Η μονή Δραπάνου κτίσθηκε πάνω σε ερείπια μεσαιωνικών καθολικών μονών που είχαν εγερθεί τον 16ο αι.[1] Μια από τις παλαιότερες καθολικές μονές, πιθανόν και επί Τόκκι, στη νοτιοανατολική παραλία του Δραπάνου ήταν και η Madona di Trapano[2]. Στο δε Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής του 1262 γίνεται αρκετές φορές μνεία στην παλαιότατη αυτή μονή. Στα κτήματα της μονής Δραπάνου περιείχετο και ο ναός της Υ. Θ. Σολύμων – η μετέπειτα εκκλησία της μονής Ιερουσαλήμ, κι εν συνεχεία του Αγίου Γερασίμου[3].
Η εκκλησία ξεκίνησε να κτίζεται πριν το 1813, έτος κατά το οποίο, η Κωνσταντίνα Χαλικιά χήρα Αναστασίου Κλαδά, από την Έρισσο, άφησε μετά το θάνατό της[4], ολόκληρη την περιουσία της στον ναό. Είχε ασκητεύσει από τις αρχές του 19ου αι. στο κελί του Αγίου Ελευθερίου στο Αργοστόλι[5]. Μέρος της περιουσίας της ήταν και η μεγάλη φορητή εικόνα της Παναγιάς Ελεούσας του Κύκκου που αρχικά τοποθετήθηκε στον Ι.Ν. Αγίου Ελευθερίου.
Το 1835 περατώθηκε η κατασκευή του ναού και δυο χρόνια αργότερα, μετά από αίτημα των επιτρόπων ζητήθηκε από τον Μαρίνο Μεταξά η παραχώρηση γειτνιαζόντων τεμαχίων γης με σκοπό την ανοικοδόμηση βοηθητικών χώρων –κελιά και ξενώνες- και την περιμάντρωση του όλου συγκροτήματος[6]. Πέντε χρόνια μετά, εξελέγη επιτροπή η οποία οικοδόμησε το χαρακτηριστικό καμπαναριό.
Ο Α-Δ Δεμπόνος στο «Το πανηγύρι της Δραπανιώτισσας»[7] αναφέρει τον «μόλο της Παναγίας» κοντά στην εκκλησία και εικάζει πως θα χρησίμευε για χρόνια ως λιμάνι της εκκλησίας. «Την εποχή της χολέρας (1850) εδώ θα ξεφορτώνονται οι νεκροί που μεταφέρονται με καΐκι… Στις γιορτές και μεγαλοπανήγυρα εδώ θα αποβιβάζονται εφόδια, υλικά, ψαλτάδες και παπάδες με τις αποσκευές τους. Ο δεσπότης μεταφέρεται με άμαξα».
Κοντά στον μόλο της Παναγιάς, ήταν από το 1832 «επιθαλάσσια κτίσματα ναυπηγείου» που είχε κτισθεί επί Αγγλοκρατίας –αν και τα προγενέστερα χρόνια γνωρίζουμε πως εκεί υπήρξε ναυπηγείο-[8].
30 Νοεμβρίου 1836 έγιναν τα εγκαίνια με αξιοσημείωτη κοσμοσυρροή και πρώτη λιτάνευση του Θρόνου της Θεοτόκου που κατέληξε στην Κολώνα -μέχρι το 1855 η λιτανεία πραγματοποιείτο μέχρι εκεί-. Από το 1855 και μετά καθιερώθηκε μέχρι την Μητρόπολη στο Αργοστόλι. Την ίδια εποχή θεσπίστηκε και λαϊκό πανηγύρι έξω από τον ναό της Δραπανιώτισσας με φαγοπότι και πυροτεχνήματα[9]. Μετά όμως το θανατικό του 1850, ο χώρος νότια της εκκλησίας, άρχισε να φιλοξενεί το Κοιμητήριο Δραπάνου[10]. «Απηγορεύθη η εντός των ναών ταφή των νεκρών εν Αργοστολίω» διασώζει ο Τσιτσέλης[11]. Παρόλο που το Κοιμητήριο με τα χρόνια άρχιζε να δέχεται όλο και περισσότερους Αργοστολιώτες, εν τούτοις η πανδαισία συνεχίστηκε κι επεκτάθηκε προσθέτοντας «μποτέγες». Αναρωτιέται ο Μολφέτας στο «Ζιζάνιό» του[12]:
«Στολίζονται και πάνε στην Δραπανιώτισσα
και μπήκα μέσ’ στ’ασκέρι και το ερώτησα
κι είπα με απορία σε κόσμου κύματα
«πώς έχετε κουράγιο μπροστά σε μνήματα
μπροστά σε πεθαμένους που τους γνωρίζετε
να τρώτε, να μεθάτε και να ντρεκλίζετε»;
Τελικά εξασθένισε από την αρχή της δεκαετίας του 1930 αυτό το πανηγύρι που έμοιαζε η ζωή να κοροϊδεύει τον ίδιο τον θάνατο.
Η Υ. Θ. Δραπανιώτισσα καθιερώθηκε ημερολογιακά από τον Μάιο του 1862 -ύστερα από απόφαση της Βουλής των Ιονίων- ως η Πολιούχος του Αργοστολίου[13], θρησκευτική εορτή με λειτουργίες, παρακλητικούς κανόνες, μικρούς και μεγάλους εσπερινούς, ολονυκτίες και δεήσεις. Της απόφασης της Βουλής των Ιονίων προηγήθηκε αναφορά των επιτρόπων της «εν Κεφαλληνία Μονής Μυρτιδιωτίσσης, υπογεγραμμένης παρά πλήθους πολιτών», και αναφορά του τότε Μητροπολίτη και ακολούθησε η απόφαση «Αρθ. 1. Μεταξύ των εορτασίμων ημερών των υπό του άρθρου 24 της Πολιτικής Δικονομίας αναφερομένων προστίθεται η της Υ.Θ. Μυρτιδιωτίσσης κατά την 24 Σεπτεμβρίου ε. ελ. δια την μόνην νήσον της Κεφαλληνίας…». Αποτελεί από τότε μέρος του θρησκευτικού και κοινωνικολαογραφικού ετήσιου κύκλου της συλλογικής ζωής της κοινωνίας του Αργοστολίου και κατ’ επέκταση της Κεφαλληνιακής.
Ο Θρόνος της Θεοτόκου Δραπανιώτισσας είναι ξυλόγλυπτος[14], μεγάλος, με ψηλό και ογκώδη κουπέ, επιχρυσωμένος, καταστόλιστος, δεσποτικός[15]. Το μεγάλο βάρος του δεν εμπόδιζε ποτέ την μεταφορά του κατά την λιτανεία. Το δέος, η λατρεία και ο σεβασμός ήταν αυτά που έδιναν δύναμη στους πιστούς να εκτελούν την μεγαλόπρεπη αυτή τελετή.
Μέχρι το 1860 ο Θρόνος μεταφερόταν στην Μητρόπολη που ήταν ο Ι.Ν. του Σωτήρος. Το 1861 στον Ι. Ν. Αγίου Ελευθερίου. Το 1863 στην Υ. Θ. Σισσιώτισσα. Και αμέσως μετά καθιερώθηκε οριστικά να μεταφέρεται στην Μητρόπολη. Όμως το 1871 ξαφνικό επεισόδιο στον γυναικωνίτη ανάγκασε την διακοπή της Θείας Λειτουργίας και ο Μητροπολίτης Σπ. Κοντομίχαλος «διέταξε την άμεσον επάνοδον της Ιεράς Εικόνας εις τον εν Δραπάνω οίκον της, άνευ οιασδήποτε πομπής υπό την απλήν συνοδείαν του τακτικού ιερέως της». Κατόρθωσε μάλιστα να αποσπάσει απόφαση από την Ι. Σύνοδο μελλοντικής απαγόρευσης της λιτάνευσης. Το γεγονός αυτό στοίχισε στον φίλα προσκείμενο στους Βρετανούς Μητροπολίτη, και την απαξία από το ποίμνιό του, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος του βίου του. Το 1896 όμως ο Γεράσιμος Δόριζας ανακάλεσε την απαγόρευση της λιτανείας που συνέχισε να γίνεται με λαμπρή μεγαλοπρέπεια. Όμως το 1898 νέα Συνοδική απόφαση απαγόρευσε τις λιτανείες καθ’ όλη την επικράτεια για να παταχθούν ατοπήματα «μεταφοραί εικόνων από δήμου εις δήμον μετά θορύβου και φανατικού αλαλαγμού, προκαλουμένων ενίοτε ερίδων και διαπληκτισμών»[16]. Τελικά, το 1901 με επισκοπική απόφαση επανήλθαν οι λιτανείες[17].
Η θρησκευτική τελετή της λιτανείας είναι δημόσια έκφραση θρησκευτικής λατρείας προς την Μητέρα του Θεού. Πάνδημο το σώμα των Αργοστολιωτών –και όχι μόνον- διαπνεόμενο από ευλαβική διάθεση συμμετέχει μαζικά ή παρακολουθεί ως ένθεος θεατής, την πομπή της λιτανείας. Κεφάλαιο σημαντικό για την επιβίωση του ναού / των ναών ήταν και το οικονομικό σκέλος που εκφραζόταν με τους δίσκους προσφοράς. Η δε διαδρομή που ακολουθείτο –και ακολουθείται- αναδεικνύει την τοπιογραφία της πόλης / εκκλησιαστικό πρόγραμμα, εκκλησία, κεντρικοί οδικοί άξονες, πλατεία[18], εκκλησία, εναλλαγή εσωτερικών κι εξωτερικών χώρων.
Επιδημία χολέρας τον Ιούλιο του 1850[19] έπληξε το Αργοστόλι, από τη Μάλτα[20], και η βρετανική αρχή στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει το κακό. «… όχι μόνον κανέν μέτρον η κυβέρνησις δεν παρεδέχθη, αλλ’ απεναντίας τα πράγματα εναργώς μαρτυρούσιν ότι, εκ μεγίστης και δυσεξηγήτου απονοίας, κατέστη ένοχος την εις τον τόπον εισάξεως και διαδόσεως της νόσου ταύτης..»[21]. Ο Τσιτσέλης σημειώνει: «… ενέσκηψεν η χολέρα εφ’ ικανόν διαρκέσασα και πολλά θύματα αριθμήσασα. Τας 19 Οκτωβρίου ο ύπαρχος Καρούσος ήγγειλε την παύσιν του δεινού»[22].
Όταν ξαναξέσπασε χολέρα στο Αργοστόλι αρχές Οκτωβρίου του 1856 -μέχρι τις 12 Ιανουαρίου 1857[23]– μερικοί από τους Ριζοσπάστες κατήγγειλαν την κυβέρνηση ότι λαβαίνει υπερβολικά μέτρα για να τρομάξει τον κόσμο[24]. Τη φορά αυτή η νόσος είχε μεταφερθεί από την Ακαρνανία από Κεφαλλονίτες[25].
Θα πρέπει να σημειωθεί πως με την επιδημία χολέρας του 1854 σε Αθήνα, Πειραιά και Σύρο, οι τότε μητροπολίτες Αθηνών Νεόφυτος και Σύρου Δανιήλ, ζήτησαν από τους πιστούς να μην κάνουν νηστεία εις τρόπον ώστε να στερούνται το πολύτιμο γι’ αυτούς κρέας. Ειδικά ο μητροπολίτης Νεόφυτος εμπόδισε τη λειτουργία μέσα στις εκκλησίες για να αποφευχθούν οι συγκεντρώσεις σε κλειστό χώρο και, στη συνέχεια, το κρίσιμο διάστημα του Νοεμβρίου του 1854 κάλεσε τους πιστούς να σταματήσουν τις υπαίθριες λιτανείες για λόγους δημόσιας υγιεινής[26].
Κατά μαρτυρία της αείμνηστης δασκάλας Λουκίας Φραγκοπούλου[27] οι Αργοστολιώτες ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την αρρώστια, εναπόθεσαν την ελπίδα τους στην Πολιούχο Θεοτόκο. Έτσι, οι λιτανείες της Δραπανιώτισσας που τελέσθηκαν εκείνες τις χρονικές περιόδους, για την κατάπαυση της χολέρας -κυρίως του 1856-, έγιναν για την «σωτηρία της πόλης και την απαλλαγή από το κακό». Την ίδια μαρτυρία γνώριζε και ο αείμνηστος Γεράσιμος Σταματάτος, καθώς και ο Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς κ. Κωνσταντίνος Στάβερης.
Την πληροφορία αυτή είχε η Φραγκοπούλου άμεσα από τον πατέρα της, μουσικολογιότατο ιερέα Γεώργιο Σιμάτο και την είχε μεταφέρει επανειλημμένως στην συνάδελφό της και νόνα μου, Ευρυδίκη Μοντεσάντου. Ας σημειωθεί πως τη λιτανεία της Υ. Θ. Δραπάνου -υπό τους ήχους ψαλμωδιών και κωδονοκρουσιών- την παρακολουθούσαν με βαθύτατη πίστη και ελπίδα για προστασία και στήριξη, μαζί με την συνάδελφό τους Άννα Δρακάτου, την Αλεξανδρούλα Βλάχου, τις αδελφές Ιγγλέση, από τον εξώστη της διώροφης κατοικίας των αδελφών Τέτας και Αδαμαντίας Φωκά –δασκάλα Γαλλικής η πρώτη και δασκάλα στο Δημοτικό η δεύτερη-, που βρισκόταν στην γωνία των οδών Κεφάλου και Λιθοστρώτου. Από εκεί έραιναν τον Θρόνο της Δραπανιώτισσας με άνθη και ροδοπέταλα, κρατούσαν κεριά αναμμένα και σταυροκοπιόνταν με κατάνυξη στο πέρασμα της Θεοτόκου –δοξαστική κορυφαία στιγμή αυτή κατά την οποία η ιερή εικόνα βρισκόταν μπροστά σε κάθε οίκημα-. Η πόρτα του σπιτιού των αδελφών Φωκά, όπως και όλες οι πόρτες των οικιών από όπου περνούσε ο Θρόνος, καθώς και όλα τα μπαλκόνια, ήταν στολισμένα γιορτινά. Το ίδιο στολισμένα ήταν τα μαγαζιά και οι δρόμοι του Αργοστολίου, οι εκκλησίες κι οι πλατείες, ενώ δεν έλειπαν οι σημαίες για κατάδειξη του ελληνορθόδοξου στοιχείου, της ελληνικότητας της λιτανείας, σημείο συνδεδεμένο με διαταραγμένες περιόδους ιστορικών εποχών[28]. «Απηγορεύθησαν αι λιτανείαι των επιταφίων προς αποφυγήν συγκεντρώσεων του λαού και διαδηλώσεων» μας λέει ο Τσιτσέλης χαρακτηριστικά[29].
Η λιτανεία της Παναγίας της Δραπανιώτισσας είναι κομμάτι της κοινωνικής ταυτότητας του Αργοστολιώτη –και του Κεφαλλονίτη κατ’ επέκταση-. Θεοσεβούμενος από τη φύση του, ο κοσμοπολίτης Κεφαλλονίτης, στις δυσκολίες του αναζητεί καταφύγιο στην Εκκλησία και στις παραδόσεις της. Ακουμπά στην «δική» του Παναγία που σε αυτήν και στον Άγιο και Προστάτη του εδράζει την ορθόδοξη πίστη του, αυτή που τον ορθώνει, τον οχυρώνει και πάνοπλο τον παραδίδει στα κύματα των παραλογισμών, της αστάθειας, της αλλοτρίωσης. Προσεύχεται με δέος και κατάνυξη, βαθύ σεβασμό και αγάπη, ελπίζει στη δική του κάθαρση, κι επιζητεί τη μυστηριώδη ευφορία της θείας πνευματικότητας.
Ευρυδίκη Λειβαδά
[1] Βλ. Τσιτσέλης Η. Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Τ. Β΄, Αθήναι 1960, σ. 231. Ο Τσιτσέλης μάς ενημερώνει πως όταν στην Λατινική Επισκοπή ήτο επικεφαλής ο Φραγκίσκος Κοζαδίνος (1654) για να προασπίσει τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έλαβε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον οικογενειών που νέμονταν παράνομα κτήματα των μονών Santa Maria και Δραπάνου. Ήδη όμως οι Γενικοί Προννοητές αρχής γενομένης το 1641είχαν στραφεί δικαστικά εναντίον αυτών των οικογενειών τις οποίες και κατονομάζει. (Τσιτσέλης Η., ο.π., σ. 151. Οι δε Γάλλοι όταν κατέλαβαν το νησί το 1797 δήμευσαν τις ιδιοκτησίες των ναών και των μονών και τα δημευθέντα κτήματα της μονής Δραπάνου τα έδωσαν στην οικογένεια Μπλέσσα. (Τσιτσέλης, ο.π. σ. 157, υποσημ. 2).
[2] Τσιτσέλης, ο.π. σσ. 385, 388, και Μηλιαράκης Α., Γεωγραφία πολιτική, Αθήνησιν 1890, 27-29
[3] Τσιτσέλης, ο.π. σσ. 231-232.
[4] Διαθήκη 27 Απριλίου 1813 στον συμβολαιογράφο Σ. Καρούσο.
[5] Δεμπόνος Α-Δ, Το πανηγύρι της Δραπανιώτισσας, «Το Αργοστόλι διασκεδάζει», Αργοστόλι 1979, σσ. 145-169 (σ. 148).
[6] Στο Εκκλησιαστικό Αρχείο υπάρχει ο Κώδικας των ετών 1835-1927 τον οποίο έχει μεταγράψει επιμελώς ο καθ. Γεώργιος Μοσχόπουλος (έκδοση ΓΑΚ Ν. Κεφαλληνίας, Ν. 10, Αθήνα 1998) και περιέχει στοιχεία ιστορικού, κοινωνικού, λαογραφικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Εκτός από την καταγραφή των κτητόρων του ναού, υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια που αφορούν την ίδρυση της εκκλησίας, καθώς και την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
[7] Ιστορικολαογραφικό μελέτημα που περιέχεται στο «Το Αργοστόλι διασκεδάζει», ο.π. (145, υποσημ. 4).
[8] Μηλιαράκης Α., ως άνω, σ. 27.
[9] Δεμπόνος Α-Δ, Το πανηγύρι, ο.π. σ. 149. Στοιχεία αντλεί από την εφημερίδα Παρατηρητής, φ. 399 και φ. 403 (1936).
[10] Λειβαδά Ευρ., Κοιμητήριο Δραπάνου, Τις οίδεν ή το ζην μεν εστι κατθανείν ή το κατθανείν ζην, εφημ. Ημερήσιος, Σεπτ. 1997 / και στο διαδίκτυο δημοσίευση 23/9/2015. Βλ. και Τζουγανάτος Νικ., το νεκροταφείο του Δραπάνου, Μελετήματα Ιστορίας και Λαογραφίας της Κεφαλονιάς, Τ. 1ος, έκδοση του Συλλόγου Λειβαθώς, Αθήνα 1996, σσ. 62-69.
[11] Τσιτσέλης, ο.π. σ. 453.
[12] Εφημερίδα Ζιζάνιον, φ. 458, 29/9/1907.
[13] Ο Α-Δ Δεμπόνος μεταγράφη στο ως άνω έργο του, την απόφαση της 10/22ας Μαΐου 1862 που ελήφθη στην Κέρκυρα (βλ. σ. 156, υποσημ. 35) και αναφέρει πως το έγγραφο αυτό προέρχεται από το «Ιστορικό Επτανησιακό Αρχείο» του Χρήστου Βουνά, άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα καθώς το αρχείο το πώλησε ο ίδιος τμηματικά.
[14] Άριστο δείγμα επτανησιακής ξυλογλυπτικής είναι ο επιτάφιος της μονής του Δραπάνου.
[15] Λουκάτος Δημήτριος, Κεφαλονίτικη Λατρεία, Αθήνα 1946 (Κεφ. Εκκλησιές).
[16] Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης, Τ. ΙΣΤ, λήμμα λιτανεία.
[17] Δεμπόνος Α-Δ, Το πανηγύρι, ο.π. σ. 157-158.
[18] Η πλατεία προσετέθη με την πάροδο των χρόνων.
[19] Η χολέρα διήρκεσε στο Αργοστόλι έως τις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Μάνδυλα Κουσουνή Μαρία, Πουλάκου Ρεμπελάκου Έφη, Τσιάμης Κωνσταντίνος, Ανωγιάτης Pele Δημήτριος, Η νοσηρότητα του ελληνικού πληθυσμού στα Επτάνησα (15ος – 19ος αι.), Ιατρικά Χρονικά Βορειοδυτικής Ελλάδος, Τ. 14ος, τ. 1ο, σσ. 81-93.
[20] Ο Γεράσιμος Πεντόγαλος στον πρώτο τόμο «Γιατροί και Ιατρική Κεφαλονιάς στα χρόνια των ξενικών κυριαρχιών (1500-1864)» του έργο του, University Press, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 466, θεωρεί βέβαιη ως πηγή της νόσου την Μάλτα και επιπλέον σημειώνει πως φταίνε κι οι αρχές της Κεφαλλονιάς που επιφυλάχθηκαν να «την χαρακτηρίσουν επιδημική». Οι κάτοικοι ένοιωθαν δυσφορία καθώς θεωρούσαν πως οι Βρετανοί ήταν η αιτία της μεταφοράς της ασθένειας στην Κεφαλλονιά (σ. 469).
[21] Εφημ. Χωρικός, αρ. 17, 5 Οκτωβρίου 1850.
[22] Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά, ως άνω, σ. 453.
[23] Μάνδυλα Κουσουνή Μαρία, ο.π., σ. 90. Ο Γ. Πεντόγαλος, ο.π. αναφέρει πως η χολέρα εισέβαλε πάλι στο νησί το 1855, στις 7 Οκτωβρίου και διήρκεσε έως στις 12 Ιανουαρίου του 1856 (σ. 471-471), δηλ. παρουσιάζεται ενός έτους απόκλιση από τους άλλους μελετητές.
[24] Gekas Sakis, The crisis of the long 1850’s and regime change in the Ionian State and the Kingdom of Greece, The Historical Review, Section of Neohellenic Research, Vol. X, 2013, p. 70.
[25] Μάνδυλα Κουσουνή Μαρία, ο.π., σ. 90. Συμφωνεί και ο Πεντόγαλος ως προς την αιτία.
[26] ΕφΣυν, https://www.efsyn.gr/nisides/236965_i-holera-toy-1854-hiliades-nekroi-panikos-fygi-kai-aishrokerdeia . Βλ. και Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τ. 23, 154
[27] 1880 –1975 c. Αργοστόλι.
[28] Ας μην ξεχνάμε την κορυφαία στιγμή όπου κατά τον Επιτάφιο του 1848 η θρησκευτική εορτή μετετράπη σε κορυφαία πολιτική και πατριωτική εκδήλωση κατά των Άγγλων.
[29] Τσιτσέλης, ο.π. σ. 454.