/

Χαραλαμπία Καρούσου Τσελέντη: Τα μυστικά της κεφαλληνιακής παράδοσης: γιατί γιορτάζουμε τη «Μάσκαρα»;

Μάρτης, άνοιξη, Σαρακοστή. Άνοιγμα της φύσης, αρχή του Τριωδίου, Απόκριες

Κάθε χρόνο, με την αρχή του Τριωδίου, ξεκινά το καρναβάλι, η κεφαλληνιακή Μάσκαρα. Η μεγάλη γιορτή μικρών και μεγάλων που αναβιώνει εκατοντάδες χρόνια στην Ελλάδα και δη, στη Κεφαλλονιά, στην πατρίδα ίσως της σάτιρας. Η ταυτότητα του: το μασκάρεμα. Πολύχρωμο, πολύμορφο, και κυρίως σατυρικό. Στη Κεφαλονιά, εκδηλώνεται με τα δρώμενα, αρχαία ελληνικά και ορισμένα δανεικά ευρωπαϊκά, αλλά και με τη Μάσκαρα. Τα έθιμα αυτά είναι χαρακτηριστικά της πολιτιστικής ταυτότητας του Κεφαλλήνα και τον ακολουθούν, σε όποιο μέρος και αν βρίσκεται. Άλλωστε, είναι πολίτης της οικουμένης. Γνωστή μάλιστα, είναι η περίπτωση ενός δασκάλου που μετέφερε τα κεφαλληνιακά έθιμα της Μάσκαρας στη Θράκη.

 Γιατί όμως γιορτάζουμε τις Απόκριες πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Τι συμβολίζει το μασκάρεμα και το έντονο ξεφάντωμα;

Με την λέξη Τριώδιο, ο λαός, αναφέρεται στην έναρξη της «αποκρεωσαρακοστιανής» περιόδου. Η πρώτη Κυριακή, λέγεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια  η «προσφωνούσιμη», γιατί προαναγγέλλει την Αποκριά, ονομασία που διατηρήθηκε έως τους νεότερους προπολεμικούς χρόνους. Αποκριά, σημαίνει κυριολεκτικά η απομάκρυνση από τη βρώση του κρέατος που συμβαίνει με το πέρας της εβδομάδας της, το βράδυ της Κυριακής των Απόκρεω. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα, η κρεοφαγία πρωτοστατεί, ιδιαίτερα το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Οι Απόκριες και το καρναβάλι είναι οι κατεξοχήν κοινωνικές εκδηλώσεις, που  κορυφώνονται έως την Κυριακή της Τυρινής, το γλέντι των γαλακτερών, πριν την Καθαρά Δευτέρα.

Η  Κυριακή, στην οποία το ευαγγελικό ανάγνωσμα παραθέτει την παραβολή του ευσεβούς στη ψυχή τελώνη και του κατά τον τύπο μόνο “ευσεβούς” Φαρισαίου, λέγεται Κυριακής της “σφαγιαράς” ή «σφαγγιαράς»  και στη Κεφαλονιά «αμόλυντη», διότι τότε έσφαζαν το γουρούνι ή όποιο άλλο ζωντανό είχαν και το έτρωγαν μέχρι την Τσικνοπέμπτη, ενώ δεν νήστευαν Τετάρτη και Παρασκευή.

Όλη η περίοδος από την «αμόλυντη» Κυριακή έως τη Καθαρά Δευτέρα, βρίθει από συνεστιάσεις και κοινωνικές εκδηλώσεις στα σπίτια, στη κοινότητα και κυρίως την ύπαιθρο  και εκφράζει, τη μεγάλη αντίρρηση του ανθρώπου έναντι στη μιζέρια, ενώ η «Μάσκαρα» ή « Μασκαρία» όπως είναι γνωστή στη Κεφαλονιά, κορυφώνεται ως εξευμενιστικό και απολυτρωτικό γεγονός. Η  ψυχοκοινωνική εκτόνωση και η προβολή βρίσκεται στο απόγειο της.

Μαζί με την αποκριά, έρχεται και το καρναβάλι, η περίοδος της μεταμφίεσης, του γλεντιού και τον ελευθεριοτήτων. Το καρναβάλι περιλαμβάνει ως κύρια στοιχεία του τις μεταμφιέσεις, προερχόμενες από τις αρχαίες διονυσιακές γιορτές, με σκοπό τη βλάστηση και τη καρποφορία, το χορό με τα καρποφορικής σημασίας χτυπήματα του και τα φαγοπότια (1). Εκφράζει ανάγκη αλλά και τελετουργία.

Είναι συνέχεια της αρχής του νέου έτους, όπου ο λαός το υποδέχεται τελετουργικά, βγαίνει στην ύπαιθρο και εξευμενίζει τη γη με ήχους, χορό και χτυπήματα ενίοτε μαζί με κουδούνια, μέσα από την μεταμφίεση, την αντίθεση δηλαδή στη θέση της ορθολογικής συγκρότησης της κοινωνίας. Μετασεισμικά στα χωριά η Μάσκαρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί, μόνο στα μεγαλοχώρια η προσεισμική παράδοση αναβίωνε σταδιακά.

Δυστυχώς σήμερα, το παλιό μασκάρεμα του κεφαλληνιακού λαού που συνοδεύονταν από χορό, τραγούδια και καυστική σάτιρα, που μπορούσε χωρίς αρμό να κρίνει και να δικάζει μάλιστα με βωμολοχίες, μετατράπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά σε φεστιβάλ αναπαραστάσεων με δανεικές ιδέες και άρματα χωρίς ουσία, νόθευμα στις τοπικές εμπνεύσεις, ακόμα και με ξένες δραματουργίες. Ίσως σε μια κίνηση υπερβάλλοντα ζήλου να συμβαίνουν αυτές οι αυθαίρετες επινοήσεις και προσθήκες που καταστρέφουν την παράδοση και την «εκμοντερνίζουν νεοπλουτικά» (2). Και το πρόβλημα δεν αφορά ολόκληρο το νησί. Αφορά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής επιμέρους. Που χάθηκε άραγε η καυστική σάτιρα του καρναβαλιού; Σε πόσες καρναβαλικές παρελάσεις παίζει το σκορτζάμπουνο[1]; Ακούσαμε πέρυσι και το αφήγημα του «καρναβαλικού» τουρισμού. Αλλά μιλιά για πολιτιστικό τουρισμό. Ας ελπίσουμε, ότι το εθιμικό ένστικτο, αυτοφυές και πιστό στις αξίες, θα αντιδράσει και όλο και περισσότεροι νέοι του νησιού μας, θα τολμήσουν αν όχι φέτος, στο άμεσο μέλλον, να αναβιώσουν το παλιό καρναβάλι και να μας ξαφνιάσουν με παραδοσιακές «εμπνεύσεις».

Με το άνοιγμα της φωτεινής περιόδου, την αρχή της άνοιξης, οι αισθήσεις χαίρονται από την ανάσταση της φύσης, σε χρώματα και αρώματα. Ο Κεφαλλήνας, αναπτύσσει ατομικά και κοινωνικά έντονες συμπεριφορές που ασυνείδητα εκδηλώνει μέσα από τις σωματικές και νοητικές παρορμήσεις του. Η ακόρεστη ανάγκη του να εκφραστεί,  διαφαίνεται μέσα από τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του καρναβαλιού, έντονες στις στολές, τις μάσκες, τις εκφράσεις αλλά και την κρασοποτία. Το κέφι γίνεται ανοιξιάτικο, αισιόδοξο, ανανεωμένο και έχει το ρόλο του πέρα από το να ικανοποιήσει ανάγκες. Έχει αποστολή που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο το «σωματικό μέλλον της φυλής» (2) δηλαδή το γέλιο την εκτόνωση, το χορό και τη συνεστίαση αλλά και στη πνευματική του συνέχεια.

Παλαιοτέρα μέσα από τα δρώμενα, ο άνθρωπος είχε και ως αποστολή του να ζητήσει από τα πνεύματα της άνοιξης να φέρουν καλή σοδειά και γεωργία, αναγέννηση. Πετυχαίνει όμως να τελέσει και έναν δεύτερο σκοπό μέσα από τη τελετουργία και το συμβολισμό: τη δημιουργία εμπειριών και κληρονομιάς. Η φρασεολογία και οι βωμολοχίες της Αποκριάς, όσο παράξενο και αν φαντάζει, ασκούσε διαπαιδαγώγηση, «μύηση» των νεότερων γενεών στα μυστικά της ερωτικής επαφής παράλληλα με τις μαγικές επιδιώξεις για την ελπιδοφόρα γονιμοποίηση της γης (2).

Απόκριες και καρναβάλι, παράδοση αρχαία και συνάμα συμβολική. Η “ασωτία”, η αντίδραση στο κοινόν περί ηθικής αίσθημα, η άκρατη κατάχρηση ουσιών όπως το αλκοόλ, η αντίδρασης στις επιβολές της πολιτείας, είναι αρχαία ανάγκη που λαμβάνει σάρκα και οστά και προβάλλεται μέσα από τα μασκαρέματα. Μέσω της μεταμφίεσης ο άνθρωπος διαπλάθει μια αντίθεση ή αντίδραση στις κομφορμιστικές συμπεριφορές, διόλου ρηξικέλευθη. Είναι η φυσική ακολουθία στη ροή της δημιουργίας. Κάθε έργο απαιτεί δύναμη και ενέργεια και δίνεται μέσα από τη τελετουργία της «Μάσκαρας», μέσα από την αντίθεση που ως αντίβαρο στη θέση, δίνει αλλαγή και νέα πνοή στα φύση και στα πράγματα.

Η μάσκα- προσωπείο, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη σάτιρα αλλά έχει και ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις όσον αφορά τα ιδιοσυγκρασιακά ψυχικά χαρακτηριστικά που ο κάθε άνθρωπος έχει. Το ανεστραμμένο είδωλο που υπάρχει, πέρα από τη «περσόνα» που έχει αναπτύξει κοινωνικά. Στη σύγχρονη μάλιστα πραγματικότητα, οι κοινωνικές συμπεριφορές, συνήθως διαμορφώνουν τις κινήσεις και τις εκφράσεις του ατόμου στην καθημερινότητα του, στην οποία καλείται να προσαρμοστεί για να επιβιώσει, ιδίως στα αστικά κέντρα. Η ελεύθερη έκφραση των ατόμων και η συμπεριφορά τους δρώντας συλλογικά, ώστε να διαμορφώνουν τις κοινές αξίες και αρχές του κοινωνικού συστήματος, πλέον έχει συληθεί από έναν επιθετικό κοινωνικό κομφορμισμό.

 Οι Απόκριες, είναι η μοναδική περίοδος όπου όλες οι κοινωνικές νόρμες ακυρώνονται και ο λαός, μέσα από τα δρώμενα, σατυρικά και χορικά, είναι απόλυτα ελεύθερος να αντιδράσει, να κρίνει, να πει την δική του πλευρά της αλήθειας, να θίξει τις σιωπηλές σκιές που κρύβει η εκάστοτε κοινωνία. Περνά, μέσα από όλα τα στάδια που οδηγούσαν στο αρχαίο δράμα, στην κάθαρση όλων των παθημάτων και των παθών, με το κάψιμο του καρνάβαλου και την αρχή της μεγαλύτερης νηστείας του έτους. Μέσα από τις εκδηλώσεις αυτές, εκφράζει επίσης, τις πρωτόγονες μαγικές του πρωτοβουλίες. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν προσβάλλονται οι αξίες της ανθρώπινης υπόστασης, όπως τις όριζε η εποχή.

Μέσα από τη μεταμόρφωση  που προσφέρει το μασκάρεμα, όπου τα ανθρώπινα πάθη και οι κρυφές επιθυμίες αποκαλύπτονται χωρίς να φοβούνται πίσω από τη μάσκα, ο συμμετέχοντας, παιδί, νέος,  μεγάλος και γέρος, μεταβαίνει από τη δημιουργία στη «καθαίρεση», πνευματικά και διατροφικά, με την αρχή της νηστείας. Της πορείας προς την Ανάσταση. Ο Κεφαλλήνας όλη τη μεγάλη Τεσαρακοστή μπορεί μεν να τηρεί εγκράτεια, αλλά ταυτόχρονα εξορμά στους αγρούς, για κρασοποτία, για χορούς και culumus (κούλουμα[2]) (3).Οι Απόκριες λοιπόν, είναι επίσης, ένα θαυμάσιο και ξεκούραστο ξέσπασμα στο χώρο και στο χρόνο. Και η καθαρά Δευτέρα που ακολουθεί, αν και καθαρά νηστίσιμη, είναι η πιο εκδηλωτική γιορτή της υπαίθρου και η πρώτη της Άνοιξης, με τραγούδια και χορούς.

Οι Απόκριες είναι λοιπόν η «αρμόζουσα» ώρα, όπου η παρόρμηση για δημιουργία, ο εξευμενισμός, η ψυχολογική προετοιμασία και παράλληλα η εκτόνωση και το ξεφάντωμα, κατακλύζουν τον άνθρωπό σωματικά και πνευματικά, αλλά και το περιβάλλον του, τη φύση.  Μπορεί λοιπόν μασκαρέματα, τελετουργικά σατυρικά και μαγικά να έχουμε ανά διαφορετικές περιόδους κατά τόπους σε όλη την Ελλάδα, αλλά οι Απόκριες, είναι οι μόνες που αντιπροσωπεύουν την ολική και συγκροτημένη έκφραση της ψυχοκοινωνικής εκτόνωσης και δημιουργίας που συνάδει με τις φυσικές και πνευματικές παρορμήσεις της ανθρώπινης φύσης, λόγω της εποχής και των φυσιολογικών διεργασιών. Και μέσα σε όλα αυτά, ασκεί επιπλέον, τελετουργικό, εκπαιδευτικό και πνευματικό ρόλο. Αυτοί επομένως, είναι οι λόγοι, που οι Απόκριες συμβαίνουν αυτή τη περίοδο και όχι σε κάποια άλλη περίοδο του έτους.

Βιβλιογραφία

1. Λουκάτος, Δημήτριος Σ. Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία. Αθήνα : Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης , 1991.

2. Λουκάτος, Δημήτριος Σ. Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης. Αθηνα : Φιλιππότη, 1985.

3. Λουκάτος, Δημ. Σ. Πασχαλινά και της Άνοιξης. Αθήνα : Φιλιππότη, 1988.


[1] H κεφαλονίτικη τσαμπούνα. Στην Πυλαρο το σκορτζάμπουνο ήταν πολύ διαδεδομένο ως μουσικό όργανο. Ένας από τους τελευταίους δημιουργούς σκορτζάμπουνου ήταν ο Γεώργιος Αλεξάτος – Κοκκώνης από τα Φερεντινάτα της Πυλάρου. Τα τεράστια μουστάκια του και οι σατιρικές ατάκες του είναι αξέχαστες. Εδώ θέλω να υπενθυμίσω ότι όπως μου έχει μεταφερθεί από προφορικές πηγές στην Πύλαρο από κέρατα κριαριών ή τραγιών φτιάχνονταν τσαμπούνες και φούσκες από τις ουροδόχοους κύστες, οι οποίες είχαν χρήση και ως ταμπακιέρες.

[2] Η λέξη προέρχεται από αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός. Στην Κεφαλληνία και ιδιαίτερα στην αμπελουργία η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως, «κάνε κούλουμα γύρω από το κλήμα», «κουλούμωσα το αμπέλι», σκέπασα το κλήμα με χώμα στο τέλος της άνοιξης για να κρατήσει δροσιά, δηλαδή η διαδικασία αυτή ακολούθησε το άνοιγμα του κυκλικού λάκκου γύρω από το κλήμα. Έτσι επειδή οι άνθρωποι όταν έβγαιναν στην εξοχή κάθονταν γύρω – γύρω στο έδαφος για να γευματίσουν ή να διασκεδάσουν και κυρίως την Καθαρή Δευτέρα που ήταν κατ’ εξοχήν ημέρα της υπαίθρου.