Ευρυδίκη Λειβαδά: «Η Ναυτοσύνη των Ελλήνων» του Συλλόγου Ναυτικών Κεφαλλονιάς «Νίκος Καββαδίας»

Ο τίτλος του συλλογικού αυτού έργου: «Η Ναυτοσύνη των Ελλήνων» θα μπορούσε /και μπορεί εύκολα να οδηγεί σε ένα κτίριο, σε μια βιβλιοθήκη-μουσείο, όπου θα υπάρχουν χιλιάδες τεκμήρια ξεκινώντας από αποτυπώσεις σε πέτρα, πηλό, περγαμηνή, μεταγενέστερα χειρόγραφα, αρχέτυπα, παλαίτυπα και φθάνοντας σε ψηφιακές εκδόσεις. Αυτή θα ήταν μια από τις πλέον πολύτιμες στον κόσμο γιατί θα είχε:

– Μήλιο οψι(δι)ανό από το Φράχθι της Αργολίδας[1] που συχνά αξιολογείται ως ένδειξη ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο την 10η χιλιετία π.Χ.,

– στοιχεία του Ομ. Καθηγητή Γενετιστή του ΑΠΘ Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη[2] για θαλάσσιες μετακινήσεις στο Ιόνιο και συγκεκριμένα σε Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο πριν από 35.000 χρόνια,

– τον Δίσκο της Φαιστού[3] – άλυτο μέχρι σήμερα μυστήριο της Αρχαιολογίας όπου ανάμεσα στα σύμβολα έχει και αυτό του πλοίου-,

– την αρχική «Οδύσσεια»,

– τα πλήρη[4] «Περί Ωκεανού» και «Γης περίοδος» του Πυθέα του Μασσαλιώτη,

– τον «Παράπλου» του, επικεφαλής του στόλου του Μ. Αλεξάνδρου, Νεάρχου,

– τα πρώτα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου.

Στην πραγματικότητα η αφετηρία της ναυσιπλοΐας των Ελλήνων δεν μπορεί να ορισθεί και να εντοπισθεί στον χρόνο, αλλά μπορούμε να μιλάμε για Ναυτοσύνη πέραν των 120 αιώνων.

«Δεν  μπορώ να στο εξηγήσω με λόγια – θα στο εξηγήσω χορεύοντάς το» λέει ο Ζορμπάς του μεγάλου Καζαντζάκη. Χορεύοντας με ιερή χαρά και αψηφισιά αντοχής, για αιώνες, στα κύματα ο τολμητής πολυπράγμων Έλληνας με το αμετακίνητο πείσμα, μπόλιασε τη ράτσα μας με Ναυτοσύνη.

≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Δομή του βιβλίου: Στο βιβλίο αυτό, πίσω από τον τίτλο υπάρχουν απόψεις, παράπονα, αφηγήσεις, πίκρες και χαρές καθημερινές των ανθρώπων της θάλασσας. Αποτελεί παρακαταθήκη καθώς η Ναυτοσύνη απομακρύνεται, αργοσβήνει στην άκρη των οριζόντων κάπου εκεί στο κατώφλι της θάλασσας.

Τα τρία μέρη που αποτελούν τον Εισαγωγικό Λόγο είναι τα: «Αυτοπροσδιορισμός» (ποιος είναι ο Σύλλογος και ποια η πορεία του μέχρι τώρα), Ο «Ύμνος στη θάλασσα» (ποίημα του Βάρναλη) και «Η θάλασσα» (λογοτεχνικό κείμενο της φιλολόγου Σ. Παυλάκου).

Τα κύρια κεφάλαια είναι τρία[5]:

  1. «Η Ναυτοσύνη των Ελλήνων» με τον υπότιτλο: «και η ‘δολοφονία’ μιας υπερτρισχιλιετούς Εθνικής αρετής» (όπου συνοπτικότατα, σε ένα σχεδόν φύλλο, παρουσιάζεται όλη η θεματική. Εμπειρίες/περιγραφές των συγγραφέων της ζωής τους στα καράβια, ιστορίες που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στην αξιόλογη, πυκνογραμμένη και συλλεκτική εφημερίδα του Συλλόγου «Η Θάλασσα»).
  2. «Η Ναυτοσύνη στην εποχή της σκούνας και του μπάρκου» και
  3. «Η Ναυτοσύνη στην εποχή μας» το οποίο (κεφάλαιο) αναλύεται σε 7 υποκεφάλαια ήτοι: Η Ναυτοσύνη στη Γέφυρα (που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου) / στο Μηχανοστάσιο/ στον Ασύρματο/ στην Ενδιαίτηση/ στις άτυχες στιγμές της –ναυάγια-/ Η Ναυτοσύνη της αλληλεγγύης/ κι αυτή που χάνεται.   

Ακολουθεί, ως είθισται, ο Επίλογος.

Σε αυτό το έργο την επιμέλεια της ύλης φέρουν ο Βαγγέλης Μαρκέτος (Β.Μ.) και ο Τάσος Παγουλάτος, ενώ την έκδοση επιμελήθηκαν ο Διονύσης Μαρκέτος και ο Σπύρος Τζάκης. Και οι τέσσερις αυτοί υπογράφουν αρκετά κείμενα διάσπαρτα σε όλα τα κεφάλαια.

≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Η θάλασσα αποτελεί αέναο κανάλι πολιτισμού κι επικοινωνίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενώνει πατρίδες και όσοι την υπηρετούν διαχρονικά νοιώθουν άρρηκτους δεσμούς υπεράνω συνόρων, φυλών, γλώσσας και θρησκείας. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί οι μεγάλοι θαλασσοπόροι της Δύσης, -Κολόμβος, Μαγγελάνος-, αλλά και οι μεγάλοι ηγεμόνες που επιζητούσαν επικράτηση σε θαλασσινά πεδία επένδυαν στην Ναυτοσύνη των Ελλήνων.

Άλλωστε, το διεθνές σύμβολο του ταξιδιού, των περιπλανήσεων και του νόστου είναι ο Οδυσσέας. Κι αυτός ο πολυμήχανος δεν είναι ούτε Φοίνικας, ούτε Αιγύπτιος, ούτε Βίκινγκ, ούτε από τις Φιλιππίνες, ούτε από την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία. Είναι ο Οδυσσέας των Ελλήνων –για να μην πω το κατ’ Όμηρο «Κεφαλλήνων» ή «Οδυσσεύς της Ιθάκης».

Αναζήτησα τον ορισμό της Ναυτοσύνης σε λεξικά, και στο διαδίκτυο[6]. Αποδίδεται ως ναυτική τέχνη και ιδιότητα του ναυτικού, καθώς ανταποκρίνεται στον αγγλικό όρο “seamanship”[7], η –ασκούμενη- ικανότητα διαχείρισης (διεύθυνσης και επιμέλειας[8]) πλοίου ή βάρκας. Όμως η Ναυτοσύνη σωστό είναι να αποδίδεται με την λέξη nautics[9] η οποία προέρχεται από την ελληνικότατη: ναυς[10]

Αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει την ίδια αντιμετώπιση.

Στα Ιταλικά: arte marinaresca

Στα Ισπανικά: marinería

Στα Πορτογαλικά: marinharia

Ο ορισμός της Ναυτοσύνης δεν απαντά στα λεξικά τα Ομηρικά[11], της Αρχαίας[12], της Μεσαιωνικής[13], της Καθαρεύουσας[14]. Απαντά μόνον σε αυτά των νεώτερων χρόνων –μετά το β’ μισό του 20ου αι.[15]– , όπως π.χ. στου Μπαμπινιώτη –για να αναφερθώ κάτι σε πολύ γνωστό- όπου  ναυτοσύνη (χωρ. πληθ.) είναι η ναυτική ιδιότητα, το επάγγελμα τού ναύτη, αλλά και (περιληπτ.) το σύνολο των ναυτικών[16].

Άρα, η λέξη Ναυτοσύνη είναι νεολογισμός που αναφέρεται σε μια πανάρχαια ιδιότητα/ χαρακτηριστικό του Έλληνα που δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται. Στα λεξικά της Αρχαίας απαντά ως ουσιαστικό: η ναυτική και σημαίνει: ικανότητα, επιτηδειότητα σχετικά με τη ναυτιλία/ το θαλασσοπλοείν / το να είναι κάποιος ναύτης και να ταξιδεύει συνεχώς[17]. Δεν υπάρχει πουθενά η λέξη «ασκούμενη» (αν και σε δεύτερο στάδιο οπωσδήποτε εξασκείτο).

Ως εμβριθή τεκμηρίωση «Ναυτοσύνης» φέρω τους Έλληνες – ιδιαίτερα τους Κεφαλλονίτες και τους Θιακούς όπως έχει αναντίρρητα καταγράψει η Ιστορία- οι οποίοι από τις αρχές του 19ου αι. ήταν οι ΠΡΩΤΟΙ, αν και θαλασσινοί, που κατόρθωσαν να διαχειριστούν / να τιθασεύσουν το παγωμένο ποτάμι, τον Δούναβη, και θεωρούνται οι πατέρες της Ρουμανικής οικονομίας.

Έκανα όλον αυτόν τον μακρύ πρόλογο για να καταλήξω πως εμείς οι Έλληνες εισπράττουμε αλλιώς την Ναυτοσύνη –όχι όπως την θέλουν τα λεξικά- η οποία είναι αυθύπαρκτη –πέραν του ότι μπορεί να φθάσει σε υψηλά επίπεδα με συστηματική εξάσκηση.

Παρακαλώ δεχθείτε με ως έναν από τους τελευταίους που θα είχαν την εμπειρική ικανότητα να παρουσιάσουν ένα τέτοιο έργο –και για αυτό εκφράζω προς εσάς, τους εκλεκτούς της θάλασσας, τις βαθιές ευχαριστίες μου-. Η σχέση μου με τη θάλασσα είναι μαγνητική, και οι μαγνητικές ιδιότητες είναι αναμφίβολα δικές της. Έλκομαι παθητικά, αυτόματα, με τρόπο μαγικό, μη λογικά εξηγήσιμο. Το μυστηριώδες άγνωστο θέλγει. Και αυτό, το άγνωστο, παλεύω να βρω γνώσεις να το διασχίσω, να ταξιδέψω στον χρόνο με επιμελή προσοχή. Ομολογουμένως ταξιδεύω από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 χωρίς σταματημό, κι ερευνώ εκείνα τα χρόνια όπου τα όργανα της ναυσιπλοΐας ήταν σε εμβρυική κατάσταση –κι άρα η Ναυτοσύνη ήταν σε υπέρτατο βαθμό. Πλάθω εικόνες σαγηνευτικές μέσα από αναγνωστική καταβύθιση, χαράσσω νοερή ρότα  για πόρτα–για να μιλήσω στη γλώσσα σας- ξένα, στέκω περιτριγυρισμένη από άγνωστες φάτσες ναυτικών, στα αυτιά μου ήχοι κυμάτων, αντάρα θυελλών, και λιμανιών βουητά, κι όσο ψάχνω κι αναδύομαι από τον ρέοντα κόσμο, τόσο πληθαίνουν ερωτήματα αναπάντητα, λαβυρινθώδη.

Μέσα λοιπόν από αυτήν την ιδιότυπη προσέγγισή μου στη θάλασσα, που για εσάς είναι το δικό σας φυσικό περιβάλλον όπου έχετε δράσει και δώσει τη δική σας «ικμάδα του μυαλού και του κορμιού» -για να αντιγράψω τα λόγια του καπετάν-Τάσου-, θα μου επιτρέψετε να εκφράσω τον δικό μου ορισμό, πώς αντιλαμβάνομαι τη μνημειώδη, αμετάφραστη ως προς το βαθύ της νόημα, διαιώνια αναλλοίωτη, Ναυτοσύνη των Ελλήνων που αποτελεί τον κορμό του έργου σας όπου η κάθε πέννα την υμνεί με τον δικό της τρόπο, όπως την έχει βιώσει στο πετσί του ο συγγραφέας μέσα στο πλοίο.

Ναυτοσύνη: Είναι ο μυστικός, αυθύπαρκτος, θεμελιακός κι άγραφος κώδικας Ηθικής, Τιμής, Γνώσης κι Επικοινωνίας θάλασσας – Ελλήνων που υπάρχει στον εσωτερικό τους κόσμο[18] και εμπεριέχει μνήμες εμπειριών αρχαιότερων της (δικής μας) επίγειας ζωής.

Είναι δηλ. αρχέγονη ουσία, στοιχείο και στοιχειό, χαρακτηριστικό/ δύναμη/ ιδιότητα/ το μέγα μυστικό που κρύβεται στα κύτταρά των Ελλήνων, που ρέει στις φλέβες τους και ενεργοποιείται με το αντίκρισμα της θάλασσας.

≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Με καθηλώνει η προσφορά σας–δεν θα τολμήσω να χρησιμοποιήσω κανένα επίθετο προσδιοριστικό-, η προσφορά όλων των ναυτικών μας στη διαχρονική πορεία της Ελλάδας και του Ελληνισμού. (Κι εδώ το «ναυτικό» δεν το ξεχωρίζω σε εμπορικό και πολεμικό. Γιατί από την αρχή ήταν και τα δυο συνυφασμένα –εμπόριο και πόλεμος-). Δεν εξετάζω εάν έχουν κατανοήσει οι πολιτικοί, που είμαι βέβαιη πως στη ροή των χρόνων υπήρξαν κι αυτοί που αντιλήφθηκαν σε όλη την έκταση την προσφορά σας. Κρατήστε ότι η σημαία[19] μας έχει τα χρώματα της θάλασσας –καμμιά σημαία στον κόσμο δεν τα έχει, και για τον λόγο αυτό η Ναυτοσύνη δεν έχει την ίδια τυποποιημένη, λιτή κι αναιμική έννοια που θέλουν τα λεξικά της παγκοσμιότητας να δίνουν. Άρα, κρατά ύψιστη θέση στη σημαία της πατρίδας μας. Τι περισσότερο;

≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Το πλοίο, είτε μεταφέρει πετρέλαιο, ή αλουμίνα, ή ξυλεία, στάρι, μαγνήσιο, κάρβουνο, σιδηρομετάλλευμα, ζάχαρη, λιπάσματα, ή γενικό φορτίο, φορτηγό ή δεξαμενόπλοιο, ήταν –και είναι για όπου έχει εναπομείνει Ναυτοσύνη- το σπίτι του ναυτικού, όπως λέει ο cpt Διονύσης Μαγουλάς[20].

Στο υπό παρουσίαση έργο αναφέρονται αλήθειες: κατασκευασμένες /πλασματικές κρίσεις –από πολλούς εμπνευστές και με δέκτη τα ελληνικά πληρώματα- όπως αυτή των αρχών της δεκαετίας του ’80, αυθαιρεσίες πλοιοκτητών, εκμετάλλευση προσωπικού, ελλιπέστατη, επιδερμική κι ως εκ τούτου επικίνδυνη ναυτική εκπαίδευση,–δεν είναι τυχαίο που η ΕΕΕ και το Υπουργείο Ναυτιλίας σκοπίμως δεν αναβαθμίζουν τις Ακαδημίες-, ισχνή ναυτική παιδεία, εξωπραγματικές απαιτήσεις εταιρειών προς χάριν περισσότερου κέρδους, αλληλοσπαρασσόμενος συνδικαλισμός, απεργίες με αρνητικές εκβάσεις –όπως π.χ. αυτές που οδήγησαν στην απογύμνωση των επισκευαστικών ελληνικών βάσεων-, δόλια διαρπαγή των αποθεμάτων του ΝΑΤ, πειρατεία –εν προκειμένω του αφειδούς μόχθου των ναυτικών μας και της αξιοπρέπειας των γηρατειών τους[21].

Καταγράφονται παράπονα[22] με γλώσσα πολλές φορές ειρωνική κι ωμή: επίσημοι φορείς από τη μια επαινούν με … φιλοσοφισμούς τον ανώνυμο δημιουργό του Ελληνικού Ναυτιλιακού Θαύματος, και από την άλλη την πλημμυρίδα των λόγων τους ΔΕΝ την μετατρέπουν σε έργα. 

Παρουσιάζεται η ιστορική διαδρομή της ναυτοσύνης των Ελλήνων –από όταν την πειρατεία και το εμπόριο χώριζαν θολές γραμμές, μέχρι που ξεχώρισε η πολεμική τέχνη της θάλασσας από αυτήν του εμπορίου-, αλλά και μέχρι σήμερα που η Ναυτοσύνη τείνει να εξαφανιστεί. Υπάρχουν αναφορές για τη κομβική συλλογική σύμβαση του ’43 που άλλαξε άρδην τη θέση των ναυτικών, για την προσφορά του Ε.Ν. στον Β΄ΠΠ και τούς τότε νεκρούς[23] μας –για τους οποίους ο Σύλλογος έχει με σεβασμό εκδώσει[24] ήδη άλλο βιβλίο-[25].

Διάσπαρτη η ναυτική ορολογία. Είτε σε ιστορίες, είτε σε λοιπά δημοσιεύματα: λέξεις (μπίγα, ρέλια, τζιφάρι, κουβούσια, καμπούνι, καβίλια, στόκολο, λασκάρω, μποτσάρω, πρατιγάρω, μποσικάρω, μαϊτζέβελος, γεμιτζής, σκάπουλος), αλλά και εκφράσεις όπως «η θάλασσα ήταν χοντρή», «σενιάρει τα πεντένια», «καλύτερα μπουνάτσα και ματσακόνι»[26].

Σύντομα εισαγωγικά κείμενα, όλα υπογεγραμμένα από τον Βαγγέλη Μαρκέτο χωρίζουν τις επιμέρους ενότητες κι αρκετές φορές αναφέρονται σε πρόσωπα- φορείς ναυτοσύνης, όπως ο Βύρων Μιχαηλίδης, ο Διονύσης Μαγουλάς, ο Σταύρος Λιβανός – παραδοσιακός Έλληνας εφοπλιστής, μακράν των σημερινών επιχειρηματιών-εφοπλιστών, των παντελώς άπειρων των θαλασσινών ναυτικών βιωμάτων-, αλλά και όλοι οι συντελεστές του έργου που ωρίμασαν κι ανδρώθηκαν στα πέλαγα του κόσμου. 

Στις σελίδες αυτού του βιβλίου περιέχονται μαθήματα για τον σεβασμό στο περιβάλλον, για τους κανόνες ασφαλείας κατά την είσοδο σε κλειστούς χώρους πλοίων, ακόμη και κατάθεση ναυταπάτης –όπου το Ελληνικό Δαιμόνιο πιεζόμενο (ο Έλληνας ΜΟΝΟ όταν πιέζεται αποδίδει τα μέγιστα) από τις ανάγκες, ρισκάρει και δίνει τολμηρές λύσεις-[27].

Δοκίμια, χρονογραφήματα, άρθρα μεταφέρουν προβληματισμούς και απόψεις, όπως για την –υποτιθέμενη- έλλειψη πληρωμάτων[28], την ανασφάλεια της ναυσιπλοΐας[29], τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής ναυτιλίας,  τον αφελληνισμό στα ελληνόκτητα πλοία[30] -«λαμπρό» παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο συμβάν: ελληνόκτητο πλοίο που σήμερα τελεί υπό ομηρία στο Ιράν, έχει πλήρωμα 19 Φιλιππινέζους και 1 Έλληνα, κι αυτόν δόκιμο(!). Αυτό μας κάνει όλους να ΝΤΡΕΠΟΜΑΣΤΕ-[31]

Δεν λείπει η λογοτεχνία όπως του Ρήγα Καππάτου[32], του Τζώρτζη Μαράτου[33],  παρουσιάσεις βιβλίων[34], αναφορές στη λογιοσύνη του αείμνηστου φίλου Τηλέμαχου Μαράτου, αλλά και ποιήματα όπως των: Βάρναλη, Αλέκου Μοντεσάντου, Σωτήρη Λασκαράτου, Βασίλη Μηλόπουλου, Παναγή Αντωνόπουλου[35]. Διάσπαρτος ο Καββαδίας[36], ενώ λογοτεχνική πινελιά κοσμεί πολλά κείμενα των ναυτικών μας καθώς η θάλασσα εμπνέει, κρούει χορδές καρδιάς κι ενεργοποιεί σκιές μνήμης. 

Σελίδες ημερολογίου μηχανής[37] υπό τον τίτλο: «Κομμάτια και Θρύψαλα» του μαστρο-Σπύρου Τραυλού καλύπτουν όλο το Κεφ. «Η Ναυτοσύνη στο μηχανοστάσιο», με ταξίδια της δεκαετίας του ’90, γεμάτα με τη μοναξιά του ισότονου ήχου της μηχανής, όπου δεν ξεχωρίζεται η μέρα από τη νύχτα, γεμάτα όμως και με τη συντροφιά της ΕΡΑ με τη φωνή της Διαμαντένιας να φτάνει τη νοσταλγία πέρα από τα όρια τού… βρασμού.

Κυριαρχούν ανθρώπινα λάθη σε εκρήξεις ψυκτικού υγρού με σοβαρούς τραυματισμούς[38], σε προσαράξεις που επισείουν ποινές, σε ποικίλες αιτίες ναυαγίων[39]. Αναπάντητα ερωτήματα καταγράφονται στο ξεχωριστό Κεφ. «Η Ναυτοσύνη στις άτυχες στιγμές της» με το ‘Norman Atlantic’, το ‘Isabelita’, το ‘Oλυμπία’, το ‘Δύστος’, το ‘Σάμαινα’, τη σύγκρουση του container-ship της MAERSK με το ναρκαλευτικό του Π.Ν. ‘Καλλιστώ’ που αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα για το όταν βλέπεις πως οι κανονισμοί δεν θα έχουν αίσια κατάληξη «then fuck the rules» -και ο νοών νοείτο. Όμως για να επιτύχει ακόμη κι αυτό, χρειάζεται … Ναυτοσύνη!

Με άξονα τα ελαττώματα και τις αρετές του Έλληνα ξετυλίγονται 25 ιστορίες της θάλασσας από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου μέχρι το τέλος του 20ου αι. κι οι περισσότερες καλύπτουν το μεγαλύτερο σε έκταση Κεφ. αυτό της «Ναυτοσύνης στη γέφυρα».

Αναδύονται μικρότητες όπως:

– ρουφιανιές[40] στη μικρή κοινωνία του πλοίου,

– τρομακτική, ακόρεστη κι απάνθρωπη απληστία όχι μόνον από την πλευρά του εφοπλισμού, αλλά και των καπετάνιων[41] -όχι Κεφαλλήνων[42]– όταν δύτες σφουγγαριών δεν έβγαιναν στην επιφάνεια ζωντανοί εάν δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των ανωτέρων τους,

– αδικοπραγίες καπετάνιων όπως αναίτιες αποπομπές από το πλοίο ή διακοπές μισθοδοσίας, για να τα έχουν καλά με τους εφοπλιστές κι αυτοί με την οικονομική τους δύναμη να χειραγωγούν την Πολιτεία[43].

Δεσπόζουν όμως και μεγαλειώδεις στιγμές που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στις μνήμες αυτών που τις βίωσαν. Αξίες, συναισθήματα, ήθος:

– Η ευγενής άμιλλα ανάμεσα στο πλήρωμα «που καμάρωνε ο καθένας εάν τον έλεγαν μαγγιόρο»[44].

– Η ευθιξία όταν «η μεγαλύτερη βρισιά μέσα στο καράβι ήταν να σε αποκαλέσουν ‘άναυτο’[45].

– Η υπευθυνότητα, η αξιοπρέπεια και το φιλότιμο –άλλη μια σπουδαία μη μεταφράσιμη ελληνική λέξη –ως προς την πλήρη απόδοση της έννοιάς της- όταν ο cpt Κώστας αυτοκτόνησε στα 40 του μόλις κατάλαβε πως από δικό του λάθος το πλοίο κόλλησε στα ρηχά[46]

– Η αγάπη, η στοργή και το ένστικτο της μάνας για τον γιό που είχε πέσει σε τυφώνα. Κι αυτή, τις κρίσιμες ώρες, τον έβλεπε στα όνειρά της και του έγραψε για αυτά αναλυτικά[47].

– Ο σεβασμός της ζωής του πληρώματος πέρα από τις όποιες απειλές από φορτωτές, ναυλωτές, παραλήπτες, πλοιοκτήτες[48], αλλά και το φωτεινό παράδειγμα σεβασμού προς το πλήρωμα του αείμνηστου καπετάν-Μίμη Κουβιέλου[49].

– Η αλληλεγγύη που από μόνη της «κρατά» χωριστό Κεφ. («Η ναυτοσύνη της αλληλεγγύης»). Πέρα από όποιες διαφορές χωρίζουν τους λαούς, στους νόμους της θάλασσας κυριαρχεί συναίσθηση αμοιβαίων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, η αλληλοβοήθεια, η συναδελφικότητα. Ρωσικό πλοίο συναντά στη μέση του ωκεανού ελληνικό για να σώσει ελληνόπουλο που κινδύνευε, κι αλλού Ρωσίδα παιδίατρος σώζει το μωρό του Κεφαλλονίτη καπετάνιου[50]

Το ελληνικό δαιμόνιο βρήκε από αιώνες έδαφος στη θάλασσα και γιγάντωσε. Και μαζί με αυτό γιγάντωσε και η Ελληνική Ναυτιλία που έφθασε στην πρώτη θέση παγκοσμίως –αρχής γενομένης το διάστημα 1950-1990-. Δεν θα αναφερθώ στο «ελληνικό δαιμόνιο» των εφοπλιστών που οδηγούμενοι από την πλεονεξία, έχασαν από μόνοι τους την αίγλη τους, αυτή των καραβοκύρηδων -«εφοπλιστών-καραβόσκυλων»[51], όταν ήταν και ιδιοκτήτες και καπετάνιοι και τα τσούρμα τους ήταν συγγενείς, φίλοι, συντοπίτες, και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, έβριζαν τις ίδιες αόρατες δυνάμεις, τις ίδιες που στη θεομηνία επικαλούνταν, και εισέπρατταν τα ίδια μηνύματα από τη θάλασσα που επικοινωνούσε μαζί τους αδιάλειπτα.

Θα αναφερθώ στο ελληνικό δαιμόνιο των ναυτικών όλων των βαθμίδων. Με τρόπο «παπορίσιο», πρακτικό, κι όχι απόλυτα ορθόδοξο, επιστημονικό, έλυναν στον ναυτικό στίβο πολύπλοκα προβλήματα[52] όπως π.χ.:

– μέγιστης φόρτωσης –μη διαταραχθεί η ευστάθεια-[53],

– καθαρίσματος αμπαριού από σκουριές με … καραμπίνα –όταν δεν υπήρχαν ούτε κατάλληλα μέσα, κι ούτε καθόλου χρόνος-[54],

– μέτρησης – τη παρουσία ελεγκτών- φορτίου όπως ο Έλληνας αξιωματικός έκρινε κι υπολόγιζε[55],

– ‘παιγνιδιών’ με την ταχύτητα και τα καύσιμα με επιτυχή αντιμετώπιση[56],  

– πλοήγησης, όταν δεν λειτουργούσαν τα όργανα ναυσιπλοΐας, τους χάρτες του Αγγλικού Ναυαρχείου, με οδηγό τα άστρα –ακόμη και τις άναστρες νύχτες-, τον ήλιο –ακόμη κι αν βρισκόταν πίσω από βαριά σύννεφα-[57],

– «σενιαρίσματος» όλων των τύπων των σχοινιών -όπως ο  ικανότατος μάστοράς τους ο Σπύρος ο ναύτης με την «κληρονομημένη ναυτοσύνη», παρόλο που ήταν «εμφανισιακά αδικημένος, κακάσχημος μαυριδερός, κι εντελώς αδύναμος» [58],

– ξεκολλήματος από τα ρηχά όπως του ‘Δάφνη’ στο Αργοστόλι τέλη δεκαετίας του ’50 με … συρματόσχοινο περασμένο από κάτω από την καρίνα όταν τα ρυμουλκά του Τσαβλήρη δεν μπορούσαν επί 3 ημέρες να το κατορθώσουν. Η Ναυτοσύνη το πέτυχε με 3 κινήσεις[59],

– σηκώματος πανιών με … ανύπαρκτα πανιά -μουσαμάδες αμπαριών εκτελούν χρέη πανιών[60],

γεγονότα όλα τα παραπάνω που απαιτούν Ευφυία, Αφοσίωση[61], Μεράκι, Ψυχή, Σύνθεση, Ναυτοσύνη. Ας μην ξεχνάμε πως ο Έλληνας μπορεί και συνθέτει, κάτι που δεν μπορούν όλοι να κάνουν, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται περίεργο[62].

Το Ελληνικό Δαιμόνιο είναι η βασικότατη συνιστώσα της αποκορύφωσης της ελληνικής ναυτιλίας. Τόσο αυτό, όσο και το ρίσκο[63] και η υπευθυνότητα[64] από την πλευρά πληρώματος, και πλοιοκτητών[65], οι πρακτικές και επινοήσεις των Ελλήνων πλοιάρχων, η αγάπη των ναυτικών για το ίδιο το καράβι που θεωρείται «προέκταση του εαυτού τους[66]», όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα υμνούνται από διαφορετικές πέννες και σκοπιές μέσα στο βιβλίο[67].

Σήμερα που οι θαλάσσιες μεταφορές δυσχεραίνονται λόγω πολέμων και ξηρασιών, κι αλλάζουν οι ρότες λόγω της τήξης των πάγων, έχει σημειωθεί τομή στη ναυσιπλοΐα και στη ναυτιλία, και η Ναυτοσύνη σταδιακά περιθωριοποιείται. Για αυτήν την οδυνηρή κι ολέθρια βεβαιότητα ευθύνονται κυρίως:

– Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας που έχει δημιουργήσει μια αχαρτογράφητη, επικίνδυνη και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενη κατηγορία μη σκεπτόμενων ατόμων μειωμένης νοητικής ικανότητας.

– Η πολιτική των ναυτιλιακών εταιρειών που έχουν πλέον εισαχθεί στα χρηματιστήρια.

– Η Ναυπηγική  που κατασκευάζει –πλοία-νησιά, με ελάχιστο πλήρωμα άρτια εκπαιδευμένο ΜΟΝΟ στην ηλεκτρονική διακυβέρνησή τους.

– Η Εκπαίδευση σε συστήματα ηλεκτρονικά που βρίσκεται μακράν των πρακτικών γνώσεων -ναυσιπλοΐας εν προκειμένω- οι οποίες όξυναν τον νου και οδήγησαν στο Ελληνικό Ναυτιλιακό Θαύμα.

«Για σένα κλαίω, τέχνη των πάντων, Ναυτοσύνη[68]»

Για αυτήν την απώλεια της ναυτοσύνης και την μετατροπή  του βαρκάρη σε εφοπλιστή μιλά εντυπωσιακά αληθινά, το έμμετρο και συμπαγές ποίημα του Βασίλη Μηλόπουλου[69] που με αυτό, θα μπορούσε να κλείνει το βιβλίο. Πώς ο βαρκάρης, ο καραβοκύρης, ο καπετάνιος, γίνεται εφοπλιστής. Και πώς η ευρηματικότητα, η τόλμη και οι πρακτικές της ναυτοσύνης, αντικατοπτρίζονται πλέον στο χρηματιστήριο όπου παίζονται άνθρωποι – φορτία – πλοία μαζί, σαν ένα κιλό φασόλια, ισοπεδώνοντας την έννοια της Ναυτοσύνης.

«Νησιώτες δυο ξεκίνησαν / μ’ένα μόνο μεράκι/ να πάρουνε βαρκάκι.

Άντε και βάρκα πήρανε. / Μα τώρα θέλουν σκούνα / με γάντι και με γούνα.

Άντε και σκούνα πήρανε. / Μα τώρα θέλουν μπάρκο με πούρο και με φράκο.

Άντε και μπάρκο πήρανε. / Μα τώρα θέλουν στόλο / καμώματα στο μόλο.

Άντε και στόλο κάμανε. / Πέρασε το μεράκι. / Μα χάσαν το βαρκάκι».

Όμως, απαντώ με το σιβυλλικό δίστιχο:

«…Θα ξαναγυρίσουν οι θεοί που γι’ αυτούς δάκρυα χύνεις πάντα.

Ο χρόνος θα επαναφέρει την τάξη των παλαιών ημερών…»[70].

Ευρυδίκη Λειβαδά Ντούκα

Αργοστόλι 13/1/2024

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12/1/2024 #ODUSSEIA #ODYSSEIA


[1] Η ανεύρεσή του και μάλιστα σε στρώματα της 10ης χιλιετίας π.Χ. αξιολογείται συχνά ως ένδειξη για την ύπαρξη ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο κατ’ αυτήν την τόσο πρώιμη εποχή. Βλ. Γιαννόπουλος Θεόδωρος, Πόθεν και πότε οι Έλληνες, Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014, σ. 67.

[2] Για το DNA των Ελλήνων βλ. τη μελέτη του Ομ. Καθηγητή Γενετικής και Γενετικής του Ανθρώπου, του ΑΠΘ Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη, Η γενετική καταγωγή των Ελλήνων, εκδόσεις Κυριακίδη, 2016. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα στοιχεία στο έργο αυτό είναι και οι θαλάσσιες μετακινήσεις από την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο, πιθανόν με πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, πριν από 35.000 χρόνια.

[3] Χρονολογείται περίπου στην αρχή του 17ου αιώνα π.Χ.

[4] Έχουν διασωθεί αποσπάσματα.

[5] Ως έχει ταξινομηθεί η ύλη / γράφουν οι:  Βύρων Λυκιαρδόπουλος, Φίλιππος Δρακονταειδής, Γιώργος Γεωργίου (οι οποίοι υπογράφουν τα εισαγωγικά κείμενα).

Βύρωνας Μιχαηλίδης, Διονύσης Μαγουλάς, Τζώρτζης Μαράτος, Δ. Κοσμετάτος, Διονύσης Λυκιαρδόπουλος, Γιώργος Πογκόης. (Αυτοί καλύπτουν το υποκεφάλαιο: Η Ναυτοσύνη στη Γέφυρα και ο Δ. Λυκιαρδόπουλος και: Την Ναυτοσύνη της Αλληλεγγύης).

Σπύρος Τραυλός (καλύπτει το: Η Ναυτοσύνη στο μηχανοστάσιο).

Μάκης Τραυλός και Βαγγέλης Κατσάνης (γράφουν στο: Η Ναυτοσύνη στον Ασύρματο).

Ρήγας Καππάτος, Γαβριήλ Παναγιωσούλης (υπογράφουν: Τη Ναυτοσύνη στην ενδιαίτηση). 

«Στις άτυχες στιγμές της Ναυτοσύνης» υπάρχουν ποιήματα του Αλέξανδρου Μοντεσάντου και του Σωτήρη Λασκαράτου, ενώ κείμενα φέρουν τα ονόματα του Αριστείδη Πετρόπουλου, και Γεώργιου Πογκόη.

Στο «Η Ναυτοσύνη που χάνεται» εκτός από τα συνοδευτικά κείμενα βρίσκουμε και ποίημα του Παναγή Αντωνόπουλου. 

Τιμητικά υπάρχουν ειδικά αφιερώματα στον Τηλέμαχο Μαράτο και στον Μίμη Κουβιέλο, ενώ αναμνήσεις του Κρητικού Στέλιου Φραντζεσκάκη με συμπατριώτη του πρωταγωνιστή τον Κυριάκο Βασιλομανωλάκη κοσμούν: «την Ναυτοσύνη της Αλληλεγγύης».

[6] Ναυτοσύνη στην Wikipedia είναι η ιδιότητα ενός ναύτη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με ό,τι θεωρείται σωστό και ασφαλές.

[7] Seamanship = skill/practiced ability in managing a ship or a boat. Seaman & ship / sea-: πρόθημα, prefix/, seaman/ και το επίθημα, suffix, η γνωστή παραγωγική κατάληξη -ship κι έχει τις έννοιες: ποιότητα, κατάσταση/ πράξη, δύναμη, ικανότητα/ γραφείο, θέση/ σχέση μεταξύ –Quality/ condition/ act, power, skill/ office, position/ relation between. Θα μπορούσε το επίθημα να έχει κι αυτή του «πλοίου» (ship) απλώς, γεγονός το οποίο δεν συνάδει με τους γραμματικούς κανόνες.

[8] Καλύτερα αποδίδεται με το: κουμάντο / κουμαντάρω.

[9] Nautics= η τέχνη της ναυσιπλοΐας (βλ. λεξικό Κωνσταντινίδη, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα.

Nautical = of or concerning sailors, or navigation (βλ. Oxford English Reference dictionary, 2nd Edition, 1996

Και στην Λατινική nauta = ναύτης εκ του navita (Οράτιος, Ωδές 1.1.) / navigator-oris = ναύτης. Navis = πλοίο (εκ του ελληνικού ναυς) και navigo = πλέω (βλ. Λεξικό Λατινικής Ευστράτιου Τσακαλώτου).

[10] «Δεν γίνεται υπό πάντων δεκτή» (κατά Ι. Σταματάκο –βλ. αντίστοιχο λήμμα –ναυς- στο Λεξικό του) η παραγωγή της λέξης Ναυς από το Νάω = ρέω, τρέχω. Αναφέρω και το Ναίω = κατοικώ, κατοικώ εις νήσον. Ναετήρ και Ναέτης = ένοικος, κάτοικος/ με συναίρεση – ναύτης (βλ. τα λεξικά που ακολουθούν της υποσημείωσης).

[11] Κοφινιώτη, Πανταζίδη. 

[12] Liddell-Scott, Σταματάκου, Δημητράκου.

[13] Καζάζη – Καραναστάση. Με τον ίδιο ορισμό απαντά το ουσιαστικό: η ναυτική = ικανότητα, επιτηδειότητα σχετικά με τη ναυτιλία –απαντά στην Άννα Κομνηνή-.

[14] Βοσταντζόγλου.

[15] Λέει ο Π. Πρεβελάκης: Πρόκοψε στη ναυτοσύνη.

[16] Ναυτοσύνη: ουσιαστικό που παράγεται από ουσιαστικό (βλ. Γραμματική Αχ. Τζαρτζάνου).

Με την κατάληξη –οσύνη παράγονται εκ κυρίων ή προσηγορικών ονομάτων ουσιαστικά σημαίνοντα:

  • την ασχολία περί το έργον εκείνων τους οποίους δηλοί το πρωτότυπο π.χ. αδελφός, αδελφοσύνη
  • το σύνολο των ανηκόντων σε έθνος ή θεωρία θρησκευτική, αίρεση, γλωσσική θεωρία π.χ. χριστιανός, χριστιανοσύνη

[17] Βλ. Σταματάκου Ιωάννη, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης.

[18] Ο Jung ορίζει το συλλογικό ασυνείδητο ως την περιοχή της ψυχής που είναι απείρως αρχαιότερη από την προσωπική ζωή του ατόμου. Σύμφωνα με αυτόν, το συλλογικό ασυνείδητο αφορά στην πνευματική κληρονομιά της εξέλιξης της ανθρωπότητας η οποία βρίσκεται αναγεννημένη στην δομή του εγκεφάλου κάθε ατόμου. Πρόκειται για την περιοχή του αγνώστου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, μια περιοχή του ασυνείδητου όπου υπάρχουν μνήμες βιωμάτων παρασάγγας αρχαιότερες από τη σύντομη επίγεια ζωή, οι οποίες συχνά φανερώνονται μέσω συμβόλων ή μέσω των μύθων των διαφόρων εθνών. Βλ. Μουρατίδου Αγγελική, Οδυσσέας, Ο ταξιδευτής της ζωής, Εκδόσεις Ιάμβλιχος, -Οι μυστικοί δρόμοι του ασυνείδητου-, σ. 240. 

[19] Ουρανός και θάλασσα / θάλασσα και κύματα: κυανό και λευκό, ανάμεσά τους ο ορίζοντας των Ελλήνων, αυτός ο ανοιχτός που τους πλάνεψε, τους κάλεσε και τους καλεί διαχρονικά να τον ανακαλύψουν.

[20] 95.

[21] 52, 55, 81, 98, 101, 104, 149, 153, 175, 232, 235-238, 240, 242-246, 250, 252.

[22] 51, 52, 54, 56, 57, 134. 

[23] 34.

[24] Το “μερτικό” της Κεφαλονιάς, Αργοστόλι 2020.

[25] Π.χ. στις σ.: 33, 34, 46-53, 54, 25, 95, 148-150, 231, 235, 239.

[26] Π.χ. στις σ.: 82-85, 92, 98, 99, 103, 112, 129, 131, 168, 172, 187, 239.

[27] 64, 136.

[28] 245.

[29] 242.

[30] 231.

[31] 253.

[32] 193.

[33] 128.

[34] 26.

[35] 12, 25, 209, 210, 230.

[36] 169.

[37] 156-164.

[38] 204.

[39] 211, 215, 216, 219, 223, 225.

[40] 144.

[41] 148-149.

[42] 150.

[43] 149.

[44] 58.

[45] 57.

[46] 211-213.

[47] 120 όπου ο cpt Διονύσης Μαγουλάς μετά από αίσια κατάληξη αφού έπεσαν σε τυφώνα στις Βερμούδες, έλαβε γράμμα από την μητέρα του που του έλεγε πως για δυο ημέρες –την περίοδο των ημερών του τυφώνα- τον έβλεπε στον ύπνο της συνεχώς με «κάτασπρα μακριά γένια και μαλλιά».

[48] 139-140.

[49] 191.

[50] 199, 200. «Ο ήλιος έγερνε στη Δύση όταν τα δυο πλοία, δυο μικρόκοσμοι που συναντήθηκαν για λίγες ώρες στην απεραντοσύνη του Ατλαντικού, χώριζαν.

Για μια ακόμη φορά οι ναυτικοί είχαν τηρήσει τον άγραφο νόμο της αλληλεγγύης στη θάλασσα. Έναν νόμο που δεν γνωρίζει σύνορα, θρησκείες, πολιτεύματα και διαφορές.

Τα δυο πλοία σφύριξαν παρατεταμένα. Οι μηχανές ξανάρχισαν το αγκομαχητό τους και οι δυο πλοίαρχοι έδωσαν τη νέα πορεία στον τιμονιέρη τους. Πορεία Georgia. Πορεία Cuba».

[51] 249.

[52] 64-65.

[53] 130.

[54] 82.

[55] 51, 55.

[56] 55.

[57] 142, 171, 173, 174, 211, 230 («… Έτσι και συ, άχρηστο εξάντα/ στολίδι έβαλες σε μια γωνιά» λέει ο ποιητής της «Ναυτοσύνης» Παναγής Αντωνόπουλος).

[58] 172.

[59] 140.

[60] 147.

[61] Τον θάνατο του Κέννεντυ τον … αντιλήφθηκε αφού έδωσε λύση στο πρόβλημα της φόρτωσης, σ. 128.

[62] Πλέον υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που τεκμηριώνουν τις διαφορές των λαών μέσω του DNA που τούς χαρακτηρίζει Βλ. σ. 54 και στο βιβλίο. Βλ. και υποσημ. 3 ανωτέρω. 

[63] 96.

[64] Βλ. την ιστορία σ. 92. Σ. 125.

[65] 51.

[66] 49.

[67] 96-97.

[68] 230, ποίημα του Π. Αντωνόπουλου.

[69] 25.

[70] Από το ποίημα Delfica, του Gerard de Nerval: “Ils reviendront ces Dieux que tu pleures toujours!

Le temps va ramener l’ordre des anciens jours”;