Λάμπης Κωνσταντινίδης: Ἡ Περιήγησις τοῦ François-Auguste-René De Chateaubriand εἰς Ἑλλάδα τῷ 1806 (Μέρος τρίτο & τελευταίο)

            Ὁ Chateaubriand προχωρεῖ εἰς ἓνα παραλληλισμόν τοῦ πῶς ᾐσθάνετο διά τήν Λακεδαίμονα [(τήν Σπάρτην)] καί πῶς τώρα διά τάς Ἀθήνας. Καί γράφει: «Ἡ Σπάρτη καί αἱ Ἀθῆναι διετήρησαν τήν διαφορετικότητά των μέχρι καί σήμερον εἰς τά ἐρείπιά των. Τῆς Σπάρτης τά ἐρείπια εἶναι θλιμμένα, σοβαρά καί μοναχικά. Τῆς Ἀθήνας τά ἐρείπια εἶναι πρόσχαρα καί ἀνάλαφρα. Στήν θέαν τῆς πατρίδος τοῦ Λυκούργου, δηλ. τῆς Σπάρτης, ὃλαι αἱ σκέψεις ἐγένοντο σοβαραί καί βαθεῖαι. Ἐμπρός εἰς τήν πόλιν τοῦ Σόλωνος, δηλ. τάς Ἀθήνας, εἶναι ὡς νά σέ ἒχῃ μαγεύσῃ τό γόητρον τῆς εὐφυΐας καί τῆς τελειότητος τοῦ ἀνθρώπου. Εἰς τήν Σπάρτην τά ὑψηλά συναισθήματα ἐγίνοντο ἀρρενωπά. Εἰς τήν Ἀθήναν τά συναισθήματα ἐφωτίζοντο καί ἀποκτοῦσαν κάτι τό κομψόν καί τό ὡραῖον εἰς ὃλας των τάς ἐκφάνσεις. «Προσωπικά», λέγει, «θά ἢθελα νά ἀποθάνω πολεμῶν μέ τόν Λεωνίδα (Σπαρτιάτην) καί νά ζήσω μέ τόν Περικλῆ (Ἀθηναῖον)». Δηλ. ἦτο θαυμαστής καί τῶν δύο πόλεων διά τάς ἰδιαιτερότητας ἑκάστης! [πόλεως!]

            Καί ἀμέσως μετά μᾶς μεταφέρει εἰς τήν συμβουλήν τοῦ Κικέρωνος πρός τόν Κουΐντιον (Quintius), ὃστις διωρίσθη διοικητής τῆς κατακτηθείσης ὑπό τῶν Ῥωμαίων Ἑλλάδος. Ὁ Κικέρων τοῦ εἶπε: «Νά ἐνθυμῆσαι, Κουΐντιε, ὃτι θά διοικῇς τούς Ἓλληνας, οἱ ὁποῖοι ἐξεπολίτισαν ὃλους τούς λαούς, διδάσκοντές τους τήν πραότητα καί τήν ἀνθρωπιάν, καί στούς ὁποίους ἡ Ῥώμη ὀφείλει τά φῶτα τά ὁποῖα σήμερον κατέχει».

            Κατά τήν περιήγησίν του μέ τόν κ. Fauvel ἒφθασαν εἰς τήν ὂχθην τοῦ Κηφισσοῦ, ὁ ὁποῖος διεπέρνα τό δάσος τῶν ἐλαιοδένδρων. Ἢθελε πολύ νά πίῃ νερόν τοῦ Κηφισσοῦ, ἒστω καί ἀπό τό ὀλίγον πού ἒτρεχε, διότι τό ἒπαιρνον πιό πάνω οἱ χωρικοί διά νά ποτίσωσι τά ἐλαιόδενδρά των. Ἒστω καί ὀλίγον, ἒπιεν νερόν τοῦ Κηφισσοῦ, ἐπειδή τό εἶχε κάνει συνήθειάν του, ἀπό ὃποιον ποταμόν ἐπαιρνοῦσε νά πίνῃ ἀπό τό νερόν του. Ἦτο ὑπερήφανος δέ, διότι εἶχε πίει νερόν ἀπό τόν Μισσισιπήν εἰς Ἀμερικήν, τόν Τάμεσιν εἰς Ἀγγλίαν, τόν Ῥῆνον εἰς Γερμανίαν, τόν Πάδον καί Τίβερην εἰς Ἰταλίαν, τόν Εὐρώτα εἰς Πελοπόννησον καί τώρα τόν Κηφισσόν εἰς Ἀθήνας.

            Τήν μεσημβρίαν ἐγευμάτισαν εἰς τήν οἰκίαν τοῦ κ. Fauvel. Τούς προσέφερε κρασί, τοῦ ὁποίου ἡ γεῦσις ἦτο πολύ πικρά διά τόν François-René καί αὐτός ἒκανε μίαν γκριμάτσαν. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης τοῦ ἀνέφερεν ὃτι εἰς τήν Ἑλλάδα εἰς τά βαρέλια τοῦ κρασιοῦ τοποθετοῦσι καί κουκουνάρια τῶν πεύκων (μαππούρους), δι’ αὐτό τό κρασί ἀποκτᾅ τήν πικρίζουσαν γεῦσίν του. Ἀμέσως ὁ François-René συνέδεσε τήν πληροφορίαν αὐτήν μέ τάς γνώσεις του καί τούς εἶπεν, ὃτι ὁ τρόπος αὐτός παραγωγῆς τοῦ κρασιοῦ εἰς Ἑλλάδα, δηλ. μέ τήν προσθήκην κουκουναριῶν μέσα εἰς τά βαρέλια τοῦ οἲνου, ἒδιδεν εἰς τό κρασί κατά τήν ζύμωσίν του τήν ἰδιάζουσαν γεῦσιν τῆς ῥετσίνας: Αὐτό εἶναι πανάρχαιον ἒθιμον, τούς ἐξήγησε, καί δηλοῖ διατί τά κουκουνάρια κατά τήν ἀρχαιότητα ἦσαν ἀφιερωμένα εἰς τόν Βάκχον.

            Εἰς μίαν στιγμήν ὁ κ. Fauvel τούς ὑπέδειξε νά προσέξωσι τό φόρεμα τῆς γυναικός πού τούς ἐσέρβιρε. Αἱ κυματοειδεῖς πτυχαί τοῦ φορέματός της ἦσαν ἀκριβῶς ἡ γραμμή τῶν φορεμάτων τῶν ἀρχαίων Ἑλληνίδων, ὃπως ἀπετυπώνοντο εἰς τά ἀρχαῖα ἀγάλματα καί τάς ἀρχαίας εἰκονογραφίας.

            Τό ἀπόγευμα, ὃταν ὑπεχώρησεν ἡ ζέστη, μέ ὁδηγόν τόν κ. Fauvel ἐξεναγήθησαν κατά πρῶτον εἰς τά παλαιά δρομάκια τῆς Ἀθήνας, ὃπου ἦτο καί ἡ ἀγορά τῆς πόλεως. Ὁ κ. Fauvel ἦτο πολύ γνωστός καί ὃλοι τόν ἐχαιρέτουν καί ἢθελον νά μάθωσι ποῖοι ἦσαν οἱ ξένοι. Οἱ μέν Τοῦρκοι βυθισμένοι εἰς νιρβάνα ἐκάπνιζον τόν ναργιλέν των καί τούς ἐχαιρέτουν μέ ἓν ἁπλοῦν «Ἐφέντη!». Οἱ Ἓλληνες, πολύ ζωηροί, τούς ὑπεδέχοντο λέγοντες τους εἰς τά Ἑλληνικά: «Καλῶς ἢλθετε, Ἂρχοντες! Καλόν δρόμον νά ἒχητε εἰς τά ἐρείπια τῆς Ἀθήνας». Ἦτο ὡσάν νά τούς ἒλεγον μέ ὑπερηφάνειαν, ἀναφέρει ὁ Chateaubriand: «Πηγαίνετε στά ἒργα τοῦ Φειδίου καί τοῦ Ἰκτίνου!». Γενικῶς ὁ Chateaubriand ηὗρε τούς Ἀθηναίους πλέον εὐδιαθέτους ἀπό τούς καταπεπονημένους Μωραΐτας.

            Τέλος ἐξῆλθον ἀπό τήν πόλιν καί ἒφθασαν εἰς τό δυτικόν μέρος τῆς Ἀθήνας, ὃπου ἦσαν τό Θησεῖον ἢ Ναός τοῦ Ἡφαίστου, ἡ Πνύξ (Πνύκα) καί ὁ Ἂρειος Πάγος. Τό Θησεῖον ὡμοίαζε μέ τόν Παρθενῶνα καί ἦτο τό καλύτερον διατηρημένον μνημεῖον τῆς Ἀθήνας. Ὑπῆρξε δέ κάποτε ἐκκλησία ἀφιερωμένη εἰς τόν Ἃγιον Γεώργιον, ἐνᾧ οἱ Τοῦρκοι κατά τήν συνήθη ἀσέβειάν των μετέτρεψαν τόν ἀρχαῖον ναόν εἰς ἀποθήκην!

            Ὁ Ἂρειος Πάγος ηὑρίσκετο εἰς ὓψωμα δυτικῶς τῆς Ἀθήνας. Ἀνάμεσον τοῦ βράχου τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐκείνου τῆς Πνυκός καί τοῦ λόφου τῆς Ἀκροπόλεως ὑπῆρχε μία μικρά κοιλάς καί εἰς αὐτήν ἦσαν οἱ τάφοι τοῦ Κίμωνος, τοῦ Θουκυδίδου καί τοῦ Ἡροδότου. Εἰς τήν Πνύκα συνήρχοντο οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι καί ἦτο ἀπό τό βῆμά της, ὃπου ὁ Περικλῆς, ὁ Ἀλικιβιάδης, ὁ Δημοσθένης, ὁ Σωκράτης καί ὁ Φωκίων «ὓψωνον τήν φωνήν των καί ὡμίλουν εἰς τόν πλέον πνευματώδη λαόν τῆς γῆς», λέγει ὁ Chateaubriand. Καί παρακάτω ἀναφέρει ἓν ἀπόσπασμα ἀπό τόν Θουκυδίδην (Βιβλίον Α, Παράγραφος 70) διά τούς Ἀθηναίους: «Ὑπάρχει εἷς λαός, ἒλεγον οἱ βουλευταί τῆς Κορίνθου εἰς τούς Σπαρτιάτας, ὁ ὁποῖος ποθεῖ μόνον τό καινούριον… Στούς κινδύνους, ὃπου ῥίπτεται συχνάκις χωρίς νά συλλογισθῇ, δέν χάνει ποτέ τήν ἐλπίδα του. Εἶναι ἀνήσυχος ἐκ τῆς φύσεώς του. Νικητής προχωρεῖ εἰς τήν νίκην του, νικημένος δέν χάνει καθόλου τό θάρρος του. Διά τούς Ἀθηναίους ἡ ζωή δέν εἶναι μία ἰδιοκτησία, ἡ ὁποία τούς ἀνήκει, καί δι’ αὐτό τήν θυσιάζουσιν εὐκόλως διά τήν πατρίδα των!… [Εἶναι διαρκῶς ἀπησχολημένοι μέ τό μέλλον καί τούς διαφεύγει το παρόν:] εἶναι λαός πού δέν γνωρίζει ἀπό ξεκούρασιν καί δέν τήν ὑποφέρει ἀπό τούς ἂλλους».

            Εἰς τήν ἐρώτησιν πού ἒθετεν εἰς τόν ἑαυτόν του ὁ Chateaubriand διά τήν σημερινήν κατάπτωσιν τοῦ ἂλλοτε ὑπερόχου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐθεώρει ὃτι ἡ ἀπάντησις ηὑρίσκετο εἰς τήν κάτωθι θρησκευτικήν ῥῆσιν: «Κύριος θανατοῖ καί ζωογονεῖ⸱ κατάγει εἰς ᾅδου καί ἀνάγει» Δηλ. Ὁ Θεός δίδει τόν θάνατον, ἀλλά καί ἀναζωογονεῖ⸱ κατεβάζει εἰς τόν ᾍδην, ἀλλά καί ἀνεβάζει εἰς τήν ζωήν. (Λατινιστί: «Dominus mortificat et vivicat; deducit ad inferos et reducit ».)

            Ἐσυνέχισαν τήν περιοδείαν των καί ἀπό τήν Πνύκα ἐπέρασαν πρός τόν Λόφον τῶν Μουσῶν, ὃπου εἰς τήν κορυφήν του ὑπῆρχε τό μνημεῖον τοῦ Φιλοπάππου. Ποῖος ἦτο ὁ Φιλόπαππος. Μᾶς τό ἐξηγεῖ λεπτομερῶς ὁ Chateaubriand: Ὁ Φιλόπαππος δέν ἦτο Ἓλλην, ἀλλά Σύριος καί ὠνομάζετο Ἀντίοχος Φιλόπαππος, ἦτο δέ ὁ νόμιμος κληρονόμος τοῦ βασιλικοῦ στέμματος τῆς Συρίας. Ὃταν ὁ Ῥωμαῖος στρατηγός Πομπήϊος ἐνίκησε τόν Βασιλέα τῆς Ἀντιοχείας, μετέφερε τήν βασιλικήν οἰκογένειαν καί τήν ἐγκατέστησεν εἰς Ἀθήνας δίδων εἰς αὐτήν ἰθαγένειαν πολιτῶν τῶν Ἀθηνῶν. Διώρισε δέ τόν Ἀντίοχον Φιλόπαππον Ὓπατον τῆς Ῥώμης εἰς Ἀθήνας.

            Ἀπό τόν Λόφον τῶν Μουσῶν εἶχον ὡραιοτάτην θέαν τῆς Ἀθήνας καί ὃλης τῆς γύρω περιοχῆς μέχρι τήν θάλασσαν. [Ἒκανεν ἐντύπωσιν εἰς τόν François-René τό ὃτι οἱ λιμένες τοῦ Φαλήρου καί τοῦ Πειραιῶς ἐφαίνοντο ἒρημοι ἀπό πλοῖα.] Ἢρχιζε νά νυκτώνῃ καί ἐπέστρεψαν εἰς τήν οἰκίαν τοῦ κ. Fauvel. Κουρασμένοι ἐκοιμήθησαν βαθέως, ὃταν εἰς κάποιαν στιγμήν ὁ François-René ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἀπό τήν παράφωνον φωνήν τοῦ Τούρκου ἰμάμη. [Ἀπογοητευμένος καί ἐξανεστημένος ὁ Chateaubriand ἐσκέφθη ὃτι «Τό εὐμετάβλητον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων γίνεται ἀκόμη πλέον ἐντυπωσιακόν, καθώς ἒρχεται εἰς ἀντίθεσιν μέ τήν ἀκινησίαν τῆς ὑπολοίπου φύσεως».]

            Τήν 24ην Αὐγούστου, 1806, ἐξύπνησαν πολύ πρωΐ διά νά ἀνεβῶσιν εἰς τήν Ἀκρόπολιν. Ἀπό ὃλα τά ἀρχαῖα κτίρια πού συνήντων καθ’ ὁδόν καί ἐπί τῆς Ἀκροπόλεως ὁ πλέον εὐδιάκριτος καί εἰς τό πλέον προεξέχον σημεῖον ταύτης, ἦτο ὁ Παρθενών – ὁ ἐπιβλητικός ναός τῆς Θεᾶς Ἀθηνᾶς. Ἀναφέρει ὁ René τήν ἒκτασιν τοῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως – 800 πόδια εἰς μῆκος καί 400 πόδια εἰς πλάτος, εἰς σχῆμα ὠοειδές. Ἐκεῖνον ὃμως πού τοῦ ἒκανε μεγάλην ἐντύπωσιν [καί τό ἀναφέρει ἦτο τό ὂμορφον χρῶμα τῶν μαρμάρων τῶν μνημείων. Κάνει δέ τήν σύγκρισιν μέ τά Εὐρωπαϊκά, ὃπου λόγῳ τῆς ὁμίχλης καί τῆς συνεχοῦς βροχῆς ἡ πέτρα των ὃσον ὀλίγον καιρόν καί νά ἐκτεθῇ αὓτη μαυρίζει ἢ πρασινίζει. Ἐνᾧ] ἐν ἀντιθέσει πρός τά Εὐρωπαϊκά, ἦτο τό ὑπέροχον μάρμαρον τῆς Πάρου καί τῆς Πεντέλης, πού χιλιάδες ἒτη καί ἐάν ἐπέρασαν διατηρεῖ εἰς τό φῶς τοῦ ἡλίου τήν πολύ θερμήν χρυσαφένιαν ἀπόχρωσίν του, «ὡσάν», λέγει, «τά ὣριμα στάχυα ἢ τά φθινοπωρινά φροῦτα». Ἐντός τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ὑπῆρχε τό χρυσελεφάντινον ἂγαλμα τῆς Θεᾶς, τό ὁποῖον ἐλάξευσεν ὁ Φειδίας. [Εἰς ἂλλο σημεῖον τοῦ ναοῦ ἐφυλάττετο ὁ θησαυρός τῶν Ἀθηναίων. Ὁ Chateaubriand ἐμέτρησε τάς διαστάσεις τοῦ Παρθενῶνος καί ἦσαν: μῆκος 218 πόδες καί πλάτος 98½.]

            Ἐπάνω εἰς τάς μετώπας τοῦ ναοῦ ὁ Φειδίας εἶχε λαξεύσει τήν μάχην μεταξύ τῶν Κενταύρων καί τῶν Λαπιθῶν. Ἡ δέ ζῳοφόρος τοῦ σηκοῦ ἦτο διακεκοσμημένη μέ τό ἀνάγλυφον τῆς Πομπῆς τῶν Παναθηναίων, ἐνᾧ ἂλλα ὑπέροχα γλυπτά ἐκάλυπτον τά δύο ἀετώματα τοῦ ναοῦ. Ἐξ ἂλλου ὁ μεγάλος ἀρχιτέκτων Ἰκτῖνος ἠξιοποίησε πλήρως τήν τέχνην του δίδων δύναμιν καί ἁρμονίαν εἰς τόν Παρθενῶνα, πού εἶναι ἀξιοπρόσεκτη εἰς τά ἐρείπιά του μέχρι σήμερον. Δηλ. «ἒδωσε ῥαβδώσεις εἰς τούς κίονάς του καί ἐτοποθέτησε τόν ναόν εἰς βαθμίδας. Κατ’αὐτόν τόν τρόπον εἰσήγαγε τήν ἐλαφρότητα τοῦ Κορινθιακοῦ ῥυθμοῦ εἰς τήν στιβαρότητα τοῦ Δωρικοῦ. Ταὐτοχρόνως ὁ διάκοσμος τοῦ Φειδίου εἰς τά ἀετώματα τοῦ ναοῦ δίδει μίαν σοφήν οἰκονομίαν εἰς τόν ὃλον διάκοσμον καταστήσας αὐτόν ἓν εὐτυχές μεῖγμα ἁπλότητος, δυνάμεως καί χάριτος».

            [Ὁ Chateaubriand προχωρεῖ μετά εἰς μίαν σύγκρισιν τῆς παρούσης Εὐρωπαϊκῆς Ἀρχιτεκτονικῆς μέ τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν καί καταλήγει ὃτι σήμερον, δηλ. τήν ἐποχήν του, οἱ Εὐρωπαῖοι «εἶναι μιμηταί ἑνός ἒργου, τοῦ ὁποίου τήν ἀρχήν ἀλλοιώνουσι μεταφέροντες εἰς τήν κατοικίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνον τό ὁποῖον ἣρμοζε μόνον εἰς τόν Οἶκον τῶν θεῶν».] Κάτι ἂλλον πού ἐπίσης πρέπει νά θαυμάζωσιν οἱ Εὐρωπαῖοι εἰς τά κτίσματα τῆς Ἑλλάδος, λέγει, εἶναι τό «ἂρτιον τελείωμα ὃλων τῶν μερῶν τοῦ οἰκήματος: Τό μέρος τό ὁποῖον δέν ἀποτελεῖ τήν πρόσοψιν καί δέν κτίζεται διά νά βλέπηται, εἶναι ἐξ ἲσου καλῶς δεδουλευμένον καί μέ τήν ἰδίαν φροντίδα, ὃσον καί αἱ προσοψιαῖαι συνθέσεις τῆς κατασκευῆς».

            Ὁ Παρθενών διετηρεῖτο ἂθικτος μέχρι τό 1687. Κατ’ ἀρχάς εἶχε μετατραπεῖ εἰς ναόν ὑπό τῶν Χριστιανῶν. Ὃταν ἦλθον οἱ Τοῦρκοι, ἀπό ζήλειαν, μετέτρεψαν τόν ναόν εἰς Τζαμί. (Σημ. ὁμιλοῦντος: Ἲδετε καί σήμερον πλήν τῶν Ναῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας καί ἐκείνου τῆς Μονῆς τῆς Χώρας [εἰς Κωνσταντινούπολιν,] καί τήν Τουρκικήν σημαίαν μέ τό κλαπέν ἒμβλημα τῆς Θεᾶς Ἑκάτης τῶν Μεγαρέων, πού ἳδρυσαν μέ ἡγέτην τόν Βύζαντα τό ἀρχαῖον Βυζάντιον πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.) Τῷ 1687 ὁ Ἑνετός Μοροζίνι ἐκανονιοβόλησε τήν Ἀκρόπολιν. Μία ὀβίς διετρύπησε τήν στέγην τοῦ Παρθενῶνος καί ἒπεσεν ἐπί τῶν βαρελίων εἰς τά ὁποῖα οἱ Τοῦρκοι ἀφρόνως ἐναποθήκευον τήν πυρίτιδά των. Ἀνετινάχθη ἒτσι ἓν μέγα τμῆμα τοῦ οἰκοδομήματος, τό ὁποῖον ἐτίμα τό ὑπέροχον ἀρχαῖον Ἑλληνικόν πνεῦμα. [Καί δέν παρέμεινεν εἰς αὐτό μόνον ὁ Μοροζίνι. Ἠθέλησε νά κατεβάσῃ καί τά ἀθάνατα γλυπτά τοῦ ἀετώματος τοῦ Φειδίου, διά νά τά στείλῃ εἰς τήν Βενετίαν, ἀλλά δυστυχῶς οἱ κατεδαφίζοντες ταῦτα Τοῦρκοι ἐργάται ἒθραυσαν τά πλεῖστα τούτων.]

            Ἠκολούθησε μετά καί ὁ δεύτερος μεγάλος καταστροφεύς τοῦ Παρθενῶνος ὁ Ἂγγλος Λόρδος Elgin, ὁ ὁποῖος τῷ 1801-03 ἠθέλησε νά ἀποσπάσῃ τά ἀνάγλυφα τοῦ διαζώματος. Διά νά τό ἐπιτύχῃ ἒβαλε τούς Τούρκους ἐργάτας νά θραύσωσι τό ἐπιστύλιον. Πίπτοντα ἀπό ὓψους τά ἀνάγλυφα κατά γῆς, δυστυχῶς, ἐξ αὐτῶν, πλεῖστα ἐθραύσθησαν. Πολλοί δέ μεταγενέστεροι Ἂγγλοι καί ἂλλοι περιηγηταί εἰς Ἀθήνας ἒψεξαν διά δηλώσεων καί γραπτῶν των αὐστηρότατα τόν Λόρδον Elgin διά τήν ἀστόχαστον καί κακοήθη ἱεροσυλίαν του. (Σημ. ὁμιλοῦντος: Πιστεύω ὃτι ἐάν οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀσχολούμενοι μέ τήν ἐπιστροφήν τῶν Γλυπτῶν τοῦ Παρθενῶνος ἐρευνήσωσι ποῖοι ἦσαν αὐτοί οἱ Ἂγγλοι καί λοιποί ἀρχαιολόγοι καί ἱστορικοί πού ἐπεσκέφθησαν τήν Ἑλλάδα μετά τόν Elgin καί τί ἒγραψαν διά τήν μετακίνησιν τῶν Γλυπτῶν τοῦ Παρθενῶνος εἰς Ἀγγλίαν ὑπ’ αὐτοῦ, αὐτό θά εἶναι μεγάλον ἐπιχείρημα διά τήν Ἑλλάδα εἰς τήν ὃλην προσπάθειαν ἐπαναφορᾶς των. Διά νά τό ἀναφέρῃ ὁ de Chateaubriand, θά ἐγνώριζε καλῶς τούς καταδικάσαντας τήν κλοπήν τοῦ Elgin. Δυστυχῶς δέν ἀναφέρει τά ὀνόματά των καί πρέπει οἱ ἀσχολούμενοι μέ τήν ἐπαναφοράν τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενῶνος νά ἐρευνήσωσι τό θέμα αὐτό.)

            Ὃμως παρεμπιπτόντως ὁ ὁμιλῶν κατώρθωσε νά ἐντοπίσῃ τό μακροσκελές ποίημα τοῦ μεγάλου Ἂγγλου Φιλέλληνος Λόρδου Βύρωνος, τό ὁποῖον φέρει τόν τίτλον «Ἡ Κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς» (Ἀγγλιστί: The Curse of Minerva), τό ὁποῖον ἐγράφη τήν 17ην Μαρτίου, 1811, ὃπου εἰς κάποιους στίχους του ὁ Λόρδος Βύρων λέγει:

                        « ….. Escaped from the ravage of the Turk and Goth,

                        Know, Alaric and Elgin did the rest.

                        …..

                        See here what Elgin won, and what he lost!…

                        Now honoured “less” by all, and “least” by me.

                        …..

                        First on the head of him who did this deed

                        My Curse shall light – on him and all his seed.

                        …..

                        Oh, loathed in life,  nor pardoned in the dust,

                        May Hate pursue his sacrilegious lust!”

                        Μετάφρασις:

                        «….. Διαφεύγων τάς καταστροφάς τοῦ Τούρκου καί τοῦ Γότθου,

                        Γνώριζε (Ἀθηνᾶ), ὁ Ἀλάριχος καί ὁ Elgin διέπραξαν τά ὑπόλοιπα.

                        …..

                        Κύτταξε ἐδῶ τί ἐκέρδισεν ὁ Elgin καί τί ἒχασε!

                        Τώρα ἐκτιμᾶται ἀπό ὃλους πολύ «ὀλιγώτερον» καί «ἐλάχιστα» ἀπό ἐμέ.

                        …..

                        Πρῶτα στό κεφάλι αὐτοῦ πού ἒκανε αὐτήν τήν πρᾶξιν

                        ἡ Κατάρα μου (τῆς Ἀθηνᾶς) θά πέσῃ – ἐπάνω σ’αὐτόν καί ὃλην

                                                                                                τήν γενεάν του.

                        …..

                        Ὢ, σιχαμένος εἰς τήν ζωήν καί ἀσυγχώρητος εἰς τόν τάφον του,

                        Εἲθε τό Αἰώνιον Μῖσος νά καταδιώκῃ τήν ἱερόσυλον ἀσέλγειάν του».

            Κάνων ὁ François-René de Chateaubriand αὐτοκριτικήν λέγει, ὃτι καί οἱ Γάλλοι μετέφερον εἰς Γαλλίαν ἀρχαιότητας ἀπό διαφόρους χώρας. Ἀλλλά ποτέ, [μά ποτέ,] δέν ἐβεβήλωσαν ἀρχαίους ναούς ἢ ἀρχαῖα μνημεῖα ἀποσπῶντες βιαίως ἀπό αὐτά ἀθάνατα τεμάχια ἒργα τέχνης, ὡς ἒπραξαν οἱ Ἑνετοί μέ τόν Μοροζίνι καί οἱ Ἂγγλοι μέ τόν Λόρδον Elgin.

            Ὃλα τά ἀρχαῖα μνημεῖα, λέγει ὁ Chateaubriand, καί βεβαίως τά λεπτά ἒργα τῶν Ἀθηνῶν, ὃταν ἀποσπασθῶσιν ἀπό τούς τόπους διά τούς ὁποίους εἶχον κατασκευασθῆ, ὂχι μόνον θά χάσωσιν ἓν μέρος τῆς ὀμορφιᾶς των, ἀλλά ὁλόκληρον αὐτήν καθ’ἑαυτήν τήν ὀμορφιάν των. Καί τό ἐξηγεῖ: «Τό ἂπλετον φῶς εἶναι ἐκεῖνον τό ὁποῖον τονίζει τήν λεπτότητα τῶν γραμμῶν καί τῶν χρωμάτων των: Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον, αφοῦ αὐτό τό ἂπλετον φῶς τῆς Ἑλλάδος θά τούς λείπῃ εἰς τήν Ἀγγλίαν, ἡ λεπτότης τῶν γραμμῶν καί τῶν χρωμάτων των θά ἐξαφανισθῶσιν». [(Σημ. ὁμιλοῦντος: Εἶναι ἐξαίρετος αὐτή ἡ παρατήρησις τοῦ Chateaubriand. Καί καλόν εἶναι νά τήν ἒχωσιν ὑπ’ ὂψιν ὡς δυνατόν ἐπιχείρημα οἱ νεώτεροι Ἓλληνες ἀδελφοί μας εἰς τόν ἀγῶνα των πρός ἐπαναπατρισμόν τῶν γλυπτῶν του Παρθενῶνος.)]

            Ἡ παρατήρησις αὐτή γίνεται ἀκόμη πλέον ἐμφανής, ὃταν, ὡς διηγεῖται ὁ François-René, ὀλίγον πρό τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ἐκάθησαν κάπου εἰς τήν Ἀκρόπολιν διά νά ἀναπαυθῶσι καί προγευματίσωσι. Ἦτο τότε πού ὃλη ἡ περιοχή ἐδέχετο τάς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου καί ἡ πρώτη περιοχή τοῦ λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς καί τῶν γύρω βουνῶν ἐλάμβανον διαφόρους ῥοδιζούσας ἀποχρώσεις. Γράφει καταμαγευμένος ὁ Chateaubriand : «Ἡ Ἀθήνα, ἡ Ἀκρόπολις καί τά ἐρείπια τοῦ Παρθενῶνος ἐβάφοντο μέ τάς ὀμορφοτέρας ἀποχρώσεις τοῦ ἂνθους τῆς ῥοδακινιᾶς, τά δέ ἐναπομείναντα γλυπτά τοῦ Φειδίου εἰς τόν Παρθενῶνα, πού τά ἐκτύπων ὁριζοντίως αἱ χρυσαῖ ἀκτῖνες, ἐζωήρευον καί ὡμοίαζον νά κινῶνται ἐπάνω εἰς τό μάρμαρον χάριν εἰς τήν συνεχῆ κίνησιν τῶν σκιῶν τῶν γλυπτῶν λόγῳ τῆς συνεχοῦς μετακινήσεως τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου». (Σημ. ὁμιλοῦντος: Αὐταί αἱ τόσον παραστατικαί παρατηρήσεις καί ζωνταναί λεπτομέρειαι δέν δύνανται νά φαίνωνται καί νά ἀναδεικνύωσι τά γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος εἰς τόν τεχνητόν καί στατικόν φωτισμόν ἑνός Μουσείου, ὃπου εἶναι σήμερον ἐκτεθειμένα τά γλυπτά εἰς Ἀγγλίαν. Αὐτά κυρίως πρέπει νά ἀναφέρωνται ὑπό τῶν ἁρμοδίων εἰς τούς Ἂγγλους πρός ἐπάνοδον τῶν γλυπτῶν εἰς Ἑλλάδα καί ὂχι μόνον ἡ ῥηχή ἀπαίτησις ὃτι αὐτά μᾶς ἀνήκουσι καί πρέπει νά μᾶς τά ἐπιστρέψωσι.»)

            Κατεβαίνοντες ἀπό τήν Ἀκρόπολιν ὁ René ἐπῆρεν ὡς σουβενίρ ἓν μικρόν τεμάχιον μαρμάρου ἀπό τόν Παρθενῶνα, ὡς ἒπραττεν εἰς ὃλα τά μέρη πού ἐπεσκέπτετο συλλέγων κάτι μικρόν, μίαν πέτραν ἢ ἓνα μικρόν τεμάχιον μαρμάρου. Διά νά λέγῃ εἰς τόν ἑαυτόν του, ὡς γράφει: «Ἢμην ἐκεῖ καί μοῦ συνέβη αὐτό». Ἒτσι ὃταν ἐπέστρεψεν εἰς τήν Γαλλίαν εἶχε μαζί του μίαν πέτραν ἀπό τόν τάφον τοῦ Ἀγαμέμνονος (Μυκῆναι), ἀπό τήν Σπάρτην, τό Ἂργος, τήν Κόρινθον, κάτι τό ἀναμνηστικόν ἀπό τόν κ. Fauvel καί πολλά κομποσχοίνια ἀπό τά διάφορα μοναστήρια πού ἐπεσκέφθη. Ἐξ ἂλλου πλήν τοῦ περαιτέρω πλουτισμοῦ τῶν πολλῶν νέων γνώσεων πού ἀπέκτησεν, αὐτά τά μικρά σουβενίρ εἶναι πού ἐπῆρε, λέγει, ἀπό τό ταξείδιόν του. Κατ’ ἀντίθεσιν ἐξώδευσε 50.000,= φράγκα κατά τό ταξείδιον αὐτό καί διά νά ἐπιστρέψῃ εἰς Παρισίους ἂφησεν ἐνέχυρον τά ἀσπρόρουχά του καί τά ὃπλα του. «Ἐάν εἶχε δέ παραταθῆ ἀκόμη ἐπ’ ὀλίγον τό ταξείδιόν μου, γράφει, θά ἐπέστρεφα γυμνόπους μέ μόνον μίαν ῥάβδον εἰς τήν χεῖρα!»

            [Τό βράδυ δειπνοῦντες μέ τόν κ. Fauvel, αὐτός τοῦ ἀνέφερεν ὃτι ὁ Ἰλισσός παρ’ ὃλον ὃτι ἐπιφανειακῶς ἦτο ξηρός, ἐν τούτοις μόλις τόν ἒσκαπτες ὀλίγον ὑπῆρχεν ἀρκετόν νερόν ἀπό κάτω. Αὐτό δέ ἒκαναν αἱ γυναῖκες διά τήν πλύσιν τῶν ῥουχῶν.] Ἐπιστρέφοντες ἐπέρασαν ἀπό τήν Νέαν Συνοικίαν τῆς Ἀθήνας, ἣτις ὠνομάζετο ἡ Ἀθήνα τοῦ αὐτοκράτορος Ἁδριανοῦ. Ἒφθασαν εἰς τούς μεμονωμένους κίονας τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διός. [Μεταξύ δύο ἐναπομεινάντων κιόνων, τούς ὁποίους ἑνώνει τό διατηρούμενον ἀκόμη ἐπιστύλιον, ὑπῆρχε τότε ἐκτισμένη μία καλύβη, ἡ ὁποία ἀνῆκε εἰς κάποιον ἐρημίτην. Δέν ἠδύνατο νά ἀντιληφθῇ κάποιος, πῶς ὁ ἐρημίτης ἐκεῖνος ἒκτισε τήν καλύβην του καί διέμενεν ἐκεῖ ἐπάνω εἰς ὓψος 60 ποδῶν.] Ὁ ναός τοῦ Ὀλυμπίου Διός ἐχρειάσθη 7 (ἑπτά) αἰῶνας διά νά κτισθῇ ἐτελείωσε δέ ἐπί ἐποχῆς τοῦ δραστηρίου φιλέλληνος αὐτοκράτορος Ἁδριανοῦ. Σημειωτέον ὃτι οἱ κίονες τοῦ Ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διός, λαξευμένοι εἰς Κορινθιακόν Ῥυθμόν, εἶναι πολύ ὑψηλότεροι ἐκείνων τοῦ Παρθενῶνος, ἀλλά ὑστεροῦσιν εἰς ὡραιότητα καθ’ ὃτι εἶναι χονδροκαμωμένοι. Ὃμως ἐπειδή εἶναι μόνοι εἰς τόν χῶρον, ἀποκτοῦσι μίαν ἐπιβλητικήν ἐμφάνισιν.

            [Ὡς Γάλλος, βεβαίως, δέν ἠδύνατο νά μήν ἐκφράσῃ καί κάποιαν ἂποψιν διά τάς γυναῖκας τῶν Ἀθηνῶν. Δέν τάς ἐθεώρει καί πολύ ὡραίας. Ἐν συγκρίσει δέ μέ τάς Πελοποννησίας αὐταί (αἱ Πελοποννήσιαι) ἦσαν πολύ ὡραιότεραι. Ἐξ ἂλλου παρατηρεῖ καί κατά κάποιον τρόπον δικαιολογεῖ τό ὃτι ὃλοι οἱ γνωστοί ἀπό τήν ἱστορίαν Ἀθηναῖοι, ὡς ὁ Περικλῆς, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης καί ὁ Πλάτων εἶχον ἐπιλέξει ξένας γυναῖκας!]

            25η ἡμέρα Αὐγούστου, 1806. Ἐξεκίνησαν μέ τά ἂλογά των ἀπό τήν Ἀθήναν διά τό Φάληρον καί τόν Πειραιᾶ. Κατά πρῶτον ἐπέρασαν ἀπό πολλούς ἀμμολόφους, ὃπου ὁ Chateaubriand εἰς διάφορα σημεῖα εἶδε τάς βάσεις τῶν Μακρῶν Τειχῶν, πού ἣνωνον τάς Ἀθήνας μέ τόν Πειραιᾶ. [Τό λιμάνι τοῦ Φαλήρου ἦτο μία ἡμικυκλική λεκάνη, ἡ ὁποία θά ἐχώρει περί τά πεντήκοντα πλοῖα τῆς ἀρχαιότητος. Ἀμέσως συνεδύασε τό λιμάνι μέ τόν Ὁμηρικόν στίχον τῆς Ἰλιάδος (Ῥαψ. Β΄556) ὃπου ὁ Μενεσθεύς ὡδήγησε 50 πλοῖα ἀπό τό Φάληρον πρός τήν Τροίαν. Ὁ Ὁμηρικός στῖχος ἒχει ὡς ἑξῆς:

            «Τῷ δ’ ἃμα πεντήκοντα μέλαιναι νῆες ἓποντο». ἢτοι: Καί αὐτόν πεντήκοντα ὁλόμαυρα καράβια ἠκολούθουν.]

            Eἰς τό Φάληρον ὑπῆρχεν ὁ ἀρχαῖος βωμός ὁ ἀφιερωμένος «τῷ Ἀγνώστῳ Θεῷ» (Λατ. Deo ignoto), τόν ὁποῖον εἶχεν ἐπισκεφθῆ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὃταν ἦλθεν εἰς τήν Ἑλλάδα. [Ἀκόμη δέ ἐνεθυμήθη, ὃτι ὁ Θησεύς ἀνεχώρησε διά τήν Κρήτην ἀπό τό Φάληρον. Ἐπ’ αὐτοῦ παραθέτει καί δύο στίχους ἀπό τήν Φαίδραν τοῦ Ῥακίνα (πράξις Β΄). Εἰς μετάφρασιν ἒχουν:

            «Ὂντας παιδίν ἀκόμη…

            Ἐσύ τῆς Κρήτης τό θεριόν θά εἶχες ἀφανίσει».

            Καί καταλήγει ὁ de Chateaubriand : «Δέν εἶναι τά μεγάλα πλοῖα καί οἱ μεγάλοι λιμένες ἐκεῖνοι πού δίδουν τήν ἱστορικήν αἰωνιότητα».]

            Προχωροῦντες ἀπό τό Φάληρον πρός τόν ἀρχαῖον λιμένα τοῦ Πειραιῶς εἰς κάποιαν στιγμήν ὁ κ. Fauvel ἐσταμάτησε καί ἒδειξεν εἰς τόν François-René ἓνα τάφον λαξευμένον ἐπάνω εἰς ἓνα βράχον, τόν ὁποῖον πότε περιέλουον τά ἢρεμα κύματα καί πότε ἀπετραβῶντο. [ὁπότε ὁ τάφος ἐγέμιζεν ἀπό θάλασσαν καί πάλιν ἐκενοῦτο.] Ὁ κ. Fauvel τοῦ εἶπεν ὃτι, ἀπό τάς παρατηρήσεις του, αὐτός θά ἒπρεπε νά ἦτο ὁ τάφος, ὃπου ἐναπετέθησαν τά ὀστᾶ τοῦ διασήμου στρατηγοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ μεγάλου νικητοῦ τῶν Περσῶν, ὡς ἀνέφερε καί ὁ γεωγράφος ἱστορικός Διόδωρος ὁ Σικελιώτης καί ἐβεβαίωνε καί ὁ Πλούταρχος εἰς τούς Παραλλήλους Βίους του περί τοῦ Θεμιστοκλέους καί τούς ὁποίους σᾶς παραθέτω εἰς μετάφρασιν:

                        «Τοποθετημένος εἰς ἓν σημεῖον ἀνοικτόν,

                        ὁ τάφος σου ἒχει τόν χαιρετισμόν τῶν ναυτικῶν,

                        πού μπαίνουν στό λιμάνι ἢ βγαίνουν,

                        κι’ ἂν γίνῃ κάποια ναυμαχία,

                        θά εἶσαι μάρτυς τῆς συγκρούσεως τῶν πλοίων».

            [Ὁ Chateaubriand λέγει ἀκόμη, παρ’ ὃλον ὃτι ἐκάλυψαν μίαν μεγάλην ἀπόστασιν ἀπό τό Φάληρον μέχρι τόν Πειραιᾶ εἰς τούς ὃρμους καί λιμένας τῆς περιοχῆς δέν εἶδον οὒτε μίαν βάρκαν!] Ὃμως καί ἐδῶ παντοῦ ἐβασίλευεν ἐρημία. Ὁ μόνος ἦχος πού ἠκούετο ἦτο «τό κρώξιμον τῆς ἀλκυόνος καί τό αἰώνιον μουρμουρητόν τῶν κυμάτων, καθώς ἒσπαζον ἁπαλά εἰς τόν τάφον τοῦ Θεμιστοκλέους ἀναμειγνύοντα τήν τέφραν τῶν ὀστῶν τοῦ μεγάλου νικητοῦ τῶν Περσῶν καί μεταφέροντα ἀενάως ταύτην μέ τά κύματα τῆς θαλάσσης ὁλόγυρα εἰς ὃλην τήν περιοχήν τῆς ναυμαχίας».

            [Τέλος εἰς τόν λιμένα τοῦ Πειραιῶς εἶδον ἓνα Τοῦρκον, ὑποτίθεται τόν τελώνην, καθήμενον ἐκεῖ εἰς κατάστασιν νιρβάνα καπνίζοντα τόν ναργιλέν του, ἐμπρός ἀπό μίαν ξυλίνην καλύβην καί ματαίως ἀναμένοντα τήν ἐμφάνισιν κάποιου πλεουμένου. [Σημ. ὁμιλοῦντος: Εἶμαι βεβαίως ὃτι ὁ Chateaubriand ἐάν ἒζη τήν ἐποχήν τοῦ Samuel Beckett θά εἶχεν ἀναγνώσει τό περίφημον βιβλίον του « Waiting for Godot », δηλ. «Περιμένοντες τόν Γκοντώ» (Γαλλιστί: En attendant Godot), ὁπωσδήποτε θά παρέθετε καί μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἒργον αὐτό!]

            Ὁ Chateaubriand ηὗρε τά νερά καί τόν πυθμένα τοῦ λιμένος τοῦ Πειραιῶς ἀρκετά βαθέα, ὣστε ὁ λιμήν αὐτός «εἰς τάς χεῖρας ἑνός πολιτισμένου ἒθνους θά ἠδύνατο νά γίνῃ εἷς σημαντικός λιμήν». Σημειωτέον, ὃτι κατά τήν Ἑνετικήν περίοδον ὁ Πειραιεύς ὠνομάζετο Porto-Leone, διότι εἰς τήν εἲσοδόν του ὑπῆρχεν εἷς ἐπιβλητικός λέων. Τόν Λέοντα αὐτόν ὁ σαρωτής τῶν πάντων Morozini τόν ἀπέσπασεν ἀπό τήν θέσιν του εἰς τήν εἲσοδον τοῦ λιμένος τοῦ Πειραιῶς καί τόν μετέφερεν ὡς λάφυρον εἰς τήν Βενετίαν. Μετά τήν ἐπίσκεψίν των εἰς τόν Πειραιᾶ ἒλαβον τήν ἂγουσαν πρός τάς Ἀθήνας.

            Εἰς μάτην ἀνεζήτησαν καθ’ ὁδόν τόν τάφον τοῦ Μενάνδρου, τό κενοτάφιον τοῦ Εὐριπίδου καί τόν ναΐσκον τόν ἀφιερωμένον εἰς τόν Σωκράτην. Δυστυχῶς δέν ὑπῆρχον πλέον! [Ἀπό τήν Ἀθήνα ἐπεσκέφθησαν τό προάστειον Ἀμπελόκηποι, ὃπου ἐκεῖ ὁ κ. Fauvel εἶχεν ἐντοπίσει τόν ναόν τῆς ἐν Κήποις Ἀφροδίτης (ἂλλως Ἀφροδίτης τῶν Κήπων). Ἐπιστρέφοντες ἀπό ἐκεῖ πρός τά δεξιά των ὑπῆρχεν ἓν μικρόν βραχῶδες ὓψωμα –ὁ Κολωνός.] Εἰσερχόμενοι δέ εἰς τήν Ἀθήναν ἐπέρασαν ἀπό τήν Ἀκαδημίαν, εἰς τήν ὁποίαν οὐδέν ὑπῆρχε, τό ὁποῖον θά ἒφερεν εἰς τήν μνήμην «τό ἂλλοτε ἡσυχαστήριον τῶν σοφῶν».

            Τήν ἐπαύριον, 26ην Αὐγούστου, 1806, τήν ἀφιέρωσαν εἰς τήν ἐπίσκεψιν τῶν ἀρχαίων θεάτρων τῆς Ἀθήνας. Εἰς τούς πρόποδας τῆς Ἀκροπόλεως ἦτο τό θέατρον τοῦ Βάκχου ἢ Διονύσου, ὃπου κατά τήν ἀρχαιότητα ἐπαίζοντο τά ἐξόχου τελειότητος ἒργα τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Σοφοκλέους καί τοῦ Εὐριπίδου. Ἐκφράζει δέ τήν λύπην του διά τήν μετέπειτα κατάντιαν τοῦ θεάτρου αὐτοῦ ἐπί τῆς ἐποχῆς τῶν Ῥωμαίων, ὃπου ἐκεῖ ἐγίνοντο οἱ αἱμοβόροι ἀγῶνες τῶν μονομάχων. Καί διερωτᾶται πῶς κατήντησεν ἒτσι ἡ «ἱερά αὐτή κατοικία τῶν θεῶν!» [Ἐξέφραζε δέ τήν πεποίθησίν του ὃτι «ὁ Χριστιανισμός θά ὑποδείξῃ ἐν τέλει τά ἂγρια νέα ἢθη τῶν ἀνθρώπων καί δέν θά ἀφήσῃ τά ἒθνη νά φθάσωσιν εἰς ἓνα τόσον ἀξιοθρήνητον γῆρας». (Σημ. ὁμιλοῦντος: Δυστυχῶς τά ἒθνη ἀπεμακρύνθησαν ἒτι μακρύτερον ἀπό τάς ἠθικάς διδαχάς τοῦ Χριστιανισμοῦ καί βλέπομεν τό σημερινόν κατάντημα τῆς ἀνθρωπότητος, ἣτις ἂνευ ἠθικῶν ἀρχῶν παραπαίει).]

            [Δέν παραλείπει ὁ Chateaubriand νά κάνῃ μίαν σύγκρισιν τῶν ἀρχαίων μνημείων τῆς Ἀθήνας μέ ἐκεῖνα πού ἒκτισαν εἰς αὐτήν οἱ Ῥωμαῖοι αὐτοκράτορες. Καί λέγει: «Ὃ,τι ἢγγιξαν οἱ αὐτοκράτορες εἰς τήν Ἀθήναν ἀναγνωρίζεται μέ τήν πρώτην ματιάν καί δημιουργεῖ μίαν αἰσθητήν δυσαρμονίαν μέ τά ἀριστουργήματα τοῦ αἰῶνος τοῦ Περικλέους».     Τέλος ἐπεσκέφθησαν τό Γαλλικόν μοναστῆρι τῶν Καπουτσίνων μοναχῶν, ὃπου εἰς τό μέσον του ὑπῆρχε τό μνημεῖον τοῦ Λυσικράτους καί τό ὁποῖον οἱ ντόπιοι ἀπεκάλουν «τό φανάρι τοῦ Δημοσθένους».]

            Κλείει δέ τήν περιήγησίν του εἰς Ἀθήνας ὁ Chateaubriand μέ ἓν ἀπόσπασμα ἀπό τάς Ἀναμνήσεις τοῦ Ἰησουΐτου μοναχοῦ Babin, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὃτι [ὑπῆρχον ἀρκετά βιβλία περιηγητῶν πού περιέγραφον τήν Ῥώμην, τήν Κωνσταντινούπολιν, τήν Ἱερουσαλήμ καί ἂλλας μεγάλας πόλεις κατά τόν Μεσαίωνα, ἐν τούτοις] διά τήν Ἀθήναν ἐλάχιστα βιβλία ὑπῆρχον, ἐν αντιθέσει πρός τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς καί ἱστορικούς, ὡς ὁ Παυσανίας, ὁ Πολύβιος καί ἂλλοι οἱ ὁποῖοι τήν περιέγραψαν λεπτομερῶς. Γράφει ὁ Babin ἐπί λέξει: «… ὃμως καί τώρα εἰς τήν κατάστασιν πού εἶναι σήμερον, μέσα εἰς τά ἐρείπιά της ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέῃ σεβασμόν, εἲτε εἰς τούς εὐλαβεῖς, πού βλέπουν τάς ἐκκλησίας της, εἲτε εἰς τούς σοφούς, πού τήν ἀναγνωρίζουσιν ὡς μητέρα τῆς γνώσεως, εἲτε εἰς τούς φιλοπολέμους καί γενναίους, πού τήν θεωροῦσιν ὡς τό Πεδίον τοῦ Ἂρεως».

            Ὁ κ. Fauvel προσεπάθησε νά πείσῃ τόν Chateaubriand, ὃπως παρατείνῃ ἀκόμη ὀλίγας ἡμέρας τήν παραμονήν του εἰς τήν οἰκίαν του καί νά ξεκουρασθῇ ἀπό τήν ἒντονον περιήγησιν πού ἒκανον, ἀλλά αὐτός ἦτο ἀνένδοτος φοβούμενος, ὃτι θά χάσῃ τό πλοῖόν του. Ὁ κ. Fauvel κατανοήσας τάς ἀνησυχίας τοῦ Chateaubriand δέν ἐπέμεινε καί τόν καθησύχασε, τοῦ ὑπέδειξε δέ ὃπως κατευθυνθῇ ἀπό τάς Ἀθήνας εἰς τήν Κερατέαν, ἡ ὁποία ἦτο ἒναντι τῆς νήσου Κέας ἢ Τζιᾶς, ὃπως τήν ἒλεγον οἱ ἐντόπιοι, ἀπ’ ὃπου θά ἦτο εὒκολον καί ἐάν ἒχανε τό πλοῖόν του νά εὓρῃ ἢ νά ναυλώσῃ κάποιον ἂλλον καράβι πρός τήν Μικράν Ἀσίαν.

            Τήν 27ην Αὐγούστου 1806, πολύ πρωΐ, ἀνεχώρησεν ὁ Chateaubriand μέ τόν βοηθόν του Ζοζέφ καί ἓνα νέον, γνωστόν τοῦ κ. Fauvel, ὁ ὁποῖος θά τούς ἐβοήθει ἀφοῦ καί αὐτός ἐπήγαινε νά ἰδῇ τούς γονεῖς του εἰς Κέαν. Κάνοντες τόν γῦρον τοῦ Ὑμηττοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν ὀροσειράν τοῦ Λαυρίου, καί ἒφθασαν εἰς τήν Κερατέαν. Ἀμέσως ἀνέβησαν εἰς ἓν ὓψωμα διά νά ἐντοπίσωσι τό Αὐστριακόν πλοῖον, πού θά τούς παρελάμβανε. Δυστυχῶς, τό πέλαγος ἦτο ἒρημον. Ἢναψαν φωτιάς καί εἷς βοσκός τῆς περιοχῆς τούς ὑπεσχέθη, ὃτι θά τούς εἰδοποίει ἐάν τό ἒβλεπεν.

            Ἐδῶ ὁ Chateaubriand ἀναφέρει ὃτι τά σινιάλα μέ τήν φωτιάν ἦτο πανάρχαιον Ἑλληνικόν ἒθιμον – ἀπό τήν ἐποχήν τοῦ Ὁμήρου, ὁ ὁποῖος εἰς τήν Ἰλιάδα (Ῥαψωδία Σ) ἀναφέρει εἰς τούς στίχους 207-208: «Ὡς δ’ ὃτε καπνός ἰών ἐξ ἂστεος αἰθέρ’ ἳκηται», ἢτοι «καί ὃπως ὃταν καπνός σηκώνεται ἀπό μίαν πόλιν καί φθάνει εἰς τά ὓψη τοῦ αἰθέρος..»

            Καί παρακάτω εἰς τούς στίχους 210 – 212:

                        «…. ἃμα δέ ἠελίῳ καταδύντι

                        πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι, ὑψόσε δ’ αὐγή

                        γίγνεται ἀΐσσουσα, περικτιόνεσσιν ἰδέσθαι, …»

                        Δηλ. «…. καί ὃταν δύσῃ ὁ ἣλιος,

                        καίγονται φωτιαί ἡ μία ὀπίσω ἀπό τήν ἂλλην

                        καί ὑψηλά μέ ὁρμήν ἀναπηδᾷ ἡ λάμψις, διά τούς

                                                                        περιοίκους νά τήν ἰδῶσι…».

            Ἀναμένοντες τήν ἐμφάνισιν τοῦ πλοίου ἐπέρασαν τό πρωϊνόν των εἰς τήν γύρω ἀγρίαν φύσιν. Ὃμως ὁ δυνατός ἣλιος τοῦ καλοκαιριοῦ ἐπηρέασε τόν François-René: Τό βράδυ ἒκαιεν ὁλόκληρος ἀπό τόν πυρετόν. [Εἶχε μίαν νέαν κρίσιν πυρετοῦ, ἀπό τόν περιοδικόν πυρετόν πού κατά διαστήματα ἐπαρουσίαζεν ἒξαρσιν, ἲσως λόγῳ ἑλονοσίας (Μαλαρίας) ἀπό τά διάφορα ταξείδια του εἰς μακρυνάς χώρας καί τό νερόν πού ἒπινεν εἰς διαφόρους ποταμούς.] Ὃλην τήν νύκτα ἐπαραμιλοῦσε καί ὁ συνοδός του Ζοζέφ τοῦ ἒδιδε διαρκῶς δροσερόν νερόν διά νά πίῃ. Εἰς μίαν στιγμήν εἰς τό παραλήρημά του ἢρχισε νά τραγουδᾷ. Ὁ Ζοζέφ τά εἶχε χαμένα [καί ἒλεγεν: «O Dio, che questo ? Il signor canta ! Poveretto! », δηλ. Ὦ Θεέ μου, τί εἶναι αὐτό; Ὁ κύριος τραγουδᾷ! Τόν καημένον!]

            Εὐτυχῶς περί τήν 9ην πρωϊνήν, [χάριν εἰς τό καθαρόν νερόν πού ἒπινε καί τήν ἀποφυγήν ἀφυδατώσεώς του λόγῳ τοῦ ἀκατασχέτου ἱδρῶτός του,] ὁ πυρετός του μετά ἀπό 17 ὁλοκλήρους ὣρας ἒπεσε. Φοβούμενος ὁ Chateaubriand νέαν ὑποτροπήν τοῦ πυρετοῦ του, ἒγραψεν εἰς τόν φίλον του κ. Fauvel εἰς τήν Ἀθήναν, ὃπως τοῦ ἀποστείλῃ κάποια φάρμακα καί τοῦ ἐξεύρῃ ἓν καράβι διά νά ἀναχωρήσῃ ἀπό τήν Κερατέαν. Τοῦ διεβίβασε τήν ἐπιστολήν μέ τόν νεαρόν πού τούς συνώδευε διά νά ἐπισκεφθῇ τούς γονεῖς του εἰς Κέαν.

            Ὁ κ. Fauvel ἀμέσως τοῦ ἒστειλε κινίνην διά τόν πυρετόν, τήν καλυτέραν πού εἶχεν ὡς Πρόξενος τῆς Γαλλίας. [Τοῦ συνέστησεν εἰς τήν ἐπιστολήν του νά λαμβάνῃ τήν κινίνην μετά προσοχῆς καί ἐπιφυλάξεως, διότι ἀκόμη δέν εἶχον μελετηθῆ καλῶς αἱ ἐπιπτώσεις της. Ὁ Chateaubriand ὃμως ἦτο τόσον πανικοβεβλημένος ἀπό τά τρομερά ῥίγη, πού τοῦ εἶχεν ἐπιφέρει ὁ πυρετός, ὣστε ἀψηφίσας τάς ὁδηγίας τοῦ φίλου του κ. Fauvel ἒλαβε τριπλήν δόσιν τῆς ὑποδειχθείσης. Εὐτυχῶς αὐτό δέν εἶχε καμμίαν ἐπίπτωσιν εἰς τήν ὑγείαν του καί] Ἐντός ἡμισείας ὣρας ὁ πυρετός καί τά ῥίγη ὑπεχώρησαν πλήρως καί ᾐσθάνετο πλέον καλά, ὡς καί πρότερον. Ἐπίσης ὁ κ. Fauvel τοῦ ἐξηῦρε καί πλοῖον πρός ἀναχώρησίν του διά τόν προορισμόν του. Τό πλοῖον θά ἠγκυροβόλει εἰς ἀπόστασιν 2 λευγῶν ἀπό τήν Κερατέαν.

            Ἒτσι ὁ François-René ἐπανευρών πλήρως τάς δυνάμεις του ἀνεχώρησε μέ τούς συνοδούς του διά ξηρᾶς πρός ἀναζήτησιν τοῦ πλοίου των. Ἐν τέλει τό ἀνεκάλυψαν εἰς ἓνα ὃρμον, ἐπεβιβάσθησαν εἰς αὐτό καί κατηυθύνθησαν κατά πρῶτον πρός τό Σούνιον, ὃπου καί ἢραξαν ἀναμένοντες νά φυσήσῃ νέος οὒριος ἂνεμος διά τήν Κέαν. Οἱ ναῦται τούς ἀνέφερον ὃτι ὁ οὒριος ἂνεμος ἀνεμένετο μετά ἀπό ἀρκετάς ὣρας. Ὁ Chateaubriand καί οἱ συνοδοί του δέν ἒχασαν τήν εὐκαιρίαν νά ἀναρριχηθῶσιν εἰς τούς περιβάλλοντας τόν χῶρον βράχους καί νά ἐπισκεφθῶσι τόν περίφημον Ναόν τοῦ Ποσειδῶνος εἰς τήν ἂκρην τοῦ κρημνοῦ τοῦ Ἀκρωτηρίου τοῦ Σουνίου.

            Ἀπ’ ἐκεῖ ἀπήλαυσαν τό ὑπέροχον ἡλιοβασίλευμα, ὃταν αἱ τελευταῖαι ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἒρριπτον ἓν ὡραιότατον κοκκινωπόν χρῶμα εἰς τάς ἀπέναντι νήσους τοῦ Αἰγαίου καί εἰς τό ἀρχαῖον μνημεῖον μέ τούς 14 κίονας, ὃπου ηὑρίσκοντο. Τό βράδυ κατεκλίθησαν καί ὃλοι ἐκοιμήθησαν, πλήν τοῦ Chateaubriand, ὃστις ἠθέλησε τό τελευταῖόν του βράδυ εἰς τήν ἠπειρωτικήν Ἑλλάδα καί μέ τάς ὑπερόχους στιγμάς καί ἐντυπώσεις, πού ἀπεκόμισεν ἀπό τήν περιήγησίν του εἰς αὐτήν, νά τό ἀπολαύσῃ σκεπτόμενος. Δέν ἒκλεισε καθόλου τά μάτια, ἁπλῶς ἐτυλίχθη τό ἐπανωφόριόν του, ἐκοίταζεν ὀνειροπόλα τό πέλαγος καί ἐσκέπτετο:

            [Εἶχεν ἀκουμβήσει εἰς ἓνα τῶν κιόνων τοῦ Ναοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καί ἀπελάμβανε τήν ἀντανάκλασιν τῶν ἂστρων εἰς τά ἣρεμα νερά τῆς θαλάσσης ἀπό κάτω καί ἀπέναντί των καί ἀγαλλιοῦσε. Πόσον ὑπέροχον ἦτο τό θέαμα αὐτό καί πόσον ἠρεμιστικόν. Ποῦ καί ποῦ, γράφει, ἐφύσα ἓνα περαστικόν ἀεράκι καί ἐτάραζε εἰς τήν θάλασσαν τήν ἣσυχον ἀντανάκλασιν τῶν ἂστρων. Τό ἀεράκι ἐκίνει τούς ἀντικατοπτριζομένους ἐπί τῆς θαλάσσης ἀστερισμούς καί ἀναβαῖνον τούς βράχους ἢρχετο ἁπαλᾶ «νά σβήσῃ ἀνάμεσον τῶν κιόνων τοῦ Ναοῦ τοῦ Ποσειδῶνος μέ ἓν ἀδύναμον μουρμούρισμα». Ἦτο ἓν αἲσθημα πραγματικῶς ὀνειρῶδες.]

            Ὁ Chateaubriand ἀτενίζων τό πέλαγος διελογίζετο. Μᾶς ἐκθέτει λοιπόν πολύ σοβαράς σκέψεις του καί εἶναι μέ αὐτάς πού θά κλείσῃ ὁ ὁμιλῶν τήν παροῦσαν ὁμιλίαν:

            Κατά πρῶτον αἱ σκέψεις τοῦ Chateaubriand περιεστράφησαν εἰς τό ἀρχαῖον μεγαλεῖον τῆς Ἑλλάδος καί συνέκρινε τοῦτο μέ τόν σημερινόν μαρασμόν της, εἰς τόν ὁποῖον ἡ χώρα αὐτή εἶχε καταπέσει! Ὡδηγημένος ἀπό αὐτήν τήν σκέψιν καί ἀντικρύσας καί γνωρίσας πλέον τήν συμπεριφοράν τῶν Τούρκων κατακτητῶν τῆς Ἑλλάδος γράφει: [«Ἐάν εἶχον ποτέ σκεφθῆ, ὡς καί ἂλλοι διανοούμενοι, ὃτι ἲσως ἡ ἀπολυταρχία ἦτο ὁ καλύτερος τρόπος διακυβερνήσεως, ἡ παραμονή μου εἰς τήν Ἑλλάδα μέ ἒχουσι τελείως θεραπεύσει ἀπό αὐτήν τήν ἂποψιν».] καί ἐξηγεῖ ἐπί λέξει διατί: «… Κραυγαλέοι ἐξευτελισμοί κάθε εἲδους ὁλοκληρώνουσι τήν καταστροφήν ἐπάνω εἰς τάς καλλιεργείας καί τήν ζωήν, ὃπως τό νά ἐκδιώκῃς ἓνα Ἓλληνα χωρικόν ἀπό τήν καλύβα του, νά τοῦ ἁρπάζῃς τήν γυναῖκά του καί τά παιδία του, νά τόν σκοτώνῃς μέ τήν παραμικράν ἀφορμήν, αὐτό κατήντησε παιγνίδι καί διά τόν πλέον ἀσήμαντον ἀγάν τοῦ μικροτέρου χωρίου». Καί προχωρῶν προσθέτει ἀκόμη: «Ποῖος θά ἠδύνατο νά φαντασθῇ, ὃτι ἡ Ἀθήνα εἶναι ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν μαύρων εὐνούχων τοῦ Σεραγίου! Εἷς τέτοιος εὐνοῦχος διοικεῖ σήμερον «τόν λαόν τοῦ Σόλωνος!» Καί κατοικεῖ εἰς τήν Ἀκρόπολιν, πού εἶναι γεμάτη ἀπό τά ἀριστουργήματα τοῦ Φειδίου καί τοῦ Ἰκτίνου, καθισμένος, ὁ εὐνοῦχος αὐτός, βλακωδῶς σταυροπόδι ἐπάνω εἰς ἓνα βρώμικον χαλίν καί μέ τόν καπνόν τοῦ ναργιλέ του νά ἀνεβαίνῃ ἀνάμεσα τῶν κιόνων τοῦ Παρθενῶνος, χωρίς αὐτός ὁ εὐνοῦχος νά ἒχῃ καμμίαν αὐτοσυνείδησιν καί συναίσθησιν τοῦ ἱστορικοῦ καί ἱεροῦ χώρου εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκεται!…» (Σημ. ὁμιλοῦντος: Πράγματι, διοικητής τῶν Ἀθηνῶν διωρίσθη ὑπό τοῦ Σουλτάνου ὁ ἀρχηγός τῶν εὐνούχων τῆς Κωνσταντινουπόλεως! Τέτοια κατάντια!)

            [Ἂλλη ἀρνητική ἐντύπωσις τοῦ Chateaubriand ἦτο τό ὃτι ἡ χώρα πού περιηγήθη ἦτο ἀκαλλιέργητος, τό χῶμα γυμνόν καί ἂγριον μέ ἓν χρῶμα ξεθωριασμένου κιτρίνου. Δέν ἒβλεπες ἀγροκτήματα εἰς τά χωράφια, οὒτε γεωργούς, οὒτε κάρα μέ βόδια εἰς τόν ζυγόν των. Ποῦ καί ποῦ ἒβλεπες ἓνα χωρικόν, πού σοῦ ἒλεγε ἓν θλιβερόν «καλή σπέρα», ἢ πού μόλις ἒβλεπεν ἀπό μακρυά τό τουρμπάνι ἑνός Τούρκου «ἒσπευδεν εἰς φυγήν, ὃσον πιό μακρυά μποροῦσε…». Αὐτή ἦτο ἡ εἰκών τῆς Ἑλλάδος πού εἶδεν ἀπό κοντά ὁ François-Auguste-René de Chateaubriand.]

            Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό εἰσερχόμεθα εἰς τό οὐσιωδέστερον μέρος τῆς διηγήσεώς του μέ τά τελικά συμπεράσματά του καί μέ αὐτά κλείω τήν παροῦσαν ὁμιλίαν: Ὁ Chateaubriand ἐτόλμησε νά μελετήσῃ ἒτι βαθύτερον καί νά μᾶς ἀναπτύξῃ τά αἲτια τῆς πτώσεως καί παρακμῆς τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν περίοδον τοῦ ἀρχαίου μεγαλείου των.

            Ἐν πρώτοις, ἐπισημαίνει ὃτι οὐδεμίαν σχέσιν εἶχεν ἡ πτῶσις τῆς Ἑλλάδος μέ τήν πτῶσιν τῆς Ῥώμης καί τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Δηλ. ἡ πτῶσις τῆς Ἑλλάδος δέν ὠφείλετο, ὡς τῆς Ῥώμης, [εἰς τό μεγαλεῖον τῆς αὐτοκρατορίας της, οὒτε] εἰς τόν ὑπερβολικόν πλοῦτον καί χλιδήν, [ὡς τῆς Ῥώμης,] ἀπό τάς μεγάλας κατακτήσεις της, οὒτε οἱ Ἓλληνες πολῖται ἀπέκτησαν ποτέ κολοσσιαίας περιουσίας, ὡς οἱ Ῥωμαῖοι. Ἡ εὐθύνη διά τήν παρακμήν τῆς Ἑλλάδος, λέγει ὁ Chateaubriand, πίτπει ἀποκλειστικῶς ἐπί τῶν ὢμων τῶν δύο μεγάλων πόλεών της – τῆς Σπάρτης καί τῆς Ἀθήνας, καί εἰς τόν μεταξύ των Πελοποννησιακόν πόλεμον (431 π.Χ. – 404 π.Χ.) μετά τάς μεγαλειώδεις νίκας τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Περσῶν εἰς τήν Μάχην τοῦ Μαραθῶνος [490 π.Χ.] καί τήν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος [480 π.Χ.]

            [Ἡ μέν Ἀθήνα ἦτο ἢδη διαλελυμένον κράτος, ὃταν κατελήφθη ὑπό τῶν Λακεδαιμονίων. Οἱ Ἀθηναῖοι, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς Δημοκρατίας των καί τῶν παρεκτροπῶν ταύτης, παρεσύροντο ἀγόμενοι καί συρόμενοι ὑπό δημαγωγῶν ῥητόρων ἐξορίζοντες ἢ ἐπαναφέροντες ἐξορίστους Ἀθηναίους διά νά σώσωσι τήν πόλιν των. Ἡ κατάστασις εἰς τήν πόλιν εἶχε καταντήσει πλέον ἀνεξέλεγκτος.]

            Ὁ Chateaubriand τονίζει τήν ἂποψίν του, ὃτι «Ἓν κράτος δημοκρατικόν ὡς αἱ Ἀθῆναι, ἀλλ’ ἂνευ ἐλέγχου εἶναι τό χειρότερον τῶν κρατῶν, ὃταν αὐτό τό κράτος πρέπῃ νά πολεμήσῃ ἓνα ἰσχυρόν ἐχθρόν, καί ἰδίως ὃταν τότε χρειάζηται ἡ ἰσχυρά θέλησις τοῦ ἑνός ἡγέτου προκειμένου νά σωθῇ ἡ Πατρίς. Ἒτσι ἡ Ἀθήνα ὑπέστη τήν μοῖραν πού τῆς ἢξιζε διά τούς παραλογισμούς τοῦ ὑπερδημοκρατικοῦ συστήματός της».

            Μετά ἐξετάζει τούς Λακεδαίμονας καί τήν σκληράν καί ἀγρίαν διαπαιδαγώγησίν των, ἡ ὁποία ἐν τέλει οὐδόλως τούς ἐβοήθησεν. Τό μέγα λάθος τῶν Λακεδαιμονίων, [κατά τήν ἂποψιν τοῦ Chateaubriand,] ἦτο ὃτι μετά τήν ἧτταν τῶν μεγάλων ἀντιπάλων των, τῶν Ἀθηναίων καί τήν κατάληψιν τούτων, θά ἠδύναντο καί ἦσαν εἰς θέσιν νά διαιρέσωσιν τήν ἐπικράτειαν τῆς Ἑλλάδος, μέ ὃλας τάς κατακτηθείσας ὑπ’ αὐτῶν πόλεις, εἰς Λακεδαιμονικάς Ἐπαρχίας, πού θά ἀπετέλουν ἓν ἰσχυρόν Λακεδαιμονικόν Κράτος. Ἀντί λοιπόν οἱ Λακεδαιμόνιοι νά δείξωσιν αὐτό τό δημιουργικόν ἒργον μετά τήν πτῶσιν τῆς Ἀθήνας, δηλ. τήν δημιουργίαν ἑνός κράτους πού νά εἶναι εἰς θέσιν νά προστατεύῃ τήν Ἑλλάδα ὁλόκληρον, τοὐναντίον ἀπεφάσισαν νά ἐπιστρέψωσι καί πάλιν εἰς τόν τόπον των, τήν Λακεδαίμονα, ἀπολέσαντες οὓτω μίαν μοναδικήν εὐκαιρίαν ἰσχυροποιήσεως τῆς Ἑλλάδος ὁλοκλήρου, πού θά ἀπετέλει τήν Λακεδαιμονικήν Ἐπικράτειαν. Αὐτό ἦτο τό μοιραῖον λάθος τῶν Σπαρτιατιῶν καί τό ἐπλήρωσεν ἡ Ἑλλάς ὡς σύνολον μετά ἀπό μερικούς αἰῶνας μέ τήν ἂφιξιν τῶν Ῥωμαίων καί τήν ὑποδούλωσιν τῆς Χώρας εἰς αὐτούς.

            Ὁ de Chateaubriand γράφει: «… Δέν πρέπει νά κάνῃς ἓνα ἀνέντιμον πόλεμον καί δέν πρέπει νά ἐξαγοράσῃς τήν δόξαν μέ τήν ἀδικίαν. Ἀλλά νά μήν γνωρίζῃς νά ἐπωφελῆσαι ἀπό τήν θέσιν σου διά νά τιμήσῃς, νά μεγαλώσῃς, νά ἰσχυροποιήσῃς τήν Πατρίδα σου, εἶναι περισσότερον μειονέκτημα εἰς ἓνα λαόν καί ὂχι ἒνδειξις ἀρετῆς».

            Καί συνεχίζει: Διδασκόμεθα ἐπίσης ὃτι ἡ Παιδεία (ἡ μόρφωσις) εἰς ἓνα λαόν τοῦ δίδουν ἀνωτερότητα ἐν σχέσει πρός ἓνα ἂλλον, ἒστω καί ἐάν αὐτός ὁ ἂλλος εἶναι ἱκανώτερος εἰς τόν πόλεμον. Μετά τό Μακεδονικόν Ἑλληνικόν Κράτος τοῦ Φιλίππου Β΄ καί Μεγάλου Ἀλεξάνδρου Γ΄ ἡ Ἑλλάς κατελήφθη ὑπό τῶν Ῥωμαίων καί [ποῖον ἦτο τό ἀποτέλεσμα;] Οἱ μέν Ῥωμαῖοι μετά τάς νίκας των ἒσβησαν κυριολεκτικῶς τήν Σπάρτην. Ὁ δέ σκληρός Ῥωμαῖος στρατηγός Σύλλας κατέστρεψε μέν τάς Ἀθήνας, ἀλλά δέν κατεστράφη ἡ μεγάλη ἐπιρροή της εἰς τάς Πνευματικάς ἐπιδόσεις καί ἡ παγκόσμιος ἐπίδρασίς της εἰς τά Γράμματα καί τάς Τέχνας.

            Δι’ αὐτό παρ’ ὃλον ὃτι ἡττήθη ὑπό τῶν Ῥωμαίων, ἐν τούτοις οἱ Ῥωμαῖοι «προσέτρεχον εἰς τάς ἀγκάλας τῆς Ἀθήνας καί ἐφημίζοντο ὃτι ἦσαν τέκνα τῆς Ἀθήνας καί ὑπερηφάνως ἐκαυχῶντο, ὃτι ἦσαν τέκνα τοῦ Πλάτωνος ἢ τοῦ Δημοσθένους». Ἐξ ἂλλου οἱ Λατῖνοι ποιηταί, ὁ Λουκρήτιος, ὁ Ὁράτιος καί ὁ Βιργίλιος ὓμνουν διαρκῶς τήν βασίλισσαν τῆς Ἑλλάδος – τήν Ἀθήναν. Οἱ Τρεῖς μέγιστοι Βυζαντινοί Ἱεράρχαι Βασίλειος, Γρηγόριος καί Χρυσόστομος, ὃπως καί ὁ Ῥωμαῖος Κικέρων εἶναι εἰς τήν Ἀθήναν πού σπεύδουσι διά νά διδαχθῶσι τήν Χάριν τῆς Σοφίας καί τῆς Εὐγλωττίας. Ἡ Ἀθήνα μέχρι τόν Μεσαίωνα ὠνομάζετο Σχολή τῶν Ἐπιστημῶν καί τοῦ Πνεύματος. Διά τήν Ἀθήναν ὡμίλουν οἱ πάντες καί τά πάντα, [ἐνᾧ ἡ Σπάρτη, ἡ πόλις πού ἐδημιουργήθη ἀπό τήν φήμην τῶν ὃπλων καί τοῦ στρατοῦ της, παρέμεινεν ἐντελῶς λησμονημένη – οὐδείς ἀνεφέρετο πλέον εἰς αὐτήν.]

            Ὃμως, συνεχίζει ὁ Chateaubriand, οἱ τελευταῖοι κατακτηταί τῶν Ἑλλήνων, οἱ Τοῦρκοι, ἓν βάρβαρον ἒθνος καί λαός, πού κατέκτησαν τήν Ἑλλάδα, οὐδόλως συνέβαλον εἰς τήν περαιτέρω πνευματικήν ἀνύψωσιν τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά συνέτεινον εἰς τήν διαφθοράν καί παρακμήν των. Ἐδῶ δέ ὁ Chateaubriand κατακρίνει τό Κοράνι καί λέγει: «Εἰς τό βιβλίον τοῦ Μωάμεθ δέν ὑπάρχει οὒτε μία ἀρχή πολιτισμοῦ, οὒτε διδαχή πού θά ἠδύνατο νά ἀναπτύξῃ τόν χαρακτῆρα, οὒτε τό μῖσος διά τήν τυραννίαν, οὒτε ἡ ἀγάπη διά τήν Ἐλευθερίαν κηρύσσεται εἰς τό βιβλίον αὐτό». Ἀφοῦ δέ ἀναπτύσσει τό θέμα [αὐτό] τῆς σκληρότητος καί ὠμότητος τῶν Τούρκων καί [τόν τόσον εὒκολον τρόπον δι’ αὐτούς νά σκοτώνωσι τούς πολίτας τῶν λαῶν, πού καθυπέτασσον,] καταλήγει ὁ de Chateaubriand μέ τήν ἑξῆς παρατήρησιν. «… Αὐτά πού κάνουν οἱ Τοῦρκοι εἶναι τελείως ἀπαράδεκτα καί πάει πολύ. Καί δι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἂγριον ζῶον εἰς τόν κόσμον, πού νά μή τό προτιμῶ, παρά τέτοιους ἀνθρώπους!»

            Αὐταί ἦσαν αἱ σκέψεις τοῦ Chateaubriand διά τήν Ἑλλάδα πού ἐπεσκέφθη. Ἐν τῷ μεταξύ ἢρχισε νά ἀκούηται ἐντονωτέρα ἡ βουή τῶν κυμάτων ἀπό κάτω των, τό ἁπαλόν ἀεράκι μετετράπη εἰς ἰσχυρόν ἂνεμον καί ἐγώ, λέγει ὁ François-René de Chateaubriand, ἐπανῆλθον εἰς τήν πραγματικότητα ἀπό τούς συλλογισμούς μου, ἐνᾧ οἱ ὑπόλοιποι συνοδοί ἐξύπνησαν καί αὐτοί ἀπό τόν βαθύν ὓπνον των. «Ἐκατέβημεν ἀπό τόν Ναόν τοῦ Ποσειδῶνος εἰς τήν ἀκτήν, ἐνᾧ οἱ ναῦται εἶχον ἢδη ἑτοιμάσει τά πάντα πρός ἀναχώρησιν. Ἀνεχωρήσαμεν πρός τήν Κέαν, καί ἀπομακρυνόμενοι ἐβλέπομεν τούς μεγαλοπρεπεῖς κίονας τοῦ Ναοῦ τοῦ Ποσειδῶνος διαρκῶς νά σμικρύνωνται. [καθώς ἀπεμακρυνόμεθα.] Ὃμως ἀκόμη ἀντηχοῦσεν εἰς τά ὦτά μου τό βουητόν τῶν κυμάτων εἰς τούς βράχους, τό θρόϊσμα τοῦ ἀνέμου ἀνάμεσον τῶν πεύκων, ἐνᾧ τό βραδυνόν τραγούδι τῶν γρύλων, τῶν μόνων κατοίκων εἰς τά ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ποσειδῶνος, τό ἠκούομεν ἀκόμη εἰς τά ὦτα μας νά μᾶς τραγουδᾷ καί νά μᾶς κρατῇ συντροφιάν …»

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης