///

Ευρυδίκη Λειβαδά: Οι εθνικοί ευεργέτες Μαρασλή και οι Κεφαλλονίτες της Οδησσού

Η βιβλιοθήκη της Οδησσού, έργο του Μαρασλή

Η ζωή και η δράση και των δυο εθνικών ευεργετών, μεγαλεμπόρων και μαικηνών, του Γρηγορίου Ιωάννου Μαρασλή (1780c. – 1851c.) και του γιού του Γρηγορίου του Γρηγορίου (1831-1907) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Οδησσό των Ελλήνων και την ανάδειξή της σε μεγάλο κέντρο πολιτισμού και οικονομίας στη Μαύρη Θάλασσα.

Ο πατέρας, Γρηγόριος Ιωάννη Μαρασλής

Το πραγματικό επώνυμο ήταν Κοϊμτζής, η καταγωγή της οικογένειας ήταν από τις Σαράντα Εκκλησίες. Εγκαταστάθηκαν στη Φιλιππούπολη και τα μέλη της ασχολούνταν με το εμπόριο[1]. Ο πατέρας του, γνωστός Φιλικός, Γρηγόριος του Ιωάννη, δίπλα στο επώνυμο έβαλε και το Μαρασλής από το προάστιο της Φιλιππούπολης Μαράς[2] ή Μαράσια όπου ήταν η αποθήκη του. Ο θείος του, αδελφός του πατέρα του, ήταν πρόκριτος της Φιλιππούπολης, καταδιώχθηκε από τους Τούρκους και πέθανε στη φυλακή από βασανιστήρια.

Ο Γρηγόριος του Ιωάννη φοίτησε από το 1790 έως το 1825 στην Ελληνική Κεντρική Σχολή στη Φιλιππούπολη υπό τη διεύθυνση του ιερέα Κωνσταντίνου Οικονόμου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό. Παντρεύτηκε την κόρη του εμπόρου της Κωνσταντινούπολης (ή Οδησσού) Θεοδωρίδη, Ζωή και κάτω από το άγρυπνο ενδιαφέρον της Μ. Αικατερίνης (1762-1796) επιδόθηκε στο εμπόριο καθότι ήταν επιχειρηματικό δαιμόνιο. Έχει από τους βιογράφους[3] του διασωθεί πως ασχολήθηκε με την πώληση οικοπέδων μέσα στον οικοδομικό οργασμό της αναγεννώμενης πόλης. Παράλληλα δε με τις οικονομικές του δραστηριότητες, ασχολήθηκε και με εθνικές, φιλανθρωπικές, πολιτιστικές. Σπουδαίες δράσεις του ήταν η συγκρότηση της Ελληνικής Κοινότητας, η συντήρηση ελληνικών σχολείων, η στήριξη τριακοσίων οικογενειών μετά την αποτυχία της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες το 1821. 

Το 1808 οι έμποροι Ιωάννης Δεστούνης, Ιωάννης Πεταλάς, Ηλ. Μάνεσης, Δ. Ιγγλέσης, Α. Κουμπάρης, Φ. Κάππαρης, Ι. Αμβροσίου και Θεόδωρος Σεραφίνος ίδρυσαν την «Γραικορωσική συντροφία ασφαλειών» στην οποία μετείχε και ο Μαρασλής, -το 1814 είχε μετονομαστεί σε «Συντροφία των Γραικών Ασφαλιστών»-, ενώ το 1815 συνεργαζόταν με τον Θιακό διευθυντή Ιωάννη Πεταλά τής «Εμπορικής Κάσσας Οδησσού», οργανισμού που  εκτελούσε τραπεζικές εργασίες.

Το 1820  συναντήθηκε με τον Κεφαλλονίτη μεγαλέμπορο της Οδησσού Δημήτριο Ιγγλέση[4] και από κοινού με όλους τους Έλληνες εμπόρους ενίσχυσαν οικονομικά τον Αγώνα. Οι εθνικές αυτές ενέργειες συνεχίστηκαν και αργότερα.

Το 1844 το Ελληνικό Κράτος απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του τάγματος του Σωτήρος σε  πέντε εκπροσώπους της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού, ανάμεσά τους στον Γρηγόριο Ι. Μαρασλή και στον Δημήτριο Ιγγλέση.

Στις 16 Απριλίου του 1821, όταν ο Γρηγόριος Ι. ήταν έφορος της «Γραικικής Κοινότητος της Οδησσού», παρέλαβε από τον Κεφαλλονίτη πλοίαρχο Νικόλαο Σκλάβο το λείψανο του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, και φρόντισε για την ταφή του στον Ι.Ν. Αγίας Τριάδας.

Συνεργάστηκε με τους μεγαλοπλοιοκτήτες και ιδιοκτήτες εμποροναυτιλιακών οίκων Κωνσταντίνο Σβορώνο και γιούς του Σωκράτη και Ιωάννη, καθώς επίσης και με τούς Βαλλιάνους. Επίσης με τους πλοιοκτήτες, τον Θιακό Δ. Πεταλά, τον Σπύρο Δενδρινό, τον Παναγή Βάλσαμο, τον Σπύρο Κούπα, τον Νικόλαο Μαράτο, τον Σπύρο Πεταλά, τον Μαρίνο Ιγγλέση, τον Νικόλαο Μπεκατώρο και τον Νικόλαο Ιγγλέση. 

Μετά την αποτυχία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι ιδρυτές αντικατέστησαν τον τίτλο της «Φιλικής Εταιρεία» με «Φιλανθρωπική Εταιρεία». Το έργο που προσέφερε η Φιλανθρωπική ήταν σπουδαίο, καθώς στάθηκε αρωγός σε 2.000 Έλληνες της Οδησσού και 3.000 της Βεσσαραβίας. Τελικά αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές της γιατί η ρωσική πολιτική την θεωρούσε πολιτική οργάνωση με πρόσχημα αγαθοεργείς πράξεις.

Γρηγόριος Γρηγορίου Μαρασλής

Γεννήθηκε,  μεγάλωσε και δέχθηκε πατριωτική διαπαιδαγώγηση στο αστικό περιβάλλον της ελληνικής οικογένειας του μεγαλεμπόρου Μαρασλή και βίωσε εκ του σύνεγγυς τις φιλοπάτριδες προσπάθειες του πατέρα του για ελεύθερη Ελλάδα, και τον αλτρουϊσμό που τον διακατείχε. Φοίτησε στην Οδησσό στην Ελληνεμπορική σχολή και στο Λύκειο Richelieu -μετέπειτα Πανεπιστήμιο Novorossijskij-, κι αργότερα στο Παρίσι «ανώτερες σπουδές» ως γράφουν οι βιογράφοι του.  

Αφού επέστρεψε στην Οδησσό εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος για αρκετά χρόνια, και μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε τη διαχείριση των επιχειρήσεών του. Αφού είχε περάσει από διάφορες υπηρεσίες του Δήμου Οδησσού, το 1878 εξελέγη δήμαρχος, θέση στην οποία υπηρέτησε επί τέσσερις δεκαετίες. Η θητεία του υπήρξε παραγωγική και δημιουργική και η Οδησσός μετεβλήθη σε εργοτάξιο υλικής και πνευματικής αναδημιουργίας. Για την μεγάλη του προσφορά τιμήθηκε με πολλά παράσημα από το ρωσικό κράτος, ανάμεσα δε στις τιμές ήταν κι αυτή του «μυστικοσυμβούλου 3ης τάξεως», τίτλος που ο αυτοκράτορας απένειμε μόνον στους ανώτατους δημόσιους λειτουργούς.

Όπου τα έργα μιλούν

Τα έργα τα οποία πραγματοποίησε στην Οδησσό περιελάμβαναν μουσείο, βιβλιοθήκη, «μικροβιολογείον», «οφθαλμοκομείον», «τεχνουργείον», δημοτικά εκπαιδευτήρια, αναγνωστήρια, δημοτικό πάρκο, δημοτικό παιδικό κήπο, αγροκήπιο, δημοτικό θέατρο, δημοτική αίθουσα συναυλιών –όπου διέπρεψε ο Κεφαλλονίτης συνθέτης Γ. Μοντεσάντος-, δημοτική αγορά, φυλακές, υδραγωγείο, τροχιοδρόμους, δημοτικά μηχανικά πλυντήρια, γηροκομείο, πτωχοκομείο, ψυχιατρείο, νοσοκομεία, δημοτικό εστιατόριο παίδων, εστιατόριο ορφανών, δημοτική παλαίστρα, άσυλο ύπνου, βρεφοκομείο, πτωχοκομείο και γηροκομείο της Ελληνικής Κοινότητας -τής οποίας υπήρξε ισόβιος πρόεδρος-, ανακαίνιση δημοτικού νεκροταφείου, εκτέλεση λιμενικών έργων, και πλήθος δωρεών όπου παρουσιαζόταν ανάγκη ή αίτημα. Όλα αυτά κατέστησαν την Οδησσό μια από τις ωραιότερες πόλεις της Ρωσίας και όλης της Ευρώπης. Ο ίδιος τιμήθηκε πολλές φορές και στην Ρωσία και στην Ελλάδα για την πολυσχιδή προσφορά του στο έθνος.

Στην πορεία της ζωής του ήλθε σε επαφή με πολλούς Κεφαλλονίτες. Το 1883 ανέπτυξε σχέσεις με τον πρωθιερέα της Ελληνικής Κοινότητος π.  Άγγελο Πεφάνη.

Το 1893 η Ελληνική Κοινότητα Οδησσού αριθμούσε 140 μέλη και η δομή της ήταν «αριστοκρατική, κλειστή». Ανάμεσα στα μέλη συγκαταλέγονταν Κεφαλλονίτες, έμποροι στο μεγαλύτερο μέρος, όπως ο Ιωάννης Απόστολου Βουτσινάς, έμπορος 3ης τάξης κι αυτός, μέλος του Αυτοκρατορικού Συλλόγου της Ιστορίας της Αρχαιότητας της Οδησσού. Με τον ίδιο είχε από χρόνια αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας και αγαθοεργιών. 3.2.1868 διαβάζουμε: «Εν Οδησσώ εγένετο κατ’ αυτάς έκτακτος συνδρομή υπέρ των Κρητών Οι κ.κ. Ροδοκανάκης, Μαρασλής, Σ. Ράλλης, Γ. Βουτσινάς…, προσήνεγκαν  έκαστος χίλια ρούβλια αργυρά. Εν όλοις συνελλέχθησαν δέκα χιλιάδες αργυρών ρουβλίων».

Επίσης, μέσω ποικίλων δράσεων συνεργάστηκε με τους Κεφαλλονίτες και Θιακούς μεγαλεμπόρους και μέλη της Ελ. Κοινότητας Οδησσού: Νικόλαο Ιγγλέση, Γεράσιμο Κούπα, Γεώργιο Αυγερινό, Θεόδωρο Αυγερινό, Γ. Βουτσινά, Νικόλαο Ιγγλέση,  Ιωάννη Ιγγλέση,  Στέφανο Βουτσινά,  Ευστάθιο Γαλάτη, Παναγιώτη Κ. Σκλάβο. Παραμένει μέχρι στιγμής όχι διασταυρωμένο εάν είχε αναπτύξει σχέσεις με εμπόρους και επιχειρηματίες χαμηλότερης «εμπορικής τάξεως» όπως ήταν οι: Αντώνης Φραγκόπουλος, βυρσοδέψης, αδελφοί Νεόφυτου, εργοστασιάρχες αλλαντικών, οι οινοποιοί Σπυρ. Ε. Σκλάβος και οι αδελφοί Συνοδινού, οι αρτοποιοί Νικ. Αμπατιέλος, αδελφοί Μελισσαράτου, ο Παναγής Βεργωτής και οι αδελφοί Παπαδάτου, οι εστιάτορες  Σπύρος Σκιαδαρέσης, Αντ. Καραβίας, Κωνσταντίνος Σταματελάτος, Φωκάς Κοκόλης, Γεώργιος Μαγουλάς, Ιωάννης Μακρής Βαλλιανάτος, Παναγής Λουκάτος, Παναγής Σταματάτος, Μαρίνος Μαγουλάς, Σπ. Ποταμιάνος, ο καφεπώληςτου «Ακρόπολις» Κων. Δρακούλης, του «Αθήναι» Χρήστος Αθανασάτος, οι λοιποί έμποροι Διονύσιος Μπενετάτος, Δημήτριος Οκτωράτος, Διονύσιος Λιβαδάς, Αριστ. Καμπίτσης, Διον. Αντζουλάτος[5].

Το 1904 συνεργάσθηκε με τον Γεράσιμο Βανδώρο και τον Σπύρο Καραβία, μέλη της Ελληνικής Κοινότητας της Οδησσού.

Όταν το 1907 ανέλαβε Έλληνας Πρόξενος Οδησσού ο Κεφαλλονίτης Εμμανουήλ Γ. Καψαμπέλης[6], ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης και ευπατρίδης Γρηγόριος Γρ. Μαρασλής άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Μαΐου «πιθανώς εκ συγκοπής της καρδίας».«Ετίμησε το έθνος, εις ό ανήκεν, υπηρέτησε τη Εκκλησία και τη πίστει των πατέρων αυτού». «Ούτος ετάφη εν τω ναώ τη επιμόνω παρακλήσει των αντιπροσώπων της Εκκλησίας και κατά την επιθυμίαν των πλησιεστέρων συγγενών του μακαρίτου» γράφει ο Λ. Ροσσόλυμος στο «Εν εν Οδησσώ ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος 1808-1908».  

Η σπουδαία αυτή προσωπικότητα, εκτός από την ανυπολόγιστης αξίας προσφορά στην Οδησσό, υπήρξε και ύψιστος δωρητής προς όλον τον Ελληνισμό. Σε αδρές γραμμές στις ευγενείς προσφορές του βρίσκουμε την περίφημη Βιβλιοθήκη Μαρασλή[7], το Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών, τη Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία, το Μαράσλειο ενυδρείο Π. Φαλήρου, το Μαράσλειο Ορφανοτροφείο Κέρκυρας, την Πατριαρχική Αστική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, τη Μαράσλειο Σχολή Φιλιππούπολης, το Μαράσλειο Ελληνικό και Πρακτικό εμπορικό Λύκειο Θεσσαλονίκης και τόσες άλλες οικονομικές ενισχύσεις και δωρεές.

Στην εποχή μας, στον απαστράπτοντα ματαιόδοξο κόσμο τών πάσης φύσεως αμφιλεγόμενων μορφών και των χαοτικών γεγονότων, ευεργέτες, με αξίες, αρχές, βαθύ ανθρωπισμό και πολυσχιδή κουλτούρα, εκλείπουν. Ο ηχηρός, κενός κόσμος της προβολής δεν αναζητεί την ανάδειξη ευπατρίδων και ανιδιοτελών χορηγών. Αρκείται σε πλημμυρίδα φωνασκουσών μετριοτήτων που δίνουν τροφή σε φτηνούς σχολιασμούς που συχνά βρίθουν παχυλής αμάθειας, κι αφήνει στην άκρη τούς σεμνούς αφειδείς δωρητές που αναμφίβολα υπάρχουν και δρουν μακράν της ασυνάρτητης δημοσιότητας. Όσα κοινωνικο-πολιτισμικά συνονθυλεύματα  κι αν έχουν επιβληθεί δίκην δυσ-ζύμωτης παγκοσμιοποίησης και μοντερνισμού, το αξιακό σύστημα παραμένει αμετακίνητα κι αναλλοίωτα, αιώνες τώρα, το ίδιο. Σπορείς ανθρωπισμού και αγάπης για την πατρίδα και το έθνος σαν τους εθνικούς ευεργέτες, σαν τους Μαρασλή, τους έχουν ανυψώσει οι αιώνες, καθώς τους άξιους τους σέβεται και τους τιμά ο χρόνος.

Ευρυδίκη Λειβαδά  


[1] Αμπατζήδες της Φιλιππούπολης, κτηματίες της Βιέννης, ταπητέμποροι του Βερολίνου. Για περαιτέρω πληροφορίες βλ. Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Γρηγόριος Μαρασλής, Η ζωή και το έργο του, Institute for Balkan Studies, 1989.

[2] Maraş+li όπου –li σημαίνει τον καταγόμενο από συγκεκριμένο τόπο, εδώ από το Μαράς.

[3] Παπουλίδης Κωνσταντίνος Κ., Μύρτιλος  – Αποστολίδης Κοσμάς, Βοβολίνης Κ.Α., Κούκος Μ.

[4] Στις 28 Ιουλίου του 1812 συγκροτήθηκε στην Οδησσό Ειδική Επιτροπή για να στηρίξει τον Αγώνα. Ανάμεσα στα μέλη της ήταν και ο Κεφαλλονίτης μεγαλέμπορος Δημήτριος Ιγγλέσης ο οποίος αναφέρεται μάλιστα στους πρώτους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1794 (ίδρυση Οδησσού. Μαζί του ήταν και οι Κεφαλλονίτες στρατιωτικοί Μεταξάς, Βλαχούλης και Χαρτουλιάρης). Ο Δημήτριος Ιγγλέσης «έμπορος πρώτης τάξεως» προσέφερε στις 30 Σεπτεμβρίου 1812 3.000 ρούβλια για «εθελοντικό απόσπασμα» με την ελπίδα πως θα ελευθερωθεί γρήγορα και η Ελλάδα από την Οθωμανική Κατοχή. Επιπλέον αναφέρεται πως στην Φιλική Εταιρεία έδωσε 4.000 δουκάτα. Μάλιστα, την ίδια τακτική θα εφάρμοζε  και ο γιός του Σπυρίδων. Στις 28 Ιουλίου του 1827 ο Ι. Καποδίστριας έγραψε από την Αγία Πετρούπολη στον Δημήτριο Ιγγλέση να ζητήσει από τους συμπατριώτες του Μαρασλή, Σεραφίνο, Κουμπάρη, Άγγελο και Μαύρο να κάνουν δωρεές για την ενίσχυση διαφόρων φρουρίων στην Ελλάδα. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην παράκληση αυτή και προσέφεραν 150.000 φράγκα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση του φρουρίου Δραγαμέστου της Δυτ. Ελλάδας. (Βλ. της ιδίας Ελληνική Παλιγγενεσία. Κεφαλληνία και Επτάνησος, 365 Ημέρες Μεγάλου Αγώνα, Εκδόσεις Οδύσσεια, 2021. Στις αντίστοιχες ημερομηνίες).

[5] Πληροφορίες ειλημμένες από: της ιδίας, Έλληνες στην ΟυκρανίαΚεφαλλονίτες και Θιακοί τον 19ο και 20ο αι. (αναρτήσεις στο διαδίκτυο) και από τις εφημερίδες περιοχών του Εύξεινου Πόντου «Ελεύθερος Λόγος» και «Μαϊμού» του Μεταξά Λασκαράτου.

[6] Ο διπλωμάτης Ε. Γ. Καψαμπέλης (1865-1957) υπηρέτησε στις αρχές του 20ου αι. για πολλά χρόνια στη Ρωσία. Ειδικά στην Οδησσό υπηρέτησε 11 συνεχή χρόνια ήτοι από το 1907 έως το 1918. Αργότερα δε υπηρέτησε ως πρέσβης στην Πετρούπολη, στη Χάγη και στα Τίρανα. Έχει να επιδείξει μεγάλο μεταφραστικό και συγγραφικό έργο. Του ιδίου σώζονται μεταξύ άλλων και «Εκθέσεις της γεωργικής, εμπορικής, βιομηχανικής και ναυτιλιακής κινήσεως εν Ρωσία εν γένει και ιδία εν Οδησσώ». Δελτίον του επί των Εξωτερικών Β. Υπουργείου, Αθήναι, 1912, τ. 10.

[7] Οργανισμός που ιδρύθηκε το 1897 ύστερα από πρόταση του διευθυντή της Ελληνοεμπορικής Σχολής της Οδησσού Λύσσανδρου Γ. Χατζηκώνστα. Κύριος σκοπός του ήταν η μετάφραση στην ελληνική επιστημονικών κλασσικών συγγραμμάτων από άλλες γλώσσες. Οι εκδόσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν από το τυπογραφείο των αδελφών Πολυβίου και Δημητρίου Αθ. Σακελλαρίου. Οι εκδόσεις διακόπηκαν μετά τον θάνατο του δωρητή. Παρατάθηκαν επιπλέον μόνον δυο χρόνια για να εκδοθούν όσα έργα ήταν στο τυπογραφείο μέχρι το 1907.