Ευρυδίκη Λειβαδά: Τρελώνυ. Ένας τυχοδιώκτης τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης

Το έργο του Sir John Everett Millais «The North-West Passage» στην Tate Gallery. Εδώ ο Τρελώνυ είναι 82 ετών

Ποιος ήταν ο Τρελώνυ που ερχόταν συχνά στην Κεφαλλονιά; Ο Edward John Trelawny (Τρελώνυ, ο Τρε του Μπάιρον) ήταν μια εκκεντρική, ριψοκίνδυνη, πληθωρική και μυστηριώδης προσωπικότητα. Άγγλος τυχοδιώκτης τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης, σαν τους παλιούς κουρσάρους της βασίλισσας Ελισάβετ Α’, προερχόταν από παλιά, αρχοντική οικογένεια της Κορνουάλης. Ήταν ιδιαίτερα όμορφος, χαρισματικός, ψηλός, γεροδεμένος και εντυπωσιακός. Είχε όλα τα χαρίσματα για να τραβά την προσοχή όλων. Έμπλεος πειρατικής νοοτροπίας, είχε αναμφίβολα τόλμη και θράσος, δρούσε ακαταπόνητα και απερίσκεπτα και διέθετε τη βεβαιότητα πως θα επιζούσε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, γεγονός που του έδινε τρομακτική αφοβία και τον έκανε επιρρεπή σε κάθε είδους κολάσιμη πράξη. Επιπλέον, αυτή η πολυσύνθετη προσωπικότητα, είχε και το χάρισμα τού συγγράφειν. Ταξίδεψε ανά τον κόσμο και κυρίως, έζησε την Επανάσταση με το μάτι ενός Ευρωπαίου βαγαπόντη. Έτσι, μέσω των κειμένων του, αφ’ ενός μεν προσεγγίζουμε την Επανάσταση από μια διαφορετική σκοπιά, αφ’ ετέρου δε, αντιλαμβανόμαστε τον δικό του τρόπο σκέψης που, ασφαλώς, έχει πολύ ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Κατά την γνώμη μου, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε εάν ανήκε στους φιλέλληνες, ή στους «φιλέλληνες». Αυτό το συνάγω από την συνέντευξη που ο ίδιος έδωσε το 1860, γέρος πλέον, στον Στέφανο Ξένο (1821-1893), εκδότη της ελληνόφωνης εφημερίδας «Βρετανικός Αστήρ» του Λονδίνου. Ο γνωστός συγγραφέας Ξένος γράφει για αυτόν: «Δυστυχώς όμως, να αναφέρουμε, επιδεικνύει κι αυτός μεγάλη αδιαφορία, για να μην πούμε ψυχρότητα, για τα ελληνικά συμφέροντα. Εκφράζεται μάλιστα με δικαιολογημένη πικρία για τον τρόπο με τον οποίον η ελληνική κυβέρνηση μεταχειρίστηκε τους Άγγλους φιλέλληνες και την Αγγλία, ύστερα από τις τόσες θυσίες τους. Και αυτό είναι πολύ λυπηρό…». Όμως, εκτός από το ζήτημα που θίγει ο Ξένος –για τον αγγλικό φιλελληνισμό, με ή χωρίς εισαγωγικά-, είναι βέβαιο ότι ο Τρελώνυ στάθηκε δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, πιστός, μέχρι το τέλος της ζωής του και βίωσε δίπλα του όλες τις απόπειρες δολοφονίας και την συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ήρωα της Γραβιάς (8/5/1821).

Πέρα από τις βιογραφίες που βρήκα για αυτόν, πρόσφατη έρευνα έχει κάνει ο Jim Christy το 2012, την οποία δημοσίευσε στο περιοδικό Nuvo, την άνοιξη του 2012. Πάντως, είναι γεγονός, ότι αυτή η περίεργη προσωπικότητα ήταν μισητή στους χρονικογράφους της εποχής και για αυτό τα στοιχεία για τον Τρελώνυ είναι αντικρουόμενα.

Γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου (ή 13 Δεκεμβρίου) του 1792 σε οικογένεια πολύ σκληρή και αυστηρή. Στα 12 του χρόνια τον υποχρέωσαν να καταταγεί στο Βασιλικό Ναυτικό και παρέμεινε εκεί ταξιδεύοντας όλον τον κόσμο μέχρι την ηλικία των 19 ετών όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά, στην Ινδία όντας, τον οργανωμένο τρόπο ζωής. Ενεπλάκη σε καυγά στη Βομβάη κι ήταν μάλιστα έτοιμος να σκοτώσει έναν γηραιό ναυτικό όταν τον σταμάτησε ένας κουρσάρος στην υπηρεσία της Γαλλίας, ο de Ruyter. Την εμπειρία του αυτή έχει περιγράψει στην αυτοβιογραφία του όπου αναφέρεται στα 7 χρόνια που έζησε μαζί με τον κουρσάρο που ήταν φιλόσοφος, ποιητής, πολυταξιδεμένος και πολύγλωσσος –μιλούσε απταίστως έξι γλώσσες-. Ταξίδευαν μαζί, κυρίως στις νότιες θάλασσες. Παντρεύτηκε μια αραβικής καταγωγής, ονόματι Ζήλα, που είχε γνωρίσει σε μια επιδρομή πόλης στη Μαδαγασκάρη, την οποία – πόλη- είχαν ιδρύσει πειρατές που καταγίνονταν με το εμπόριο σκλάβων. Αλλού αναφέρεται πως η Ζήλα πνίγηκε, και αλλού ότι ήταν θύμα ερωτικής αντιζηλίας. Βάση ο de Ruyter και ο Τρελώνυ είχαν στον Άγιο Μαυρίκιο. Εκεί, κάποια στιγμή δέχθηκαν επίθεση από αγγλικό πλοίο υπό τον Λόρδο Μίντο. Ξέφυγαν και κατευθύνθηκαν στο Σαν Μαλό, όπου ο de Ruyter είχε να παραδώσει υλικό για τον Ναπολέοντα. Τον Τρελώνυ απήγαγε ένας λαθρέμπορος από το νησί Γκέρνσι και όταν τον ελευθέρωσε πληροφορήθηκε πως ο κουρσάρος του, ο de Ruyter, είχε δολοφονηθεί.

Το 1820, όπως ο ίδιος αφηγείται, ζούσε σε ένα χωριό έξω από τη Γενεύη και κινείτο και στη Λωζάνη όπου έκανε παρέα με τους Ουίλιαμς κι έναν βιβλιοπώλη από τον οποίο γνώρισε έργο του Σέλλεϋ. Ταξίδεψε στο Παρίσι και, ενώ οι Ουίλιαμς είχαν πάει στην Πίζα, άρχισαν την αλληλογραφία μαζί του όπου του ανέφεραν για την γνωριμία τους με τον Σέλλεϋ ο οποίος, τον καιρό εκείνο, βρισκόταν στην Πίζα μαζί με τον Μπάιρον. Ο Τρελώνυ επέτρεψε στο Παρίσι και από εκεί στη Γένοβα και στην Πίζα όπου το ταξίδι του αυτό, το 1822, έμελλε να γίνει καθοριστικό για την υπόλοιπη ζωή του καθώς εκεί γνωρίστηκε με τους δυο μεγάλους ποιητές.

Η Μαίρη Σέλλεϋ, η διάσημη συγγραφέας του «Φράνκενσταϊν», μαγεύτηκε από το παρουσιαστικό του. Έγραψε στο ημερολόγιό της πως ο Τρελώνυ είχε το σπάνιο χάρισμα να συνεπαίρνει τη φαντασία της. «Είναι ευφυής, εύστροφος, όμως για την ηθική του και τις αξίες της, είμαι στο σκοτάδι. Είναι ένας αλλόκοτος ιστός, που θα προσπαθήσω όμως να τον ξετυλίξω». Οι Σέλλεϋ, ο Μπάιρον και ο Τρελώνυ πήγαιναν βόλτες, έκαναν σκοποβολή, έτρωγαν, οργάνωναν εσπερίδες, συζητούσαν. Ταξίδεψαν και στο Λιβόρνο όπου επισκέφθηκαν ένα αμερικανικό κι ένα ελληνικό πλοίο.

Η μοίρα του Τρελώνυ δέθηκε παράδοξα με αυτήν του Σέλλεϋ. Αυτός ήταν που φρόντισε την καύση του νεκρού ποιητή (πνίγηκε σε ξαφνική καταιγίδα στο Λιβόρνο στις 8 Ιουλίου 1822). Κι αυτός, λίγο πριν καεί η καρδιά του, όρμησε στη φωτιά στο καμίνι και την άρπαξε, κι απέθεσε την τέφρα του στην τεφροδόχο. Η πράξη του αυτή, γράφτηκε όχι μόνον στο βιβλίο του, αλλά σήμερα, η στάχτη του ενός, κείται δίπλα στη στάχτη του άλλου, στο προτεσταντικό νεκροταφείο στη Ρώμη.

Πέρασε αρκετό διάστημα στην Ιταλία όπου και ανέπτυξε αλληλογραφία με τον Μπάιρον –εφόσον απομακρυνόταν από αυτόν-. Όταν ο Τρελώνυ επισκέφθηκε τον Μπάιρον στο Αλμπάρο, κοντά στη Γένοβα, ο μεγάλος ποιητής είχε ήδη αποφασίσει να πάει στην Ελλάδα. Πράγματι, στις 13 Ιουλίου 1823 επιβιβάστηκε στο αγγλικό μπρίκι «Ηρακλής» με τον Τρελώνυ, οκτώ υπηρέτες, έναν Έλληνα από τη Ρωσία, τον Σκυλίτζη, και τον κόμη Πέτρο Γκάμπα, μαχητή της ιταλικής ανεξαρτησίας. Εκτός από το ανθρώπινο φορτίο πήραν μαζί τους πέντε άλογα, κάσσες με όπλα και πολεμοφόδια και δυο τηλεβόλα τα οποία είχαν αφαιρέσει από την ιδιόκτητη γολέτα του ποιητή «Μπολιβάρ» η οποία ήταν δεμένη στη Γένοβα. Έτσι ξεκίνησαν το ταξίδι για τον επαναστατημένο τόπο. Ο Μπάιρον με την κλονισμένη υγεία, γνώριζε βαθιά μέσα του, πως εκείνο το ταξίδι ήταν το τελευταίο του. Για τον λόγο αυτό απολάμβανε κάθε στιγμή στη θάλασσα, ακόμη και στην μεγάλη τρικυμία, όταν όλοι φοβούνταν για τη ζωή τους. Γράφει ο Γκάμπα στα «Απομνημονεύματά» του, πως είπε ο ποιητής: «Έχασες ένα από τα ωραιότερα και μεγαλοπρεπέστερα θεάματα».

Στις 2 Αυγούστου φάνηκαν οι ακτογραμμές Ζακύνθου και Κεφαλλονιάς. Έδεσαν την επομένη στο Αργοστόλι όπου τους επισκέφθηκε ο γραμματέας του Τοποτηρητή Νέιπιερ, μηχανικός Τζων Πιτ Κέννεντυ. Τους ενημέρωσε για την απουσία τού επικεφαλής του νησιού, καθώς και για τα τελευταία νέα από το θέατρο του πολέμου. Αργότερα, μόλις επέστρεψε ο Νέιπιερ, προσκάλεσε τον Μπάιρον και τον Τρελώνυ να μείνουν στο σπίτι του, όμως ο ποιητής δεν αποδέχθηκε, ακριβώς για να προστατέψει στον Τοποτηρητή από την συναναστροφή μαζί του –μια και που οι Άγγλοι γνώριζαν τα φιλελληνικά συναισθήματα του Μπάιρον, και είχαν εκδώσει, για τους κατοίκους των Ιονίων Νήσων, αυστηρές διαταγές περί απαγόρευσης κάθε παροχής βοήθειας στους εμπόλεμους-. Επιπλέον ήταν γνωστό πως ο ποιητής είχε αμετάθετη αρνητική γνώμη κατά του Ύπατου Αρμοστή Τόμας Μέιτλαντ, τον οποίο θεωρούσε –και ήταν- εχθρό του ελληνικού έθνους και του Αγώνα.

Τότε, στο Αργοστόλι, οι Έλληνες –ως γράφει ο Τρελώνυ- που τους περιστοίχιζαν, πρότειναν στον Μπάιρον να γίνει βασιλιάς της Ελλάδας. «Αν μού κάνουν επίσημα την πρόταση αυτή, μπορεί και να μην αρνηθώ. Ας κάνω κι εγώ την τύχη μου. Κι αν δώ πως δεν μου ταιριάζει, θα παραιτηθώ σαν τον Σάντσο Πάντσα» είπε αστειευόμενος ο ποιητής, όμως η ιδέα τού είχε καρφωθεί στο μυαλό. Ταξίδεψαν μαζί στην Ιθάκη, έζησε ο Τρελώνυ από κοντά το ξαφνικό και συνεχές ξέσπασμα οργής του Μπάιρον κατά του ηγούμενου και των μοναχών που τους φιλοξένησαν, και την άλλη μέρα, σαν να μην συνέβη τίποτα, επέστρεψαν στην Κεφαλλονιά όπου ο Μπάιρον νοίκιασε το σπίτι του Στραβόλαιμου στα Μεταξάτα και ο Τρελώνυ έφυγε από την Κεφαλλονιά για τον Μωριά.

Κατευθύνθηκε με τον Χάμιλτον Μπράουν στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο και από εκεί στην Ύδρα από όπου ο Μπράουν έφυγε για την Αγγλία για να συζητήσει τα του δανείου.

Ο Τρελώνυ πήγε στη Ρούμελη και γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Να σημειωθεί πως αναφέρεται πως στην Αθήνα ακολούθησε για μικρό διάστημα τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και απέκτησε χαρέμι με δέκα Τουρκάλες.

Ο θάνατος του Μπάιρον τον οδήγησε στο Μεσολόγγι. Εκεί, βρήκε την αλληλογραφία του μεγάλου ποιητή, τις ατελείωτες επιστολές του, τα σημειωματάρια και τα χειρόγραφά του. «Τελικά, σφραγίσαμε τα πάντα … και φρόντισα να σταλούν στη Ζάκυνθο » λέει ο Τρελώνυ. Ο Μαυροκορδάτος ήρθε σε ρήξη μαζί του γιατί δεν του επέτρεψε να πάρει τα υπόλοιπα χρήματα από αυτά που είχε φέρει ο Μπάιρον, κι έτσι ο πρώην πειρατής εξασφάλισε την εχθρότητα του Φαναριώτη πρίγκιπα, τα αποτελέσματα τής οποίας θα εισέπραττε αργότερα. Γράφει ο Τρελώνυ: «Από τις τριάντα ή σαράντα χιλιάδες τάλιρα που είχε φέρει ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι, τώρα είχαν μείνει πέντε ή έξι χιλιάδες». Όταν ο ποιητής ήταν εν ζωή, ο Τρελώνυ είχε ένα σχέδιο, το οποίο εύρισκε σύμφωνο και τον Τοποτηρητή Κεφαλληνίας Νέιπιερ. Μεταφέρω από το βιβλίο του Τρελώνη -από το 22ο κεφάλαιο-: «Για να μην λέω πολλά λόγια, το σχέδιό μου ήταν απλό. Να οδηγήσω τον Μπάιρον στην Αθήνα. Είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη του Οδυσσέα. Κι αυτός δεσμεύτηκε να παραδώσει την Ακρόπολη και να αφήσει το φρούριο στην διοίκησή μου από τη στιγμή που ο Μπάιρον θα υποσχόταν να έρθει εκεί… ο μόνος του όρος ήταν να μην την παραδώσω στην ελληνική κυβέρνηση με την σύνθεση που είχε τότε. Εκεί, ο ποιητής θα δοξαζόταν. Λάτρευε την Αθήνα… θα είχε το φρούριο ευρωπαϊκή φρουρά και θα ήταν χώρος εντελώς ανεξάρτητος».

Προφανώς, ως αναφέρει ο Τρελώνυ, ο ίδιος, πριν τον θάνατο του Μπάιρον έκανε επισκέψεις στην Κεφαλλονιά χωρίς όμως να αποκαλύπτει τον ακριβή χρόνο. Απλώς, έκανε ταξίδια για να πληροφορεί τον Νέιπιερ για την «κατάσταση αναρχίας που επικρατούσε στην Ελλάδα…. Του είπα πως το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να εκτελέσει ή να κλείσει στη φυλακή μισή ντουζίνα από τους πιο απείθαρχους αρχηγούς φατριών και τους οπλαρχηγούς. Και μου απάντησε: ‘Όχι. Εσύ να πας. Αν πάω εκεί, θα ανεβεί η τιμή του καναβιού κατά 50%».

Από το Μεσολόγγι ο Τρελώνυ είχε φέρει μαζί του έναν Σκώτο, τον Φέντον, που αργότερα θα συνωμοτούσε εναντίον του. Συναντήθηκε με τον Οδυσσέα και κινήθηκαν μεταξύ Λειβαδιάς, Αθήνας και Εύβοιας. Έγιναν τότε προσπάθειες να δολοφονήσουν τον Ανδρούτσο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ο οπλαρχηγός της Ρούμελης να φυλάγεται περισσότερο, να εξαγριωθεί ακόμη πιο πολύ, να απομακρυνθεί από τη βάση του και να αφήσει την φύλαξη του Κωρύκιου άντρου στον Παρνασσό στον Τρελώνυ που στο μεταξύ είχε παντρευτεί την αδελφή του Ταρσίτσα.

Στον Φέντον ο Τρελώνυ είχε εμπιστοσύνη. «Ήταν αεικίνητος, δραστήριος και καλός πεζοπόρος». Τον έστελνε σε διάφορες αποστολές, σε διάφορους οπλαρχηγούς, κομίζοντας επιστολές. Μια από τις αποστολές ήταν και στα Ιόνια –δεν αναφέρεται σε ποιο νησί-, από όπου έφερε χρήματα.

Τον Ιανουάριο του 1825 η κυβέρνηση αποφάσισε να αφαιρέσει από τον Οδυσσέα την διοίκηση της Ανατολικής Ελλάδας και μάλιστα προσπαθούσε να πάρει με το μέρος της τον Γκούρα, πρωτοπαλλήκαρο του Οδυσσέα, γεγονός που τελικά κατόρθωσε.

Τότε ο Τρελώνυ έμαθε πως ο Οδυσσέας έκανε ανακωχή με τους Τούρκους. Στην αρχή κλονίστηκε πολύ με την συμπεριφορά αυτή του Ανδρούτσου, αργότερα όμως κατάλαβε τους λόγους που έπρεπε να κάνει αυτήν την ανακωχή και μάλιστα με αυτόν που τον Μάϊο του 1821 είχαν έρθει αντιμέτωποι στο Χάνι της Γραβιάς: τον Ομέρ Βρυώνη. (Τους λόγους τούς εξηγεί λεπτομερώς στο βιβλίο του, αλλά και στην συνέντευξη που ανέφερα ήδη και που έδωσε στον Στέφανο Ξένο το 1860 στον «Βρετανικό Αστέρα»).

Σε αυτές τις ταραγμένες συνθήκες δεν άργησε να βρεί στην επιφάνεια ο προδοτικός ρόλος του Φέντον, αλλά κι ενός άλλου Άγγλου, του Ουάιτκομπ, που και οι δύο πρόσκειντο στον Μαυροκορδάτο. Τον Μάιο του 1825 έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο δολοφονίας του Τρελώνυ και σε ανύποπτο χρόνο, σε άσκηση σκοποβολής μέσα στο άντρο στον Παρανασσό, τον πυροβόλησαν και οι δυο πισώπλατα.

Αν και τραυματίστηκε βαρύτατα, κατόρθωσε να επιζήσει. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας φυλακίστηκε και στις 17 Ιουνίου 1825 ο ήλιος αποκάλυψε το άψυχο σώμα του τσακισμένο στον γκρεμό κάτω από τον πύργο όπου τον κρατούσαν.

Πέρασαν τουλάχιστον τρείς μήνες γεμάτοι για να επουλωθούν κάπως οι πληγές του Τρελώνυ, «αλλά το δεξί μου χέρι συνέχιζε να με πονά, ατροφικό και παράλυτο. Για να μπορέσω να το χρησιμοποιώ, έπρεπε να βρεθεί χειρουργός για να μου έβγαζε τη σφαίρα που είχε σφηνώσει».

Με κάπως επουλωμένη πληγή, ο πλωτάρχης Χάμιλτον φυγάδευσε τον Τρελώνυ και την οικογένειά του και τους οδήγησε στην Κεφαλλονιά (κατ’ άλλη πηγή στη Ζάκυνθο όπου ζούσαν πλουσιοπάροχα ).

Το 1826 είναι βέβαιο, μέσω της αλληλογραφίας του με τον Νέιπιερ, πως ο Τρελώνυ επανήλθε στην Κεφαλλονιά. Μεταφέρω, ως έχω μεταφράσει, την τέταρτη, κατά σειρά, επιστολή του Σκωτο-Ιρλανδού Τοποτηρητή προς αυτόν γιατί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συντάχθηκε τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου. Μάλλον την σύντομη αυτή επιστολή μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως σημείωμα, και μάλιστα ως σημείωμα από και προς τον ίδιο τόπο, γιατί ο Νέιπιερ δεν γράφει ούτε τόπο, ούτε ημερομηνία, ως συνήθιζε. Άλλωστε, ήταν μαζί με τον Τρελώνυ ήδη και το προηγούμενο βράδυ.

Με το σημείωμα λοιπόν αυτό, του έστειλε κι ένα βιβλίο του William Cobbett, «σού στέλνω τον Κόμπετ», πολιτικού με ριζοσπαστικές απόψεις, καταδικαστέο φυσικά από τη συντηρητική άρχουσα βρετανική τάξη. Στο σημείωμα αυτό ο Νέιπιερ δήλωνε την πικρία του για το ότι ο γιατρός Henry Muir, υπεύθυνος για την Υγειονομική Υπηρεσία στο Αργοστόλι, του συμπεριφέρθηκε «διαβολικά νοσηρά», γιατί τον άφησε μόνο του «επάνω στην πιο δύσκολη ώρα».

Και συνεχίζει απευθυνόμενος στον ίδιο τον Τρελώνυ, φανερά ενοχλημένος από κάποια, άγνωστη σε εμάς, πράξη / συμπεριφορά του πιθανόν προς τον Muir, ή τον Sheridan, για τον οποίον γράφει εν συνεχεία, και καταλήγει σε πρόταση αινιγματική : «… το παιγνίδι δεν αξίζει τον κόπο».

«Πάντα θαύμαζα τη μεγαλοψυχία σου [Τρελώνυ] έως τις 6 χθες το απόγευμα. Μετά η γνώμη μου άλλαξε, και κατά τις 10, ούτε κι ο διάβολος δεν είχε τρύπα να σε βάλει.

Ο Charles Sheridan θεωρεί πως είναι ‘σπίρτο’ και φιλόσοφος. Η φύση μετανιώνει για την αφθονία προς τον πατέρα του, και ετοιμάζει κάποια έκπτωση.

Δεν θα σου δώσω ευκαιρία να πυροβολήσεις. Το παιγνίδι δεν αξίζει τον κόπο.

Έλα για δείπνο αύριο αν δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις. Θα τσακώσουμε τον Muir και θα έχουμε μια κουβεντούλα.

Δικός σου

Τ.Τ. Νέιπιερ».

Το ίδιο έτος (1826) απέκτησε κόρη με την Ταρσίτσα με την οποία είχε συνεχείς προστριβές. Κάποια στιγμή αποφάσισε να της κόψει τα μαλλιά –άκρως προσβλητικό για την εποχή- και την έκλεισε σε μοναστήρι. Μετά από λίγο καιρό, της έστειλε την κόρη τους νεκρή και αυτός έφυγε στην Αγγλία.

Κατ’ άλλη εκδοχή, πήγε στη Φλωρεντία, νοίκιασε σπίτι με την οικογένειά του –ήδη το κοριτσάκι του το είχε βαφτίσει Ζήλα, δίνοντάς του το όνομα της πρώτης του γυναίκας-, και έγραψε το: «Περιπέτειες του νεωτέρου υιού» είδος αυτογραφικού μυθιστορήματος (Adventures of a Younger Son, 1831). Η Ταρσίτσα τον εγκατέλειψε και η κόρη τους έμεινε εσώκλειστη σε σχολείο στη Λούκα, όπου τελικά υιοθετήθηκε. Από το 1833 έως το 1834 ο Τρελώνυ, απαλλαγμένος από οικογενειακά βάρη, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνώρισε την 24χρονη τότε, περίφημη αγγλίδα ηθοποιό, ποιήτρια και συγγραφέα Fanny Kemble με την οποία ταξίδεψε στους καταρράκτες του Νιαγάρα και από εκεί στον Καναδά. Επίσης, έδειξε τη συμπάθειά του για τους υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, αγοράζοντας την ελευθερία ενός σκλάβου τον Δεκέμβριο του 1833 στην Νότια Καρολίνα. Οι βιογράφοι του, εν συνεχεία, τον χάνουν. Κάποιοι αναφέρουν πως πήγε στην Καλιφόρνια. Πάντως, τον Δεκέμβριο του 1834 εμφανίστηκε στη Φιλαδέλφεια και στη συνέχεια έφυγε για την Αγγλία.

Το 1835 παντρεύτηκε την Augusta Harvey Goring και για δώδεκα χρόνια έζησαν μαζί στην εξοχή ήρεμα. Αυτή ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ήταν κόρη Αντισυνταγματάρχη, εντυπωσιακά όμορφη, είχε πάρει ήδη διαζύγιο από τον πρώτο της άνδρα Sir Harry Dent Goring που την μεταχειριζόταν βάναυσα, κι έφυγε μαζί με τον Τρελώνυ. Στην αρχή προσποιήθηκε ότι ήταν η Ann Granby και απέκτησαν στις 5 Αυγούστου 1839 έναν γιο, τον Edgar. Παντρεύτηκαν το 1841 και απέκτησαν κι άλλα δυο παιδιά, τον Frank και τη Laetitia. Η Augusta ήταν φίλη με την Μαίρη Σέλλεϋ, στην οποία, είχε κάνει, χωρίς θετικό αποτέλεσμα, πρόταση γάμου ο Τρελώνυ. Κατά το 1858 αυτός εγκατέστησε στο σπίτι τους μια νεαρή ερωμένη «κάποια δεσποινίδα Μπι». Έτσι χώρισε με την Augusta, η οποία με τα παιδιά της έφυγε στην Ιταλία το 1858 όπου και πέθανε το 1875. Ενώσο ζούσε με την Augusta ο Τρελώνυ έγραψε το βιβλίο του «Αναμνήσεις από τις τελευταίες ημέρες των Σέλλεϋ και Μπάιρον» (Recollections of the Last Days of Shelley and Byron).

Μετά τον χωρισμό τους, επέστεψε στο Λονδίνο, όπου δημιούργησε δικό του κύκλο με λόγιους, ποιητές και δημοσιογράφους. Όταν επισκεπτόταν τη λέσχη του –λεγόταν «Savage Club»- πολλοί σχημάτιζαν ουρά για να σφίξουν το χέρι εκείνου «που κράτησε την καρδιά του Σέλλεϋ και οδήγησε το πλοίο του Μπάιρον». Ήταν περιζήτητος για τις αφηγήσεις του «είχε διασχίσει την έρημο ντυμένος σαν άραβας σεΐχης, είχε δοκιμάσει ανθρώπινη σάρκα, γνώριζε πού υπάρχουν θαμμένοι θησαυροί». Στο σώμα του είχε σημάδια από μαχαιριές, από όπλα. Εγκαταστάθηκε στο Σάσσεξ όπου προκαλούσε τη συντηρητική επαρχιακή κοινωνία, με τον τρόπο ζωής του. Έβαψε το σπίτι του κόκκινο, δεν φορούσε κάλτσες κι ούτε παλτό τον χειμώνα, οι καλύτεροι φίλοι του ήταν ένα ζευγάρι σκυλιά, ενώ καθημερινά τάϊζε τις πάπιες στη λίμνη. Έκανε το 1874 το μοντέλο –τον γέρο καπετάνιο- στον ζωγράφο Sir John Everett Millais για τον πίνακά του: «Το Βορειο-Δυτικό Πέρασμα» (The North-West Passage). Μόλις όμως ο Τρελώνυ είδε για πρώτη φορά τον εαυτό του ζωγραφισμένο, προκάλεσε τον ζωγράφο σε μονομαχία.

O Algernon Charles Swinburne, Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μυθιστοριογράφος και κριτικός έγραψε για αυτόν «Πνέει φρέσκος αέρας στην Αγγλία αφού υπάρχει ένας τέτοιος Άγγλος…».

Ο «υπέροχος γέρο-Βίκινγκ» του Swinburne έσβησε πλήρης ημερών και εμπειριών ανά τον κόσμο στις 13 Αυγούστου του 1881 στο Σάσσεξ, και οι στάχτες του εναποτέθηκαν δίπλα στον Σέλλεϋ στη Ρώμη. Ένα μεγάλο κεφάλαιο του τυχοδιωκτισμού και του ρομαντισμού του 19ου αι. που άγγιζε την Ελληνική Επανάσταση είχε κλείσει οριστικά.

Ευρυδίκη Λειβαδά

Λεζάντες:

Το έργο του Sir John Everett Millais «The North-West Passage» στην Tate Gallery. Εδώ ο Τρελώνυ είναι 82 ετών.

Λιθογραφία του Edward John Trelawny από τον Seymour Stokes Kirkup, National Portrait Gallery, London

Η καύση του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Εικονίζονται από αριστερά ο Τρελώνυ, ο Hunt και ο Μπάιρον. Στην πραγματικότητα ο Hunt δεν ήταν παρών στην καύση, αλλά είχε παραμείνει στην άμαξα.

Λιθογραφία του Edward John Trelawny από τον Seymour Stokes Kirkup, National Portrait Gallery, London
Η καύση του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Εικονίζονται από αριστερά ο Τρελώνυ, ο Hunt και ο Μπάιρον. Στην πραγματικότητα ο Hunt δεν ήταν παρών στην καύση, αλλά είχε παραμείνει στην άμαξα