Συνεχίζω την καταγραφή των σπουδαιότερων γεγονότων με τον Νοέμβριο, και όταν βρίσκω κάποιο γεγονός που μου έχει διαφύγει, επιστρέφω και το προσθέτω στον αντίστοιχο μήνα. Ελπίζω να καλύψω με γεγονότα όλες τις ημέρες του έτους με αποτέλεσμα να έχω ένα πλήρες (στο μέτρο του δυνατού εννοείται) ημερολόγιο του Αγώνα –σε συνάρτηση πάντα με την ισόχρονη της Ελληνικής Επανάστασης ιστορία της Κεφαλλονιάς και των Επτανήσων- το οποίο, ευελπιστώ να εκδώσω.
Η καταγραφή παρουσιάζεται ανά 10ήμερο. Αυτό είναι το δεύτερο του Νοεμβρίου.
11 Νοεμβρίου:
1825: Ο Ιμπραήμ κυρίευσε την Ανδραβίδα και τα Λεχαινά.
1826: Η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη μετέφερε την έδρα της στην Αίγινα.
1828: Ο Γ. Δυοβουνιώτης κατέλαβε την Κακιά Σκάλα μετά από σκληρή μάχη στην Κορακόβρυση κατά των Τούρκων.
12-23 Νοεμβρίου:
1826: Επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη στην περιοχή της Αράχοβας και της Λιβαδειάς.
12 Νοεμβρίου:
1821: Ο Καρά Αλή μπέης στην Κωνσταντινούπολη καρατόμησε 30 αιχμαλώτους από το Γαλαξείδι.
1825: Ναυμαχία του Δραγαμέστου. Ο Μιαούλης κατόρθωσε να εφοδιάσει το Μεσολόγγι αφού διάσπασε τον τουρκικό κλοιό.
1826: Ο Φαβιέρος εφοδίασε με πυρομαχικά τους Έλληνες που είχαν κλειστεί και αποκλειστεί στην Ακρόπολη.
13 Νοεμβρίου:
1818: Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρόταση του Ξάνθου κι έφτασε στην Οδησσό όπου συσκέφθηκε με τα άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Το μέγα πρόβλημα που τους απασχολούσε ήταν από πού θα άρχιζε η Επανάσταση.
1821: Απελευθερώθηκε η πόλη της Άρτας από τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς Μάρκο και Νότη Μπότσαρη, τους αδερφούς Τζαβέλλα, τον Λ. Βέικο μετά από πεισματική αντίσταση των Τούρκων υπό τους Σουλεϊμάν και Χασάν πασά. Τελικά οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στο φρούριο της πόλης.
1822: Ο Παναγιώτης Λάζαρος αποβίβασε στο Μεσολόγγι 1.500 άνδρες υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τους Ηλία Τσαλαφατινό, Κανέλλο Δεληγιάννη και Ανδρέα Ζαΐμη, για ενίσχυση της φρουράς του.
1824: Ημέρα Τρίτη και ώρα 16:00 έξω από το χωριό Μπεσίρι (σημερινό Παλλάντιο) έξω από την Τριπολιτσά δολοφονήθηκε κατά την διάρκεια συμπλοκής με οπαδούς του Κουντουριώτη ο Πάνος, γιός Κολοκοτρώνη και γαμπρός της Μπουμπουλίνας –είχε παντρευτεί την κόρη της-. Ήταν καταξιωμένος οπλαρχηγός, μορφωμένος και πολύγλωσσος γιατί ο πατέρας του, κατά την μακρόχρονη παραμονή τους στη Ζάκυνθο, φρόντισε και μόρφωσε τα παιδιά του. Για τη δολοφονία του γράφτηκαν πολλά. Στις συνθήκες του θανάτου του αναφέρονται κυρίως ο αυτόπτης Θεόδωρος Ρηγόπουλος και ο Φωτάκος. Μάλιστα, ο τελευταίος γράφει για τον θάνατο του Πάνου: «Πολλαί γυναίκες από την λύπην των απέβαλον».
Για τη δολοφονία του δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο του βιβλίου του «Συνέκδημος Ιατροδικαστική», Εν Αθήναις 1870, σσ. 101-103, μια a posteriori ιατροδικαστική εκτίμηση, με βάση το κρανίο του, από τον γιατρό Ιωάννη Π. Πύρλα, ιατροφιλόσοφος με σημαντικό συγγραφικό έργο. «Τα επί του κρανίου τοιαύτα τραύματα εν γένει εισί θανατηφόρα, οσάκις η σφαίρα εισέλθη εις τον εγκέφαλον. Ο θάνατος είναι τόσον ταχύτερος, όσον το τραύμα κείται εγγύτερα τη βάσει του εγκεφάλου. Τοιούτον τραύμα τάχιστα θανατηφόρον υπέστη ο Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης το 1824».
1838: Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αιών» του Ιωάννη Φιλήμονα ο λόγος του Θ. Κολοκοτρώνη που εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στην Πνύκα και που αποτελεί μνημείο φιλοπατρίας και πνευματική παρακαταθήκη προς τους νέους.
«Παιδιά μου! Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Θόδωρος Κολοκοτρώνης
14 Νοεμβρίου:
1821: Οι Τούρκοι παρέδωσαν τον Πολύγυρο στις φλόγες και προέβησαν σε σφαγές των κατοίκων του.
1824: Ο Κολοκοτρώνης που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Ζαΐμη και τους Δεληγιανναίους στην Αρκαδία και είχαν πλησιάσει την Τριπολιτσά που ήταν έτοιμη να παραδοθεί, πληροφορήθηκε τη δολοφονία του γιού του. Κλονίστηκε, κατέρρευσε ψυχικά και δεν δεν βρήκε το κουράγιο να πάει στην κηδεία του. Αποσύρθηκε στη Στεμνίτσα και έμεινε άπρακτος. Χωρίς όμως αυτόν οι αντικυβερνητικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Έτσι η Τριπολιτσά έμεινε στα χέρια των κυβερνητικών.
1826: Ο Καραϊσκάκης, αφού εδραίωσε τη θέση του στη Βοιωτία, προχώρησε δυτικότερα και στρατοπέδευσε στα Χώστια.
15 Νοεμβρίου:
1600: Πρώτη από τις δυο εξεγέρσεις του Σκυλόσοφου. Επαναστάτησε η Θεσσαλία, από τα Τρίκαλα έως την Καρδίτσα και τα γύρω βουνά, ίσως με τη στήριξη των αρματολικών σωμάτων των Αγράφων. Η εξέγερση απέτυχε και, σε λίγες ημέρες, οι Τούρκοι επικράτησαν, εφαρμόζοντας σκληρά αντίποινα. Ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου (Καρδίτσας) Σεραφείμ απαγχονίστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου (αργότερα, ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία νεομάρτυρας) και θανατώθηκαν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί. Ο Διονύσιος προσπάθησε να διαφύγει προς τα Άγραφα αλλά, μη μπορώντας να το επιτύχει, διέφυγε προς τις ακτές του Ιονίου και έφθασε στη Νάπολη και μετά στη Ρώμη. Στις 15 Μαΐου 1601, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθαίρεσε με πράξη του τον Διονύσιο, χωρίς όμως να τον αφορίσει. Το Πατριαρχείο στήριξε την απόφασή του περισσότερο στην παρακράτηση του χαρατσιού και λιγότερο στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η τελευταία δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο κίνημα και γι αυτόν τον λόγο δεν ζήτησε να τον αφορίσουν.
1821: Συγκροτήθηκε υπό τον Θεόδωρο Νέγρη, καθοδηγούμενο από τον Μαυροκορδάτο, η Συνέλευση των Σαλώνων . Η Συνέλευση κατέληξε στη συγκρότηση της «Διοίκησης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», ως αυτόνομης περιοχής υπό τον Νέγρη με δικό της Καταστατικό Χάρτη, ουσιαστικά δικό της Σύνταγμα, με τίτλο «Νομική Διάταξις της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». «Άρειος Πάγος» ονομάσθηκε το κυβερνητικό σχήμα. Δεν έγινε καμμιά αναφορά στη Φιλική Εταιρεία και στους Υψηλάντηδες, η οποία προετοίμαζε στρατιωτική ηγεσία για την επανάσταση. Ηγεσία δοκιμασμένη, ριζωμένη στις αγωνιστικές παραδόσεις του τόπου.
16 Νοεμβρίου:
1826: Οι άνδρες του Βαρβιτσιώτη απέκρουσαν επίθεση των Τούρκων στη Μονή Δομβού.
1828: (3/16 Νοεμβρίου) Υπεγράφη στο Λονδίνο Πρωτόκολλο από τους εκπροσώπους των Τριών Δυνάμεων, με το οποίο καθορίστηκαν τα σύνορα του νέου κράτους (Πελοπόννησος, Κυκλάδες). Προέβλεπε την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Προέβλεπε ακόμη ότι η Πελοπόννησος, τα νησιά που βρίσκονταν κοντά της και οι Κυκλάδες θα ήταν κάτω από την προσωρινή εγγύηση των τριών Αυλών μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας.
17 Νοεμβρίου:
1809: (4/17 Νοεμβρίου) Πέθανε στην Κέρκυρα ο Φώτος Τζαβέλλας, γιός του Λάμπρου Τζαβέλλα και θάφτηκε στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου σώζεται ο τάφος του μέχρι σήμερα. Πιθανόν δηλητηριάστηκε από πράκτορες του Αλή πασά. Ο Φώτος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στην ηγεσία των Σουλιωτών, μετά τη μάχη της Κιάφας και την ήττα του Αλή Πασά. Διακρίθηκε στις μάχες από το 1800 έως το 1803 για τον ηρωισμό του και το ηγετικό πνεύμα και για αυτό αναδείχτηκε μεγάλος πολέμαρχος. Έτσι οι Σουλιώτες ορκίζονταν «στο σπαθί του Φώτου». Τον Δεκέμβριο του 1803 οι Σουλιώτες διασκορπίστηκαν γιατί κατελήφθη το Σούλι από τον Αλή. Ο Φώτος κατέφυγε πρώτα στην Πάργα και μετά στην Κέρκυρα όπου υπηρέτησε ως αξιωματικός στο στρατιωτικό σώμα που είχε δημιουργηθεί από τους Ρώσους. Το 1807 η Κέρκυρα κατελήφθη από τους Γάλλους (Β΄ Γαλλική Κατοχή Ιονίων) και ο Φώτος ορίστηκε χιλίαρχος του γαλλικού Συντάγματος. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πει για τον Φώτο: «Ο Μάρκο Μπότσαρης είχε πολλήν νοημοσύνην. Ο Φώτος Τζαβέλας ήτο το τέλειο».
18 Νοεμβρίου:
1823: Η μάχη στο Σκαλί του Αιτωλικού (17/18 του μηνός). Ο Έπαρχος της Δυτικής Ελλάδας, Κωνσταντίνος Μεταξάς, προσκάλεσε να υπερασπίσουν το Μεσολόγγι τους Κίτσο Τζαβέλα, Ράγκο, Ίσκο, Κώστα Μπότσαρη με τους 3500 αγωνιστές που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Ο Μεταξάς μίλησε σε όλους τούς οπλαρχηγούς και ιδιαιτέρως στον Μάρκο Μπότσαρη και τούς εξήγησε ότι ήρθε στο Μεσολόγγι με σκοπό να ενώσει όλους για να πολεμήσουν τόν μουσουλμάνο κατακτητή. Τούς κάλεσε να δεχτούν τούς Σουλιώτες πού είχαν χάσει την πατρίδα τους και πρότεινε να τούς παραχωρηθεί το τουρκοχώρι Ζαπάντι, που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του στις αρχές της επανάστασης. Ο Μουσταής πασάς αρχικά φάνηκε στις 20 του Σεπτέμβρη, αλλά τράβηξε δυτικά, αντικρύ από το Ανατολικό (σημερινό Αιτωλικό). Στίς 2 Οκτωβρίου ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός της πόλης, ο οποίος θα κρατούσε περίπου δύο μήνες. Στις 17/18 Νοεμβρίου, ο Κίτσος Τζαβέλλας επικεφαλής 300 ανδρών κατέκοψε την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή πασά κι έτσι λύθηκε η πολιορκία του Αιτωλικού.
1824: Πέθανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’.
19 Νοεμβρίου:
1821: Η συνέλευση των Σαλώνων ψήφισε τον Οργανισμό «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας» που συνέταξε ο Θεόδωρος Νέγρης. (15-20 Νοεμβρίου είχε συνέλθει η Συνέλευση των Σαλώνων όπου συμμετείχαν πληρεξούσιοι της Στερεάς, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας). Η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ήταν ένα είδος Συντάγματος και θεσμοθετήθηκε ένα κυβερνητικό σχήμα, ο Άρειος Πάγος, που αποτελείτο από τα εξής 12 μέλη: Ιωάννης Φίλωνος (εκ Λεβαδείας), Βασιλάκης Κάλκος (εκ Λεβαδείας) – αποκηρύχθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1832, Ρήγας Παπακοντορήγας (εκ Σάλωνος), Παναγιώτης Κονδύλης (Λιδορίκι και Μαλαντρίνο), Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος (Ταλάντι), Γεώργιος Αινιάν (Πατρατζίκι), Κωνσταντίνος Σακελίων κατ’ επιτροπίαν του Βαρώνου Θεοχάρη Ολύμπιου Κεφαλά, Αγράφων και Κοκόση, Ιωάννης Σκανδαλίδης (εκ Μακεδονίας), Άνθιμος Γαζής (εκ Θετταλίας), Δρόσος Μανσόλας (εκ Θετταλίας), Θεόδωρος Νέγρης (εκ Ζητουνίου και Μπουτονίτζας), Πανούσης Σαμποντζής (εκ Θηβών), Ιωάννης Ειρηναίος (εξ Αθηνών), Κωνσταντίνος Ιωάννου (εξ Ευρίπου).
1825: Αμφίρροπη ναυμαχία έξω από την Γλαρέντζα στο Ιόνιο. Από το ημερολόγιο του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη επιλέγουμε: «Οι δύο ενάντιοι στόλοι από το πρωί έστεκαν έτοιμοι εις ναυμαχίαν μεταξύ Κάβο-Πάπα και Γλαρέντζας. Περί την 3 ώρα της ημέρας ημείς δια να έχωμεν τον καιρόν βοηθητικόν, ήλθομεν εις καλητέραν θέσιν όπισθεν της Γλαρέντζας προς Μεσηβρίαν, προσμένοντες τον εχθρόν. Αυτός μας ηκολούθησεν εις αρκετόν διάστημα, πλήν με την υπεροχήν της δυνάμεώς του και συνοδευμένος από τα πυρπολικά του και το ατμοκίνητον δεν ετόλμησε να έλθη ουδέ τότε εις συμπλοκήν, αλλ’ όταν ημείς διευθύνθημεν εναντίον του περί το μεσημέρι, έκλινεν εις φυγήν, και η επισυμβάσα γαλήνη μας εμπόδισε να τον κτυπήσωμεν. Προς το εσπέρας με ούριον άνεμον ωρμήσαμεν κατά του εχθρού. Κατ’ ολίγον εκτάνθημεν εις γραμμήν και προχωρούντες τον εκτυπήσαμεν σχεδόν από όλα τα μέρη. Πρώτη η δεξιά πτέρυξ του εχθρού ετράπη. Η αριστερά ήρχετο ως εις κύκλωσίν μας, αλλ’ όταν και το κέντρον, όπου ήσαν παρατεταγμένα τα χοντρότερα κομμάτια, ετράπη ομοίως, τότε περί την 3 ώραν της νυκτός όλος ο εχθρικός στόλος εδόθη εις φυγήν προς τον κόλπον. Εν τούτοις το πυρπολικόν του Κν Θεοδωράκη Θεοφάνους [Βόκοι], διώκον την δεξιάν πτέρυγα, εβγήκεν εις το μέσον του εχθρού κτυπώμενον πανταχόθεν, και επειδή τέλος εσυγκρούσθη με μιαν φεύγουσαν φρεγάταν, συμπεραίνομεν ότι εβυθίσθη, ως αδύνατον. Ο γενναίος και επιτήδειος καπετάνος του, πληγωθείς βαρέως έπεσεν εις τη θάλασσαν πριν ανάψη το πυρπολικόν, ώστε με θλίψιν υποπτευόμεθα τον χαμόν του. Η δε βάρκα διεσώθη με τους λοιπούς ναύτας» (Ο Φίλος του Νόμου, αριθ. 167, 11 Δεκεμβρίου 1825)
20 και 23 Νοεμβρίου:
1825: Ο ελληνικός στόλος ανεφοδίαζε το Μεσολόγγι συνεχώς.
Ευρυδίκη Λειβαδά
Εικόνα: Κωνσταντίνος Μεταξάς (Ιστορικό και Εθνικό Μουσείο)