«Πώς γίνεται κι η σκέψη μου πετά ξανά σε σένα
ένδοξε Έλληνα που κανείς άλλος δεν σε σκέφτεται εκτός από εμένα;
Πώς γίνεται, και να, μόνος εγώ, μέσα στη μαύρη νύχτα
βαρύς και θλιμμένος προσπαθώ να ξαναχρυσώσω τη δόξα σου…»(1);
«…Συμπολίτες μου των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης
… Θέλουμε την ειρήνη και τη θέλουμε φλογερά, τη θέλουμε απόλυτα.
Αλλά πώς τη θέλουμε αυτήν την ειρήνη;
Τη θέλουμε χωρίς όρους;
Όχι! Δεν θέλουμε ειρήνη με τη ράχη λυγισμένη και το κεφάλι κατεβασμένο.
Δεν θέλουμε ειρήνη κάτω από τον δεσποτισμό.
Δεν θέλουμε ειρήνη με το ρόπαλο.
Δεν θέλουμε ειρήνη κάτω από το σκήπτρο.
Ο θεμελιακός όρος της ειρήνης είναι η απελευθέρωση. Για την απελευθέρωση αυτή θα χρειαστεί, χωρίς άλλο, μια επανάσταση που θα είναι η πιο μεγάλη και ίσως, αλλοίμονο, ένας πόλεμος που θα είναι ο τελευταίος»(2).
Αυτά υποστήριξε μιλώντας για την Ενωμένη Ευρώπη, για ελευθερία, δικαιοσύνη, κοινωνική πρόοδο στο Συνέδριο της Ειρήνης στη Λωζάνη, τον Σεπτέμβριο του 1869 ο προφητικός οραματιστής, ρομαντικός ποιητής, συγγραφέας, και θερμός φιλέλληνας Ουγκώ. Μέσα του είχε κλείσει βαθειά τον ηρωϊκό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στον οθωμανικό δεσποτισμό, και την μεταγενέστερη δικαίωσή τους από τους τότε δυνατούς της Ευρώπης -με τους δικούς τους όρους-. Ζώντας σε μια Ευρώπη που τα μίση και οι πόλεμοι ανάμεσα στα κράτη ήταν σε ημερήσια διάταξη, ο Ουγκώ δεν έπαψε ποτέ να αγωνίζεται για τη δημοκρατία και την ελευθερία, όχι μόνον για την Γαλλία, αλλά για πολλές χώρες. Ισχυρή πηγή έμπνευσης η θυσία των Ελλήνων για την Παλιγγενεσία που του χάραξε βαθειά τα νιάτα του, και οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν οι Έλληνες υπήρξαν κατευθυντήριες γραμμές στα πρώτα και μεταγενέστερα αριστουργήματά του, στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γκαίτε, Σίλλερ, Ντίκενς, Πούσκιν, Μπερανζέ, Λαμαρτέν, Ουγκώ. Ιερά τέρατα του πνεύματος, ύμνησαν με τον δικό τους τρόπο την ελευθερία όπως την δίδαξαν και την αναζήτησαν με θυσία του ίδιου του εαυτού τους οι Έλληνες, όχι μόνον στον Αγώνα για την απελευθέρωσή τους το 1821, αλλά διαχρονικά. Οι μεγάλοι λογοτέχνες –και καλλιτέχνες-, ο πνευματικός κόσμος τότε της Ευρώπης, τραγούδησαν την ελληνική ανδρεία, το θάρρος, τα μικρά και μεγάλα κατορθώματα τα οποία συνέθεσαν αυτό που σήμερα λέμε «Θαύμα του ‘21». Και ήγειραν κύμα προς την Ανατολή με προσκυνήματα, αποστολές, ταξίδια ταΐζοντας αφ’ ενός μεν τη ρομαντική φαντασίωση της δυτικής Ευρώπης, αφ’ ετέρου δε, τον διεθνή πολιτικό περίγυρο στον οποίο πρωταρχική θέση κατείχαν –και κατέχουν πάντοτε- οι γεωπολιτικές ισορροπίες και τα συμφέροντα, και δευτερευόντως η ηθική και υλική ενίσχυση των αγωνιζομένων Ελλήνων είτε αυτή παρακινείτο από τον θαυμασμό προς τον αρχαίο κόσμο που έθεσε τα θεμέλια της Ευρώπης, είτε από την φιλανθρωπία, τον φιλελευθερισμό, τον δυναμισμό του Νέου Ελληνισμού, είτε από τον ρομαντικό τυχοδιωκτισμό.
«Αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήμουν στρατιώτης» -εννοείται αγωνιστής της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής προόδου- έγραψε ο Ουγκώ σε ένα ποίημά του πρώιμο. Θα πρέπει να σημειωθεί πως το περιβάλλον όπου μεγάλωσε ήταν γεμάτο αντιθέσεις. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και διετέλεσε στρατηγός της Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα, ενώ παράλληλα δήλωνε άθεος, ενώ η μητέρα του ήταν ευσεβής Ρωμαιοκαθολική με καταγωγή από παλιά αριστοκρατική οικογένεια. Η δεύτερη ήταν αυτή που ανέλαβε την ανατροφή του μετά τον οριστικό χωρισμό της. Ο νεαρός Ουγκώ ανατράφηκε αριστοκρατικά μεν, φτωχικά δε, καθώς οι οικονομικοί πόροι ήταν πολύ λιτοί. Μετέφραζε, έγραφε, και σύντομα –στα 16 του- βραβεύθηκε και αναγνωρίσθηκε από τον αυστηρό ακαδημαϊκό γαλλικό κύκλο, του οποίου γρήγορα έγινε είδωλο. Οι Γάλλοι μουσολήπτες άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στον νεαρό που δεν άργησε να οδηγηθεί στην καταξίωση, καθώς η πρόοδός του ήταν αλματική, και μέσω αυτής στην αιωνιότητα.
Ο Ουγκώ ήταν αυτός που πήρε στα χέρια του τα ηνία του κινήματος του ρομαντισμού στη Γαλλία που δημιούργησε αυτή την μοναδική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εκτάθηκε κι ανέπτυξε την δυναμική του το κίνημα του φιλελληνισμού, αυτό το πολυσύνθετο φαινόμενο που διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε την ευρωπαϊκή συνείδηση αμέσως σχεδόν με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε προηγηθεί ο Διαφωτισμός, ο κοσμοπολιτισμός, η βαθειά μελέτη, η κρίση, η σύγκριση, που στάθηκαν απέναντι στην αυτοκρατορικώς κρατούμενη Ευρώπη κι άνοιξαν καινούργιες οπτικές. Η ελευθερία, βρήκε απήχηση στις καρδιές των νέων ρομαντικών που με το πάθος τους, την ορμή των νιάτων τους, την αφοβία, την τόλμη και τον παραλογισμό πολλές φορές που τους χαρακτήριζε, τής έδιναν τις διαστάσεις που αυτοί έκριναν κι επιθυμούσαν. Έτσι απλώθηκε σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, ηθικό, εθνικό κι έβαλε σε δεύτερη μοίρα τη λογική, ενώ ανέδειξε την πρωτοκαθεδρία του συναισθήματος. Πάνω σε αυτό προβληματίστηκε και προβλημάτισε ο Ουγκώ και το 1829 ο ίδιος εγκατέλειψε την φιλομοναρχική παράταξη κι εστράφη στον χώρο των φιλελεύθερων.
Τότε, και πριν ο μεγάλος Ουγκώ μυηθεί στον πνευματισμό(3), -ενόσω όμως έκαιγε μέσα του η απόκρυφη φλόγα του αόρατου-, μόλις σε ηλικία 27 ετών εξέδωσε την συλλογή «Τα Ανατολίτικα» (Les Orientales, https://anemi.lib.uoc.gr), ύμνοι για την Ελλάδα, μια ιδέα που του ήρθε ενόσω παρακολουθούσε τον ήλιο να δύει –χρώματα, ονειροπολήσεις, Ανατολή-Ελλάδα στις φλόγες της Επανάστασης-. 17 από τα 41 ποιήματα αυτά είναι εμπνευσμένα από την Ελληνική Επανάσταση, όπως το «Ναυαρίνο» (Navarin), ο «Ενθουσιασμός» (Enthusiasme), ο «Κανάρης» (Canaris), «Η Ελληνοπούλα» (Lazzara), «Τα κεφάλια του σαραγιού» (Les têtes du sérail), «Η σκλαβωμένη», «Το φεγγαράκι». Το 1826 δημοσιεύθηκε το ποίημα «Τα κεφάλια του σαραγιού» όπου ανάμεσα στα έξι χιλιάδες που απεστάλησαν στον Σουλτάνο, τρία άρχισαν την συνομιλία: του Κανάρη, του Μπότσαρη και του επισκόπου Ιωσήφ των Ρωγών. Το ποίημα αυτό προξένησε κύμα φιλελληνισμού, όπως και στον επόμενο χρόνο το «Ναβαρίνο» και ο «Ενθουσιασμός», ενώ στη συλλογή του αυτή αρχίζει να διαφαίνεται επιβλητική η εικονογραφική και γλυπτική ενέργεια του λόγου του που υλοποιεί την ιδέα, το ιδανικό, μέσα από τον Αγώνα των Ελλήνων. Η πέννα του έχει ένταση, δύναμη εκρηκτική, οξυδερκή παρατήρηση, σαν ο ίδιος να κρατά το καρυοφύλλι. Κυριαρχούν ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, η φύση, ο κόσμος, οι αξίες, τα δημοκρατικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη για τα οποία, εν τέλει, αγωνίστηκε με τον δικό του τρόπο, όλη του τη ζωή. Ο θρήνος του για τον επώνυμο μαχητή, για τον αφανή σκλάβο, μετέφερε στους αναγνώστες του το ανυπότακτο της ελληνικής φυλής, τα δημοκρατικά φρονήματα που κατέληξαν –μέσω των προσώπων που τον ενέπνευσαν- να καθρεφτίζουν αυτόν εαυτόν.
Ο Ουγκώ ήταν λάτρης του Σατωμπριάν και του Μπάϋρον, κι ο Κωστής Παλαμάς ήταν λάτρης του Ουγκώ. Ο μεγάλος Έλλην ποιητής μετέφρασε το έργο του «Το Ελληνόπουλο» (L’ enfant), με θέμα την ολοσχερή καταστροφή της Χίου από την οποία ενεπνεύσθη και ο Γάλλος φιλέλληνας ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά στον πίνακά του «Η σφαγή της Χίου» (Le massacre de Chio, 1822) και στον «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (1826). «Βόλια, μπαρούτι θέλω» απάντησε «Το Ελληνόπουλο» όταν ερωτήθηκε τι θέλει, μια απάντηση που πάντα συγκινούσε και τότε προκάλεσε πρόσθετο φιλελληνικό ενδιαφέρον.
Από «Τα Ανατολίτικα» μέχρι τον Κρητικό Αγώνα του 1866 ο Ουγκώ δεν έχασε καμμιά ευκαιρία να διαλαλεί στον αγνό φιλελληνισμό του, στον οποίο αποδίδει την Ελευθερία, ένα από τα ιερότερα σύμβολα της θρησκείας του, της πολυσήμαντης τέχνης του, της ίδιας ζωής και του πιστεύω του.
Ο Ουγκώ από το 1855 έως το 1876 ενώσω ήταν σε εξορία –έμπρακτα αντέδρασε στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος-, εξέφρασε τις φιλελληνικές του τάσεις και προθέσεις αλληλεγγύης προς τους Έλληνες μέσω των συλλογών: «Ο θρύλος των αιώνων» (La légende des siècles) όπου τα φλογερά ποιήματα: «Στην Ελλάδα» (En Grèce), τα «Ολέθρια χρόνια» (Années funestes) και «Φθινοπωρινά φύλλα» (Feuilles d’ automne).
Απέναντι στον ρομαντισμό του Ουγκώ στάθηκε ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος το 1829 δήλωσε την αντίθεσή του. Παρόλα αυτά τα μέλη της Αθηναϊκής Σχολής στράφηκαν προς τον ρομαντισμό και μάλιστα πρώτος ο Νικόλαος Σούτσος –λάτρης του ρομαντισμού- το 1842 μετέφρασε τρία ποιήματα του μυθικού Γάλλου ποιητή, δυο από τα «Τραγούδια του δειλινού» και ένα από τα «Φθινοπωρινά φύλλα».
Ο Ουγκώ δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Έλτζιν για την αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα, ενώ είναι γνωστές οι τρείς επιστολές που δημοσίευσε στον ευρωπαϊκό τύπο στηρίζοντας την Κρητική Επανάσταση -Δεκέμβριος 1866, Φεβρουάριος 1867, Φεβρουάριος 1869 – και μάλιστα σε μια περίοδο που η Ευρώπη είχε σταθεί ενάντια στην επαναστατική αυτή ενέργεια των Κρητών. Τις επιστολές αυτές που είναι γραμμένες με πάθος και που εξαπολύουν αναθεματισμούς απέναντι στην ευρωπαϊκή διπλωματία και στους τυράννους, οι φιλελεύθερες ελληνικές εφημερίδες τις αναπαρήγαγαν. Ο Κωσταρός Βολουδάκης, Πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Κρήτης, έγραψε στον Ουγκώ: «Το όνομά σας είναι διάσημο στα βουνά μας», φράση που υποδηλώνει την βαθειά απήχηση που είχαν οι επιστολές αυτές στην Μεγαλόνησο.
Η αινιγματική και γοητευτική αυτή προσωπικότητα του Πάνθεου των Γραμμάτων, ο μέγας ποιητής των Γάλλων, και ένας από τους πρώτιστους λυρικούς όλων των εποχών, όλου του κόσμου, ο υπερασπιστής των λαών και της ελευθερίας, είναι ένας –αν όχι ο μεγαλύτερος- από τους υψηλότερους υμνητές της πατρίδας μας, αντίδωρο στους φιλέλληνες και στους ειρηνιστές κάθε εποχής μια και που η Ελλάδα ήταν αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσωπική του πορεία είτε στα νεανικά του χρόνια, στα χρόνια των μεγάλων αναζητήσεων του κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, είτε στα ώριμα, στα μεταγενέστερα, που ο πνευματισμός και η επικοινωνία με το μυστηριώδες έπαιξε τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην εμβάθυνση συμβόλων, νοημάτων, μηνυμάτων, και στην «μετάφραση» και «κατανόηση» του αόρατου από το ορατό. Άλλωστε η Ελλάδα προσφέρει άφθονη τέτοια «τροφή». Αυτός, το αντελήφθη και το κοινώνησε στους αιώνες όπως του υπεδείχθη.
Ευρυδίκη Λειβαδά
Υποσημειώσεις:
(1). 1835 «D’ ou vient que ma pensee encore revole a toi»
(2). Επιλογή και μετάφραση εκ του πρωτοτύπου: Ιδία
(3). Είναι γνωστότατη η ενασχόληση του Ουγκώ με τον πνευματισμό. Μεγάλο μέρος του έργου του παρήχθη μετά την μύησή του σε αυτόν (κατά την περίοδο της εξορίας του).