//

«Το τραγούδι του προφήτη»

Στο κέντρο της Αθήνας το news247 συνάντησε τον βραβευμένο με Booker Ιρλανδό συγγραφέα. Μας μίλησε για το “Τραγούδι του Προφήτη”, ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που, με τη χειμαρρώδη γλώσσα και την κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα, αιχμαλωτίζει το αναγνωστικό κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο, σε μια εποχή όπου η αποξένωση και ο φόβος διαρκώς εντείνονται.

Στην τελετή απονομής του βραβείου Booker τον περασμένο Νοέμβριο, ο διάσημος πια Ιρλανδός συγγραφέας Πολ Λιντς, πρώτη φορά υποψήφιος για το βαρύτιμο λογοτεχνικό βραβείο με το πέμπτο του μυθιστόρημα «Το Τραγούδι του Προφήτη» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Gutenberg) και τελικά μεγάλος νικητής του, ήταν τόσο αγχωμένος που αποφάσισε να καταπιεί ένα ηρεμιστικό χάπι αρκετή ώρα πριν από την κρίσιμη ανακοίνωση, φοβούμενος από νωρίς ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί καλά για ακόμη μια νύχτα. Όπως και έγινε. Από τη χαρά του όμως.

«Η πίεση που νιώθεις κατά τη διάρκεια της τελετής είναι μνημειώδης. Είναι απίστευτα έντονη εμπειρία και για τους έξι υποψήφιους γιατί όλοι θέλουν να κερδίσουν αυτό το βραβείο» λέει στο NEWS 24/7 που τον συναντά στο κέντρο της Αθήνας.

«Tο Τραγούδι του Προφήτη μας αναγκάζει να βγούμε από τον εφησυχασμό μας», είπε μεταξύ άλλων η πρόεδρος της επιτροπής του Booker. «Πρόκειται για μια συγκινητική αφήγηση, συναρπαστική και τολμηρή, που αποτυπώνει τις ανησυχίες του σήμερα».

Δεν είναι η πρώτη διάκριση του Λιντς -τα τέσσερα προηγούμενα μυθιστορήματα του, άλλωστε, αγαπήθηκαν δεόντως από κοινό και κριτικούς- πρώτος και καλύτερα απ’ όλους όμως ο ίδιος ξέρει ότι το Booker είναι η σημαντικότερη της συγγραφικής του ζωής μέχρι σήμερα, κατά μεγάλη πιθανότητα η σημαντικότερη της συγγραφικής του ζωής γενικά.

«Για πλάκα λέω ότι μόνο το 90% των συγγραφέων παραδέχονται ότι θέλουν να κερδίσουν το Booker – το υπόλοιπο 10% λέει ψέματα. Ξέρεις ότι αν το κερδίσεις, όλα αλλάζουν. Υπάρχει η ζωή πριν από το Booker και η ζωή μετά», λέει, μην έχοντας περάσει ούτως ή άλλως λίγα -απόκτηση δεύτερου παιδιού, long covid, χωρισμός, καρκίνος στο νεφρό- από το 2018, οπότε και ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα.

«Κερδίζεις λοιπόν το Booker και χαίρεσαι, ταυτόχρονα όμως σε κυριεύει ο τρόμος γιατί ξέρεις ότι εξαιτίας του βραβείου θα δυσκολευτείς για μεγάλο διάστημα να είσαι συγγραφέας, δηλαδή να είσαι ο εαυτός σου. Πριν από λίγο καιρό, στο πλαίσιο της περιοδείας για το βιβλίο βρέθηκα στη Τζαϊπούρ και εντελώς τυχαία συνάντησα τον Ντέιμον Γκάλγκουτ – γεγονός από μόνο του παράλογο. Κρατήσαμε επαφή μέσω email και μου εξήγησε ότι έχει χάσει δύο χρόνια από τη ζωή του εξαιτίας της προώθησης του δικού του βιβλίου (σ.σ. Η Υπόσχεση, μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Διόπτρα) που κέρδισε το Booker το 2021 και πλέον νιώθει ότι δεν θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό που ζει.

Αυτός είναι ο τρόμος που σε διακατέχει τη βραδιά απονομής: αν κερδίσεις αυτό το τόσο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο, για πολύ καιρό παύεις να είσαι λογοτέχνης. Μετατρέπεσαι σε δημόσιο πρόσωπο και αυτό είναι επικίνδυνο. Τώρα πια καταλαβαίνω τι εστί αυτός ο κίνδυνος» λέει, προσέχοντας όμως ώστε να μην τον ψέξει κανείς ότι ακούγεται…αχάριστος.

«Γκρινιάζω αλλά προφανώς δεν μετανιώνω που κέρδισα. Δεν είναι άσχημο να ξέρεις ότι ανήκεις πια στο club των βραβευμένων. Είμαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα που θα ξαναγράψω. Θα κλειδώσω την πόρτα. Θα πετάξω τα κλειδιά από το παράθυρο. Και θα κατεβάσω τα στόρια», λέει και παραδέχεται ότι του λείπει η εσωστρεφής ρουτίνα της πρότερης καθημερινότητας του.

«Έχω μήνες να καθίσω μπροστά από μια λευκή σελίδα. Μπήκα την προηγούμενη εβδομάδα στο δωμάτιο όπου γράφω στο Δουβλίνο και έπεσα ψυχολογικά, μου φάνηκε ξεχασμένο και άδειο. Η συγγραφή ενός βιβλίου δεν συμβαίνει στα καλά του καθουμένου. Πρέπει να προετοιμαστείς ψυχολογικά, να σκεφτείς, να σκάψεις μέσα σου, να απομονωθείς. Μου είναι αδύνατο να το κάνω τώρα. Μου έλεγαν πέρυσι ότι αν κερδίσω το Booker δεν θα γράψω τίποτα καινούριο για τουλάχιστον ένα χρόνο. Τώρα καταλαβαίνω ότι όντως έτσι είναι».

Λίγες ημέρες μετά την τελετή απονομής, ως νεόκοπος χρήστης του instagram, ανήρτησε μία φωτογραφία με τον ίδιο να κρατά το βραβείο και να το φιλά με κλειστά μάτια, συνοδεύοντάς τη με την εξής λεζάντα: «Αυτή είναι η Άιρις, από την πρώτη Ιρλανδή νικήτρια του Booker, Άιρις Μέρντοχ. Θα τη φροντίζω εγώ τώρα. Περισσότερες από 40 συνεντεύξεις σε τρεις μέρες και πολλές αγκαλιές. Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο κουρασμένος…»

Σε όλες τις συνεντεύξεις που έχει δώσει μέχρι σήμερα ο Λιντς τονίζει ότι το μυθιστόρημά του δεν είναι «απλώς πολιτικό». Όπως ακριβώς κάνει και στο NEWS 24/7: «Περισσότερο μεταφυσικό θα το χαρακτήριζα. Είναι περίπλοκο βιβλίο. Το πρόβλημα με την πολιτική λογοτεχνία είναι ότι γνωρίζει εξαρχής τις απαντήσεις. Ξεκινάει με συγκεκριμένη ατζέντα και ξεκάθαρα μηνύματα. Λατρεύω μία ατάκα του Σταντάλ, από το βιβλίο του Το Κόκκινο και το Μαύρο. Λέει ότι η πολιτική είναι μια πέτρα δεμένη γύρω από το λαιμό της λογοτεχνίας, την πνίγει σε λίγα λεπτά. Νομίζω ότι έχει δίκιο. Όταν ξεκινάς να γράφεις για να στείλεις ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο κοινό, είναι σαν να καταριέσαι από τη γέννησή του το βιβλίο σου. Αυτό που απαιτεί η σοβαρή λογοτεχνία είναι η πολυπλοκότητα. Η πολιτική είναι ανεπαρκής οπτική γωνία. Για τη σοβαρή λογοτεχνία απαιτούνται πολλές και διαφορετικές».

Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι ενοχλείται, ή μάλλον ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει την ενόχλησή του, όταν η πολιτική τονίζεται και σχολιάζεται ως η πιο σημαντική από τις πτυχές του βιβλίου του, στο οποίο παρακολουθούμε την Άιλις, μία βιολόγο και μητέρα τεσσάρων παιδιών, μετά από ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα του σπιτιού της μια βροχερή νύχτα. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης: Δύο αξιωματικοί της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας αναζητούν τον άντρα της. Ποια θα είναι η τύχη τόσο του ίδιου όσο και του πρωτότοκου γιου τους; Η πατρίδα της, η Ιρλανδία, βρίσκεται στο έλεος μιας δικτατορικής κυβέρνησης. Η πόλη της, το Δουβλίνο, είναι το κέντρο μιας αιματηρής εμφύλιας διαμάχης, κι εκείνη πρέπει να προστατέψει τα παιδιά της και τον ηλικιωμένο πατέρα της. Πόσο μακριά θα φτάσει για να σώσει την οικογένειά της; Και τι –ή ποιον– θα υποχρεωθεί να αφήσει πίσω;

Και δεν ενοχλείται ο Λιντς ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται αφενός την σύμπτωση της κυκλοφορίας του βιβλίου ενώ «φλέγονται» η Ουκρανία και η Παλαιστίνη, αφετέρου εξαιτίας της ίδιας του της καταγωγής. Οι συνειρμοί με τις Ταραχές είναι εύλογοι αν και τους καταρρίπτει. «Στο βιβλίο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις Ταραχές. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να δημιουργήσω ένα αγγείο που περιέχει πολλές πολιτικές πραγματικότητες. Ήθελα πολύ να χρησιμοποιήσω μια αποστροφή του Κόρμακ Μακάρθι από το Πέρασμα, δεν μπορέσαμε όμως να πάρουμε άδεια γιατί εκείνη την περίοδο έφτανε στο τέλος της ζωής του. Στο περίπου λέει ότι το έργο του αφηγητή δεν είναι να επιλέξει μία ιστορία ανάμεσα σε πολλές, αλλά να μιλήσει για πολλές μέσα από μία. Αυτό ακριβώς προσπάθησα να κάνω. Γι’ αυτό οι Ιρλανδοί πιστεύουν ότι αναφέρομαι στις Ταραχές. Γι’ αυτό οι Ουκρανοί και οι Παλαιστίνιοι αναγνώστες νιώθουν ότι λέω τη δική τους ιστορία. Γι’ αυτό οι Έλληνες θα αναγνωρίσετε στοιχεία της προσφυγικής κρίσης στις θάλασσές σας».

Ο Λιντς συνειδητά επέλεξε να μην αποσαφηνίσει στο βιβλίο του τόσο την ιδεολογία των δικτατόρων που εξουσιάζουν την Ιρλανδία (άρα και των ανταρτών που τους πολεμούν), όσο και το χωροχρόνο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Είναι το παρόν ή το μέλλον; «Νομίζω ότι ο Τζον Κιτς είπε κάποτε ότι η σπουδαία λογοτεχνία είναι απόρροια της δυνατότητας του συγγραφέα να γράψει ένα βιβλίο που δεν προσφέρει απαντήσεις αλλά δημιουργεί ερωτήματα». Εκτός των άλλων, το Τραγούδι του Προφήτη τελειώνει ίσως με το πιο σημαντικό απ’ όλα.

«Ας δώσει ο κάθε αναγνώστης τη δική του απάντηση, είμαι εντάξει με αυτό. Απλά θέλω να επισημάνω ότι το βιβλίο έχει μεγάλο εύρος και θέτει ερωτήματα για διαχρονικά ζητήματα, όπως: Τι σημαίνει αξιοπρέπεια; Τι σημαίνει ελεύθερη βούληση; Γιατί οι άνθρωποι έχουμε τόσες βεβαιότητες;» λέει και τονίζει ότι αν διευκρίνιζε από την αρχή την ιδεολογία του καθεστώτος, τότε το βιβλίο θα κατέληγε να αφορά το καθεστώς και μόνο, οπότε θα είχε ο ίδιος αποτύχει ως προς τον, μεγαλεπήβολο ομολογουμένως, στόχο του να επαναφέρει – «όσο μπορώ τέλος πάντων» – τη λογοτεχνία σε ένα πιο βαθύ φιλοσοφικό πλαίσιο από αυτό που κατά τη γνώμη του κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια.

«Οι μηχανισμοί, οι ιδεολογίες, οι πολιτικές που οδηγούν σε κατάρρευση μια κοινωνία μπορεί να διαφέρουν, όμως το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Εγώ θέλω να αναδείξω το προσωπικό κόστος για ένα άτομο που βιώνει την κατάρρευση. Πώς είναι να χάνεις τα πάντα; Βλέπουμε στην τηλεόραση τους πρόσφυγες να πνίγονται στη θάλασσα, αλλάζουμε κανάλι και λέμε: Εγώ δεν θα διακινδύνευα ποτέ τη ζωή των παιδιών μου όπως όλοι αυτοί, θα είχα φύγει νωρίτερα και με απόλυτη ασφάλεια από την εμπόλεμη ζώνη. Το βιβλίο μου κάνει την εξής ερώτηση: “Αλήθεια; Το έχεις σκεφτεί καλά; Δεν νομίζω”. Γιατί είμαστε ανήμποροι τελικά έξω από τις δομές της κοινωνίας που γνωρίζουμε. Το να εγκαταλείψεις το σπίτι σου είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να κάνεις».

«Οι μηχανισμοί, οι ιδεολογίες, οι πολιτικές που οδηγούν σε κατάρρευση μια κοινωνία μπορεί να διαφέρουν, όμως το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Εγώ θέλω να αναδείξω το προσωπικό κόστος για ένα άτομο που βιώνει την κατάρρευση.»

Ο Πολ Λιντς γεννήθηκε το 1977 στην κομητεία Λίμερικ της Ιρλανδίας και μεγάλωσε στο απομακρυσμένο, παραθαλάσσιο χωριό Μάλιν Χεντ. Όπως είναι πια γνωστό από μικρός διάβαζε πολύ και στα 11 του δούλεψε για λίγο σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Πολλά χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τις σπουδές του σε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία για να εργαστεί ως δημοσιογράφος. «Ήμουν συντάκτης σε εφημερίδα για δεκαπέντε χρόνια ώσπου έπαθα υπερκόπωση. Όπως ξέρεις οι συντακτικές ομάδες διαρκώς μειώνονται, οπότε ο φόρτος εργασίας για τους εναπομείναντες αυξάνεται. Δούλευα έξι μέρες την εβδομάδα στο ελεύθερο ρεπορτάζ και ως κριτικός κινηματογράφου. Έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα τα Σαββατοκύριακα, κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά και στις διακοπές μου. Ήταν ζόρικη κατάσταση. Το έγραφα ελπίζοντας να εκδοθεί και ίσως να αποκτήσω τη δυνατότητα να εγκαταλείψω τη δημοσιογραφία. Το ρίσκο για την υγεία μου ήταν πολύ μεγάλο. Ευτυχώς όμως τα κατάφερα».

Δύο στιγμές δεν θα ξεχάσει ποτέ από το ξεκίνημά του. «Η πρώτη ήταν όταν μου τηλεφώνησε ο ατζέντης μου και μου είπε ότι ένας βρετανικός εκδοτικός οίκος ήθελε το πρώτο μου βιβλίο. Η δεύτερη ήταν δύο μήνες πριν από την κυκλοφορία του. Μου έστειλε ο επιμελητής το σχόλιο του σπουδαίου Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρι που θα βάζαμε στο εξώφυλλο: “Ένα μοναδικό αριστούργημα”. Θυμάμαι να μένω με το στόμα ανοιχτό. Ήταν το καλύτερο email της ζωής μου. Ένιωσα ότι με εκτιμούσε ένας συγγραφέας που λάτρευα. Εκείνο το απόγευμα κατάλαβα ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση να αλλάξω τη ζωή μου».

Μετά τους Άιρις Μέρντοχ, Ρόντι Ντόιλ, Τζον Μπάνβιλ και Άν Ένραϊτ ο 47χρονος είναι ο πέμπτος Ιρλανδός συγγραφέας που κερδίζει το Booker από το 1969, οπότε και θεσμοθετήθηκε, και ο πρώτος μετά την εν έτει 2018 απονομή του βραβείου στην Βορειοϊρλανδή Άνα Μπερνς για το μυθιστόρημα «Ο Γαλατάς» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg). Ενώ τέσσερις είναι οι συγγραφείς, σε μια χώρα με πληθυσμό που μόλις ξεπερνά τα 5.000.000 κατοίκους, που έχουν κερδίσει το Νόμπελ λογοτεχνίας: Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Σάμιουελ Μπέκετ και Σέιμους Χίνι. «Έχουμε πράγματι μια μεγάλη παράδοση σπουδαίας λογοτεχνίας.

Ένας φίλος μου λέει ότι η Ιρλανδία είναι για τη λογοτεχνία ότι και η Βραζιλία για το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω αν ισχύει. Όμως στην Ιρλανδία η πολιτεία στηρίζει οικονομικά τους συγγραφείς. Αυτό μερικές φορές μπορεί να σε βοηθήσει ώστε να μην χρειάζεται να κάνεις κάποια άλλη δουλειά και να αφιερωθείς στο γράψιμο. Η πολιτεία δίνει αυτή τη δυνατότητα σε πολλούς συγγραφείς» λέει ο Λιντς, η σχέση του οποίου με τη σπουδαία λογοτεχνική παράδοση της πατρίδας του δεν ήταν πάντα ομαλή. Διάβασε πολύ τα «ιερά τέρατα» στο σχολείο, μετά έχασε το ενδιαφέρον του και έπρεπε να περάσουν χρόνια για να τα επανεκτιμήσει.

Έναν Αμερικανό, τον Κόρμακ Μακάρθι, θεωρούν πάντως ως βασική επιρροή του οι περισσότεροι κριτικοί, αποθεώνοντας κατά συντριπτική πλειοψηφία την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του τελευταίου του βιβλίου, απόρροια της «αρχιτεκτονικής» της γραφής του: μακροπερίοδος λόγος και ελάχιστες αλλαγές παραγράφων συνθέτουν ένα ρυθμό που -ας το πούμε απλά για να καταλαβαινόμαστε- δεν σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι.

Έτσι είναι ο γραπτός λόγος του Λιντς στο Τραγούδι του Προφήτη. Και μερικές φορές έτσι είναι και ο προφορικός του. Με ελάχιστες παύσεις: «Η πολυπλοκότητα της καθημερινότητας της Άιλις Στακ είναι θεμελιώδης για το νόημα του βιβλίου. Είναι μητέρα, είναι κόρη, έχει ένα πατέρα που πάσχει από άνοια, έχει τρία παιδιά στην εφηβεία, έχει ένα μωρό, έχει μια καριέρα, έχει μια ξεκάθαρη αίσθηση πατρίδας, έχει ένα σύζυγο που τον καταπίνει και τον εξαφανίζει μια δικτατορία. Πώς αποσυνδέεσαι ξαφνικά από όλα αυτά; Δεν το κάνεις!

Αν κάτι μου έμαθε αυτό το βιβλίο είναι ότι για να μπεις σε ένα καρυδότσουφλο και να βγεις στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπως οι χιλιάδες πρόσφυγες που εμείς οι δυτικοί βλέπουμε στην τηλεόραση, πρέπει πρωτύτερα να έχεις αποσυνδεθεί από κάθε πτυχή της ταυτότητάς σου, μέχρι να πάψεις να είσαι ένα άτομο μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα, τότε μόνο θα μπεις στη βάρκα. Με ρώτησες όμως για την πρόζα του βιβλίου» λέει μόνος του και συνεχίζει. «Όταν ξεκινάς να γράφεις ένα μυθιστόρημα πρώτα απ’ όλα ψάχνεις το “τραγούδι” του, το στιλ και τον ρυθμό του, όπως έλεγε κάποτε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αναζητάς τον τρόπο που θα αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη και θα τον κάνει να σκεφτεί όσα συμβαίνουν και πίσω από τις λέξεις που διαβάζει, όμως ό,τι κι αν δοκιμάσεις πρέπει να εξυπηρετεί το νόημα του βιβλίου, να μην είναι απλά ένα τέχνασμα».

News247

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 11/3/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA