Χαραλαμπία Καρούσου Τσελέντη: Ο ναυαγός των Χριστουγέννων

Ξημέρωμα παραμονής Χριστουγέννων, αρχή του δωδεκαημέρου. Όλη η φύση   είναι στολισμένη στα λευκά. Το χιόνι, έχει  καλύψει τις στέγες των σπιτιών, τους δρόμους, ολάκερη την κοινωνία. Στο βορειότερο τμήμα του νησιού, σχεδόν ξεχασμένο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, βρίσκεται ένα μικρό χωριό. Τα μετρημένα στα δάκτυλα σπίτια του είναι παραταγμένα πλάι- πλάι, μπροστά στο λιμάνι με τις  σκιές να πλέκουν παράξενες μορφές στο χειμωνιάτικο τοπίο.

Σε ένα στενό ισόγειο με δυο κάμαρες, κρυμμένο πίσω από το λιμάνι, μένει η οικογένεια του  γέρο- Ηροδότου. Αλλά αλήθεια, ποια οικογένεια; Τα παιδιά του, ένας γιος και μια κόρη εγκατέλειψαν τους γονείς τους αλλά και τα δικά τους παιδία. Τα εγγόνια, τα «ορφανά» μεγάλωσαν με τον παππού και την γιαγιά. Ο γέρος, παλιός ναυτικός μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας στη θάλασσας, επέστρεψε στη πατρίδα του για να ζήσει τα όσα χρόνια του απέμεναν. Η διαλυμένη του οικογένεια τον έκανε ξανά πατέρα των εγγονών του. Η γριά σύζυγος του, η κυρά Ρήνη, φρόντιζε και εκείνη για τα ορφανά.

 Η Κατερίνα, η κόρη του γέρου, καλλονή απ’ τις λίγες του τόπου με ριζοσπαστικό πνεύμα, παντρεύτηκε έναν ξενοχωρίτη και από την επομένη του γάμου της δεν ξαναπάτησε στο χωριό. Πήγε με τον άνδρα της στην Αθήνα. Νόμιζε ότι κέρδισε την ελευθερία της η δυστυχής. Ύστερα από τρία χρόνια, ο σύζυγος απεβίωσε από λοιμώδη νόσο και την άφησε χήρα με ένα μικρό κοριτσάκι. Η νέα, χωρίς δεύτερη σκέψη με όσα χρήματα είχε, πήρε το πρώτο καράβι από την Πάτρα και επισκέφτηκε το ατυχές υποστατικό των γονέων της. Είπε ότι επέστρεψε για να μεγαλώσει η μικρή με την οικογένεια της. Οι γονείς χάρηκαν για την επιστροφή αλλά η χαρά αυτή μετατράπηκε σε μεγάλη έκπληξη, όταν το επόμενο πρωί ξύπνησαν από το κλάμα του μωρού που ζητούσε τη μητέρα του. Ο γέρο Ηρόδοτος τότε διαπίστωσε ότι η κόρη του είχε φύγει από το σπίτι. Μετά από μια εβδομάδα αναζήτησης μάθανε από γνωστό πως μπάρκαρε για την  Αμερική. Όσο για την τύχη του μικρού κοριτσιού: «ήταν σε καλά χέρια». Πέρασαν δέκα χρόνια. Η μικρή είχε για μητέρα πλέον την κυρά Ρήνη. Ένα πρωινό,  η Κατερίνα εμφανίστηκε πάλι στο χωριό. Αναζητούσε την κόρη της. Η μικρή ενώ στην αρχή δεν την αναγνώρισε, θες από μητρικό ένστικτο θες από τα όσα της έταξε, την ακολούθησε πίσω στην Αμερική όπου έμενε με τον νέο της σύντροφο. Ο γέρος και η γριά έχασαν έτσι και κόρη και εγγονή.

Δεύτερος ο Γρηγόρης, το στερνοπούλι, από μικρός ήταν το πιο άτακτο και ανυπάκουο παιδί. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο, με κάθε σκανταλιά, να εξαφανίσει το χωριό και εάν ήταν δυνατόν όλο το νησί από το χάρτη, μιμούμενος τον ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος[1]. Ευτυχές ήταν το γεγονός, ότι το κάθε του τόλμημα, γίνονταν αντιληπτό έγκαιρα από τους δασκάλους και τους γονείς του και συνοδεύονταν από επιπλήξεις και τιμωρίες. Οι παρακλήσεις του γέρου Ηροδότου και τα δάκρυα της μητέρας στους δασκάλους, οι απειλές και οι επιπλήξεις στον ίδιον, ήταν αυτά που έδωσαν στον Γρηγόρη το απολυτήριο του γυμνασίου. Αφού πήρε το απολυτήριο, επειδή καμία εργασία δεν ήταν αντάξια των απαιτήσεων του όπως έλεγε, αρκέστηκε στην απόλαυση που δίνει το ποτό. Όλη τη μέρα έτρεχε στον γιαλό για την ευχαρίστηση του και μετά στον καφενέ. Οι μετρημένες δεκάρες που έβγαζε από την δουλειά του ως μούτσος όταν αποφάσιζε να μπαρκάρει, ποτέ δεν ήταν αρκετές για να ξεχρεώσει τον κάπηλο. Η αλήθεια είναι, όμως ότι αυτός ο καρπός  αν και έπεσε μετά λίθων, βλάστησε, και έτσι ο Γρηγόρης νυμφεύθηκε μια φτωχή κοπέλα από το διπλανό χωριό, από έρωτα, χωρίς προίκα, χωρίς άσπρα, χωρίς μοίρα. Ήταν ευτυχισμένοι τα πρώτα δύο έτη. Ο Γρηγόρης είχε μπαρκάρει με ξένο καράβι και επέστρεψε με τρεις χρυσές λίρες, ενώ η Ματούλα, έτσι την έλεγαν, είχε μόλις γεννήσει τα δίδυμα μετά το πρώτο παιδί. Έμεναν όλοι στο σπίτι του γέρου και της γριάς. Η ευτυχία τους όμως, δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Η καρδιά της Ματούλας ήταν αδύναμη και μια ασθένεια την καθήλωσε στο στρώμα. Στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας είπαν ότι τα πνευμόνια της είχαν μολυνθεί. Ήθελε ξεκούραση και αγωγή. Η κατάσταση κάθε μέρα χειροτέρευε. Επέστρεψε στο χωριό, φάντασμα του εαυτού της. Ο σιορ Πίπης[2], ο γιατρός, της έγραφε αλοιφές και μαντζούνια. Κανένα δεν βοήθησε. Η κοπέλα, σιγά σιγά έσβηνε, και όταν και η τελευταία λαμπάδα κάηκε υπό τους ήχους “μετά των Αγίων”, βρήκε επιτέλους την γαλήνη στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Γρηγόρης βυθίστηκε ξανά στο ποτό. Κανένα ενδιαφέρον για τα παιδιά. Ο γέρος και η γριά τα φρόντιζαν. Τα δε τρία ορφανά, έψαχναν να καταλάβουν ποιος ήταν αυτός ο Αβραάμ που είχε περισσότερο ανάγκη την μητέρα τους από ότι αυτά και την πήρε κοντά του.

Ο γέρος και η γριά, είχαν μεγάλη στενοχώρια, για τα δύσμοιρα ορφανά. Τα χέρια τους είχαν ροζιάσει από τις δουλειές και τα θελήματα που έκαναν παρόλη την ηλικία τους στα γύρω σπίτια για να τα μεγαλώσουν, να έχουν ένα φαγητό και ένα ρούχο να σκεπαστούν. Τα μάτια, είχαν ντραπεί σε κάθε βλέμμα παράκλησης για να εξοικονομήσουν το ψωμί της ημέρας.Τα παιδιά είχαν φτάσει σε εφηβική ηλικία και άρχιζαν να βλέπουν ότι ο κόσμος τους ήταν μικρός, μίζερος, φτωχός. Σε τι έφταιξαν όμως αν έτυχε να γεννηθούν σε εκείνον τον τόπο; Χωρίς στήριξη, χωρίς μοίρα; Σε τι έφταιξαν αν αναγκάστηκαν να συντροφεύουν τα στοιχεία της φύσης που ξετρύπωναν από κάθε γωνιά το χειμώνα, στη κρύα κάμαρή τους;

 Σε ένα τόσο μαγευτικό τοπίο, όπως εκείνο το χωριό, τα ορφανά αλλά και κάθε δυστυχισμένος, δεν έχουν ελπίδα. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι παγωμένες.  Η συκοφαντία, το  ψέμα και η αδικία έχουν διώξει την ευτυχία και την αρετή από τις καρδιές. Το πάθος, να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους έχει νικήσει κάθε ευγενές αίσθημα. Έχει γίνει η σκέψη με την οποία ξυπνούν και πλαγιάζουν. Και κανένας, δεν μπορεί να δει, να καταλάβει, ότι κάθε μέρα, γίνεται όλο και πιο πολύ θυμωμένος, ζηλόφθονος, εγωιστής. Τα παιδιά, είναι ανυπάκουα, οι γονείς φθονούν τους γείτονες, οι γείτονες μισούν τα δικά τους παιδιά. Κανένας σχεδόν, δεν γνωρίζει πως αυτή η  μάστιγα, αυτή η κακία, ξεκίνησε και απλώθηκε στο χωριό και έγινε η μόνη έγνοια, η «περηφάνεια» τους. Και έρχονταν πάλι Χριστούγεννα.

Ποια ήταν όμως αυτή η μάστιγα, αυτή η κυρίαρχη δυστυχία, που είχε απλωθεί σε όλο το χωριό; Λέγονταν φθόνος. Φθόνος για τον συνάνθρωπο, ζήλια. Ο εγωισμός γεννούσε τη ζήλια και αυτή το ψέμα, τη συκοφαντία, τη κλοπή, την αδικία, το μίσος και τελικά, τον φθόνο. Κανένας δεν μπορούσε να γλυτώσει από τα τόσα κακά. Ο πιο αθώος άνθρωπος που έμελλε να μείνει σε εκείνον τον τόπο κυριεύονταν ακουσίως από την κακία των ανθρώπων.

Το χιόνι, τη χρονιά εκείνη, είχε καλύψει και την τελευταία στέγη, και την τελευταία κορυφή του βουνού. Ο βοριάς δεν άφηνε κανέναν να ξεμυτήσει. Το σχολείο, είχε κλείσει από τις είκοσι του Δεκέμβρη. Ο διευθυντής και οι δάσκαλοι πήγαν να γιορτάσουν στη πρωτεύουσα του νησιού, μακριά από τους «ξορκισμένους διαόλους και ανεπρόκοπους» όπως τους αποκαλούσαν, μαθητές τους. Ο πρόεδρος και ο πάρεδρος του χωριού από την άλλη,  είχαν φύγει αξημέρωτα για την πόλη, για την αγρυπνία εν παραλλήλω με τις κραιπάλες τους. «Κοινωνικές υποχρεώσεις» έλεγαν. «Θάμαστε πίσω την Πρωτοχρονιά». Έτσι είχαν τα πράγματα. Χριστούγεννα πάρεδρο, χωρίς παππά.

Από το πρωί της παραμονής, ο μοναδικός φούρνος του χωριού  είχε βγάλει τις κουλούρες και τα χριστόψωμα. Τα σπίτια στολισμένα, τα τρία μεγάλα κούτσουρα έτοιμα περίμεναν στο τζάκι. Στη Κεφαλονιά, το ιερό ζύμωμα του δωδεκαημέρου, η κουλούρα, είναι ένα αρχαίο έθιμο που γινόταν στα σπίτια την παραμονή των Χριστουγέννων. Η κουλούρα, είναι ένα μεγάλο στρογγυλό γιορτινό ψωμί με την αγία σφράϊση[3] στη μέση και μέσα της ένα χρυσό νόμισμα. Το βράδυ της παραμονής, ο πατέρας της οικογένειας ανάβει τρία μεγάλα κούτσουρα: ένα από αμπέλι και από ελιά για τη σοδειά , και ένα από σκίνο για τα δαιμονικά. Όλα τα μέλη της οικογένειας πιάνουν την κουλούρα από ένα σημείο και την κρατούν πάνω από την φωτιά ή την εστία, που στα αρχαία χρόνια ήταν στο κέντρο του σπιτιού. Ο πατέρας, σταυρώνει και όλοι μαζί ψέλνουν τους ύμνους της εορτής.  Στη συνέχεια τραβάει ο καθένας το κομμάτι του, και σε αυτόν που θα τύχει το φλουρί είναι ο ευλογημένος και τυχερός της χρόνια. Η κουλούρα, τρώγεται όλο το δωδεκαήμερο και δεν είναι το χριστόψωμο που ζυμώνεται διαφορετικά σαν μαντολίνο με δύο λαβές, με σταυρό ή Χ και σχέδια που μοιάζουν με τα πόδια του Θείου βρέφους. Με τέτοια αγιασμένα έθιμα ετοιμάζονταν το νησί από το πρωί της παραμονής. Και στο χωριό αυτό, τα ίδια έθιμα γίνονταν αλλά χωρίς την αγάπη, τον σεβασμό και τις αρετές να τα συνοδεύουν.

Ο Βασίλης, ο μεγαλύτερος από τα εγγόνια, είκοσι χρόνων, ψηλός με αραιό ξανθό γενάκι και με μικρά περίεργα μάτια, άνοιξε απότομα τη πόρτα αφήνοντας όλο το κρύο να τρυπώσει ανενόχλητο στη κάμαρη. Έσταζε ολόκληρος χιόνι και θάλασσα. Ο γέρος και η γριά κάθονταν μπροστά στη φωτιά για να ζεσταθούν. Ο Βασίλης φώναξε:

– Έρωντα, έρωντα !

Έτσι αποκαλούσε τον παππού του. Είχε κρατήσει μόνο την πρώτη συλλαβή του ονόματος του μετατρέποντας το ήτα σε έψιλον και προσθέτοντας το γέρος σε κατάληξη, γιατί ο δύστυχος ποτέ δεν είχε νιώσει αληθινά ότι ο γέρος ήταν ο παππούς του και όχι ο πατέρας του και έτσι,  ιδιόρρυθμα τον προσφωνούσε, «γέρο μου».

– Έρωντα ξαναφώναξε σαν να αισθάνονταν ότι δεν ακούγεται. Κάτω στον κόλπο του Αγίου Ανδρέα, πάνω στο κύμα, ξεβράστηκε άνθρωπος, ναυαγός. Έλα να πάμε στον καφενέ που τον ζεσταίνουν να δούμε. Ο γέρος Ηρόδοτος σηκώθηκε από το ξύλινο σκαμπό και κοίταγε με απορία τον εγγονό του.

– Αχ παιδί μου αναστέναξε, σάμπως γλυτώσαμε από τις σκοτούρες;

– Έλα σου λέγω, φώναξε πιο δυνατά τώρα ο Βασίλης, ο ναυαγός είναι γυναίκα.

Ο γέρος σήκωσε αργά τα μάτια του και έριξε το βλέμμα στη γριά που να μαζέψει το χιόνι που είχε λιώσει και έσταζε από το πανωφόρι του εγγονού της. Η κυρά Ρήνη, είχε πάρει ένα χοντρό πανί και παρ’ όλη την ηλικία της , είχε σκύψει γογγύζοντας να μαζέψει τη μικρή λίμνη που είχε δημιουργηθεί στο ξύλινο πάτωμα.  Κοίταξε τον σύζυγό της.

– Άλλος ένας δυστυχισμένος , είπε. Δεν καθόταν να τον τυλίξει το κύμα παρά εδώ βρήκε να ξεβραστεί; Σε αυτόν τον τόπο; Άστον στην μοίρα του. Σήμερα θα τον σκεπάσουμε αύριο θα μπεκροπίνει τσι ρούγες[4] με τον προκομμένο τον γιο σου. Αχ γόγγυξε, καλώς τα δεχτήκαμε λοιπόν. Πλούσιοι και πένητες ευφρανθείτε. Η τράπεζα στρώθηκε και ο λαός ας χορτάσει. Η ηθική και η αρετή είναι καλά φυλαγμένες στο υπόγειου του παρέδρου μας. Δεν πρόκειται να βγουν έξω με τέτοιο χιόνια!

– Μα νονά μου σου λέω είναι γυναίκα , νέα γυναίκα, επανέλαβε χωρίς να πάρει ανάσα ο Βασίλης. Ο νέος, μέσα στην έξαψή του, χωρίς και ο ίδιος να το καταλλλάβει, βγήκε χωρίς να πει τίποτα περισσότερο και έγινε ένα σώμα με το λευκό τοπίο.

 Από το διπλανό δωμάτιο, οι δύο μικρότεροι εγγονοί, ο Κωνσταντής και ο Διονύσης άκουσαν την συνομιλία και βγήκαν να δουν τι συνέβη παρά την μεγάλη τους κούραση. Είχαν επιστρέψει από τη βραδινή ψαριά. Ήταν και οι δύο ψηλοί, γεροδεμένοι, και έτρεφαν αμέριστο σεβασμό και λατρεία για τον παππού και την γιαγιά. Ήταν οι μόνοι εργαζόμενοι. Οι μόνοι που έσωζαν από βέβαιο ναυάγιο αυτή τη καραβοτσακισμένη βρατσέρα που είχαν για οικογένεια, με τις λίγες δεκάδες που έφερναν ή με τα πεσκέσια που τους φίλευαν. Ο Βασίλης είχε μόλις επιστρέψει από το στρατό αλλά δεν αποφάσιζε να μπαρκάρει. Τα δύο παιδιά είχαν φύγει την προηγούμενη από το σπίτι και απόρησαν , γιατί ο καιρός ήταν καλός, δεν φυσούσε και η θάλασσα ήταν ήρεμη .Ο Κωνσταντής, κοιτάζοντας μια το Βασίλη μία τη φωτιά που ήτα έτοιμη να σβήσει, ρώτησε με περιέργεια:

– Αλήθεια παππού έπεσε έξω καμμιά σκούνα; Είχε γυρίσει το φεγγάρι εχθές αλλά καιρό δεν έφερε από τα δυτικά. Να άλλαξε τόσο γρήγορα ο καιρός άραγε;

– Αφήστε τα αυτά παιδιά μου και πηγαίνετε στη ψάθα σας να  αποκάμετε, τους συμπόνησε η γριά.

– Μα νονά μου , ο Βασίλης πήγε στον καφενέ και το χιόνι θα ξαναρχίσει, να πάμε να τον φέρουμε ;

– Τώρα μάλιστα. Να φέρουμε τους προκομένους με τα μουσαφιρλίκια, να βάλουμε και τις κότες στο σπίτι να τους δώσουμε την κάμαρη για ύπνο. Εδώ να καθίσετε και ας κάνει ότι θέλει ο Βασίλης. Αύριο, πρόσθεσε ασθμαίνοντας είναι Χριστούγεννα. Την κλείσανε που την κλείσανε την εκκλησία γιατί το Παππά Γεράσιμος γέρασε και θα πάγει στη Μητρόπολη, μην προκαλέσουμε τους καλικάντζαρους που σήμερα θα ανέβουν στη γη. Σταυροκοπήθηκε και είπε σιγανά: ξορκισμένοι νάναι και μακριά από εμάς Άγιε μου Γεράσιμε. Εδώ θα καθίσετε. Μας ξέχασε ο Θεός και μας θυμήθηκε η θάλασσα μαθές!

Ακούστηκε ξανά  ο κρότος της ξύλινης πόρτας, και νέο πρόσωπο φάνηκε στο αμυδρό φως της λυχνίας. Ο επισκέπτης μπήκε γρήγορα, υποβασταζόμενος από τον Βασίλη, που τον ακολουθούσε σέρνοντας τα βήματα του, ο Γρηγόρης. Ήταν γυναίκα, ψηλή, ολόκληρη σκεπασμένη με ένα ναυτικό χοντρό πανωφόρι με τριγωνική κουκούλα από το οποίο είχαν αποδράσει μερικές ξανθές μπούκλες. Τα μάτια της, μεγάλα και  μαύρα συγκέντρωναν όλη τη προσοχή του θεατή. Μόνο με μια δεύτερη ματιά καταλάβαινες ότι η νέα έσταζε θάλασσα και όπως λέγουν οι ναυτικοί, σίγουρα θα είχε ξυλιάσει. Ο  Γρηγόρης σάστισε για μια στιγμή.  Σαν να είχε ξεχάσει, πόσο γυμνό από ανέσεις και πόσο γεμάτο από φτώχια ήταν το πατρικό του. Γράπωσε γρήγορα ένα μεγάλο κορμό που χρησίμευε ως κάθισμα, τον έσυρε δίπλα στη φωτιά.

-Ορίστε, έχουμε φωτιά έχουμε και τόπο να πλησιάσεις έχουμε και φαγητό την καθησύχασε. Μάνα, ένα ζεστό για την κοπέλα. Ναυάγησε με τη βάρκα της από απέναντι.

Όσο ο Γρηγόρης τακτοποιούσε την επισκέπτη, ο Βασίλης είχε πάει στο διπλανό δωμάτιο και βγήκε τρέχοντας κρατώντας στο χέρι τα ζεστά καλά παπούτσια που φορούσε στις βραδινές του εξόδους στην πόλη.

– Ορίστε είπε, βάλτα να ζεσταθείς. Θα φέρω και τη μάλλινη κουβέρτα και θα σου βρούμε και ρούχα ζεστά, καθαρά. Να τώρα θα πάω διπλή στην κυρά Ναυσικά να μου δώκει.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει το συλλογισμό του, είχε ήδη αφήσει τα παπούτσια στον έκπληκτο Κωνσταντή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας προς αναζήτηση των ενδυμάτων. Η κυρά Ρήνη, έριξε ένα σοβαρό βλέμμα στον Γρηγόρη και πλησίασε προς τη νέα. Την έπιασε από το μπράτσο.

– Έλα κόρη μου να καθίσεις εδώ να ζεσταθείς και αύριο θα στείλουμε με βάρκα κάποιον απέναντι να ενημερώσει τους δικούς σου να έρθουν να σε πάρουν.

 Ποια ήταν άραγε αυτή η κοπέλα και πως βρέθηκε μέσα στο κρύο εδώ από απέναντι; Κανένας δεν βγαίνει τέτοιες μέρες έξω και ειδικά με μια μικρή βάρκα. Τα ρεύματα μπορούν να παρασύρουν ακόμα και καΐκι μίλια μακριά. Η  κυρά Ρήνη ήταν βέβαιη ότι η κοπέλα είχε φύγει κρυφά αλλά ήθελε να μάθει με τον τρόπο της. Οι τόσες δυστυχίες και ο πόνος την είχαν διδάξει σε αυτό το χωριό, ένα λάθος βήμα, μια λάθος κίνηση μπορούσε να αποβεί μοιραία, καταστροφική.

Για τους συγχωριανούς της, ο φθόνος είχε γίνει το μοναδικό τους ένστικτο. Η καταστροφή του συνανθρώπου, του συντοπίτης τους , ήταν επιτυχία για αυτούς. Ο άτυχος που θα βρισκόταν στον δρόμο τους, ήταν βέβαιο ότι έμελλε να ναυαγήσει ακόμα και αν είχε το καλύτερο πλοίο. Η δολιότητα τους είχε εφεύρει τρόπους, ώστε το ναυάγιο να σκηνοθετηθεί με τέτοιο τρόπο  για να μην μείνει ούτε κατάρτι, ούτε σκοινί από το πλοιάριο. Η επιτυχία δε του τολμήματος αυτού ήταν το γεγονός, ότι αυτοί οι ίδιοι προμήθευαν το πλοίο στον μέλλοντα ναυαγό  Έπειτα, ως αθώοι και φέροντας το προσωπείο του τεθλιμμένου  για την ατυχία του προστατευόμενου τους, εμφανίζονταν ως η μόνη σανίδα σωτηρίας για αυτόν δανείζοντας του χρήματα με τόκο. Τα ξύλα και τα κατάρτια του πλοίου, έμελλε να τα πληρώνει όχι μόνο αυτός, αλλά και γενεές δεκατέσσερις απογόνων. Η θάλασσα μόνο, θα μπορούσε να βροντοφωνάξει την αδικία. Αλλά ο Θεός δεν της έδωσε άλλο λόγο πέρα από τον φλοίσβο του κύματος.

            Μέσα σε όλη αυτή τη δολιότητα που επικρατούσε στο χωριό, η κυρά Ρήνη, είχε καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να διατηρήσει ακέραιη την αξιοπρέπεια της. Παρ όλη την ηλικία της κρατούσε με όση δύναμη της έμενε το πηδάλιο, την αρχηγία της οικογενείας της, για να έχει όπως έλεγε και η ίδια “σκεπασμένο το μνήμα”. Ποτέ της δεν δανείστηκε χρήματα. Προτιμούσε να τρώνε ανά δύο ημέρες από το να υποπέσει στην παγίδα του δανεισμού, τοκισμού και «μη ξεπληρωμού» όπως έλεγε.

Οι σκέψεις της διακόπηκαν από την επάνοδο του Βασίλη, ο οποίος μπήκε φορτωμένος ένα μεγάλο καλάθι με ρούχα.

– Να, να, είπε και της τα έδωσε. Τώρα θα αλλάξεις και θα πας να ξεκουραστείς. Ο νέος μη έχοντας κάτι καλύτερο να πει, επαναλάμβανε σε κάθε πρόταση το να τέσσερις φορές, ελπίζοντας να γεμίσει το κενό της καμάρας με προθέματα. Η νέα, σηκώθηκε αργά, σαν να μην όριζε τα βήματα της και έκανε κίνηση προς τον Βασίλη, αλλά σταμάτησε από έναν απότομο θόρυβο : κάποιος χτυπούσε πάλι την πόρτα !

– Τι ζητάτε ; φώναξε η κυρά Ρήνη.

– Άνοιξε μωρή μαγκούφα, η Νίτσα είμαι που να σε πάρει, κάμε γρήγορα, ακούστηκε βαριά και στιβαρή φωνή.

Μια ψηλή μεσόκοπη γυναίκα ασκεπής μπήκε παραπατώντας. Η κυρά Αναστασία ή αλλιώς κυρά Νίτσα, κατάγονταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες του χωριού. Η περιουσία της , διόλου ευκαταφρόνητη είχε πουληθεί έναντι πινακίου φακής, για να καλύψει τις πομπές της κόρης της, της «προκομένης», της «αστεφάνωτης», της «ντροπής της οικογενείας». Η κόρη της, είχε σύντροφο και τρία παιδιά φέρει στο σπίτι, χωρίς να είναι στεφανωμένη. Άκουσον, άκουσον. Σύζυγο; είχε και δεν είχε. Ο γέρο Γεράσιμος, κάθε μέρα ξημεροβραδιάζονταν στον καφενέ, με τον Γρηγόρη.  Μόλις μπήκε στη κάμαρη, το βλέμμα της, έπεσε πρώτα πάνω στον Γρηγόρη. Πήρε μια ψάθινη καρέκλα και κάθισε με δυσκολία.

– Έχετε μαζευτεί πολλοί βλέπω, είπε. Α, και ο Γρηγόρης  εδώ,  τί κάνεις Γρηγόρη, πώς παν τα καράβια, τα βρήκες στον πάτο του βαρελιού ή τα ψάχνετε ακόμα με τον άλλον τον προκομένο, εννοούσε τον άνδρα της.

– Πες μού γρήγορα τι θες γιατί έχουμε βλέπεις μουσαφίρη, τη διέκοψε η κυρά Ρήνη.

– Καλά ντε, κάτσε να κάτσω, πονούσι τα πόδια μου μέχρι να έρθω από την άλλη  μεριά του λιμανιού. Εδέησε αυτός ο πάρεδρος για να φτιαχτεί ο δρόμος για τη πόλη, ξέρει τίποτα μαθές ὁ άνδρας σου;

– Πού να ξέρουμε, φτωχοί άνθρωποι είμαστε την διέκοψε ο γέρος. Τέτοιες άγιες μέρες, ας μην λογιζόμαστε τα πολιτικά.

-Ναι μωρέ Ηρόδοτε, είδαμε ποτέ προκοπή; εδώ είναι ότι πιάσεις. Μαθές όμως για άλλο ήρθα, και πώς δεν γκρεμοτσακίστηκα να λες.

 Η κυρά Νίτσα έκανε μια παύση, βαριανάσανε και συνέχισε.

-Για τα μουσαφιρλίκια σου, είπε δείχνοντας την ξένη, ήρθα. Είναι κάτω στης Μιμίκας οι λιμενικοί και την ψάχνουν.

-Την κοπέλα; φώναξαν έκπληκτοι ὁ Βασίλης και ὁ Γρηγόρης.

-Ναίσκε[5] να σε χαρώ, έχουν πληροφορία ότι έφυγε εχθές αργά με την βάρκα είναι ἡ κόρη του Ραφαήλ Σιμιτζή του δημάρχου από απέναντι. Πριν δύο εβδομάδες της έδωκαν τον καπετάν Γεράσιμο τον γιό του Φωκά από το Αργοστόλι, άλλα αυτή ήθελε έναν άλλον που μπαρκάρισε με ξένη γολέτα και πριν λίγες μέρες μάθανε ότι ναυάγησε. Εχθές το πρωί λοιπόν, έφυγε η κοπέλα, και την ψάχνουν σέ όλο το νησί. Δεν την βρήκαν και τώρα ήρθαν από εδώ.

-Τί λέγεις; Η κυρά Ρήνη κοιτούσε έκπληκτη. Μα, μπορούσαμε να κάνουμε εμείς αλλιώς; Να αφήναμε ξένο άνθρωπο αβοήθητο;

-Αφήστε, θα πάω όπως με ζητούν, ακούστηκε τρεμάμενη η λεπτή φωνή της κόρης. Δεν θέλω να σάς είμαι βάρος τέτοιες μέρες, ψέλλισε. Σηκώθηκε σφίγγοντας το πανωφόρι πάνω της και κατευθύνθηκε προς τη πόρτα. Η όψη της, εξέφραζε εκούσιο γογγυσμό εξιλέωσης. Τα μάτια της, σαν τα πύρινα καντήλια που συντροφεύουν τα δάκρυα της προσευχής κοιτούσαν ικετευτικά. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα, θυμωμένα, δεν ταίριαζαν με το πονεμένο βλέμμα, θυμήθηκε δύο μέρες μετά ο Κωνσταντής. Η έκσταση που απέπνεε η κόρη δεν ήταν λόγω παραφροσύνης. Ο νους της είχε παραδοθεί, και περίμενε: τη συγχώρεση ή την τιμωρία; Άγνωστο. Έκανε δύο βήματα. Το σώμα της βρήκε εμπόδιο την κυρά Ρήνη.

– Που πας κόρη μου; Την έπιασε και την έβαλε ξανά στη θέση της. Η νέα την ακολούθησε με σκυφτό το κεφάλι.

-Και που ξεύρουμε μείς, ότι ψάχνουν αυτή και όχι κάποια άλλη; ρώτησε; Είσαι εσύ κόρη μου αυτή καθώς λένε; Και έφυγες μονάχη σου; Δεν φοβήθηκες μην θαλασσοπνιγείς με τέτοιον καιρό; Και που πήγαινες; Αναστέναξε. Στη μνήμη της, ήρθε η στερημένη από χρήματα αλλά πλούσια σε αισθήματα νεότητα της. Ο έρωτας , ο γάμος, τα παιδιά . Ύστερα ο πόνος… Έσκυψε πλάι της.

– Που πάγεις; την ρώτησε σιγά.

– Καθώς με ζητούν, απάντησε σφίγγοντας πιο σφιχτά το πανωφόρι. Εκεί που με ζητάνε πήγε να ξαναπεί.

– Θέλεις να επιστρέψεις στο σπίτι σου κοπέλα μου;  Απόρησε ο γέρο Ηρόδοτος, τότε γιατί έφυγες;

-Δεν ξέρω, απάντησε, το κεφάλι της, εγείρε, ήρθε να ξαποστάσει πάνω απ’ το στήθος. Η γριά πήρε μια ψάθινη καρέκλα και έκατσε δίπλα της.

-Πες μού, της είπε σιγά, σχεδόν ψιθυριστά ,δεν  σ αγαπάει ὁ άνδρας σου; δεν σου φέρεται καλά;

– Όχι όχι , προς Θεού. Η κόρη ανασηκώθηκε σαν να τραντάχτηκε.’Ισα ίσα με προσέχει, μόνο πού..

– Αγαπάς άλλον;

-Ναί, μουρμούρισε, ίσως. Το πρόσωπο της συσπάστηκε από πόνο.

-Και προτίμησες να φύγεις μακριά από την στέγη σού , επειδή έχασες την ελπίδα. Μα αυτός κόρη μου χάθηκε, τί θα πήγαινες να βρεις;

-Δεν ξεύρω, δεν σκέφτηκα τίποτα. Ήθελα μόνο να φύγω. Αλλά άρχισε να φυσάει και δεν μπορούσα να κουμαντάρω τη βάρκα. Ύστερα…

– Και τί θα κάνουμε τώρα; ακούστηκε από το βάθος της καμάρας.

 Ήταν ο Βασίλης που είχε μείνει με το καλάθι ανοικτό και τα ρούχα στα χέρια. Δεν μπορούμε να σέ αφήσουμε να φύγεις, πρόσθεσε.

– Όχι, θα πάω, ανέλαβε εκ νέου δύναμη η κόρη και σηκώθηκε. Θα έχουν ανησυχήσει και οι γονείς μου. Πρέπει.

Ἡ κυρά Ρήνη, αποφάσισε. Η επιστροφή ήταν η μόνη λύση.

– Έτσι θα γίνε, είπε. Άκου κυρά Νίτσα, στράφηκε στη γειτόνισσα, πώς έχουν τα πράματα. Ἡ κοπέλα, να σέ χαρώ, βγήκε βόλτα με τη βάρκα, σηκώθηκε μαΐστρος, και όπως καταλαβαίνεις έχασε τον έλεγχο, η βάρκα μπατάρισε και ξεβράστηκε εδώ. Δόξα σοι ὁ Θεός πού την βρήκαμε κιόλας. Θα την πάμε κάτω τώρα, να γυρίσει στους δικούς της που την ψάχνουν. Γρήγορα Γρηγόρη, να πάτε την κοπέλα κάτω και να εξηγήσετε την κατάσταση , όπως την είπα! Να πάγει στον άνδρα της να χαρούν τις γιορτές. Κατάλαβες;

Ο Γρηγόρης, πλησίασε, και υπακούοντας στις εντολές άνοιξε την πόρτα στη ξένη.

– Στάσου είπε ο Βασίλης, να αλλάξει πρώτα, θα παγώσει. Της έδωσε τα ρούχα.

– Ας γίνει έτσι είπε η κυρά Ρήνη. Στις δουλείες μας όλοι τώρα. Θα έρθουν σε  λίγο τα παιδιά με τίς αρμόνικες και τα μαντολίνα. Μην βρουν άνω κάτω το σπίτι.

-Πάω και γώ, είπε ἠ κυρά- Νίτσα. Δεν ήξερα πώς τούτη χάθηκε. Βέβαια είναι να απορείς για το πώς χάθηκε, σκέφθηκε. Εμένα, αλλά μου’ πε ο γιος του συγχωρεμένου του Γιάννη, αλλά τι να πεις, παράξενα πράγματα!

-Να μάθεις να μην πιστεύεις ότι λένε και να ξεσπιτώνεσαι γριά γυναίκα μες στο κρύο να έρχεσαι μέχρι εδώ. Άντε Κωνσταντή, βοήθησε την κυρά -Νίτσα να γυρίσει σπίτι της.

– Αμέσως νόνα μού.

Ο Κωνσταντής, πήρε αστραπιαία την παλιά πατατούκα που τον σκέπαζε ολόκληρο παρόλο το γιγαντιαίο του ανάστημα , έπιασε τη κυρά Νίτσα από τους ώμους και αφού την σήκωσε, βγήκαν αργά. Έξω, το χιόνι είχε ξαναρχίσει.

             Κανένας χιονιάς όμως, δεν θα εμπόδιζε τους μικρούς καλαντιστές από την απογευματινή τους εξόρμηση. Εξοπλισμένοι με τα όργανα τους, έβγαιναν για την εργασία τους, που λάμβανε χώρα τέσσερις φορές το χρόνο : τα Χριστούγεννα, την πρωτοχρονιά , τα Φώτα και το Σάββατο του Λαζάρου. Εξορμούσαν σε όλες τις γειτονιές. Σπίτι δεν έμενε που να μην ακουστεί το « με γράμματα χρυσά γράφεται το όνομα σου, Γερασιμάκη αφέντη μου καλησπερίσματα σου». Ο κόπος τους ανταμείβονταν με δεκάρες, πεντάρες , χαρούπια, σύκα , καρύδια, πορτοκάλια και για τους τυχερούς, οι σοκολάτες που έφερναν απ’ τα ξένα οι καπεταναίοι. Αλλά δεν έμεναν εκεί. Κάθε χρόνο, αφού περνούσαν όλες τις γειτονιές, μαζεύονταν στην πλατεία και έστηναν ολόκληρο παζάρι αγοραπωλησίας με βαρύ κοστολόγιο. Μια δεκάρα ανταλλάσσονταν με τρία γλυκίσματα, και δύο χούφτες καρύδια με το ήμισυ της πεντάρας. Μάχη ολόκληρη στήνονταν στην μοιρασιά γιατί οι τιμές όσο μειώνονταν το απόθεμα αυξάνονταν και μια χούφτα καρύδια είχε φτάσει να κοστολογείται μια ολόκληρη πεντάρα. Το παζάρι, θα εξελισσόταν σε κανονικό πετροπόλεμο εάν οι μητέρες, είτε με παρακάλια είτε με απειλές δεν διέλυαν την αυτοσχέδια αγορά των καλαντιστών.

Πίσω στο σπίτι του γέρου – Ηροδότου, το φτωχικό τραπέζι με τα ψάρια και τη κουλούρα περίμενε δίπλα στη φωτιά. Η σφραγίδα με τον σταυρό είχε πάνω το στάχυ και το αμπέλι, για να ευλογηθεί η σοδειά. Ο Βασίλης και ο Κωστανής  είχαν επιστρέψει και κάθονταν μαζί με τον γέρο και τον αδελφό τους μπροστά στη φωτιά για να ζεσταθούν. Η κυρά  Ρήνη, είχε φιλέψει τα παιδιά που της τραγούδησαν, με λίγα σύκα και ένα πορτοκάλι.  Άνοιξε το μεγάλο μπαούλο και έβγαλε τη γιορτινή της μαντήλα, αυτή που  έβαζε στις μεγάλες γιορτές. Πριν προλάβει να τη φορέσει, η πόρτα άνοιξε και η παγωνιά ξεχύθηκε αμείλιχτη. Μαζί της μπήκε και ο Γρηγόρης κρατώντας κρυμμένο μέσα στο πανωφόρι του, κάτι μεγάλο και βαρύ.

– Θυμήθηκες το πατρικό σου, πώς και αυτό; είπε η μάνα του. Έλεγα ότι μετά το σημερινό θα ανταμώναμε ξανά τα Φώτα στη παραλία μπροστά στον καφενέ. Άντε δεν πειράζει, καλά πού ήρθες, τώρα θα ευλογήσουμε την κουλούρα. Ὁ Γρηγόρης ελευθέρωσε τα χέρια του και εμφάνισε ένα μεγάλο ταψί: ψητό γουρουνόπουλο με πατάτες.

– Ορίστε, μου το δώκε ο φούρναρης . Οι νέοι, σηκώθηκαν απότομα με τα λόγια του Γρηγόρη και κοίταζαν έκπληκτοι μία το ταψί και μία τα χρήματα.

– Πού το βρήκες αυτό; φώναξε έκπληκτος ο Κωνσταντής, αρπάζοντας το ψητό. Και με τι τον πλήρωσες;

– Από τον σύζυγο της κοπέλας, από την χαρά του πού την βρήκε. Διακόσια τάλαρα και μια χρυσή λίρα. Ανοίγοντας την αριστερή τσέπη, έβγαλε μια χρυσή λίρα που έλαμψε στο φως και την άφησε πάνω στο τραπέζι.

– Νόνα μου, θα περάσουμε όλον τον χειμώνα με αυτά τα χρήματα, φώναξε ευτυχισμένος ο Κωνσταντής. Ο Βασίλης, εκστασιασμένος από τη μυρωδιά του ψητού, είχε ήδη καταβροχθίσει ένα μεγάλο κομμάτι γουρουνόπουλο.  

– Ελάτε  να ευλογηθεί η κουλούρα και να φάμε, είπε η κυρά Ρήνη. Ο Θεός γνωρίζει, και βοήθησε και εμάς και την κοπέλα.

  Όλη πλέον η οικογένεια, κάθισε μπροστά στη φωτιά. Δώδεκα χέρια έπιασαν τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, πλάι-πλάι αγκαλιασμένα. Τα εγγόνια δεν μπορούσαν να κρύβουν τη χαρά της επιστροφής του πατέρα. Ο γέρος, σταύρωσε με το δεξί του χέρι το γιορτινό ψωμί και συγκινημένος αφού έψαλε το «η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών» , είπε: Χριστός γεννάται το φως αυξάνει και το σκοτάδι μικραίνει. Χρόνια πολλά παιδιά μου. Γύρισε ο κάθε ναυαγός στον τόπο του!


[1] Αναφέρεται στον ήρωα του βιβλίου «το χαμένο νησί» του Μ. Καραγάτση

[2] Πίπης ή Σπύρος

[3] Σφραγίδα: σταυρός χαραγμένος ή ο σταυρός με τα αρχικά « ΙΣ ΧΣ ΝΙΚΑ»

[4]  Στους δρόμους

[5] Σημαίνει ναι στη τοπική διάλεκτο