//

Μαρία Μαρκαντωνάτου: Ἡ ψῆφος τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ

Ὅσο ζοῦσε ὁ ἀδελφός της, δὲν πολυσκοτιζόταν. Θὰ ψήφιζε ὅ,τι κι ἐκεῖνος. Ἕξι χρόνια πιὸ μεγάλη του, τὸν πρόσεχε. Ἡ μάνα στὸ μαγερειό, στὴν μπουγάδα, στὸν κάμπο, χρειαζόταν βοήθεια. Ἄφηνε συχνὰ τὸ δίχρονο ἀγοράκι στὴν ὀκτάχρονη κόρη της, κι ἔτρεχε στὶς δουλειές της. Ὁ μικρὸς, ἀληθινὸ ζουζούνι, τρύπωνε ἐδῶ καὶ κεῖ, μὰ ἡ ἀδελφή, ἀεικίνητη, τὸν προστάτευε. Μιὰ φορά, ἔκπληκτη, εἶδε δυὸ πεταλοῦδες νὰ κυνηγιοῦνται – ἔτσι τῆς φάνηκε –πολύχρωμες. Τὶς ἀκολούθησε. Προσπάθησε νὰ τὶς πιάσει, κι αἴφνης: « Ὁ ἀδερφός μου;» ἀναπήδησε. Τὸν φώναξε, τίποτα. Ἡ αὐλὴ – ἔρημη. Ἔτρεχε τρελαμένη πέρα-δῶθε, πουθενά. Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶται εἶναι τὸ γοερὸ κλάμα της καὶ τὴ θειά της, μὲ τὸν μπόμπιρα στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὴν παρηγορεῖ: « Μὲ τὰ κλωσσοπούλια στὸν κῆπο τρεχοβόλαε».

Ἄντρας ὁ Νύσης δοκίμασε τὴν πόλη. Δὲν τοῦ πήγαινε. Βαρήκοος ἐκ γενετῆς, προτιμοῦσε τὴν ἡσυχία. Γύρισε στὸ χωριὸ, κι ἀσχολήθηκε μὲ τὰ κοινά. Ἁνιδιοτελὴς καὶ φιλότιμος, ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε. Ἡ μικρὴ κοινότητα ποὺ ὅλο κι ἐρήμωνε, ταυτίστηκε μὲ τὴν ὕπαρξή του. « Τὸ χωριό μου» ἔλεγε καὶ τὰ καλοσυνάτα πανέξυπνα μάτια του ἄστραφταν. Οἱ συγχωριανοί του τὸν ἀγαποῦσαν. Στὴν κηδεία του ( ἔφυγε στὰ 67 του ὄρθιος), παραβρέθηκε ἡ ἐπαρχία μας πάνδημη.

Ἐρημικὸς μὰ καὶ κοινωνικὸς, σπάνια ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα. Μὲ τήν ἀδελφή του στὸ τηλέφωνο μιλοῦσαν κυρίως πολιτικά. Ἐμπιστευόταν τὴ γνώμη της, κι ἐκείνη ἀκολουθοῦσε τὸν εἱρμό του ὑπερθεματίζοντας, τὸν « προστάτευε», πάσχιζε νὰ τὸν κάνει νὰ νιώθει δικαιωμένος, ἄς εἶχαν ἔρθει τὰ πάνω κάτω. Ἐξ ἄλλου, ποιά εἶναι τὰ πάνω , ποιά τὰ κάτω στὴν πολιτική, ἀξίζει νὰ στενοχωρεῖς ἀγαπημένους γιὰ πράγματα τόσο ἀνθρώπινα, ὅπως ὁ ἄνθρωπος;

Ὁ Νύσης πέθανε Νοέμβρη τοῦ’13. Ἔκτοτε, ἔγιναν τρεῖς-τέσσερις ἐκλογικὲς ἀναμετρήσεις. Τώρα, ἐκείνη μποροῦσε ν’ἀποφασίζει ἐλεύθερα. Ὁ ἀδελφὸς εἶχε κατακτήσει γιὰ πάντα τὴν αὐτοπροστασία του.

Στὶς πρόσφατες ἐκλογὲς, πῆγε νὰ ψηφίσει στὸ τμῆμα τῆς γειτονιᾶς της. Ἀναποφάσιστη. «Θ’ἀφεθῶ στὴν ἐπιφοίτηση τῆς στιγμῆς», ἐφησύχασε. Τῆς ἔδωσαν τὰ ψηφοδέλτια, μπῆκε στὸ παραβάν, κι ἄρχισε νὰ ξεφυλλίζει μὲ τ’ ἀκροδάκτυλα. «Ἕνα πακέτο σκατὰ γίναμε ὅλοι, κι ἐσεὶς κι ἐμεῖς». Σὲ κάποιο σταμάτησε. Μπροστά της – ὁ Νύσης. Ψήφιζε τότε στὸν τόπο γέννησής της, κι εἶχε ταξιδέψει γιὰ χάρη του, ὅπως πάντα. Νέος καὶ ὡραῖος, μ’ ἕναν κουβὰ ἀσβέστη καὶ μιὰ βούρτσα, σχημάτιζε τὰ ἀρχικὰ τοῦ κόμματος· στὸ δρόμο, σὲ μάντρες, σὲ κορμοὺς δέντρων. « Ἀγώνας» τὴν κοίταξε ἡρωϊκά. «Ἀγώνας» ξανάπε, κι ἔλαμπε ἀθάνατος.

Ἀνάσυρε τὸ ψηφοδέλτιο, τὸ δίπλωσε, τόβαλε στὸ φάκελο. «Στὴ μνήμη σου, ἀγόρι μου», κι ἔκαμε τὸν σταυρό της.

Βγῆκε, καὶ τόριξε στὴν κάλπη μὲ χέρι σταθερό, ὅπως σταθερὸς εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀγάπης, κι ἄς καταποντίζεται τὸ σύμπαν συμπούρμπουλο.

                        Μαρία Μαρκαντωνάτου

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/4/2023 #ODUSSEIA #ODYSSEIA