/

Ευρυδίκη Λειβαδά: Άγιοι Απόστολοι: Το μετόχι του Αγίου στον Κούταβο – Ιστορία και αναμνήσεις

Ο Ι.Ν. των Αγίων Αποστόλων μετά την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κεφαλληνίας και Ιθάκης (30 Ιουνίου 2023) στην οποία αξίζουν συγχαρητήρια και ευχαριστίες.

Από το 1998 ασχολήθηκα με το θέμα των Αγίων Αποστόλων στον Κούταβο, όπως και με τον ναό της Αγίας Τριάδας[1] που βρίσκεται επάνω από το νυν υδραγωγείο. Ειδικά όμως για τους Αγίους Αποστόλους έκανα δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο με ημερομηνία 14 Μαΐου και 17 Ιουνίου του 1999[2], αφού είχα συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία και μαρτυρίες παλιών Αργοστολιωτών που φέρουν αρκετό ενδιαφέρον και πλουτίζουν την ιστορία και την παράδοσή μας.

Για εμάς τους Έλληνες η εθνική συνείδηση και η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι απόλυτα συνδεδεμένες με την ορθόδοξη πίστη. Το γεγονός αυτό δεν χωρεί αμφιβολία καθώς είναι αυταπόδεικτο μέσω της μακραίωνης πορείας της ιστορίας και δη, στο νησί μας, που πλέον των 750 ετών βρισκόταν υπό ξένη, ετερόδοξη, κυριαρχία. Συνδετικός κρίκος εθνισμού, πολιτισμού και ορθοδοξίας υπήρξαν φωτισμένες προσωπικότητες τόσο του ιερατικού χώρου, όσο και του λαϊκού. Κέντρα πνευματικών και κοινωνικών δράσεων  -πανηγύρια, βαπτίσεις, γάμοι, θρησκευτικές και λοιπές παραδόσεις- έγιναν οι ορθόδοξοι ναοί, «καρδιά» του λαού μας, κελύφη ελληνικότητας, τόποι λατρείας, πίστης, ελπίδας, δέους και κατάνυξης.

Το Αργοστόλι κατά την βενετοκρατία άρχισε να γίνεται κέντρο δραστηριοτήτων και διοίκησης. Σε αυτό αναμφίβολα συνέβαλαν τα γεωγραφικά και τοπογραφικά του χαρακτηριστικά. Όταν ορίστηκε πρωτεύουσα, στις 20 Απριλίου του 1757, ήδη είχε οδικές αρτηρίες[3], ναούς, δημόσια κτίρια, αρχοντικά, αποθήκες. Κι όλα αυτά δίπλα σε καλύβες  και ψαρόβαρκες δεμένες σε πασσάλους στα  αγκρίφια της πετρώδους ακτογραμμής του. Ο Τσιτσέλης[4] μάς πληροφορεί πως το 1672 ιερουργούσαν στο Αργοστόλι δεκατρείς ιερείς, το 1690 εικοσιτέσσερις και το 1746 τριάντα δυο. (Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει κατάλογος ιερέων στην Παλική και σε άλλες περιοχές, από τις αρχές του 16ου αι.[5]). –Επανέρχομαι όμως στο Αργοστόλι-. Αυτό σημαίνει πως υπήρξε παράλληλη αύξηση των χώρων προσευχής που αναγείρονταν από πρωτεύουσες οικογένειες σε πλούτο και ισχύ[6], αλλά και από λοιπούς κατοίκους που έκτιζαν συναδελφικούς[7] και ενοριακούς ναούς[8]. Η δε πτώση του Χάνδακα το 1669 ήταν τομή για όλα τα Επτάνησα, και για την Κεφαλλονιά καθώς η καλλιτεχνική θρησκευτική δημιουργία αυξήθηκε κατακόρυφα κι έφτασε στο απόγειό της[9], παρόλο που είχε το νησί επί πολλούς αιώνες απομάκρυνση από τα βυζαντινά πρότυπα με ιδιαίτερες εξελίξεις πως προς την αρχιτεκτονική κι ευρύτερα την καλλιτεχνική θρησκευτική δημιουργία η οποία πλησίαζε περισσότερο τα δυτικά, αναγεννησιακά πρότυπα και τα μηνύματά τους, από ότι τα της Ανατολής[10].

Μέχρι σήμερα, από όσο γνωρίζω, έχουν ανακαλυφθεί δυο μεγάλοι κι επίσημοι κατάλογοι εκκλησιών. Ο πρώτος της 26ης Ιουνίου 1788 από την Χρύσα Μαλτέζου και ο δεύτερος της 4ης Ιουνίου 1794 από την Μαρία Παναγιωτοπούλου, η οποία επιπλέον επεξεργάστηκε και συνέκρινε τους δύο καταλόγους[11].  Και στους δυο αυτούς καταλόγους του 18ου αι. απουσιάζει η μονή των Αγίων Αποστόλων στον Κούταβο, ενώ περιλαμβάνονται επτά ομώνυμοι ναοί ανά την Κεφαλλονιά[12].

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια παρενθετική αναφορά στο 1637[13], έτος σταθμό για την οικιστική κι εκκλησιαστική πορεία του νησιού, καθώς ισχυροί σεισμοί συμπλήρωσαν το καταστροφικό έργο αυτών που ξεκίνησαν στις 30 Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους. Γκρεμίστηκαν πολλοί ναοί. Και οι νέοι που κτίσθηκαν υπέστησαν όμως τη φθοροποιό δύναμη των επόμενων μεγάλων σεισμών, αυτών του 1757[14], του 1867, του 1953, του 2014.

Επίσης, άλλο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να τονισθεί είναι το γεγονός ό,τι η πληθώρα των παλαιών ναών των Αγίων Αποστόλων, όπου κι αν βρίσκονται (Θεσσαλονίκη[15], Αθήνα[16], κ.α.)., είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την Κωνσταντινούπολη, με τον εκεί Ι.Ν. των Αγίων Αποστόλων, που ήταν ο παλαιότερος ναός[17] με πληθώρα ταφών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων –κι όχι αυτός της Αγίας Σοφίας-. Με βάση το δεδομένο ότι, οικογένειες υπό μετανάστευση ιδρύουν στον νέο τόπο εγκατάστασής τους την εκκλησιά του τόπου καταγωγής τους, η ίδρυση του Ι.Ν. των Αγίων Αποστόλων θα πρέπει να είναι ισόχρονη με την εγκατάσταση των Φωκά, εν προκειμένω, στην Κεφαλλονιά[18]–το ίδιο συμβαίνει και με τον Ι.Ν. Αγίων Αποστόλων Βαλεριάνου-. Η μη αναφορά στο Πρακτικό του 13ου αι. και η αναφορά της ονομασίας σε έγγραφα των 16ου και εντεύθεν αιώνων συνηγορούν στη θέση αυτή.

Οι μονές και οι ναοί που υπήγοντο στην ορθόδοξη επισκοπή ήταν κάτοχοι κτημάτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων, κάτι που δεν είχε ποτέ η ίδια (ενν. επισκοπή). Ανάμεσα δε στους ναούς και στις μονές αναφέρεται και ο ναός, ή σωστότερα δε η Μονή των Αγίων Αποστόλων στον Κούταβο η οποία ήταν σε λειτουργία πολλά χρόνια πριν το 1637 και δη τον Μάρτιο του 1568[19].

Στον Κώδικα Β΄[20] της Ι.Μ. Αγίου Γερασίμου (Νέας Ιερουσαλήμ) ανάμεσα στις παραχωρήσεις κτημάτων στη μονή ξεχωρίζουμε αυτή της οικογένειας Φωκά προς την Ι. Μονή και συγκεκριμένα του μετοχίου των Αγίων Αποστόλων στον Κούταβο.

Το 1627 και αφού είχε γίνει η δωρεά προς την Ι. Μονή Αγίου Γερασίμου, η οικογένεια Φωκά  ήγειρε αξιώσεις επί του μετοχίου στον Κούταβο. Για να επιλυθεί η διαφορά διορίστηκε ο επίσκοπος Δαβίδ Κεφαλάς και ο ιερομόναχος Διονύσιος Φωκάς. Οι μοναχές όμως αντέδρασαν σθεναρά και αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε δικαίωμα των Φωκά στην ήδη δωρηθείσα από αυτούς περιουσία.

Στον Κώδικα Ε΄[21] ανώνυμος καλόγηρος μετά το έτος 1633 κατέγραψε «τα ονόματα των χριστιανών» που προέβησαν σε δωρεές στην Ι. Μονή του Αγίου μας. Διαβάζουμε:

«… οι κάτωθι επροσήλωσαν το μετόχι των Αγίων Αποστόλων λεγόμενον εις τον Κούταβον ως φαίνεται η προσήλωσίς του. ήγουν

ο ποτέ κύριος Ανδρέας Φωκάς του ποτέ πρωτοπαπά

ο ποτέ κύριος Ανδρέας

ο ποτέ κύριος Έκτορας

ο ποτέ κύριος Φραντζέσκος του καπετάν Μάρκου[22]

ο ποτέ κύριος Θεόδωρος

ο ποτέ ευλαβέστατος παπά κύριος Ιωάννης

ο ποτέ κύριος Βίδος

ο ποτέ κύριος Στέφανος μετά του αδελφού του Τζάνε

ο ποτέ κύριος Έκτορας

ο ποτέ κύριος Αναστάσιος

ο ποτέ κύριος Λεονάρδος

ο ποτέ κύριος Μανώλης

και έτερος ποτέ κύριος Ανδρέας

ο ποτέ κύριος Φραγκιάς και οι υιοί αυτού Ιωάννης και Θεοδόσης και Νικόλας.

Οι άνωθεν είναι οι φαινόμενοι και υπογεγραμμένοι προσηλωταί του άνωθεν μετοχίου Φωκάδες»[23].

Είναι γνωστή η σχέση του μετοχίου των Αγίων Αποστόλων με τα πρώτα βήματα της τυπογραφίας στα Επτάνησα ευρύτερα, και μάλιστα στην Κεφαλλονιά, ιστορικό γεγονός που έχει μελετήσει και ο πατήρ Ιωάννης Μεσολωράς και έχει αναφερθεί σε αυτό με κάθε λεπτομέρεια. Πριν μεταφερθεί το τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1627, λειτούργησε για κάποιους μήνες (4-5) στο μοναστήρι του Αγίου στα Ομαλά αφού είχε ξεφορτωθεί στον Κούταβο στο μετόχι, όπου, κατά την περίοδο αυτή συναντάμε τον καλόγηρο Benedetto Lambiri του Luca από τα Fericlata (Φαρακλάτα) να διαμένει και να προσέχει την μοναστηριακή ιδιοκτησία στην λιμνοθάλασσα.

Τον Σεπτέμβριο του 1677 βρίσκουμε την Ι. Μ. Αγίου Γερασίμου να αποκομίζει οφέλη – γεωργικά προϊόντα και από τους Αγίους Αποστόλους Κουτάβου. Το 1690 είχε ήδη κτισθεί οίκημα στους Αγίους Αποστόλους μετά από απόφαση του ηγούμενου Καλλιόπιου Λειβαδά (1684-1688 και 1696-1701) και επί ηγουμένης Ραχήλ Κοκκίνου (1684-1688) και Λεοντίας Ζερβού (1689-1701)[24].

Τοπογραφικά, και όσο μας επιτρέπουν να συνάγουμε συμπεράσματα  παλαιότατα λεπτομερή σκίτσα του 16ου αι., που φυλάσσονται στα Αρχεία της Βενετίας[25], του Κόλπου του Αργοστολίου ειδωμένου από την άκρη του ακρωτηρίου της Βλύχας (όπου σήμερα οι Καταβόθρες), προς τον μυχό του Κουτάβου, στην περιοχή όπου υπάρχουν σήμερα τα ερείπια του ναού, δεν υπήρχαν τότε επιχωματώσεις και τα βουνά φαίνεται να καταλήγουν στη θάλασσα με ελάχιστα σημεία παράλιας ζώνης –όπου θα ήταν και το δωρηθέν μετόχι-.

Άλλο λεπτομερές σχέδιο από τα ίδια Κρατικά Αρχεία, αλλά του πρώτου μισού του 18ου αι., εκεί όπου υπάρχει το μετόχι, είναι εμφανή στοιχεία καλλιέργειας[26]

Τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας και σε χάρτη του λιμανιού του Αργοστολίου που σχεδίασε ο μηχανικός J. Lutterman το 1813 δεν υπάρχει καμμιά ένδειξη για ύπαρξη βαλτώδους εδάφους στην ίδια περιοχή, αλλά είναι σημειωμένο κτίσμα στο μέρος που καλείται «Άγιοι Απόστολοι», όπως και σε αυτό της «Αγίας Τριάδας»[27].

Ο δε μεγάλος τοπιογράφος J.M.V. Turner, ζωγράφισε εκ του φυσικού το Αργοστόλι από το ύψωμα του Αη-Θανάση το 1833 –η έκδοση- κοιτάζοντας προς το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, κι εκεί όπου είναι το μετόχι των Αγίων Αποστόλων, υπάρχουν εμφανή στοιχεία οικημάτων, και καλλιεργειών[28]

Την 1η Μαΐου 1852 το μετόχι των Αγίων Αποστόλων, παρόλο που συνεχίζει να βρίσκεται στην κυριότητα της Μονής του Αγίου, δεν κατοικείται από καλόγηρους ή καλόγριες που ανήκαν στην Μονή. Όπως και στα μεγάλα κτήματα των λαϊκών, έτσι και στις εκτάσεις των μονών, υπήρχε το «σεμπρικό», συμφωνίες καλλιεργητικές οι οποίες διαλύονταν με τον θάνατο του χωρικού-σέμπρου.

Το διάστημα αυτό, μέσα του 19ου αι., γινόταν καλοκαιρινό πανηγύρι με θαλασσινή πομπή από το απέναντι Αργοστόλι προς το μετόχι.

Ο ναός είχε μικρές διαστάσεις, ήταν μονόχωρος και πετρόκτιστος. Η στέγη του ήταν ξύλινη, δίρρυτη, με κεραμίδια, κομμάτια από τα οποία ανιχνεύονται και σήμερα σκεπασμένα με βάτα. Οι τοιχογραφίες που αχνοφαίνονται ακόμη και σήμερα, είναι νεώτερης εποχής, πιθανόν τέλους 18ου αι. ή αρχές 19ου. Αυτό δηλώνει ότι ο ναΐσκος δεν έπαθε ζημιές από τον σεισμό του 1867, αλλά από προγενέστερους –πιθανόν του 1767- όπου, καθώς ο Τσιτσέλης αναφέρει: «εκρημνίσθησαν όλαι σχεδόν αι εκκλησίαι». Άρα θα πρέπει να ξανακτίσθηκε ο ναός αυτός. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Βολανάκη τα ίχνη τοιχογραφιών που διατηρούνται στον ανατολικό ημιερειπωμένο τοίχο του ναού είναι «μέτριας τέχνης».

Διατηρούταν όμως καλά οι αναμνήσεις των παλιών Αργοστολιωτών, που το 1998 συνάντησα, μίλησα μαζί τους και δημοσίευσα[29], τις οποίες περιληπτικά μεταφέρω λόγω του ενδιαφέροντος που έχουν.

«Καλιμάνια έλεγαν τα πουλιά που κυνηγούσαμε τότε στον Κούταβο» μου αφηγήθηκε ο γιατρός Σταύρος Νιφοράτος. «Ψηλοπόδαρα πουλιά με ένα λοφίο στο κεφάλι. Τα κυνηγάγαμε μαζί με τον Μίμη τον Άννινο. Θυμάμαι πως τον καιρό του κυνηγιού γινόταν και το πανηγύρι στον Κούταβο, εκεί, στην παραλία του Αγίου, στους Αγίους Αποστόλους».

«Ο γύρος του Κουτάβου ήτανε τότε μονοπάτι και μόνον βάρκες μάς πήγαιναν στους Αγίους Αποστόλους στον Κούταβο» θυμήθηκε ο Αντώνης Παξινόπουλος. «Γύρω στο 1935[30] θάταν τότε που οι γονείς μου με πήγαιναν στον εσπερινό. Πήγα δυο – τρεις φορές. Ήτανε εκεί δυο καλόγριες από τον Άγιο και μας έδιναν διγκωνάρια. Μετά το πανηγύρι δεν γινόταν τραπέζι. Μα δεν υπήρχε κανένα άλλο κτίσμα, παρά μόνον η μικρή εκκλησούλα. Θυμάμαι τον πατέρα μου που έλεγε πως οκτώ ημέρες μετά από το πανηγύρι αυτό των Αγίων Αποστόλων, έπρεπε να προετοιμάσει την δική μας εκκλησία της Αγίας Κυριακής που είναι σήμερα μισογκρεμισμένη και βρίσκεται ανάμεσα από τα Κομποθεκράτα και τα Σπήλια. Η Αγία Κυριακή γιορτάζει στις 7 Ιουλίου. Άρα ο εσπερινός γινόταν αποβραδίς της ημέρας της Σύναξης».

«Πηγαινοέρχονταν βάρκες μικρές και μεγάλες. Οκτώ με δέκα θα ήταν περίπου. Το πανηγύρι γινόταν τέλος Ιουνίου. Στο εκκλησάκι γινόταν λειτουργία για την Σύναξη των Αγίων Αποστόλων. Στις βάρκες έμπαιναν πολλοί και οι βαρκάρηδες αγκομαχούσαν καθώς τραβούσαν κουπί. Βιάζονταν να κάμουν πολλές βόλτες γιατί πρέπει να έπαιρναν εισιτήριο. Κάποιοι άλλοι πήγαιναν πεζοί από τη Γέφυρα ή από την γύρα», μου είχε αφηγηθεί ο Παναγής Σγουρός.

Ο Νικόλας Μανωλάτος θυμήθηκε μια ιστορία που συνέβη αφού τελείωσε το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. «Ήτανε μετά την απελευθέρωση, κατά το 1946. Γιόρταζαν οι Άγιοι στον Κούταβο. Τέλη του Ιούνη ήτανε. Θυμάμαι ήτανε η εκκλησιά γερή τότε. Με τον σεισμό του ’53 έπεσε και τότε σταμάτησε και το πανηγύρι. Λοιπόν, τη μέρα εκείνη του πανηγυριού είχα πάει στον Κούταβο και βρέθηκα στου Μαρκεζίνη. Είχα το θάρρος και πήγαινα εκεί γιατί έμενα στο σπίτι του. Είχε κάτω από μια ελιά μια τραγάτα και ήταν και μια σκάλα φτειαγμένη από κυπαρίσσια. Μπροστά από την ξύλινη παραγκούλα που είχε φτειάξει ήταν δεμένη η βάρκα του.

Ήτανε απογεματάκι κι άκουγα πάνω από το δρόμο που τραγουδάγανε κάποιοι την «Αγράμπελη». Ήτανε ο Διογένης ο Ρόκκος, ο Βαγγέλης ο Μαγδαληνός, ο Βιτσέντζος ο Τουμπανάς –ένας χοντρός που είχε ταβέρνα-, και ο Γοργορίνης που την εποχή εκείνη έκανε βαφές. Περίπου τότε ήταν όλοι τους γύρω στα εβδομήντα. Γυρίζανε με τα πόδια στο Αργοστόλι αφού είχανε παρακολουθήσει τη λειτουργία στους Αγίους Αποστόλους. Είδανε λοιπόν τη Μαρκεζίνενα και τση γυρέψανε να τσου δώσει δυο σύκα. Αυτή ευχαρίστως τους έδωσε. Κάτσανε εκεί να τα φάνε, τραγουδήσανε καλά και στο τέλος τση γυρέψανε τη βάρκα να κάνουνε καντάδα καθώς θα πηγαίνανε προς του Αριστοφάνη. Η Μαρκεζίνενα με παρακάλεσε να τους πάω εγώ για να γυρίσω τη βάρκα πίσω.

Λιγότερο από 10 μέτρα θάτανε – δεν θάτανε- από την ξηρά που η βάρκα βούλιαξε. Δεν προλάβαμε να τη γυρίσουμε πίσω. Όλοι βλαστημάγανε. Ο Γοργορίνης ο οποίος ήταν αναίσθητος, έβγαλε τα ρούχα του, τα ‘κανε μπάλα και τα’ βαλε στο μακρύ του σώβρακο. Βγήκε έξω από τη βουλιαγμένη βάρκα και χωνότανε μέχρι τα γόνατα στον βούρκο. Το νερό τση θάλασσας θα του’φτανε μέχρι την κοιλιά. Τονε βύζαινε ο βούρκος. Αγάντα όμως και βγήκε έξω. Περιμένοντας τους άλλους το’ριξε στο καλαμπούρι και τραγούδαγε. Ακολούθησε ο Βαγγελάκης. Τσαντισμένος ήτανε γιατί φορούσε άσπρα ρούχα λινά, άσπρο καπέλο, άσπρα παπούτσια, και κόκκινες μποντίνες. Ήτανε στη μόδα εκείνη την εποχή αυτό το ντύσιμο. Αυτός δεν γδύθηκε, παρά, όπως ήταν με τα ρούχα, έδωσε μια και μπήκε μέσα. Βγήκε έξω μαύρος, κακομοιριασμένος. Βγήκε μετά κι ο Διογένης ο Ρόκκος. Κι εκείνος με τα ρούχα στον βούρκο. Ο Βιτσέντζος Τουμπανάς φόραγε ένα μπλε μαρέν καλοκαιρινό παντελόνι, πουκάμισο άσπρο και το γελεκάκι του. Ήτανε και βαρύς. Τον παρατήσατε κιόλας και μού’μεινε μέσα στη μισοβουλιαγμένη στα ρηχά βάρκα. Του ‘βαλα τη σκάλα του Μαρκεζίνη και καθώς έβγαινε «τ’ αρκουδάκια» έδωσα μια στη σκάλα και πάρτονε μέσα. Αυτός, αντί να βλαστημάει, γέλαγε. Θυμάμαι καλά τι φορούσαν γιατί όπως έγιναν μέσα στο βούρκο, ήτανε για γέλια. Δεν μαζευτήκανε όμως να πάνε στο Αργοστόλι όλοι μαζί, αλλά ο ένας πήγαινε 50 μέτρα από τον άλλο και μιλούσαν … μεταξύ τους. Ο δε Βαγγελάκης βλαστήμαγε. Τά ‘βαλε με τσου Αγίους Αποστόλους που ξημερώνανε. Τά’βαλε με τη βαρκάδα. Όλα του φταίγανε. Καθώς μπήκανε στη Γέφυρα ο ένας πίσω από τον άλλο βρίζοντας και γελώντας, τους πήρανε χαμπάρι από του Αριστοφάνη και βγήκανε να απολαύσουνε το θέαμα.

Το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων αυτό το κάζο μου θυμίζει.

Τα κτήματα αυτά δεν ανήκουν στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων, αλλά κατ’ ευθείαν στον ίδιο τον Άγιο. Για αυτό και ζωγράφισαν επάνω στο βουναλάκι στον Κούταβο, πάνω ακριβώς από τα κτήματα (που πιάνουνε κάτω από τσου μύλους της Πετρίας και σταματάνε μέχρι του Παπαδάτου το χτήμα) τη μορφή Του. Κι αυτό δεν έγινε ούτε στη γενιά του πατέρα μου, ούτε και στη γενιά του παππού μου. Η ζωγραφιά είναι πολύ παλιά. Δεν έχω ακουστά ποιος μπορεί να τη ζωγράφισε. Τον έχω δει όμως από κάτου, με τα κυάλια. Ακριβώς κάτω από εκεί που σε οδήγησα να πάς πριν καιρό».

Πράγματι. Με την καθοδήγηση του Νικόλα του Τακουναρή (αυτό ήταν το παρατσούκλι του) πήγα εκεί το καλοκαίρι του 1988 με τον φίλο μου Γεράσιμο Γαλανό. Μετά από δυσκολότατη ανάβαση σε σαθρό έδαφος, φτάσαμε ακριβώς κάτω από την μορφή του Αγίου –βρίσκεται λίγο ανατολικότερα του ναΐσκου των Αγίων Αποστόλων-. Τον φωτογραφίσαμε. Είναι η μορφή του Αγίου καλογήρου από την μέση και επάνω σε ένα βαθούλωμα ενός μεγάλου βράχου, του ψηλότερου βράχου επάνω στην κορφή. Δεν διακρίναμε φωτοστέφανο. Τα ράσα Του είχαν πλέον πρασινίσει. Έχει τα μπράτσα/χέρια από το ύψος των ώμων ημιανοιγμένα, μισογερμένο το κεφάλι και ευλογεί τη γη Του που βρίσκεται ακριβώς  κάτω. Αυτή που περιμένει τον Ιούνιο για να ξαναλειτουργήσει το εκκλησάκι, ή καλύτερα ό,τι έχει απομένει από αυτό, αποβραδίς της Σύναξης των Αγίων για να επιβεβαιώσει ότι και η Κεφαλληνία έχει και σημάδια από την πρωτοχριστιανική κοινότητα.

Στον 20 αι. μέχρι και τον σεισμό του 1953 αυτό το μετόχι υπήγετο λειτουργικά στον Ι.Ν. Σισσιωτίσσης στον οποίο εφημέρευε ο ιερέας Νικόλαος Γαρμπής. Ένα χρόνο πριν από τον σεισμό, με κοινή απόφαση  Εκκλησίας – Κράτους παραχωρήθηκαν ορισμένα από τα κτήματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας στο Κράτος. Στο ΦΕΚ 289 8/10/1952 και στον Πίνακα Β΄, σελ. 2059, μεταξύ των κτημάτων που περιήλθαν στο Δημόσιο είναι και ένα 6,5 στρεμμάτων ιδιοκτησίας της Ι. Μ. του Αγίου στον Κούταβο και φέρει τον χαρακτηρισμό «βοσκότοπος», α/α. 277 και βάσει των στοιχείων μέχρι και το 2000, δεν είχε πωληθεί ή παραχωρηθεί σε κανέναν ιδιώτη. Η έκταση αυτή ΔΕΝ είναι το εν λόγω μετόχι, το οποίο, σύμφωνα με το Κτηματολόγιο της Ι. Μ. του Αγίου, τής ανήκει  αδιάλειπτα από την αρχή της δωρεάς και ίδρυσής της ως Μονή Αγίων Αποστόλων μέχρι και σήμερα.


Κλείνοντας αυτήν την μικρή ιστορική αναδρομή και την καταγραφή μνημών ας προσπαθήσουμε από κοινού, «έκαστος εφ’ ω ετάχθη», να ξαναζωντανέψουν και οι θρησκευτικοί τόποι στον Κούταβο που ανθίστανται πεισματικά στον χρόνο, ένας από τους οποίους είναι και τα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων, πρότασή μου δημοσιευμένη στον τοπικό τύπο του 1999. Η πρόταση αυτή μάλιστα είχε κι άλλα τρία σκέλη:

  • Το ένα ήταν -και είναι εννοείται- η διάσωση της Αγία Τριάδας. Σήμερα διακρίνεται το τμήμα του τοίχου (με καθ’ ολοκληρία σβησμένες τοιχογραφίες) που περιλαμβάνει την Ιερή Κόγχη και τα εκατέρωθέν της τμήματα, στο δε δάπεδο βρίσκεται το επάνω μέρος πέτρινου θυσιαστηρίου (Αγία Τράπεζα). Κατά προφορική παράδοση των παλαιοτέρων, ο ναΐσκος αυτός είναι θεμελιωμένος επάνω σε αυτόν της θεάς Αθηνάς[31].
  • Να χαραχθούν μονοπάτια που θα οδηγούν, τόσο στην Αγία Τριάδα, όσο και στην βραχογραφία με την μορφή του Αγίου Γερασίμου που δεσπόζει ψηλά στον βράχο.
  • Η τρίτη πρόταση είχε -κι έχει εννοείται -να κάνει με το παλαιό αριστοτεχνικό πετρόκτιστο υδραγωγείο του τέλους του 19ου αι. Βρίσκεται στη συνέχεια του μονοπατιού που οδηγεί στην Αγία Τριάδα, πίσω και επάνω στον λοφίσκο ακριβώς από το νυν υδραγωγείο-. Ο αχανής στεγασμένος χώρος του που σήμερα παραμένει επικίνδυνος και γκρεμισμένος σε κάποια σημεία, μπορεί να αναστηλωθεί και να χρησιμοποιηθεί από τον Δήμο Αργοστολίου –στον οποίο και ανήκει- ως Αίθουσα Ποικίλων Εκδηλώσεων.

Η περιφρούρηση των συμφερόντων του τόπου μας, η ισχυρή επιθυμία της αποκάλυψης της αλήθειας της δοσμένης μέσω ιστορίας και παράδοσης, η συντήρηση και η ανάδειξη όλων των κρίκων του παρελθόντος, πλαταίνουν τις αναμνήσεις, στολίζουν τις σημερινές πολιτισμικές αναγκαιότητες, και ευαισθητοποιούν τους συγκαιρινούς, αλλά και αυτούς που θα ακολουθήσουν την δική μας έλευση μας.

Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας[32]

Ευρυδίκη Λειβαδά


[1] Στην γνωστή μονογραφία του ο Πάρτς την αναφέρει ως «κατηρειπωμένον εκκλησίδιον της Αγίας Τριάδος (20μ.)». Την συναντούμε 6 αιώνες πιο πρίν, στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής του 1284.

[2] Εφημερίδα «Ημερήσιος» και οι δυο ημερομηνίες.

[3] Οι πρώτοι δρόμοι φτιάχτηκαν από τον Προννοητή Leone ή Lio Bembo το έτος 1695. Τσιτσέλης Ηλ., Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1960, σ. 425.

[4] Ο. π. σ. 50.

[5] Ζαπάντη Σταματούλα, Κεφαλονιά 1500 – 1571, Η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 293.

[6] Ζαπάντη Σταματούλα, ο.π., σ. 292.

[7] Είχαν σαν πρότυπα τις συντεχνιακές επαγγελματικές αδελφότητες της Βενετίας, που με την σειρά τους είχαν ρίζες βυζαντινές.

[8] Τσιτσέλης, ό. π., σ. 433

[9] Κούκκου Ελένη, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία, Β΄ έκδοση, Αθήνα 1985, σ. 18.

[10] Έτσι οι κεφαλλονίτες καλλιτέχνες δημιούργησαν το Κεφαλληνιακό μπαρόκ. Βλ.Φωκάς – Κοσμετάτος Κ.Π., Κεφαλληνιακά, Β΄ Αρχιτεκτονικά, Αθήναι 1962, σ. 9.

[11] Παναγιωτοπούλου Μαρία, ο.π., σ. 89-188

[12] Santi Apostoli στο Βαλεριάνο, στις Βασιλικάδες, στα Καλλιγάτα, στο Κάστρο, των Κεφαλά στο Ληξούρι, στα Ραφτοπουλάτα και στα Χαυδάτα.

[13] Λουκάτος Δημήτρης, Κεφαλονίτικη Λατρεία, Αθήναι, 1946, σ. 22.

[14] Οι προγενέστερες χαρακτηρίζονται ως παλαιόκτιστες. Βλ. Παναγιωτοπούλου Μαρία, Κατάλογος Ναών και Μονών της Κεφαλονιάς στο τέλος του 18ου αιώνα (Με βάση δύο βενετικά έγγραφα, του 1788 και του 1794), Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ.6, Αργοστόλι 1992, σ. 117

[15] Ναός 14ου αιώνα χτισμένος από τον Πατριάρχη Νίφωνα (1312-1315) -όπως μαρτυρεί και η πλάκα – κοντά στη Λιταία πύλη των τειχών.

[16] Μικροσκοπικός ναός 11ου αιώνα, τετράκοχος, σταυροειδής με τρούλο. Βρίσκεται στην Αρχαία Αγορά, κτίσθηκε επάνω σε ναό του Πάνα με αγκωνάρια –πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία-.

[17] Έργο του 4ου αιώνα επί Μ. Κωνσταντίνου. Σήμερα δεν υφίσταται πλέον.

[18] Βλ. της ιδίας, Νεώτερα στοιχεία για τον Ιωάννη Απόστολο Φωκά Βαλεριάνο (Juan de Fuca), Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου για την περιοχή Ελειού-Πρόννων, Έκδοση του Δήμου Ελειού-Πρόννων, Κεφαλλονιά, 2005

[19] Ζαπάντη Σταματούλα, ο.π., σ. 219, όπου παραπέμπει στον νοτάριο Ρωμανό, Εγγραφές 1ο, φ9v εγγρ.16-3-1568.

[20] Κώδικας Β΄ (1591-1638), 32. (Λυτά έγγραφα με αταξία κατά την πρόχειρη συρραφή).

[21] Κώδικας Ε΄(1610-1679) 715v.

[22] Πιθανόν αυτός ο «Καπετάν Μάρκος Φωκάς» να ήταν ο ομώνυμος αδελφός του θαλασσοπόρου Ιωάννη Φωκά γνωστού ως Juan de Fuca ή Juan Griego.

[23] Συνολικά αναφέρονται 18 ονόματα του οίκου Φωκά και δεν είναι μόνον από την ευρύτερη περιοχή Αργοστολίου-Λειβαθούς, αλλά και από τον Ελειό (Έκτορας, Μάρκος, Φραντζέσκος, Εμμανουήλ. βλ. Στα Στενά της Χίμαιρας, Εκδόσεις Κέδρος, 2007, Παράρτημα, σσ.458-462).

[24] Βλ. Αντίστοιχα στους Κώδικες της Ι. Μονής, αλλά και στην εφημερίδα «Ημερήσιος», 17 Ιουνίου 1999.

[25] Βλ. της ιδίας, Με τ’ άρμενα της θάλασσας, στα ρόδα των ανέμων, Χάρτες, λιμάνια παραθαλάσσια τοπία Κεφαλλονιάς και Ιθάκης, Αρχείο και Συλλογή Ε. Λειβαδά Ντούκα, Λεύκωμα, εκδόσεις Οδύσσεια, Αργοστόλι 2018, σ. 24

[26] Ως άνω, Με τ’ άρμενα, σ. 63.

[27] Ως άνω, Με τ’ άρμενα, σ. 68.

[28] Ως άνω, Με τ’ άρμενα, σ. 72.

[29] Εφημερίδα «Ημερήσιος»14 Μαΐου 1999 και ίδια εφημερίδα 17 Ιουνίου 1999.

[30] Καρτ ποστάλ του 1916 π. παρουσιάζει οίκημα εκεί όπου είναι το μετόχι. Βλ. Ως άνω, Με τ’ άρμενα, σ. 92. Επίσης, αποτυπώνεται το μετόχι στις αεροφωτογραφίες της δεκαετίας του ’40 από την ΓΥΣ (βρίσκονται στο Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου).

[31] Το παράδοξο είναι πως και σήμερα ακόμη διατηρεί την ονομασία: ναός της Αθηνάς.

[32] Η ομιλία αυτή δόθηκε μετά τον Εσπερινό στις 30 Ιουνίου 2023 στον ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Κουτάβου μετά από πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Κεφαλληνίας κ. Δημητρίου τον οποίο ευχαριστώ θερμότατα.