Στο προσκλητήριο της πατρίδας, στο επαναστατικό κάλεσμα η πληθώρα των Ελλήνων ήταν αρχικά διστακτική. Βρέθηκε σε αμηχανία μπροστά σε αυτήν την πρωτόγνωρη κοσμογονία της Επανάστασης η οποία ήταν καταλυτική για τη ζωή των καταπιεσμένων σκλάβων που δεν γνώριζαν τι σημαίνει «ζω ελεύθερος», «αναπνέω αέρα ελευθερίας». Γενιές γενιών γεννούσαν σκλάβους και ζούσαν έναν σταθερό τρόπο υποταγής, υπομονής και ανοχής. Αυτή η προεπαναστατική κοινωνική ζωή, αυτές οι προεπαναστατικές κοινωνικές δομές, σε ξηρά και θάλασσα , καταστράφηκαν με την Επανάσταση. Είχαν γίνει πολλές εξεγέρσεις, πολλές στάσεις, μικροεπαναστάσεις. Κάπου 124 έχουν καταμετρηθεί κι όλες ήταν υποκινούμενες από εξωτερικούς παράγοντες που εύρισκαν «βάση» στην Ψυχή των Ελλήνων οι οποίοι μπορεί να μην είχαν συνειδητοποιήσει τι σημαίνει «εθνικό», «έθνος», «εθνότητα», όμως μέσα στο αίμα τους, κυλούσαν οι αιώνες της Ελλάδας, το έθνος των Ελλήνων. Αυτή η μαγική δύναμη, η μνήμη του αίματος που ανιχνεύεται το ίδιο δυναμική και ζωντανή και σήμερα!
Στον επαναστατικό αναβρασμό η αμηχανία αρχικά πήρε θέση. Κι ύστερα ήρθαν οι δισταγμοί. Κι οι χρονοτριβές. Αρχικές κινήσεις ασύντακτων μπουλουκιών Κλεφτών και αγωνιστών που οργανώνονταν σε επαναστατικές φωλιές-ορμητήρια, κινήσεις άτακτες εθελοντών και ενθουσιασμένων νέων στη γη της Μάνας Ελλάδας, αλλά και του ασύνορου Ελληνισμού στη Βλαχία, στη Μικρασία, στην Κύπρο, έδωσαν σιγά σιγά τη θέση τους στην τάξη, στην πειθαρχία, στην υπακοή, στον σεβασμό σε προσωπικότητες μεγάλου κύρους που επιβλήθηκαν μέσω της στρατηγικής ικανότητάς τους, όπως στον Κολοκοτρώνη, σε αυτόν που στο πρόσωπό του συγκεντρώνεται όλη η μακρά πορεία της Επανάστασης -αρχής γενομένης της προεπαναστατικής κλεφταρματολικής παράδοσης, και ο ίδιος ομολογεί πως «50 χρόνους είχα όταν εβγήκα εις την Επανάστασι»-, όλα τα μειονεκτήματα και τα προτερήματα της ράτσας μας, η ίδια η Ψυχή της Ελλάδας.
Σταδιακά κτίσθηκε η βάση όπου πάτησε ο υπέρτατος Αγώνας, όπου αναζητήθηκε αυτή η Ψυχή, θυσία στις αιματοβαμένες συγκρούσεις με έπαθλο τη λευτεριά. Η λεβεντιά, η παλληκαριά, η αντρειοσύνη, ο παραλογισμός που οδηγούσε, σχεδόν άοπλους αρχικά, στο πεδίο πολέμου, η περιφρόνηση του θανάτου υμνήθηκαν, όσο τίποτα άλλο, από τη λαϊκή μούσα, τιμήθηκαν κι ενέπνευσαν λόγιους και καλλιτέχνες κάθε πατρίδας, ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο της συνείδησης των γενιών των Ελλήνων που ακολούθησαν αυτά τα χαλεπά χρόνια του Αγώνα για την επίτευξη της Εθνικής Ενότητας εντός συγκεκριμένης κρατικής οντότητας.
Η έκρηξη της Επανάστασης μαγικά συνεπήρε κάθε Έλληνα όπου κι αν βρισκόταν στη Γη της Ελλάδας, και συνέβαλε στην κατάκτηση, προσφέροντας το αίμα του, της προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας. Δεν ξέρω εάν πρέπει να μιλώ για ηθική ακεραιότητα. Όμως μπορώ να μιλώ με βεβαιότητα για αυτοθυσία σε αυτό το πρώιμο στάδιο, καθώς και στο μεταγενέστερο, των βιαιοτήτων, των ωμοτήτων, της απερίγραπτης απανθρωπιάς αλλά και των μεγάλων πράξεων και υπεράνθρωπων θυσιών. Η ηθική ακεραιότητα, μοιάζει να μην έχει θέση σε όποιον έχει μελετήσει την ιστορία του μακρόχρονου Αγώνα όπου ο Έλληνας στους εμφυλίους έστρεψε το μαχαίρι του εναντίον του Έλληνα, εναντίον του ομοεθνή του, του αδελφού του. Κι όταν καταλάγιασαν τα πάθη, τότε ήρθε η σειρά της αυτογνωσίας, της αναγνώρισης των λαθών και ως εκ τούτου της ηθικής ακεραιότητας.
Παιδεία: Οι πρώτοι θούριοι που ενεργοποίησαν μυστικά και μυστικιστικά το ελληνικό αίμα
Προηγήθηκε των πάντων ο Διαφωτισμός, ο ευρωπαϊκός. Ο επτανησιακός, ο νεοελληνικός εν συνεχεία. Οι Έλληνες που εξακτινώθηκαν σε δύση και ανατολή, στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο, κι υπηρέτησαν επιτυχώς το εμπόριο, καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία, χρειάζονταν την Παιδεία. Εκεί αποφάσισαν να επενδύσουν. Κι εκεί επένδυσαν. Μέσω της Παιδείας, σε χρόνο σύντομο, επιτεύχθηκε ηθική και θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του Έθνους των Ελλήνων. Αλλά και στα πρώτα συνταγματικά κείμενα του Αγώνα εκφράστηκε η πρόθεση για εφαρμογή εκπαιδευτικής πολιτικής. Η Παιδεία ζητούσε τη δική της θέση, την οποία και έλαβε.
Δάσκαλοι του Γένους, ευπαίδευτοι ιερείς, νέοι απόφοιτοι ξένων πανεπιστημίων, έγιναν οι δάδες που σκόρπισαν Γνώση κι ελεύθερο πνεύμα. Η Παιδεία με τη σειρά της, άνοιξε επάξια την πόρτα της εξέγερσης δημιουργώντας πεπαιδευμένους πατριώτες. Πατριωτικά κηρύγματα και τραγούδια πνευματικών ηγετών, λογίων της προεπαναστατικής περιόδου που έσπευσαν να συνδράμουν στην Επανάσταση, εξήψαν τον ενθουσιασμό, μιλούσαν για λευτεριά στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Θεολόγοι, νομικοί, λόγιοι, απόστολοι του έθνους, μιλούσαν για το δίκαιο του Αγώνα, την επίτευξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας, καταδίκαζαν τους αλλόθρησκους κατακτητές. Θα σταθώ στο ζήτημα των μεγάλων λόγιων, ποιητών, δραματουργών της εποχής και ιδιαίτερα των πρώτων χρονικά, γιατί αυτοί έβαλαν τον σπόρο του δυναμισμού της εξέγερσης της Ψυχής της Ελλάδας.
Η συγγραφή της «Ελληνικής Νομαρχίας ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας» με την «Ελλάδα στα δεσμά της», τους «Συνεργούς της Τυραννίας» και την «Ανάσταση του Γένους», ο Ρήγας Φερραίος με τους επαναστατικούς θούριούς του, ο «κατά την πατριωτικήν έμπνευσιν διάδοχος του Ρήγα» Στέφανος Κανέλλος, κι ύστερα ο εκδότης τού «Λόγιου Ερμή» Κωνσταντίνος Κοκκινάκης -που ο εθνικοπατριωτικός «Θούριός» του βρήκε μεγάλη απήχηση και τραγουδήθηκε «κατά τας εσχατιάς της Ελλάδος» σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη-, οι «Εν Κοσμοπόλει» (εν προκειμένω στο Βουκουρέστι) φλογεροί θούριοι του επιτελείου του Υψηλάντη, συνήγειραν την ορμή στο αίμα του ταπεινωμένου έθνους. Ο πατριωτικός ενθουσιασμός πολλαπλασίασε τους πρώτους εξεγερμένους που δεν άργησαν να ξεχυθούν και να μεγαλουργήσουν στα πεδία των μαχών. Το χιλιοτραγουδισμένο: «Ως πότε παλληκάρια» του Ρήγα, ενισχύθηκε με το:
«Ω λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου/
και συ τουφέκι μ’ φλογερόν πουλί μου/
Εσείς τον Τούρκον σφάξατε/
τον τύραννον σπαράξατε/
ν’ αναστηθή η πατρίς μου…
….. Παράγοντες ψυχικής ανάτασης των Ελλήνων αγωνιστών
Μια μόνο περιγραφή, όπως αυτή του Φωτάκου στα «Απομνημονεύματα» αρκεί για να πληροφορηθούμε αρκετές πλευρές από την ηθική προπαρασκευή και εμψύχωση των παλληκαριών τον καιρό του Μεγάλου, πολυαίμακτου και πολύχρονου Αγώνα: «…Εβγήκεν [ο αρχηγός, ο Κολοκοτρώνης] εις το παραθύρι και δεν ημπορεί ν’ ακούση από τα τραγούδια και ταις φωναίς των στρατιωτών. Διότι εις όλα τα σπίτια είχαν χορούς και τραγούδια. Εκεί ευρήκαν κρασί καλό και πολλάς τροφάς, και δια τούτο εγλένταγαν… του είπεν ο Σπηλιοτόπουλος… ‘πριν φάγωμεν κάνεις καλά να τους ομιλήσης ν’ ακούσουν ότι ήλθες … αλλ’ επειδή δεν υπάρχει άλλος υψηλός τόπος να σε ακούσουν, ν’αναβής επάνω εις την σκέπην του σπιτιού να τους ομιλήσης’ και ούτως, εκάμαμεν τόπον, ετρυπήσαμεν δηλαδή το ταβάνι και ανέβη επάνω εις την σκέπην του σπιτιού. Από εκεί έβγαλε την βροντόφωνον φωνήν του… ο Ν. Σπηλιοτόπουλος του είπε κρυφά ‘αρχηγέ δια να τους κάμης να ξεμεθύσουν και να βάλουν βάρδιαις κάθε ένας καπετάνιος εις το κονάκι του, ειπε τους ότι έμαθες ότι οι Τούρκοι έχουν σκοπόν να φύγουν από το Άργος και ότι θα περάσουν από εδώ να πάν εις την Κόρινθον και να έχουν τον νουν τους’, το οποίον και το είπεν. Αυτό ήτον όλως διόλου ψεύμα, και το εμεταχειρίσθη δια φόβισμα. … Την αυγήν … ήλθαν οι στρατιώται εις τον προσδιωρισμένον τόπον και έγεινεν η καταμέτρησις από τους υπασπιστάς του και ήσαν όλοι οι στρατιώται 1.500 του τουφεκού, γεροί, καλόι, 700 δε έμειναν εις το Δερβενάκι και 150 είχεν ο Παππά Δημήτρης ο Χρυσοβιτσιώτης εις το χωριδάκι Ζαχαριά εις την πλευράν του Δερβενακίου, το όλον 2.350. Αλλά, προτού ακόμη να τελειώση η καταμέτρησις άρχισαν κατά τας 7 ώρας π. μεσημβρίας να βάλλουν καπνούς και να τουφεκούν από ταις ράχαις των βουνών, όπου τους είχε διατάξει να στέκωνται και να κατασκοπεύουν του εχθρού τα κινήματα. Διότι οι Τούρκοι άρχισαν να εμβαίνουν εις την ρεμματιά του Δερβενακίου….
…. Οι ιερείς εδιάβαζαν παράκλησιν, ο Παππαγιαννόπουλος έψαλλε και ο αρχηγός είχε το κιάλι και έβλεπε τους Τούρκους, όπου ήρχοντο εις τον δημόσιον δρόμον του Δερβενακίου».
Οι πατριωτικοί λόγοι και η κατήχηση τού οπλαρχηγού αναπτέρωσαν το ηθικό των μαχητών. Αυτοί, που βρίσκονταν σε αμηχανία, σε σαστιμάρα αρχικά, συνειδητοποιούσαν πως όφειλαν να αμφισβητήσουν οριστικά και αμετάκλητα την οθωμανική – τουρκική εξουσία. Γαλουχήθηκαν και μετατράπηκαν μαγικά σε σκληροτράχηλους υπερ-ήρωες –όπως λέμε σήμερα, κοιτώντας τους ανίκητους υπερ-ανθρώπους που μόνον η τεχνολογία κι η επιστήμη κατασκευάζουν-. Η φοβερή δύναμη του τότε αγωνιστή -με τα χαρακτηριστικά τού ραγιά, του Έλληνα όμως ραγιά-, μπροστά στη βέβαιη επίγνωση του αναπόφευκτου θανάτου, είναι υπερ-βέβαιο πως δεν εξηγείται με καμμιά λογική. Με ποιόν τρόπο και ποιος λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας, ορμά αυτός πρώτος να παλέψει με τον ανίκητο Θάνατο στου «Διγενή τ’ αλώνι»; Τι ποτίζει τον νού και την ψυχή του; Ποια δύναμη τού οπλίζει το χέρι; Είναι βέβαιο πως δεν χωρεί μια απάντηση. Αναντίρρητα είναι πολυσύνθετο αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και συνισταμένων.
Ορμούσαν οι Έλληνες στη φωτιά γιατί εμπνέονταν από λόγια εθνοτικά, από στίχους, από μουσική, από ήχους και ιαχές πολέμου, κραυγές κι ουρλιαχτά κατανοητά και ακατάληπτα. Ορμούσαν στη φωτιά γιατί τα διαχρονικά βιώματα πόνου ακολουθούσαν σκοτεινούς δρόμους στις φλέβες, στα μηνίγγια, στα κύτταρα, κι από γενιά σε γενιά κουβαλούνταν στη μνήμη του σπέρματος, του αίματος, ταΐζοντας το ανεξέλεγκτο μίσος κατά της τυραννίας που καιροφυλακτούσε στις άκριες και δρούσε σαν αλλόκοτο κράμα κακού κ’αγαθού. Το μίσος, η αγανάκτηση, αυτά τα «κλειδιά». Τούς ήλεγχαν, τους νάρκωναν, τους καθοδηγούσαν δίνοντάς τους τις απαραίτητες υπερδυνάμεις για τέλεση πράξεων απανθρωπιάς και μεγαλείου, φρικαλεοτήτων και δικαιοσύνης –στα μέτρα μιας κοινωνίας τής οποίας τα πλαίσια είχε θέσει ο δεσπότης τύραννος που λεηλατούσε κατά τις ανάγκες του, εξανδραπόδιζε κατά τα συμφέροντά του, παλούκωνε κατά τις συνήθειές του-. Δίπλα στο μίσος υψωνόταν η εκδίκηση, η οργή, η απελπισία και ο φανατισμός που οι μεγάλοι οπαρχηγοί του Αγώνα, γνώριζαν –οι ιεροί όρκοι της Φιλικής Εταιρείας είχαν ενεργήσει αποτελεσματικά- πώς να γονιμοποιούν και να τροφοδοτούν με αυτό τους πολυάριθμους συμπολεμιστές με τα τόσο, στα πρώτα στάδια, περιορισμένα όπλα και πολεμοφόδια-, να τους οδηγούν σε νικηφόρα πορεία –έστω κι αν αυτή μετεξελισσόταν σε τραγική ήττα-. Τα πάθη εντείνονταν από τους εξευτελισμούς που δέχονταν οι υποτελείς καθ΄ όλα τα πολυτάραχα χρόνια της δουλείας. Η προσβολή τής οικογένειας των Ελλήνων, της πίστης, της αξιοπρέπειάς τους, οι θύμισες των τόσων γεγονότων που είχαν καθέναν χωριστά συγκλονίσει γίνονταν κραυγές εκδίκησης ικανές να ποτίσουν τη τρομερή και ανεξέλεγκτη ζέση της δράσης της επίθεσης, της ανασύνταξης, της αντεπίθεσης, και να τους οδηγήσουν σε πεδίο μακελειών. Ορμούσαν οι Έλληνες στη φωτιά, στην κόλαση, σαν τους παλιούς πειρατές που πίστευαν βαθειά μέσα τους πως θα περάσουν από το λιωμένο σίδερο και δεν θα καούν. Θα τσουρουφλιστούν μεν, αλλά θα βγουν νικητές. Το σθένος μπροστά στον θάνατο, η παράτολμη κι άφθαστη γενναιότητα, κι η παράδοξη και μακάρια αδιαφορία για ζωή, -που σήμερα, όντας ελεύθεροι 200 χρόνια, την λέμε «απερισκεψία»-, απαντά σε στιγμές οργής, φορτισμένες με συγκίνηση, σε ανθρώπους συνδεδεμένους άρρηκτα με ψυχικούς δεσμούς θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς, ιερούς δεσμούς κοινού έθνους. Το εντυπωσιακό είναι πως οι στιγμές αυτές για το έθνος των Ελλήνων κράτησαν χρόνια. Τόσα όσα κι η Επανάσταση. Με τις λαμπρές νίκες. Τον ζοφερό εμφύλιο. Τις πανωλεθρίες, τις απογοητεύσεις, τα αδιέξοδα, την κατακόρυφη πτώση ηθικού. Κι ύστερα, κύκλος το μεθύσι της οργής, της απελπισίας, της ορμής, του πολέμου. Μέχρι να λάμψει το χαμόγελο της τελικής νίκης, της απόκτησης της ανεξαρτησίας (έστω κι αν ο δύσβατος δρόμος μόλις τότε ξεκινούσε για την ουσιαστική σύσταση Κράτους, αυτού του Κράτους που οι ίδιοι οι αγωνιστές δεν είχαν συνειδητοποιήσει καλά καλά. Επιπλέον, οι κοτζαμπάσηδες και οι λοιποί ηγεμόνες μικροπεριοχών δεν ήξεραν τι σημαίνει ‘κεντρική διοίκηση’ και πόσο αυτή η ‘κεντρική διοίκηση’ θα τους οδηγούσε σε ακραίες ενέργειες καθώς θα εναντιωνόταν στα μέχρι τότε δεδομένα τους, στα εδραιωμένα συμφέροντά τους, και στις κρυφές επιθυμίες τους. Η δολοφονία του μεγάλου Καποδίστρια είναι άλλωστε το πιο τρανό παράδειγμα).
(Το παρόν αποτελεί μέρος ανακοίνωσής μου που δημοσιεύεται στο βιβλίο «Μελετήματα για την Ελληνική Επανάσταση και την Επτάνησο», εκδόσεις Οδύσσεια, 2021).
Ευρυδίκη Λειβαδά