/

Η ποιητική πλευρά μιας σπουδαίας προσωπικότητας: Συνέντευξη με τον Τάσο Γερμενή(*)

«Η τέχνη είναι ουσιαστικό, ο καλλιτέχνης είναι ρήμα»

Ο Τάσος Γερμενής γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γερμενάτα, ένα μικρό χωριό της Ερίσσου, βορειοδυτικά του Φισκάρδου. Είναι Ομότιμος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

–           Πώς γεννήθηκε ο ποιητής Τάσος Γερμενής; Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να γράψετε ποίηση;

Κάποτε ο Νάσος Βαγενάς είχε πει ότι «Είναι αντιαισθητικό για έναν που εκδίδει ποιητικές συλλογές να δηλώνει ότι είναι ποιητής» και το πιστεύω απόλυτα. Αυτό που συνέβη είναι ότι κάποια στιγμή χρειάστηκα να χρησιμοποιήσω τη φόρμα της ποίησης, ποιητικές δομές, για να επικοινωνήσω με τον εαυτό μου. Προφανώς, αυτό δεν επετεύχθη ποτέ στο βαθμό που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του, γι’ αυτό και συνεχίζω να γράφω «ποιήματα»! Απλώς, πολύ αργότερα, άρχισα να επικοινωνώ μ’ αυτό τον τρόπο και με τους ανθρώπους μου.

Η απαρχή της ποιητικής μου περιπέτειας συμπίπτει με την έναρξη της ερευνητικής μου δραστηριότητας και τη συγγραφή των πρώτων μου επιστημονικών άρθρων, μια χρονική σύμπτωση που τότε δεν την αξιολόγησα. Πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα ότι η αυστηρότητα του επιστημονικού λόγου με περιόριζε σ’ ένα συγκεκριμένο εκφραστικό πλαίσιο, σε μια πανέμορφη μεν, πλην όμως άκαμπτη αισθητική. Ο φορμαλισμός του, το δωρικό ύφος του, η καθήλωση στη χρήση των όρων λες και κατέστειλαν την επικοινωνιακή μου ελευθερία. Η ποίηση λειτούργησε ως διαφυγή και –γιατί όχι– ως παρασπονδία του επιστημονικού λόγου, από την οποία εισέπραττα και μια γοητευτική αίσθηση αμαρτίας!

Γενικότερα, η Επιστήμη που ευτύχησα να υπηρετήσω, ήταν δύσκολο –τότε τουλάχιστον– να καλύψει την ανάγκη μου για επικοινωνία με την εικόνα του κόσμου που προσπαθούσα (και μάλλον θα συνεχίσω μέχρι τέλους να προσπαθώ) να διαμορφώσω μέσα μου. Αντίθετα, μού ‘δειχνε συνεχώς τον κόσμο που ανακάλυπταν οι άλλοι και μου δημιουργούσε μια εξαιρετικά απαιτητική περιέργεια που, ώρες-ώρες, ξεπερνούσε τα όριά μου. Έτσι, λοιπόν, γύριζα μέσα μου κι άρχιζα να κουβεντιάζω με το εσώτερο περιβάλλον μου.

–           Να υποθέσω, μετά από αυτά, ότι βιώνετε μια αντιπαλότητα ανάμεσα στην επιστήμη και την ποίηση;

Κάθε άλλο. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Βιώνω την ποίηση μες απ’ την επιστήμη και την επιστήμη μες απ’ την ποίηση. Αυτό όμως είναι μια εμπειρία, στην οποία φτάνει κανείς μετά από μια μακρά πορεία μέθεξης με τον καθέναν απ’ αυτούς τους δυο χώρους. Ένας νέος επιστήμονας δεν μπορεί να έχει την απαιτούμενη για κάτι τέτοιο βιωματική αντίληψη της Επιστήμης. Ούτε μπορεί να ξέρει τι είναι ποίηση, επειδή έγραψε 5-10 ποιήματα.

Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το πρωταρχικό κίνητρο να γράψω ποιήματα ήταν, όπως σας είπα, επικοινωνιακού επιπέδου, μια πορεία σημασιοδότησης αλλά και επανασημασιοδότησης των εμπειριών μου. Πέρασε αρκετός καιρός, ώσπου να κατανοήσω ότι βρέθηκα σ’ αυτή την πορεία, επειδή, όπως έλεγε ο Czeslaw Milosz, «Η γλώσσα της επιστήμης […] έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της».

–           Τώρα πια η επικοινωνία εξέλειπε ως κίνητρο της ποιητικής σας έκφρασης;

Αυτό ποτέ δεν μπορεί να γίνει. Αυτό που συμβαίνει είναι ο μετασχηματισμός των επικοινωνιακών αναγκών, τον οποίο, αν μου ζητούσατε να τον περιγράψω, θα σας όριζα σαν μια εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία πάνω στην κόψη του ξυραφιού, όπου συναντιέται η επιστήμη με την ποίηση. Μια ισορροπία που κανείς τη ζει, εκείνες μόνο τις στιγμές που τείνει προς την αλήθεια, με τη βοήθεια της μιας ή της άλλης ή και των δυο μαζί (μακάρι να ήξερα). Το ερώτημα του Matthew Arnold: «Τη στιγμή που μία σταγόνα συναντά την ήρεμη επιφάνεια του νερού, δημιουργώντας χίλιους κυματισμούς γύρω της, τον λόγο έχει η ποίηση ή μήπως η επιστήμη;» πιστεύω πως θα μένει για πάντα αναπάντητο.

–           Όλοι γνωρίζουμε ότι η Επιστήμη είναι το κυνήγι της αλήθειας. Η ποίηση, όμως, πώς λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση;

Σ’ αυτό το σημείο δεν φτάνει κανείς απλώς και μόνο γράφοντας ποιήματα. Για μένα, η ποίηση ήταν πρώτα απ’ όλα σπουδή, όπως ακριβώς και η Επιστήμη. Όπως περιπλανήθηκα να βρω τη θέση μου στο χώρο της Ιατρικής, έτσι περιπλανήθηκα μέχρι να εντοπίσω το στίγμα μου στο σύμπαν της ποίησης. Η κατανόηση, ο «μεταβολισμός» των μεγάλων (αυτών που καθένας θα θεωρήσει τελικά ως τους μεγάλους της ποιητικής του ζωής) αποτελεί προϋπόθεση για να μπει κάποιος στο δρόμο της αλήθειας μέσω της ποίησης. Μα κι όταν ακόμη μπει σ’ αυτό το μονοπάτι, όταν πια θ’ αρχίσει να ψάχνει την αλήθεια γράφοντας, χρειάζεται δύναμη. Κατά πως έλεγε ένας σπουδαίος γιατρός-ποιητής, ο Τάκης Σινόπουλος «Η αναζήτηση της αλήθειας [….] σε ωθεί σ’ αποκαλύψεις που ποτέ δεν υποπτεύθηκες, σχέσεις της μνήμης και του χρόνου με το σώμα σου, αναγκαιότητες των σπλάχνων σου, ξεριζώματα απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά, που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή και σε πείσμα της νομιμότητας αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους». Και τότε –θα συμπλήρωνα εγώ– έρχεται η ώρα για μια ποίηση της Επιστήμης. Η ώρα που ανακαλύπτεις ότι Επιστήμη βγαίνει κι απ’ την καρδιά. Κι έτσι αλλάζουν οι όροι της… κατάδυσης• που γίνεται πια με πίστη στην ιδέα της ομορφιάς• πιο ταπεινά, πιο γυμνά, πιο ευγενικά, πιο εκκωφαντικά, πιο πλούσια. Εκεί σβήνεις• και περιμένεις ν’ αναδυθεί ξανά λίγο φως και για σένα.

Και πίσω απ’ όλ’ αυτά υπάρχει, βέβαια, η γλώσσα. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έλεγε ότι «…τα ποιήματα δεν γράφονται υποχρεωτικά με θέμα, αλλά με λέξεις και φράσεις. Αν τώρα οι λέξεις και οι φράσεις συνδέονται μεταξύ τους σε μια ροή, ο αναγνώστης θα το συλλάβει, αν όχι, θα το απορρίψει». Η γλώσσα είναι το εργαλείο, με το οποίο σκάβουμε για να βρούμε την αλήθεια. Οι λέξεις δεν είναι οι χορευτές. Είναι ο χορός. Ή, όπως λέει ο φίλος μου Βαγγέλης Ιντζίδης, «η τέχνη είναι ουσιαστικό, ο καλλιτέχνης είναι ρήμα».

–           Πέραν του κοινού στόχου που εξυπηρέτησε η Επιστήμη και η ποίηση, υπήρξε κάποια εκατέρωθεν επίδραση μεταξύ των δύο;

Βεβαίως. Νομίζω ότι χωρίς την ποίηση δεν θ’ αποτολμούσα ποτέ ν’ ασχοληθώ με τη Φιλοσοφία της Επιστήμης. Η ποίηση λειτούργησε ως ο προθάλαμος όπου επωάστηκε αυτή μου η δραστηριότητα, κορυφαία στιγμή της οποίας είναι η έκδοση του βιβλίου μου «Ανοσία: Αλληγορία και Πραγματικότητα». Ενδεικτικό μάλιστα των επιδράσεων προς την αντίθεση κατεύθυνση είναι ότι ο εκδότης μου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) δέχθηκε να φιλοξενήσει στην τελευταία σελίδα αυτού του βιβλίου το ποίημά μου με τίτλο: «Η κατάρα του μήλου». Πρόκειται για μια αναφορά στο κορυφαίο επιστημολογικό πρόβλημα της επαλήθευσης των επιστημονικών προβλέψεων μέσα από έναν υπαινιγμό για τα τρία μήλα που θεωρείται ότι σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας (Αδάμ, Νεύτωνας, Τούρινγκ).

Πολλά από τα ποιήματά μου που περιέχονται στη συλλογή Μπορεί και να λεγόταν…Beagle αναφέρονται στο θεμελιακό ζήτημα που μελετά η Επιστήμη μου, η Ανοσολογία, που είναι το ζήτημα της (βιολογικής) ταυτότητας. Ακόμη και ποίημα για τη θεωρία της σχετικότητας περιέχεται σ’ αυτή τη συλλογή. Αλλά κι ο τίτλος της παραπέμπει ευθέως στην εξελικτική θεωρία (Beagle ονομαζόταν το καράβι, με το οποίο ο Δαρβίνος ταξίδεψε στα νησιά Γκαλαπάγκος).

–           Αλήθεια, πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος;

Σ’ αυτή τη συλλογή υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές στην ιδιαίτερη πατρίδα μου και στα στοιχεία των παιδικών μου χρόνων που με διαμόρφωσαν. Έτσι, λοιπόν, της έδωσα τον τίτλο του προσωπικού εξελικτικού μου ταξιδιού.

–           Θα επιμείνω λίγο στη σχέση του ποιητή με τον επιστήμονα Τάσο Γερμενή και θα σας ρωτήσω πόσο ήταν αποτέλεσμα αυτής της σχέσης το γεγονός ότι αργήσατε τόσο πολύ να εμφανιστείτε στο κοινό.

Αν μου ζητούσατε το προσωπικό μου χρονολόγιο, θα σας έλεγα ότι υπάρχουν τρεις διακριτές περίοδοι της γραφής μου. Η πρώτη συμπίπτει με τα χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για μια περίοδο ανελεύθερης γραφής που ήταν δέσμια της προσπάθειας εντοπισμού του στίγματός μου μέσα σ’ έναν άγνωστο κόσμο. Το ίδιο ανελεύθερη ήταν η γραφή μου και κατά την επόμενη περίοδο που προσπαθούσα να επιβάλω την παρουσία μου στον κόσμο που υποτίθεται ότι γνώρισα. Όσα γράφτηκαν εκείνα τα χρόνια, δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον εκτός ενδεχομένως από… τον προσωπικό μου ψυχαναλυτή.

Αυτό που τόλμησα να εκθέσω σε κοινή θέα, είναι η υπέρβαση του προσωπικού• λόγια που γράφτηκαν, ενόσω πίστευα πως γράφονταν ελεύθερα. Πιστεύω απόλυτα τη θέση του Einstein: «Εκεί όπου ο κόσμος παύει να είναι η σκηνή για τις προσωπικές ελπίδες και επιθυμίες, εκεί όπου εμείς, σαν ελεύθερα όντα, τον παρατηρούμε με απορία, αναρωτιόμαστε γι’ αυτόν και τον μελετάμε, εκεί είναι η είσοδος στο βασίλειο της Τέχνης και της Επιστήμης. Εάν μεταφράσουμε αυτό που παρατηρήσαμε και νιώσαμε με τη γλώσσα της λογικής, τότε κάνουμε Επιστήμη. Εάν το δείξουμε με μορφές των οποίων οι σχέσεις δεν είναι προσιτές στην ενσυνείδητη σκέψη, αλλά αναγνωρίζονται με τη διαίσθηση και ως μεστές νοήματος, τότε κάνουμε Τέχνη. Το κοινό στοιχείο και στην Επιστήμη και στην Τέχνη είναι η αφοσίωση σε κάτι που υπερβαίνει το προσωπικό».

Πιστεύω σ’ αυτή τη θέση όχι γιατί μου αφήνει περιθώρια διαφυγής από την πραγματικότητά μου αλλά γιατί είναι μια πρωτίστως πολιτική θέση. Και, κατά την άποψή μου, όποιος επιχειρεί σήμερα να περάσει το κατώφλι της Τέχνης και της Επιστήμης, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας, πρέπει να έχει πολιτική θέση –με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης…

–           Από ποια ακριβώς πραγματικότητα σας βοηθάει η ποίηση να διαφύγετε;

Για την ακρίβεια, δεν τίθεται θέμα διαφυγής αλλά αναδιάταξης της πραγματικότητας. Πρόκειται για μια διαδικασία, την οποία υποστηρίζει η ποίηση δίνοντας την ευκαιρία στο υποκείμενό της να εξαντλήσει την πλαστικότητα των λέξεων.

Αυτή η αναδιαμορφούμενη πραγματικότητα που μου χαρίζει η ποίηση, πρώτ’ απ’ όλα με έχει βοηθήσει «να μάθω ότι υπάρχω» –κατά πως λέει κι ο Νερούντα. Έξω απ’ την ποίηση υπάρχει κανείς με την ταυτότητα που του δίνει το περιβάλλον. Η συνέχειά του δεν είναι η εκ των ένδον συνέχεια της ύπαρξής του αλλά η συνέχεια του χωροχρόνου του. Αντίθετα, μέσα στη σφαίρα της ποίησης μπορεί να βρει τον εαυτό του, κατανοώντας κι αναδομώντας την αβεβαιότητα, αυτή τη «μαύρη τρύπα» της επιστημονικής σκέψης. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια διαδικασία επανανοηματοδότησης της ίδιας της ζωής υπό όρους αισθητικής.

Κι αυτή η διαδικασία είναι λυτρωτική, γιατί αποτελεί μια πολύ στέρεη απάντηση στην μοναξιά της εποχής μας. Κι αν αναλογιστείτε ότι αυτή η μοναξιά υπαγορεύεται από τον ατομικισμό που επιβάλλει η τεχνοεπιστήμη και, γενικότερα, η παγκοσμίωση, αντιλαμβάνεστε πάλι πόσο πολιτικό είναι το θέμα.

–           Οι δικοί σας μεγάλοι της ποίησης ποιοι ήταν;

Σας εξομολογούμαι ότι άργησα πολύ να τους εντοπίσω. Αρχικά, με γοήτευσαν οι κατά γενική ομολογία μεγάλοι της ελληνικής ποίησης. Αναπολώ με συγκίνηση την περίοδο που κοιμόμουν με το «Άξιον εστί» και τη σχετική πραγματεία-ανάλυση του Τάσου Λιγνάδη στο προσκέφαλό μου ή τότε που τα «Ερωτικά» του Ρίτσου με παρέπεμπαν στη φυματίωση που μοιράστηκε με τον πατέρα μου. Το γεγονός που με καθόρισε ποιητικά, όμως, ήταν η γνωριμία μου με τον σπουδαίο ποιητή-γιατρό Δημήτρη Παπαδίτσα. Το «Εν Πάτμω» άσκησε πάνω μου μια αποκαλυπτική επίδραση και με εισήγαγε στην πρόσληψη των άλλων μεγάλων του ποιητικού μου σύμπαντος που είναι ο Εμπειρίκος, ο Ρεμπώ και η Ντίκινσον. Η επίδρασή τους στην ποίησή μου είναι νομίζω εμφανής. Πολλές φορές συνομιλώ μαζί τους.

–           Εννοείτε ότι οι συγκεκριμένοι έχουν επηρεάσει το ύφος σας;

Είναι πολύ πιθανόν αλλά δεν είναι κάτι που μπορώ να το διακρίνω εγώ. Η αλήθεια είναι ότι αποτελούν τις αναφορές της ποιητικής μου, τις οποίες υποσυνείδητα, αλλά και ενσυνείδητα κάποιες φορές, έχω προσπαθήσει να προσεγγίσω. Ως προς το ύφος των ποιημάτων, πάντως, πιστεύω αυτό που είχε πει η Anna Swir για τα δυο «καθήκοντα» του ποιητή. «Το πρώτο είναι να δημιουργήσει το δικό του ύφος. Το δεύτερο να καταστρέψει το δικό του ύφος». Θα ήθελα πολύ να ξέρω πού βρίσκομαι….

–           Μου κάνει εντύπωση ότι ανάμεσα σ’ αυτούς δεν αναφέρεται ο Νίκος Καββαδίας.

Όπως γνωρίζετε ο Νίκος Καββαδίας κατάγεται, περνούσε σαν παιδί τα καλοκαίρια του και αγαπούσε το χωριό του, το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς, που είναι και δικό μου χωριό. Η σχέση μου με τον Καββαδία ξεκινάει πολύ πιο πριν από τη σχέση μου με την ποίηση και δεν ήταν άλλη από τη βιωματική σχέση που έχουν με τα ποιήματά του όλοι σχεδόν οι χωριανοί μου κι όλοι οι Κεφαλλονίτες ναυτικοί, θα μπορούσα να πω. Φυσικά και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πάνω σ’ αυτή τη σχέση «πάτησε», σε σημαντικό βαθμό, η μετέπειτα σχέση μου με την ποίηση. Στο συνειδητό μου, όμως, ο Κόλιας ερχόταν πάντα ως ο τραγουδιστής της θάλασσας και της ναυτοσύνης, το υπαρξιακό πρότυπο της μάνας γης και των ανθρώπων της. Όταν, στα 18 χρόνια μου, έφυγα από την Κεφαλλονιά, διάβαζα Καββαδία για να συνομιλώ με τη θάλασσα, με το χωριό μου και τους ανθρώπους του, όχι για να γνωρίσω ή να απολαύσω την ποίηση. Σε πολλά ποιήματά μου «συνομιλώ» με τον Καββαδία, όπως κάνω και μ’ άλλους ποιητές –το συνηθίζω. Αν τα διαβάσετε, θα δείτε την απολογητική μου διάθεση για την… κρατούσα κατάσταση, όπως οφείλει κανείς σε κάποιο αναφορικό πρόσωπο.

Υφολογικά, επίσης, αυτό που επιχειρώ στο δικό μου έργο διαφέρει πολύ από την ποίηση του Καββαδία, τόσο στη φόρμα όσο και στη γραμμή. Παρότι η στιχουργική και η ρυθμική του Καββαδία κινούνται μέσα σ’ ένα μάλλον παραδοσιακό στυλ, είναι εντελώς ξεχωριστές και είναι πολύ δύσκολο να τις πλησιάσει κανείς. Γι’ αυτό και δεν αποτόλμησα ποτέ κάτι τέτοιο. Ακόμη, ο τρόπος που ο Καββαδίας πλησιάζει και κινείται στα όρια ρεαλισμού-υπερρεαλισμού είναι κι αυτός απαράμιλλος. Ακόμη και το λεκτικό του Καββαδία δεν αφήνει πολλά περιθώρια να αποτελέσει για κάποιον άμεση επιρροή. Ο Καββαδίας, λοιπόν, ήταν για μένα βίωμα κι όχι πρότυπο.

–           Να ρωτήσω ποιοι ποιητές βρίσκονται στο κομοδίνο σας αυτό τον καιρό;

Όσο κι αν ακουστεί περίεργο, εδώ κι αρκετά χρόνια, στο κομοδίνο μου δεν… διαμένουν ποιητές. Ποίηση διαβάζω κυριολεκτικά όλη την ημέρα, σε κάθε διάλειμμα της δουλειάς μου. Είναι η λυτρωτική διαφυγή μου κάθε φορά που η πραγματικότητα προσβάλει την αισθητική μου. Κι αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει καθόλου σπάνια.

Στο κομοδίνο μου μόνιμοι κάτοικοι, εδώ και πάρα πολύ καιρό, είναι «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ και «Η αγρύπνια» των Φίννεγκαν του Τζόυς σε μετάφραση του αγαπητού φίλου Λευτέρη Ανευλαβή. Αν μπορούσα να δώσω μια σύντομη εξήγηση, θα έλεγα ότι και τα δυο έργα μιλούν στο υποσυνείδητό μου, με τον δικό του τρόπο το καθένα, κι ίσως έτσι συνδιαμορφώνουν τη ζωή του επόμενου πρωινού μου.

–           Εκτός από τα… «επιστημονικά» σας ποιήματα, ποια είναι η υπόλοιπη θεματολογία σας;

Τα ποιήματά μου διατρέχει η προσπάθεια διαχείρισης της υπαρξιακής αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου. Κι αυτό πιστεύω ότι το επιχειρώ με ρεαλισμό, ο οποίος όμως συχνά γίνεται αρκετά σκληρός και βαραίνει τόσο τον αναγνώστη, ώστε να μου καταλογίζεται ακόμη και πεσιμισμός.

Είμαι σαφώς υπέρ της άποψης ότι το ποίημα ανήκει στον αναγνώστη, αλλά στην παραπάνω… μομφή αντιτείνω τον διάχυτο έρωτα του ποιητικού υποκειμένου που κατακλύζει την ερωτική μου ποίηση. Έναν έρωτα υπερβατικό, ανικανοποίητο, καθόλου λυτρωτικό που γι΄ αυτό ακριβώς είναι κι ανεξάντλητος.

Η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Κεφαλλονιά, αλλά και το χωριό μου ειδικότερα, απασχολεί ιδιαίτερα την ποίησή μου ως αναφορικός χωροχρόνος. Επίσης, όπως και οι περισσότεροι ποιητές, αναφέρομαι συχνά στον αιώνιο προβληματισμό «τι είναι ποίηση;» αλλά και στο ζήτημα της γλώσσας και του λόγου της ποίησης.

–           Διαβάζοντας την ερωτική σας ποίηση διακρίνει κανείς μιαν εμμονικότητα, μια προσπάθεια να προσεγγίσετε κάτι ανέφικτο. Είναι πράγματι έτσι; Κι αν είναι, πώς εξηγείται;

Η παρατήρησή σας είναι εξαιρετικά εύστοχη. Γράφω ερωτικά ποιήματα σε μια προσπάθεια ν’ απαλλάξω τον έρωτα από τις διάφορες πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις που αλλοιώνουν την απόλυτη υπαρξιακή και συναισθηματική του διάσταση. Θεωρώ ότι σήμερα οι συμβατικοί κώδικες του τεχνοκρατικού μας πολιτισμού παραλλάσσουν την αυθεντικότητα του έρωτα κι αυτό το βρίσκω πολύ επικίνδυνο για τον σύγχρονο άνθρωπο. Με τρομάζει η ερωτική εξομολόγηση στο περίφημο τραγούδι με τον Serge Gainsbourg και την Jane Birkin: «Σ΄ αγαπώ» / «Ούτε εγώ». Δεν δέχομαι ότι υπάρχουν αδιέξοδα στην προσπάθεια της ποιητικής ανάπλασης του έρωτα και προσπαθώ να πείσω γι’ αυτό.

–           Αν σας ζητιόταν να χαρακτηρίσετε τη γλώσσα σας, τι θα λέγατε;

Θα απαντούσα ότι χρησιμοποιώ την Ελληνική γλώσσα σ’ όσες της διαστάσεις κατάφερα να την γνωρίσω. Χωρίς κανέναν απολύτως τυπολογικό περιορισμό και με μοναδικό κριτήριο την αισθητική μου. Γενικώς, χρησιμοποιώ έντονες λέξεις. Δεν διστάζω να καταφύγω ακόμη και σε νεολογισμούς προκειμένου να εξυπηρετηθεί το περιεχόμενο και η αισθητική του λόγου μου. Τα ποιήματά μου δεν τραγουδιούνται ή, για την ακρίβεια, έχουν μια εσωτερική βυζαντινίζουσα μουσικότητα. Νομίζω ότι χρειάζεται κάποιος να συντονιστεί με το νόημά τους για να βρει τον ρυθμό τους.

–           Πείτε μας κάποιους νεολογισμούς σας;

Λεξίκαυλη• επίθετο που υποδηλώνει αυτήν που διεγείρει ερωτικά μόνο με το λεκτικό της (στο συγκεκριμένο σημείο αναφέρεται σε μια θρηνωδία). Ιδρέρυθρον• αυτό που στα κεφαλλονίτικα λέγεται αναψοκοκκίνισμα (αναφέρεται στο ιδρωμένο εξέρυθρο πρόσωπο υπονοώντας την ερωτική έξαψη). Θαλασσουργώ• δημιουργώ με μέσο μου τη θάλασσα.

–           Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείτε, προκειμένου να γράψετε ένα ποίημα;

Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τα περισσότερα ποιήματά μου «κρέμονται» από μια λέξη ή μια φράση και καταλήγουν σε μια κορύφωση. Η λέξη αυτή μπορεί να είναι και το πρωταρχικό γεγονός, η έμπνευση, ή μπορεί ν’ αντιστοιχεί σε μια γενεσιουργό ιδέα. Τα ποιήματα που ξεκινούν από μια ιδέα περιμένουν ώσπου να βρεθεί η λέξη, με την οποία θ’ αντιστοιχηθούν. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλές φορές οι λέξεις αυτές δεν έχουν στενή εννοιολογική συνάφεια με το περιεχόμενο του ποιήματος που χτίζεται γύρω απ’ αυτές. Για παράδειγμα, ένα ποίημα με τον αρχαιοπρεπή τίτλο «Ότι εποίησά με», το οποίο αναφέρεται στο περιεχόμενο της ποιητικής μου, δομήθηκε γύρω απ’ τη φράση «τρομπέτα ρουφιάνα».

Άλλο χαρακτηριστικό της ποιητικής τεχνικής μου είναι η επιχειρούμενη οικονομία λόγου. Από τα ποιήματά μου δύσκολα μπορεί ν’ αφαιρεθεί κάποια λέξη, κάποιο «λεξίδιο» που περισσεύει. Κι η συγγραφή τους είναι αυτοτελές γεγονός. Γράφονται «μονορούφι» και σπανίως διορθώνονται. Είναι πυροβολισμοί. Απόπειρες να σας καρφώσω στην πλάτη (ή στην καρδιά!) μερικές λέξεις.

–           Να περιμένουμε σύντομα κάποια καινούρια σας έκδοση;

Στις αρχές του φθινοπώρου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Περισπωμένη» η συλλογή μου με τον βιβλικό τίτλο «Εμός ει συ». Πρόκειται για μια εναλλαγή πρόζας και ποίησης, όπου ο κατά Ζήσιμο Λορεντζάτο «άνθρωπος» αυτοπροσωπογραφείται πάνω στον καμβά του προαιώνιου θέματος της υπόστασης που δίνουν τα ονόματα στα πράγματα και τις έννοιες.

—————————-

«Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί»

Μες απ’ τις αναθυμιάσεις της μεταπολίτευσης ξεφύτρωνε μια συνηθισμένη φιγούρα. Όπως περίπου κι η δημοκρατία. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη γυναίκα. Στα μάτια όλων των θηλυκών έβλεπε εκρήξεις ουτοπίας. Γι’ αυτό και δεν τα πλησίαζε. Ήταν πεπεισμένος ότι η ουτοπία είχε πια ενηλικιωθεί.

Κάποια στιγμή, όμως, ανάμεσα σ’ ένα μισολιπόθυμο χθες κι ένα βιαστικό αύριο, η δημοκρατία τούς έφερε κοντά. Τόσο κοντά, που η έκρηξη ήταν αναπόφευκτη. Αλλά πολύ πιο δυνατή από κείνη που φανταζόταν ο άνθρωπος. Ήταν γέλιο. Ένα γέλιο που δεν ήταν ακριβώς γέλιο. Ήταν λιωμένη αρχιτεκτονική. Αποτύπωμα συμπαντικής αρμονίας πάνω στο πρόσωπό της.

Ήταν μουσική! Μια μουσική που άλλοτε είχε το κόκκινο χρώμα του πάθους, άλλοτε ήταν γαλάζια σαν τον πουνέντε, άλλοτε ροζ όπως η ντροπή και πολλές φορές άσπρη σαν το σεντόνι –όσο λευκό μπορεί νάταν πια το σεντόνι. Μια βύθιση που συνυφαίνεται με την επικράτεια όλων των αισθήσεων κι αρθρώνει απ’ την αρχή τα όριά τους. Αρμύρα του πελάγου κι η βροντή που σέρνεται πάνω του, δάσος πυκνό κι ιδρώτας της ακολασίας… Κάρδαμο, θρούμπη κι αρμπαρόριζα… Φύση εντός χρόνου, ρυθμός στην πιο καθαρή μορφή του.

Δύσκολο, πολύ δύσκολο να τ’ αποκρυπτογραφήσει. Δεν ήξερε καν ποιο απ’ τα δυο ζητούσε αποκρυπτογράφηση. Το γέλιο του ή η μουσική της; Ή μήπως τ’ όνομα του έκπτωτου θεού τους; Και τότε θυμήθηκε πως κάποιος απ’ τους δυο ήταν μαθηματικός. Ίσως κι οι δυο τους. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι όλα ήταν δονήσεις.

Προδημοσίευση από τη συλλογή «Εμός ει συ»

———————————

Ευλογημένη κόλαση

Εδώ, ό,τι ήτανε να πω για την κόλαση, τελειώνει (Ρεμπώ)

Στα ανήλιαγα υπόγεια των ψυχών

ο ανεπαίσθητος θάνατος των περιττών ιδεών

λυτρώνει της τυράννους από την αμαρτία

Η μετάνοια για τον τρόπο που ερειπώνεται

η πρώτη πύλη της παιδικής αθωότητας

υφαίνει το θρήνο του Άλλου για την προδομένη ετερότητα

Της, αρκετά με της πυξίδες

Φτάνουν πια τα ουρλιαχτά της γενιάς σου,

η ηχώ των ξεχασμένων πολέμων

κι οι ξαναβαφτισμένες εξουσίες των ευσεβών αρχόντων

Φτάνουν οι σκέψεις που περπατούν με ξυλοπόδαρα

κι οι αφυδατωμένες αισθήσεις που συλλαμβάνουν

τα ακίνητα κομμάτια των ημερών

Αρκετά με της υποσχέσεις του αμερόληπτου ήλιου

Ο χρόνος πρέπει να πληρωθεί πριν πεθάνεις

με το τέλος της υποθετικής ζωής,

με το τίποτα που ακούγεται για τελευταία φορά

Με την επίκληση του ανθρώπινου είδους

για την εκκένωση της φαντασίας και την απόκριση του φωτός

στο κάλεσμα της αέναης μοναξιάς και της ευλογημένης κόλασης

Προδημοσίευση από τη συλλογή «Εμός ει συ»

—————-

(*) Η συνέντευξη αυτή δόθηκε στην Περιοδική έκδοση της Κερυραϊκής Ενώσεως Αθηνών 2022, ΤΑ ΙΟΝΙΚΑ – 2:365

——————————-