» άνθρωπο της ελληνικής φιλοσοφίας ανέρχεται εν Χριστώ η Ελληνικότητα στον «ἅγιον ἄνθρωπο», τον κατά χάριν θεούμενο, που αναδεικνύεται κατά χάριν ό,τι ο Θεός είναι από τη φύση Του (άκτιστος, αθάνατος, αιώνιος). Κατά τον αείμνηστο διδάσκαλό μας (και) πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό «ο Έλληνας, όσο είναι γνωστά τα ίχνη του στην Ιστορία, έχει θεοκεντρική ύπαρξη. Αθεΐα στον αρχαίο Ελληνισμό είναι άγνωστη (θα μας εισαχθεί κατά τους τελευταίους αιώνες από τη δυτική Ευρώπη). Τα αρχαιότερα ελληνικά γραπτά κείμενα, τα Ομηρικά έπη, αποτελούν θριαμβευτική καταξίωση του διαλόγου Θεού-ανθρώπου, κάτι πού μέσα στη διεργασία της φιλοσοφικής σκέψης θα αναχθεί σε λυτρωτική ζήτηση, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της». Στο θρησκευτικό πνεύμα του Ομήρου θα μυηθεί δια της ελληνικής παιδείας των διδασκάλων του (Αριστοτέλης κ.ά.) ο Μ. Αλέξανδρος, διαμορφώνοντας τη θρησκευτική προσωπικότητά του, που θα επιδείξει αργότερα θρησκευτική ανοχή και σεβασμό στις θρησκείες των ασιατικών λαοτήτων της αυτοκρατορίας του. Ο Μ. Αλέξανδρος, ως αρχέτυπο του Έλληνα της Παγκοσμιότητας, αναδεικνύεται και σε πρόδρομο του Χριστιανισμού της Οικουμενικότητας. Γνωρίζοντας σε βάθος τον εαυτό του, αναγνωρίζει και τους μη Έλληνες εκ καταγωγής, κάνοντας και αυτούς συνέλληνες και πνευματικούς αδελφούς του, εντός της όντως Ελληνικής Αυτοκρατορίας του. Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζει να νυμφεύσει τους Μακεδόνες στρατιώτες του με γυναίκες της Ανατολής, αποξενωμένος από φαινόμενα ξενοφοβίας και φυλετικής διάκρισης. Κύριο στοιχείο της Ελληνικότητας (του) αποτελεί η «ελληνική παίδευσις» (Ισοκράτης).
Η δόξα όμως και το μεγαλείο του Μ. Αλεξάνδρου μπορεί να συνεχίζεται σε ιστορικό και διαχρονικό επίπεδο, δεν παύει όμως να μας υπενθυμίζει και τη ματαιότητα, αλλά και τον εφήμερο χαρακτήρα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το μήνυμα αυτό εντάσσεται άλλωστε άριστα στην ορθόδοξη εικονογραφία σύμφωνα με την οποία ο αββάς Σισσώης της Αιγύπτου ίσταται ενώπιον του τάφου του Μ. Αλεξάνδρου και απευθυνόμενος στον ένδοξο στρατηλάτη, επισημαίνει τον πρόσκαιρο και φθαρτό χαρακτήρα της επίγειας εξουσίας. Ο σύντομος, αλλά ταυτόχρονα ένδοξος βίος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσδίδει στον δίχως όντως ελπίδα κόσμο του (προ)χριστιανικά στοιχεία, που καθιστούν τον Μεγάλο Έλληνα Ηγέτη Πρόδρομο της Θείας Οικονομίας και της ελεύσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που θα δράσει ιστορικά μετά από τρεις περίπου αιώνες στη γεωφυσική, γεωπολιτισμική και γεωπολιτική Οικουμενική πραγματικότητα, για τη διαμόρφωση της οποίας θα είναι καθοριστική η συμβολή του Μεγίστου των Ελλήνων (και όχι μόνο) Αλεξάνδρου.
Δρ. Δημήτριος Μεταλληνός
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 3/4/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA