Λάμπης Κωνσταντινίδης: Η ΕΛΒΕΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ. Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΒΕΤΙΑ (Μέρος Α)

ΕΠΙ Τῌ 200ῇ ΕΠΕΤΕΙῼ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ ΤΟΥ 1821, ΤΩΝ 730 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ 51 ΕΤΩΝ ΤΗΣ ΓΑΛΛΟΦΩΝΙΑΣ

            Θεοῦ βοηθοῦντος ὁ ὁμιλῶν σᾶς παρουσίαζει ἀπόψε τήν 10ην κατά σειράν ἐτησίαν διάλεξίν του διά τήν Γαλλοφωνίαν. Τό ἱστορικόν τῆς παρούσης ὁμιλίας ὀφείλεται εἰς εἰσήγησιν τοῦ διακεκριμένου πρέσβεως τῆς Ἑλβετίας ἐν Κύπρῳ, Ἐξοχωτάτου Δρος PierreYves Fux, κατά πόσον θά ἠδύνατο νά ὑπάρξῃ ἐκ μέρους τοῦ ὁμιλοῦντος καί μία διάλεξις ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς Γαλλοφωνίας διά τάς σχέσεις καί δεσμούς τῆς Ἑλβετίας μέ τόν Ἑλληνισμόν κατ’ ἐπέκτασιν βεβαίως πρός τήν Γαλλίαν. Πρέπει νά μή παραβλέπῃ τις, ὃτι ἡ Ἑλβετία ἀποτελεῖ ἐνεργόν μέλος τῶν Γαλλοφώνων Κρατῶν καί τῆς προωθήσεως τῆς Γαλλικῆς Γλώσσης παγκοσμίως.

            Ταὐτοχρόνως εἶναι ἀντιληπτόν, ὃτι μία παράκλησις ἐκ μέρους τοῦ Πρέσβεως τῆς Ἑλβετίας ἐμπεριέχει ἰδιαιτέραν βαρύτητα καί ἒκτοτε ἢρχισα νά μελετῶ πολύ σοβαρῶς τήν περίπτωσιν μιᾶς τοιαύτης διαλέξεως. Ἀκόμη εἷς λόγος πρός τοῦτο εἶναι καί τά θερμά αἰσθήματα πού τρέφει ὁ ὁμιλῶν πρός τήν Ἑλβετίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δι’ αὐτόν τήν Alma Mater, καθ’ ὂτι εἰς τήν χώραν αὐτήν ἐδιδάχθη ὂχι μόνον τήν ἐκμάθησιν τῆς Γερμανικῆς Γλώσσης ἀλλά καί ἐπίσης ἠκολούθησα Οἰκονομικάς σπουδάς εἰς τήν Ἀνωτέραν Οἰκονομικήν Σχολήν τοῦ St. Gallen, τήν Handelshochschule. Παρ’ ὃλον ὃτι ἒχουν ἒκτοτε παρέλθη πλέον τῶν 60 ἐτῶν, ἀκόμη ἀντηχεῖ εἰς τά ὦτά μου ὁ Λατινικός Φοιτητικός Ὓμνος: «Gaudeamus igitur, Juvenes dum sumus…».

            Διά τούς ἀνωτέρω λόγους καί, ὡς συνηθίζει ὁ ὁμιλῶν, εἶναι μετά μεγάλης χαρᾶς πού ἀφιερώνω τήν παροῦσαν ὁμιλίαν εἰς τόν ὑπέροχον Ἑλβετικόν Λαόν καί βεβαίως προσωπικῶς εἰς τόν ἐν Κύπρῳ ἐκλεκτόν ἐκπρόσωπον τῆς Ἑλβετίας, τόν Ἐξοχώτατον Πρέσβυν της Δρα PierreYves Fux καί τούς πολύ ἱκανούς συνεργάτας του.

            Μετά τήν πρέπουσαν αὐτήν εἰσαγωγήν θά χωρήσωμεν τώρα εἰς τήν ἀποψινήν διάλεξιν: Ἐκεῖνο τό ὁποῖον πρέπει ἐν πρώτοις νά τονισθῇ εἶναι ὃτι ἡ Ἑλβετία παρ’ ὃλον τό μικρόν μέγεθός της, ὃμως ἀπολαμβάνει διεθνῶς τεραστίου ἐκτοπίσματος χαίρουσα τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ καί ἐκτιμήσεως ὑφ’ ὃλων τῶν χωρῶν. Εἷς τῶν βασικωτέρων λόγων πρός τοῦτο εἶναι πλήν τῆς γνωστῆς οὐδετερότητος τῆς χώρας, τήν ὁποίαν αὓτη τηρεῖ καί διαφυλάττει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἡ Ἑλβετία μετά τήν πρώτην ἐν τῷ κόσμῳ Δημοκρατίαν τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος τοῦ Περικλέους, ἀποτελεῖ τήν πρώτην Εὐρωπαϊκήν Δημοκρατίαν τῶν μετα-Χριστόν χρόνων υἱοθετήσασα καί ἐφαρμόσασα τό δημοκρατικόν σύστημα διακυβερνήσεως μετά τήν ἀποτίναξιν τοῦ ζυγοῦ τοῦ ξένου δυνάστου της, πρό 730 ἀκριβῶς ἐτῶν – τῷ 1291.

            Τό πρῶτον μέρος τῆς παρούσης ὁμιλίας ἀναφέρεται εἰς τάς σχέσεις τῆς Ἑλβετίας μέ τόν μεγάλον Ἓλληνα πολιτικόν Ἰωάννην Καποδίστριαν. Ἂς ἲδωμεν λοιπόν πῶς ἒχει δημιουργηθῆ καί ἀναπτυχθῆ αὐτή ἡ σχέσις:

            Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐγεννήθη εἰς Κέρκυραν τήν 10ην Φεβρουαρίου, 1776, καί ἦτο τό 6ον τέκνον τοῦ Ἀντωνίου–Μαρία Καποδίστρια καί τῆς Διαμαντίνας Γονέμη, ἡ ὁποία κατήγετο ἐξ ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας ἀπό τήν Κύπρον. Εἰς τήν πρό τριετίας ὁμιλίαν μου διά τήν Σαβοΐαν καί τήν Κύπρον ἀνεφέρθην εἰς τόν Κύπριον εὐπατρίδην Πέτρον Γουνέμε (Γονέμην), ὁ ὁποῖος ἀπηυθύνθη τότε εἰς τόν Δοῦκα τῆς Σαβοΐας Κάρολον-Ἐμμανουήλ τόν Α΄, ὃπως ἐν τῇ ἰδιότητί του καί ὡς Βασιλέως τῆς Κύπρου ἀποστείλῃ βοήθειαν πρός ἀπελευθέρωσιν τῶν Κυπρίων χριστιανῶν ἀπό τόν ζυγόν τῆς δουλείας τῶν Τούρκων τυράννων των. Ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι, Καποδίστρια καί Γονέμη, ἦσαν γεγραμμέναι ἀπό τοῦ 1477 εἰς τήν Χρυσῆν Βίβλον εὐγενείας τῆς Κερκύρας. Τῷ 1689 ἡ οἰκογένεια Καποδίστρια ἒλαβε τόν τίτλον τοῦ Κόμητος ἀπό τόν Δοῦκα τῆς Σαβοΐας Κάρολον – Ἐμμανουήλ Β΄. Σημειωτέον ὃτι τό ὂνομα τῆς οἰκογενείας Καποδίστρια προέρχεται ἀπό τό Ἰταλικόν Capo d’Istria, ἢτοι τό Ἀκρωτήριον τῆς Ἰστρίας εἰς τήν Ἀδριατικήν. Ἡ περιοχή τῆς Ἰστρίας ἀνήκει σήμερον εἰς τήν Κροατίαν.

            Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐδιδάχθη εἰς τήν Μονήν Ἁγίας Ἰουστίνης εἰς Κέρκυραν Λατινικά, Ἰταλικά καί Γαλλικά. Ἐσπούδασε μετά εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Παδούης (Padova) εἰς Ἰταλίαν Ἰατρικήν, Νομικήν καί Φιλοσοφίαν. Τά πρῶτα βήματά του εἰς τήν πολιτικήν ἒκανε τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1801 ἀντικαθιστῶν σταδιακῶς τόν πατέρα του εἰς τά πολιτικά ἀξιώματα τά ὁποῖα κατεῖχεν εἰς τάς Ἰονίους Νήσους. Οὓτω ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἒγινε Γραμματεύς τῆς Κυβερνήσεως τῶν Ἰονίων Νήσων καί ἀπό τήν ἀρχήν τῆς καριέρας του ἒδειξε δείγματα μεγάλης ἱκανότητος εἰς τό νά διαπραγματεύηται καί νά φέρῃ εἰς συμφωνίαν ἀντιμαχομένας πλευράς. Παράδειγμα ἡ ἐπιτυχής μεσολάβησίς του καί ἀποκατάστασις τῆς ὁμαλότητος εἰς τήν τεταραγμένην τότε Κεφαλληνίαν καί ἀποδοχή τοῦ προταθέντος ὑπό τοῦ Καποδιστρίου Ἰονίου Συντάγματος, ὃπου διεφάνη ἡ μεγάλη ἱκανότης καί νομομάθειά του.

            Ἒδειξεν ὃμως ταὐτοχρόνως καί στρατιωτικάς ὀργανωτικάς ἱκανότητας, ὃταν διά τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἀμύνης τῆς Λευκάδος, εἰς τήν ὁποίαν τόν Μάϊον τοῦ 1807 ἐγκατέστησε πυροβολαρχίας ἒναντι τῶν ἀκτῶν τῆς Αἰτωλίας. Ἐπί πλέον συνεκέντρωσεν εἰς Λευκάδα τούς ὁπλαρχηγούς ἐκ τῆς Αἰτωλο-Ἀκαρνανίας καί τοῦ Μωρέως, Μᾶρκον Μπότσαρην, Μπουκουβάλαν, Θεόδωρον Κολοκοτρώνην κ.ἂ. καί θέσας ὃλους «ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῦ Ἀντώνη Κατσαντώνη, ἐπέτυχε νά ἀποθαρρύνῃ καί ματαιώσῃ τήν ἀναμενομένην ἐπίθεσιν τῶν Τουρκικῶν δυνάμεων ὑπό τόν Ἀλῆ Πασᾶ, καταγαγών οὓτω τήν πρώτην Ἑλληνικήν νίκην κατά τῶν Τούρκων καί μάλιστα ἂνευ πολέμου, ἀλλά διά τοῦ φόβου, τόν ὁποῖον ἐνέσπειρεν εἰς αὐτούς». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας διετήρησε τήν Λευκάδα εἰς τό σύμπλεγμα τῶν ἀνεξαρτήτων Ἰονίων Νήσων.            

            Περί τῷ 1807 ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας λόγῳ τῶν στενῶν σχέσεων του μέ τόν Ρῶσσον πληρεξούσιον εἰς τάς Ἰονίους Νήσους, ἲσως καί τῇ προτροπῇ τούτου, εἶχεν ὑποβάλει αἲτησιν πρός ἒνταξίν του εἰς τήν Ὑπηρεσίαν τῆς Ρωσσικῆς Διπλωματίας. Τόν Μάϊον τοῦ 1808 λαμβάνει ἐπίσημον ἐπιστολήν ἀπό τό Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, ὃπως παρουσιασθῇ εἰς τήν Ἁγίαν Πετρούπολιν. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἀφίχθη τόν Ἰανουάριον τοῦ 1809 καί τοῦ ἀνεκοινώθη ὁ διορισμός του εἰς τήν θέσιν Κρατικοῦ Συμβούλου εἰς τό Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν. Τήν 20/5/1812 μετατίθεται εἰς τό Βουκουρέστι ὡς Διευθυντής τοῦ Διπλωματικοῦ Γραφείου τῆς Ῥωσσικῆς Στρατιᾶς τοῦ Δουνάβεως, λαβών ἐνεργόν μέρος εἰς τήν διατύπωσιν καί τήρησιν τῆς ὑπογραφείσης μεταξύ Ρωσσίας καί Τουρκίας συνθήκης.

            Ἐντός δύο ἐτῶν ἀπό τῆς προσλήψεώς του εἰς τό Ῥωσσικόν Ὑπουργεῖον τῶν Ἐξωτερικῶν καί χάριν τῶν ἱκανοτήτων του παρασημοφορεῖται δύο φοράς ὑπό τῆς Ρωσσικῆς Κυβερνήσεως: Μέ τό παράσημον τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καί τόν Μεγαλόσταυρον τῆς Ἁγίας Ἂννης. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας συνεχίζει ῥαγδαίως τήν πολιτικήν ἀνέλιξίν του εἰς τό Ῥωσσικόν Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν καί ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α΄ ἀναγνωρίζων τάς ἱκανότητάς του τόν διορίζει τῷ 1813 ἐπίσημον ἀπεσταλμένον του εἰς τήν κλυδωνιζομένην Ἑλβετίαν. Ἀπό τῆς πλευρᾶς της ἡ Αὐστρία διώρισε τόν Βαρῶνον Lebzeltern.

            Ὡς φαίνονται αἱ δύο αὐταί χῶραι, Ῥωσσία καί Αὐστρία, παρουσιάζονται νά ἒχωσι κοινά ἐνδιαφέροντα διά τήν Ἑλβετίαν, ὃμως ἡ πραγματικότης ἦτο πολύ διαφορετική. Διότι ἡ μέν Ῥωσσία εἰλικρινῶς ἐπεδίωκε τήν ἐπαναφοράν τῆς ἐσωτερικῆς σταθερότητος καί τήν ἐδραίωσιν τῆς Ἀνεξαρτησίας καί Οὐδετερότητος τῆς Ἑλβετίας, ἐνᾧ ἡ Αὐστρία ἀπέβλεπεν εἰς τήν εἲσοδον ἐκ νέου τῶν στρατευμάτων της εἰς Ἑλβετίαν, καί ἐκμεταλλευομένη τάς διαφωνίας μεταξύ τῶν Καντονίων της νά δύνανται τά Αὐστριακά στρατεύματα νά εἰσέρχωνται ἐλευθέρως εἰς αὐτήν καί νά φθάνωσι μέχρι τήν Γαλλίαν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον νά ἐλέγχωσι πλήρως στρατιωτικῶς τήν Ἑλβετίαν.

            Θά ἲδωμεν λοιπόν πῶς ὁ νέος τότε διπλωμάτης Κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας, ἦτο 35 ἐτῶν, διά τῆς δεινῆς δεξιοτεχνίας καί εὐελιξίας του ἒσωσε κυριολεκτικῶς τήν οὐδετερότητα καί ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλβετίας ἀπό τάς ἐδαφικάς ὀρέξεις καί τούς ὂνυχας τοῦ διαβοήτου Καγκελλαρίου τῆς Αὐστρίας Klemens Wenzel Lothar von Metternich. Ἡ Ἑλβετία, ὡς ἀνέφερον, ἐκλυδωνίζετο τότε ἐσωτερικῶς μέν ἀπό κοινωνικάς διαφοράς, ἐξωτερικῶς δέ ἡ χώρα εὑρεθεῖσα εἰς τήν δίνην τῶν Ναπολεοντείων πολέμων εἶχε καταληφθῆ τῷ 1798 ὑπό τοῦ Ναπολέοντος. Ὁ Ναπολέων ἐπέβαλεν εἰς τά Καντόνιά της ἓν συγκεντρωτικόν στρατιωτικῆς μορφῆς σύστημα διοικήσεως, τό ὁποῖον, ὡς ἦτο φυσικόν, ἀπέτυχε παταγωδῶς δημιουργεῖσαν τῷ 1802 χάος καί ἐσωτερικήν ἀναρχίαν εἰς τήν Χώραν, λόγῳ τοῦ ὃτι ὡς αὐταρχικόν σύστημα δέν ἦτο ἀποδεκτόν καί σύμφωνον πρός τό φιλελεύθερον πνεῦμα τοῦ Ἑλβετικοῦ Λαοῦ.

            Ἐκ παραλλήλου ἐσωτερικῶς ἐδημιουργήθη μία ἀντιζηλία καί ἐχθρότης μεταξύ τῶν Καντονίων της, διότι τά μέν πλουσιώτερα Καντόνια, ὡς τῆς Βέρνης, Γενεύης, Λωζάννης καί Ζυρίχης, δέν ἢθελον τήν συνέχισιν τῆς συνυπάρξεώς των μέ τά πτωχότερα Καντόνια, πού κατ’ ἐξοχήν αὐτά ἦσαν τά νοτιώτερα καί τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι ἠσχολοῦντο κυρίως μέ τήν γεωργίαν καί κτηνοτροφίαν. Ἐκ παραλλήλου τά Ῥωσσο-Αὐστριακά στατεύματα μέ τήν ἧτταν καί ὑποχώρησιν τοῦ Ναπολέοντος εἰσῆλθον τῷ 1813 καί αὐτά εἰς τήν Ἑλβετίαν. Ἦτο λοιπόν μία χαώδης κατάστασις εἰς τήν ὁποίαν ηὑρίσκετο ἡ Ἑλβετία, ὃταν ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α΄ τῆς Ρωσσίας ἀπέστειλε τόν νεαρόν διπλωμάτην Κόμητα Ἰωάννην Καποδίστριαν, διά νά ἀποκαταστήσῃ μαζί μέ τόν ἐκπρόσωπον τοῦ Metternich, Βαρῶνον Lebzeltern, τήν τάξιν καί τήν εἰρήνην εἰς τήν τεταραγμένην αὐτήν χώραν. Ὡς δέ ἢδη ἀνέφερον ἡ προσπάθεια τῶν Αὐστριακῶν ἦτο ἡ περαιτέρω καταβαράθρωσις τῆς Ἑλβετίας πρός συνέχισιν τῆς παραμονῆς τῶν στρατευμάτων τῆς Αὐστρίας εἰς τήν χώραν αὐτήν.

            Ὃταν ὁ Ἰωάννης Καποδιστρίας ἀνέλαβε τήν δυσκολωτάτην αὐτήν ἀποστολήν, οὐδεμίαν γνῶσιν εἶχε διά τά περί τήν Ἑλβετίαν φλέγοντα θέματα. Ὃμως ἐπέδειξεν ἰδιάζοντα ζῆλον διά τήν τιμητικήν πρός αὐτόν ἀποστολήν ὑπό τοῦ Τσάρου, ἢτοι τῆς διατηρήσεως καί ἑδραιώσεως τῆς Ἀνεξαρτησίας καί Οὐδετερότητος τῆς Ἑλβετικῆς Ὁμοσπονδίας τῶν Καντονίων της ἐντός τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Μέ τήν ἀνάληψιν τῶν καθηκόντων του ἢρχισεν ἀμέσως τήν ἐντατικήν ἐκμάθησιν τῆς Γερμανικῆς γλώσσης. Ταὐτοχρόνως ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἀκολουθουμένην ὑπό τῶν πληρεξουσίων ἐκπροσώπων τῶν Κρατῶν στάσιν, ὁ Κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας δέν ὑπῆρξε γραφειοκράτης, ἀλλά ἢρχισε τάς ἐπαφάς του μέ ὃλα τά στρώματα τοῦ λαοῦ τῆς Ἑλβετίας ἐπισκεπτόμενος τά Ἑλβετικά Καντόνια, τόσον τά πλούσια ὃσον καί τά πτωχότερα. Ἀντήλλασσεν ἀπόψεις μέ ὃλους, ἐλάμβανε σημειώσεις καί ἐγνώρισε καλῶς καί εἰς βάθος τόν Ἑλβετικόν τρόπον σκέψεως καί ζωῆς τῶν κατοίκων τῶν διαφόρων Καντονίων καί κυρίως τάς ἰδιαιτερότητας ἑνός ἑκάστου Καντονίου ἒναντι τῶν ἂλλων.

            Ἒχων λοιπόν βιώσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν Ἑλβετικήν πραγματικότητα καί τά αἰσθήματα τῶν κατοίκων τῶν Καντονίων, συνέταξεν ἐν τέλει ἓν ὑπέροχον, μοναδικόν καί ἰδιοφυές Ὁμοσπονδιακόν Σύνταγμα διά τήν Ἑλβετίαν, τό ὁποῖον περιελάμβανεν ὂχι μόνον τήν κεντρικήν διακυβέρνησιν τῆς χώρας, ἀλλά καί τάς ἀρχάς καί τόν τρόπον διακυβερνήσεως ἑνός ἑκάστου Καντονίου ξεχωριστά, συμφώνως τῶν ἰδιαιτεροτήτων πού εἶχεν ἓκαστον. Διά τοῦ Συντάγματος τοῦ Κόμητος Ἰωάννου Καποδίστρια διεσφαλίζοντο ἡ Ἀνεξαρτησία, ἡ ἒνοπλος Οὐδετερότης καί τά Σύνορα τοῦ Ἑλβετικοῦ Κράτους, τά ὁποῖα θά ἒπρεπε, πλήν τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Ἑλβετικοῦ Λαοῦ, νά γίνωσι καί ἐπισήμως σεβαστά ὑπό τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν. Συγκαλεῖται κατά πρῶτον ἡ Ὁμοσπονδιακή Βουλή τῆς Ἑλβετίας τόν Αὒγουστον τοῦ 1814 εἰς Ζυρίχην, ἣτις κατόπιν τριημέρου μελέτης ἀποδέχεται καί ἐγκρίνει τό προταθέν ὑπό τοῦ Καποδιστρίου Ὁμοσπονδιακόν Σύνταγμα τῆς χώρας. Ἐπίσης μεγίστη ἐπιτυχία τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια τότε ἦτο καί ἡ συμπερίληψις τοῦ Καντονίου τῆς Γενεύης εἰς τήν Ἑλβετικήν ἐπικράτειαν.

            Εἷς βιογράφος τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια ἀναφέρει: «…. Ἐκεῖ ὃπου ὁ Ναπολέων ἀπέτυχε μέ τήν βίαν, ὁ Καποδίστριας τά κατέφερε μέ τόν διάλογον, τήν δύναμιν τῆς πειθοῦς καί τήν ἐπιμονήν του». Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1814 εἰς ἐπιστολήν του εἰς τόν πατέρα του μεταξύ ἂλλων τοῦ γράφει: «…. Αὐτοί οἱ ὑπέροχοι ἂνθρωποι μέ ἐγέμισαν μέ στοργήν καί εἰλικρινῆ ἐγκαρδιότητα. Ἡ ἐμπιστοσύνη πού μοῦ ἒδειξαν μέ ἀπεζημίωσεν εἰς μεγάλον βαθμόν δι’ ὃλας μου τάς προσπαθείας. Ἂν, εἰς τό μέλλον, θέλουσι νά τό ἀκολουθήσωσι καί νά εἶναι εὐτυχισμένοι καί νά χαίρωνται τήν ἀνεξαρτησίαν των, ἐκτιμῶ ὃτι δέν θά ἒχω χάσει οὒτε τόν χρόνον, οὒτε τόν κόπον μου». Νά προσέξωμεν ἰδιαιτέρως τό σημεῖον αὐτό τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Καποδιστρίου πρός τόν πατέρα του: «Ἐάν θέλωσι νά τό ἀκολουθήσωσι, θά εἶναι πάντοτε εὐτυχισμένοι καί θά χαίρωνται τήν ἀνεξαρτησίαν των». Αὐτά ἀναφέρονται ὑπό τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Γενεύης Bertrand Bouvier – Bron εἰς τό βιβλίον του διά τόν Ἰωάννην Καποδίστριαν.

            Βεβαίως ἡ ἀποδοχή τοῦ προταθέντος Ὁμοσπονδιακοῦ Συντάγματος ὑπό τῆς Ἑλβετικῆς Βουλῆς καί ἡ προφορική ἀποδοχή του ὑπό τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν δέν ἦτο ἀρκετή. Ἐχρειάζετο, ὡς ἀνέφερον, καί ἡ ἐπίσημος ἒγκρισις τῶν ἐνδιαφερομένων Κρατῶν δι’ ὑπογεγραμμένων ὑπ’ αὐτῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν.

            Πρός τοῦτο ἒχομεν ὡς πρώτην ἐπίσημον ἒγκρισιν τοῦ Νέου Συντάγματος τῆς Ἑλβετίας τήν Συνθήκην τῆς Βιέννης – τῆς μακροχρονιωτέρας καί πολυμελεστέρας Συνελεύσεως, πού εἶχε γίνει ποτέ. Ἡ Συνέλευσις διήρκεσεν 9 ὁλοκλήρους μῆνας, ἀπό τῆς 19ης Σεπτεμβρίου, 1814, μέχρι τήν 9ην Ἰουνίου, 1815, ἒλαβον δέ μέρος εἰς αὐτήν 450 ἡγέται καί ἀξιωματοῦχοι Κρατῶν καί τῶν Κυβερνήσεων των. Ἡ πανευρωπαϊκή αὐτή Συγκέντρωσις ἐτέθη ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Αὐστριακοῦ Καγκελλαρίου Klemens von Metternich. Μεταξύ τῶν λαβόντων μέρος εἰς τό Συνέδριον τῆς Βιέννης ἦσαν οἱ κάτωθι ἡγεμόνες: Ὁ Τσάρος τῆς Ῥωσσίας Ἀλέξανδρος Α΄, ὡς καί οἱ Βασιλεῖς τῆς Πρωσσίας καί τῆς Βαυαρίας. Ἐκ μέρους τῆς Ἀγγλίας ὁ Λόρδος Castlereagh καί ὁ Wellington καί ἐκ μέρους τῆς Γαλλίας ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν της Πρίγκηψ (Prince) Charles-Maurice de Talleyrand-Périgord. Βεβαίως παροῦσα ἦτο καί ἡ Ἑλβετία. Ὡς Εἰδικός Σύμβουλος τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσσίας κατόπιν τῆς μεγάλης ἐπιτυχίας του εἰς Ἑλβετίαν, ὁ Κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας ἐξήσκησε μεγάλην ἐπιρροήν ἐπί τῶν Ῥωσσικῶν θέσεων καί ἀποφάσεων τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Α΄ ὑπέρ τῆς Ἑλβετίας. Πρεσβευτής τοῦ Καντονίου τῆς Γενεύης εἰς Βιέννην ἦτο ὁ Τραπεζίτης Jean-Gabriel Eynard, ὃστις συνειργάσθη στενῶς μέ τόν Ἰωάννην Καποδίστριαν.

            Μεταξύ πλείστων ληφθεισῶν ἀποφάσεων τῆς Συνελεύσεως, χάριν εἰς τήν σθεναράν στάσιν τῆς Ῥωσσίας διά τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου, ἐξησφαλίσθη πλήρως καί ἐπισήμως α) ἡ Ἀνεξαρτησία καί ἡ ἒνοπλος Οὐδετερότης τοῦ Ἑλβετικοῦ Κράτους τῷ 1815 καί β) ἡ ἂμεσος ἀποχώρησις ὃλων τῶν ξένων στρατευμάτων, τά ὁποῖα ηὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τήν χώραν μετά τήν ἧτταν τοῦ Ναπολέοντος. Ἦτο μία μεγάλη νίκη τῆς Ῥωσσίας ἐπί τῶν θέσεων καί ἐπιδιώξεων τοῦ πάντοτε μηχανορραφοῦντος Μέττερνιχ.

            Κάνοντες ἐδῶ μίαν μικράν παρένθεσιν εἶμαι βέβαιος, ὃτι θά διερωτῶνται, πιστεύω, οἱ ἐκλεκτοί ἀκροαταί καί ἀκροάτριαι πῶς αὐτή ἡ Συνέλευσις τῆς Βιέννης διήρκεσεν 9 ὁλοκλήρους μῆνας! Τί ἐγίνετο ἐκεῖ; Εἰς τήν Βιέννην αἱ τόσαι ὑψηλαί προσωπικότητες πού συνεκεντρώθησαν οὐδόλως ἐβιάζοντο νά τελειώσωσι καί νά ἐπιστρέψωσιν οἲκαδε. Ἡ Αὐστρία ὡς φιλοξενοῦσα χώρα διωργάνωνε διαρκῶς ἐκδηλώσεις πάσης φύσεως: Στρατιωτικάς ἐπιδείξεις, καλλιτεχνικάς ἐκδηλώσεις, πλεῖστα κονσέρτα, ἓν τῶν ὁποίων διηύθυνεν ὁ Beethoven, καί βεβαίως ἀλλεπαλλήλους θεατρικάς παραστάσεις μέ ὂπερας καί Βιεννέζικας ὀπερέττας καί χορευτικάς soirées – ἦτο τότε τό Βιεννέζικον Βάλς εἰς τάς δόξας του! Μέ τοιαύτας λοιπόν ἐκδηλώσεις καί φιλοξενίαν οὐδείς ἢθελε νά φύγῃ εὐκόλως ἀπό τήν Βιέννην καί ἒτσι παρετείνοντο τά Συνέδρια. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ κάτωθι στιχομυθία: Ὃταν ἠρωτήθη εἷς διπλωμάτης « Comment marche le Congrès », δηλ. Πῶς πηγαίνει τό Συνέδριον, αὐτός ἀπήντησε « Le Congrès ne marche pas. Il danse ! ». Δηλ. «Τό Συνέδριον δέν πηγαίνει. Χορεύει!». Ἐν τέλει ἒληξε τήν 9ην Ἰουνίου, 1815, μετά ἀπό 9 μῆνας (Ἢρχισε τήν 19/9/1814).

            Ἡ Ἑλβετική Ἀνεξαρτησία καί Οὐδετερότης ἐνισχύθη καί εἰς δευτέραν Διεθνῆ Συνδιάσκεψιν καί Συνθήκην, ἐκείνην τῶν Παρισίων, τῆς ὁποίας ἀνεκοινώθησαν ἐπισήμως αἱ ἀποφάσεις τήν 5ην Νοεμβρίου, 1815. Εἰς αὐτήν ἒλαβον μέρος αἱ νικήτριαι χῶραι τῶν Ναπολεοντείων πολέμων, ἢτοι ἡ Ἀγγλία, Αὐστρία, Ῥωσσία καί Πρωσσία. Ἐπίσης ἡ ἡττηθεῖσα Γαλλία διά τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν Πρίγκηπος Charles-Maurice de Talleyrand-Périgord. Παροῦσα εἰς αὐτό ἦτο βεβαίως καί ἡ Ἑλβετία. Ὡς ἐπίσημος Ἐκπρόσωπος τῆς Ῥωσσίας καί πάλιν ὁ ἱκανώτατος διπλωμάτης Κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἡ Συνθήκη αὐτή φέρει τό ὂνομα Συνθήκη τῶν Παρισίων, διότι μετά τό Βατερλώ αἱ δυνάμεις τῶν Ἡγεμόνων τῆς Εὐρώπης προήλασαν καί ἒφθασαν εἰς τό Παρίσι τήν 31ην Μαρτίου, 1814. Εἶναι αὐτονόητον ὃτι τό ἐπικρατοῦν εἰς τήν Συνέλευσιν πνεῦμα ἦτο πολύ ἀρνητικόν ἐναντίον τῆς Γαλλίας καί ὁ σκοπός τῶν νικητῶν συνέδρων μέ πρωτοστάτην πάντοτε τόν περιβόητον Klemens von Metternich ἦτο ἡ γνωστή μέθοδος τοῦ κατακερματισμοῦ τῶν ἡττημένων Κρατῶν εἰς μικρότερα κρατίδια.

            Μάλιστα! Ἢθελον αἱ τρεῖς ἐκ τῶν τεσσάρων νικητριῶν χωρῶν νά κατακερματίσωσι τήν Γαλλίαν εἰς μικρότερα ἀδύναμα κρατίδια. Τήν ἀρνητικήν αὐτήν ἐξέλιξιν διά τήν Γαλλίαν ἒσωσε καί πάλιν ἡ βαρύτης τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Κόμητος Ἰωάννου Καποδιστρίου τῆς Ῥωσσίας, ὃστις ἠναντιώθη σθεναρώτατα εἰς τήν ἐκδικητικήν θέσιν τῶν ἂλλων νικητῶν καί μαζί μέ τάς προσπαθείας τοῦ ἐπίσης ἱκανωτάτου Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων τῆς Γαλλίας Ταλλεϋράνδου, εἰς τόν ὁποῖον συνεπαρεστάθη δυναμικῶς ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, κατώρθωσαν νά διασώσωσι τήν ἀκεραιότητα τῆς Γαλλίας. Διά τόν λόγον αὐτόν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐγένετο πάντοτε δεκτός εἰς Γαλλίαν μέ μεγάλην ἐκτίμησιν καί περιεβάλλετο ὑπό θερμῶν αἰσθημάτων καί ὑπό τῆς Γαλλικῆς Κυβερνήσεως καί τοῦ Γαλλικοῦ λαοῦ.

            Ἐκεῖ, ὡς ἀνέφερον καί ἀνωτέρω, καί ἡ Ἑλβετική Ἀνεξαρτησία καί ἡ ἒνοπλος Οὑδετερότης τῆς χώρας διετρανώθησαν τῷ 1815 διά δευτέραν φοράν ἐντός πέντε μηνῶν ἀπό τήν ὑπογραφήν τῆς Συνθήκης τῆς Βιέννης. Παραθέτω ἐδῶ τί ἒγραψεν ὁ ἀρχηγός τῆς Ἑλβετικῆς Ἀντιπροσωπείας εἰς τό Συνέδριον, Charles Pictet de Rochemont: «Τί δυνάμεθα νά πράξωμεν δι’ αὐτόν τόν ἐξαίρετον Καποδίστριαν ….. Εἶναι ὁ Φοῖνιξ τῆς Διπλωματίας. Ἒχω τήν πεποίθησιν, ὃτι χωρίς αὐτόν ἡ Ἑλβετία θά εἶχεν ἐξ ὁλοκλήρου ἀνατραπῆ. … Ἐάν περάσῃ ποτέ ἀπό τήν Γενεύην κτυπήσατε ὃλους τούς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καί χαιρετίσετε τήν ἂφιξίν του μέ τιμητικάς βολάς τοῦ πυροβολικοῦ μας». Καί ἀλλαχοῦ ὁ ἲδιος ἒγραψε τά κάτωθι: «Ἀπό ὃλους ὃσους ἐνδιεφέρθησαν διά τήν ἐπιτυχίαν τῶν προβλημάτων μας, οὐδείς τό ἒπραξε μέ περισσοτέραν ὑπευθυνότητα, εὒνοιαν διά τήν πόλιν μας, εὐφυΐαν καί ἀποτελεσματικότητα ἀπό τόν Κόμητα Ἰωάννην Καποδίστριαν …». Εἷς ἂλλος βουλευτής τῆς Γενεύης εἰς τό Συνέδριον, ὁ François Ivernois, ἒγραψεν: «Ὁ Κόμης Καποδίστριας ἐπέδειξε διά τήν ὑποστήριξιν τῶν συμφερόντων τῆς Ἑλβετίας πραγματικόν ἐγκάρδιον ἐνδιαφέρον …. ἒπρεπε νά εἶναι κανείς αὐτόπτης μάρτυς διά νά τό πιστεύσῃ!…».

            Καί μία ἀναγκαία παρένθεσις: Πολύ προσφάτως, τήν 28ην Ἀπριλίου, 2021, ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀπένειμε «τό Διεθνές Βραβεῖον τῆς Ἑταιρείας διά τόν Ἑλληνισμόν καί τόν Φιλελληνισμόν» εἰς τρεῖς μεγάλους συγχρόνους Φιλέλληνας: Τόν Ἀμερικανόν John Kerry, τόν Γάλλον Jacques Lang καί τόν Ἑλβετόν Charles Pictet, πού εἶναι δισέγγονος τοῦ Charles Pictet de Rochemont. Σήμερον ὁ νεώτερος Charles Pictet εἶναι διακεκριμένος Ἑλβετός συνεχίζων τήν Φιλελληνικήν παράδοσιν καί ἀγάπην τῆς οἰκογενείας τῶν Pictet de Rochemont πρός τήν Ἑλλάδα. Τά βραβεῖα ἀπένειμεν ἡ Πρόεδρος τῆς Ἑλλάδος Κατερίνα Σακελλαροπούλου, παρουσίᾳ τοῦ Ἓλληνος Πρωθυπουργοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη καί ἂλλων ἐπισήμων.

            Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῇ ὃτι αἱ πόλεις τῆς Γενεύης καί τῆς Λωζάννης, τῆς πρωτευούσης τοῦ Καντονίου Vaud, ἀνεκήρυξαν τόν Ἰωάννην Καποδίστριαν ἐπίτιμον δημότην των καί ἒστησαν καί εἰς τάς δύο πόλεις ἀνδριάντας του. Ἐκ παραλλήλου, ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α΄ ἐκτιμῶν τάς μεγάλας ἱκανότητας τοῦ Κόμητος Ἰωάννου Καποδιστρίου μετά τάς πολλάς καί ἀλλεπαλλήλους ἐπιτυχίας του ὡς συμβούλου καί ἐκπροσώπου τοῦ Τσάρου τόν διώρισεν ἐπισήμως Ὑπουργόν Ἐξωτερικῶν τῆς Ῥωσσίας τῷ 1815.

            Ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ἐκτίμησις πού ἒτρεφεν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας πρός τήν Ἑλβετίαν καί τόν Ἑλβετικόν λαόν ἐμφαίνεται καί ἀπό τήν κάτωθι πολύ ἐντυπωσιακήν χειρονομίαν του. Ὡς Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ῥωσσίας ἐφρόντισε νά ἀποσταλῇ μεγάλη ποσότης Ῥωσσικοῦ σίτου δωρεάν εἰς τόν Ἑλβετικόν λαόν, ὃστις ἐχειμάζετο ἀπό τόν μεγάλον λιμόν (πεῖναν), ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψεν εἰς τήν Ἑλβετίαν, διά τούς λόγους πού θά ἐξηγήσω εἰς ἂλλο σημεῖον. Καί ὂχι μόνον ἡ βοήθεια αὐτή, ἀλλά ἡ Ῥωσσία ἒδωσε καί οἰκονομικήν τοιαύτην ἐξ 100.000 ῥουβλίων διά νά δυνηθῇ νά ἀντιμετωπίσῃ ἡ Ἑλβετία τήν μεγάλην πενίαν, ἣτις ἐπεκράτησεν εἰς τήν χώραν ἐκ τῆς καταστροφῆς τῆς γεωργοκτηνοτροφίας της εὑρισκομένη εἰς τά πρόθυρα τῆς χρεωκοπίας. Νά σημειωθῇ ὃτι τό ποσόν αὐτό δέν ἦτο καθόλου εὐκαταφρόνητον διά τήν τότε ἐποχήν. Μάλιστα ἀπετέλεσε τοῦτο τήν μεγαλυτέραν οἰκονομικήν βοήθειαν, ἡ ὁποία ἐδόθη τότε εἰς τήν Ἑλβετίαν πρός στήριξιν της.

            Ἒκτοτε αἱ Συνθῆκαι τῆς Βιέννης καί Παρισίων διά τήν Ἀκεραιότητα καί ἒνοπλον Οὐδετερότητα τῆς Ἑλβετίας παραμένουσιν ἀρρήκτως ἐν ἰσχύϊ μέχρι καί τῆς σήμερον καί εἶναι σεβασταί ὑφ’ ὃλων τῶν Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν καί διεθνῶς. Ὡς Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ῥωσσίας ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦλθε πολλάκις εἰς ῥῆξιν μέ τόν Metternich πρός τόν ὁποῖον ἠναντιώθη σθεναρώτατα καί εἰς τό Ἑλληνικόν θέμα, καθ’ ὃτι ὁ τελευταῖος δέν ἐπεθύμει τάς ἐπαναστατικάς ἀλλαγάς τῶν ὑπαρχόντων καθεστώτων. Ἡ ἒντασις ἐσυνεχίσθη μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν μέχρι καί τήν ἒναρξιν τοῦ Ἐθνικο-Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνος τῶν Ἑλλήνων τῷ 1821. Τότε ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α΄ μή θέλων νά θεωρηθῇ ὑπαίτιος τῆς καταστρατηγήσεως τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, πού ὑπεγράφη εἰς Παρισίους, ὡδηγήθη εἰς ῥῆξιν ἀπόψεων μέ τόν Ὑπουργόν Ἐξωτερικῶν του Ἰωάννην Καποδίστριαν καί ὁ τελευταῖος ὑπέβαλε τήν παραίτησίν του. Διά νά τηρηθῶσι τά προσχήματα ὁ Τσάρος ἒδωσεν εἰς τόν Καποδίστριαν «ἂδειαν ἀορίστου χρόνου» διά λόγους ὑγείας. Ὁ Καποδίστριας ἐπέλεξε τότε νά ζήσῃ ἐπί διετίαν ἀπό τήν 19ην Αὐγούστου, 1822, μέχρι τῷ 1824 εἰς τήν ἀγαπημένην του Ἑλβετίαν ἐν μέσῳ τῶν πολλῶν Ἑλβετῶν φίλων του εἰς Γενεύην.

            Εἰς Γενεύην διέμενε μέ τόν προσωπικόν ὑπηρέτην του εἰς ἓν ταπεινόν διαμέρισμα ἐνοικιάζων δύο δωμάτια ἒναντι ἑνός μικροῦ μηνιαίου ἐνοικίου ἐκ 30 Ἑλβετικῶν Φράγκων καί ἐξοδεύων, ὡς ἀνέφερε, πρός συντήρησίν των περί τά 6 Φράγκα ἡμερησίως, ἢτοι 180 φράγκα μηνιαίως. Σύνολον ἐξόδων του 210 φράγκα μηνιαίως. Ὃταν κάποτε ἡ γνωστή του Βαρώνη Charlotte de Sor τόν ἐπεσκέφθη διά μίαν φιλικήν ἐπίσκεψιν, τόν ἠρώτησε διατί ἐφ’ ὃσον τό ἐπίδομά του ἀπό τήν Ρωσσικήν Κυβέρνησιν ἦτο 60.000 Φράγκα, αὐτός διέμενεν εἰς τά δύο τόσον εὐτελῆ δωμάτια ἒναντι 30 Φράγκων μηνιαίως καί ἐξοδεύων διά τά πρός τό ζῆν ἐλάχιστα; Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τῆς ἀπήντησε τότε ὡς ἑξῆς: «Ἁπλῶς, ἐρίτιμος Κυρία Βαρώνη, διά νά εἶμαι συνεπής πρός τόν ἑαυτόν μου: Ὃταν ὃλα τά διαβήματα καί αἱ ἐνέργειαί μου καί αἱ γραπταί ἐκκλήσεις μου πρός τούς γενναιοδώρους Ἑλβετούς διά νά ζητῶ ψωμί καί ἐνδύματα διά τούς ἀγωνιζομένους συμπατριώτας μου εἰς Ἑλλάδα καί ὃταν ἀφοῦ ἐκτύπησα τάς θύρας τῶν παλατίων τῶν πλουσίων, ἐκτύπησα μετά τάς θύρας τῶν καλυβῶν τῶν πτωχῶν διά νά συλλέξω τόν ὀβολόν τοῦ πτωχοῦ, πρέπει νά δύναμαι νά τούς λέγω μέ παρρησίαν: Ἒδωσα καί ἐγώ τά πάντα πρίν ζητήσω καί τήν ἰδικήν σας βοήθειαν διά τούς ἀδελφούς μου». Αὐτήν τήν ὑπέροχον ἀπάντησιν μᾶς τήν διέσωσεν ἡ Βαρώνη Charlotte de Sor, ἡ ὁποία, ὡς γράφει, κατεσυγκινήθη καί τά δάκρυα ἒτρεχον εἰς τά μάγουλά της. Τό μόνον πού κατώρθωσε νά ψελλίσῃ σφίγγουσα θερμά τό χέρι τοῦ Καποδίστρια: «Εἶσθε ἀξιοθαύμαστος» και ἒφυγε συγκλονισμένη. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἒδιδεν ὃλα του τά χρήματα διά τόν ἀρξάμενον ἀπελευθερωτικόν Ἀγῶνα εἰς Ἑλλάδα.

            Τήν Ἑλβετίαν ἐπεσκέφθη καί πάλιν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τῷ 1829, ἓν ἒτος μετά τήν ἐπίσημον ἀνακήρυξίν του τήν 18ην Ἰανουαρίου, 1828, εἰς πρῶτον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος. Αὐτήν τήν φοράν ἐπεσκέφθη καί τήν Βασιλείαν, ὃπου εἰς συνάντησίν του μέ τόν Δήμαρχον τῆς πόλεως, Ἒντιμον Κον Wieland, ὁ τελευταῖος τοῦ ἀνέφερε διά τήν Σχολήν, πού ἳδρυσεν ἡ Βασιλεία τῷ 1827 διά τά Ἑλληνόπουλα καί ἡ ὁποία ἐλειτούργει ἐπιτυχῶς εἰς τόν Πύργον Beuggen εἰς τήν Γερμανικήν πλευράν τοῦ Ῥήνου ποταμοῦ. Ὁ Καποδίστριας κατά τήν ἐπίσκεψίν του εἰς τήν Σχολήν παρεκάλεσε θερμῶς τούς ἐκεῖ καθηγητάς νά δώσωσιν ἰδιαίτερον βάρος εἰς τά τεχνικά μαθήματα, διότι, ὡς τούς εἶπεν, «ἀπό τεχνίτας ἒχει μεγάλην ἀνάγκην ἡ Ἑλλάς».

            Ἂς εἰσέλθωμεν τώρα εἰς τό δεύτερον ἐξ ἲσου σημαντικόν μέρος τῆς ἀποψινῆς διαλέξεως ἀρχίζοντες ἀπό τήν Ἐπανάστασιν, τήν ὁποίαν ἐκήρυξεν ὁ ἀρχηγός τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης εἰς Μολδοβλαχίαν. Αὓτη ἐκηρύχθη τήν 24ην Φεβρουαρίου 1821, εἰς τάς λεγομένας Παραδουναβίους Ἡγεμονίας, ὡς ἀπεκαλοῦντο ἡ Μολδαβία καί ἡ Βλαχία, ἐνᾧ ἐκείνη τῆς κυρίως Ἑλλάδος ἐκηρύχθη ἐπισήμως τήν 25ην Μαρτίου, 1821.

            Εἰς τάς περιοχάς τῆς Μολδοβλαχίας τό Ἑλληνικόν στοιχεῖον κατεῖχε πολύ ἰσχυράν θέσιν. Δι’ αὐτό ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κατήρτισεν ἓν σῶμα στρατοῦ, τό ἀποκληθέν Ἱερός Λόχος. Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ ὃτι κατ’ ἀρχήν τόσον ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὡς Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ῥωσίας, ὃσον καί ὁ λόγιος Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἰς Παρισίους, ἐθεώρησαν ἀμφότεροι πρόωρον τήν ἒναρξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἀπό ἀπόψεως στρατιωτικῆς, διπλωματικῆς καί γενικῆς προετοιμασίας, ἀφοῦ αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις ἦσαν ἐναντίον κάθε ἀλλαγῆς καθεστῶτος καί συνόρων εἰς τάς Εὐρωπαϊκάς χώρας ἀνεξαρτήτως κινήτρων. Ὃμως ἀμφότεροι, ὃταν ἐκηρύχθη ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις, παρ’ ὃλον προώρως, ὡς ἐπίστευον, τήν ὑπεστήριξαν μέ ὃλον τό σθένος των καί τήν δύναμιν τῆς ψυχῆς των ἀλλά καί οἰκονομικῶς διαθέτοντες τό ἃπαν τῆς προσωπικῆς περιουσίας των εἰς τήν εὐόδωσιν τοῦ ἀναληφθέντος Ἀγῶνος.

            Οὓτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κηρύτει τήν Ἑλληνικήν Ἐπανάστασιν εἰς τά πριγκηπᾶτα τῆς Μολδοβλαχίας καί συγκεκριμένως εἰς τήν πόλιν Ἰάσιον τῆς Μολδαβίας. Πρός ἀντιμετώπισιν τῆς καταστάσεως ὁ Σουλτάνος ἐξασφαλίσας τήν ἒγκρισιν τοῦ Τσάρου διά στρατιωτικήν ἐπέμβασίν του εἰς τά Πριγκηπᾶτα, διότι ταῦτα ἦσαν εἰς τό ὑπογάστριον τῆς Ῥωσσίας, ἀποστέλλει ἐλευθέρως εἰς τήν Βλαχίαν καί Μολδαβίαν μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις, ἐνᾧ ταὐτοχρόνως εἰς τό Διπλωματικόν πεδίον, ὡς διεῖδεν ὁ Ἱωάννης Καποδίστριας, αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις [μέ πρωτοστάτην τόν Αὐστριακόν Καγκελλάριον Klemens von Metternich] ἐτήρησαν πολύ ἐχθρικήν στάσιν ἒναντι τῶν Ἑλλήνων.

            Ἡ δευτέρα μάχη ἒλαβε χώραν τήν 1ην Μαΐου, 1821, εἰς τό Γαλάτσι, ἐπί τοῦ Προύθου ποταμοῦ. Ὁπλαρχηγοί εἰς αὐτήν ἦσαν οἱ Καρπενησιώτης καί Φαρμάκης. Κατά τήν ἀναμέτρησιν αὐτήν αἱ πολύ ὀλιγώτεραι Ἑλληνικαί δυνάμεις ἡττήθησαν ἀντιμετωπίσασαι ὑπεραρίθμους καί πολύ καλῶς ἐξωπλισμένους Τούρκους. Ἡ ἀναλογία δυνάμεων ἦτο εἷς πρός 6. Τόν ἑπόμενον μῆνα, τόν Ἰούνιον τοῦ 1821, ἠκολούθησεν ἂλλη σφοδροτάτη μάχη εἰς Δραγατσάνιον (Βλαχία). Κατά τήν μάχην τοῦ Δραγατσανίου 375 ἀξιωματικοί καί ὁπλῖται ὑπό τόν ἀδελφόν τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου, Νικόλαον, ἀντεμετώπισαν εἰς ἓνα ἂνισον ἀγῶνα χιλιάδας καλῶς ἐξωπλισμένων Τούρκων. Νά σημειωθῇ ὃτι εἰς τόν Ἱερόν Λόχον ὑπῆρχον καί Ἑλληνόπουλα, πού ὁ ἐνθουσιασμός καί ἡ φλόγα τῆς Ἐλευθερίας τά ἐξεσήκωσεν ἀπό τά σχολικά καί φοιτητικά θρανία των, ὃπου ἐφοίτουν. Ἒδωσαν δέ τήν ζωήν των διά τήν Ἑλλάδα 25 ἀξιωματικοί, ὁ σημαιοφόρος καί 180 στρατιῶται, συνολικῶς 206 μαχηταί, ἀπό τούς 375 πεσόντας.

            Ἡ τελευταία μεγάλη μάχη διεξήχθη εἰς τό Σκουλένιον βορείως τοῦ Ἰασίου ὑπό τόν Γεωργάκην Ὀλύμπιον, ὃστις ὑποχωρῶν κατέφυγεν εἰς τήν ἱστορικήν Μονήν Σέκου, ὃπου, διά νά μή παραδοθῶσιν εἰς τούς Τούρκους, ὁ Γεωργάκης Ὀλύμπιος ἒθεσε πῦρ εἰς τήν πυριτιδαποθήκην τῆς Μονῆς καί τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1821 ἀνετινάχθησαν ἃπαντες οἱ εὑρισκόμενοι ἐντός αὐτῆς μετά τῶν εἰσελθόντων εἰς τήν Μονήν ἀλλοθρήσκων. Ἀποδεικνύεται δυστυχῶς πόσον δίκαιον εἶχεν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας εἰς τάς συμβουλάς του πρός τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν. Μεταξύ τῶν ἐν τῇ Μονῇ Σέκου ἀνατιναχθέντων ἀγωνιστῶν ἦτο καί ὁ ἐκ Κύπρου Ζήνων Κύπριος.

            Μέ συγκίνησιν ἀναφέρω κάποιας στροφάς ἀπό τήν ᾠδήν τοῦ μεγάλου Ζακυνθινοῦ Ἓλληνος ποιητοῦ Ἀνδρέα Κάλβου «Εἰς τόν Ἱερόν Λόχον»:

                                                Ἂς μή βρέξῃ ποτέ

                                                τό σύννεφον, καί ὁ ἂνεμος

                                                σκληρός ἂς μή σκορπίσῃ

                                                τό χῶμα τό μακάριον

                                                            πού σᾶς σκεπάζει.

                                                Ὦ γνήσια τῆς Ἑλλάδος

                                                τέκνα ψυχαί πού ἐπέσατε

                                                εἰς τόν ἀγῶνα ἀνδρείως,

                                                τάγμα ἐκλεκτῶν ἡρώων

                                                            καύχημα νέον.

                                                Ἓλληνες τῆς Πατρίδος

                                                καί τῶν προγόνων ἂξιοι·

            Ἂς ἲδωμεν ὃμως τί συνέβη μέ τά ὑπολείμματα τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν τῆς Μολδοβλαχίας, ἢτοι τοῦ Ἱεροῦ Λόχου, διά τά ὁποῖα ἒκτοτε οὐδείς ἀναφέρεται ἢ ἐνδιεφέρθη νά πληροφορηθῇ διά τήν τύχην των. Ὃμως αὐτό ἀποτελεῖ τό δεύτερον βασικόν θέμα τῆς ἀποψινῆς διαλέξεως. Ὃσον δέ καί ἐάν θά φανῇ παράξενον, ἡ μακρινή καί μεγαλόψυχος Ἑλβετία ἐμπλέκεται ἐνεργῶς εἰς τό θέμα αὐτό διαδραματίσασα πολύ μεγάλον ῥόλον διά τήν τύχην καί ἐπιβίωσιν αὐτῶν τῶν ταλαιπωρημένων καί μέ κατερρακωμένον τό ἠθικόν μαχητῶν.

            Μετά τήν ἀποτυχίαν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ὑψηλάντου εἰς Μολδοβλαχίαν οἱ ἐναπομείναντες μαχηταί μαζί καί μέ ἂλλους Ἓλληνας τῆς περιοχῆς δέν ἠδύναντο νά παραμείνωσι πλέον εἰς τάς Παραδουναβίους χώρας, αἱ ὁποῖαι κατεκλύσθησαν ἀπό Τουρκικά στρατεύματα, καί ἒπρεπε διά νά σωθῶσι νά καταφύγωσιν εἰς ἀσφαλῆ τόπον. Ἒτσι κατέφυγον εἰς τήν ὁμόθρησκον Ῥωσσικήν Ὀδησσόν, ὃπου οἱ ἐπιζήσαντες θά ἦσαν ἀσφαλεῖς. Σήμερον ἡ Ὀδησσός ἀνήκει εἰς τήν Οὐκρανίαν.

            Ἡ Ὀδησσός ἦτο τότε μία νεοσύστατος πόλις ἱδρυθεῖσα τῷ 1794 ὑπό τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης. Ἢρχισε δέ νά λαμβάνῃ μεγάλην ἀνάπτυξιν ὡς λιμήν ἐξαγωγῆς Ῥωσσικῶν σιτηρῶν πρός τήν Δυτικήν Εὐρώπην. Ὁ πληθυσμός τῆς Ὀδησσοῦ τῷ 1820 ἀνήρχετο εἰς 40.000 ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πλειονότης ἦσαν Ἓλληνες κυρίως ἒμποροι, ἠκολούθουν δέ οἱ γηγενεῖς Ῥῶσσοι, καί εἰς μικρότερον βαθμόν οἱ Γάλλοι, Ἰταλοί, Ἀρμένιοι κ.ἂ. Ἡ ῥαγδαία ἀνάπτυξις τῆς πόλεως τῆς Ὀδησσοῦ ὠφείλετο μεγάλως εἰς τό γεγονός, ὃτι κυβερνῆται τῆς πόλεως ἦσαν τήν ἐποχήν ἐκείνην Γάλλοι. Ἀπό τό 1803 μέχρι τό 1814 Κυβερνήτης τῆς πόλεως ἦτο ὁ Δούξ de Richelieu, ὁ γνωστός μετέπειτα πρωθυπουργός τῆς Γαλλίας, καί ἀπό τό 1816 μέχρι τό 1822 Κυβερνήτης ἦτο ὁ ἐπίσης Γάλλος Κόμης Andrault de Langeron.

            Οἱ καταφυγόντες εἰς Ὀδησσόν Ἓλληνες μαχηταί ηὗρον προστασίαν καί μεγάλην φροντίδα τόσον ἀπό τούς Ἓλληνας ὁμογενεῖς ὃσον καί ἀπο τούς Ῥώσσους καί λοιπούς κατοίκους τῆς Ὀδησσοῦ. Ἐκεῖ ἐπληροφορήθησαν, ὃτι ἡ εἰς κυρίως Ἑλλάδα κηρυχθεῖσα Ἐπανάστασις ἐναντίον τῶν Τούρκων διεξήγετο μέ Ἑλληνικάς ἐπιτυχίας. Καθώς δέ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν εἶχον τάς οἰκογενείας των εἰς τήν Πατρίδα ἀπεφάσισαν νά ἐπιστρέψωσιν εἰς τήν Ἑλλάδα, διά νά ἐνταχθῶσιν εἰς τάς ἐκεῖ Ἑλληνικάς Δυνάμεις καί νά συνεχίσωσι τόν ἀγῶνα, διότι ἒφερον βαρέως τήν ἧτταν των εἰς Μολδοβλαχίαν. Ἐπίστευον δέ ἀκραδάντως ὃτι θά ἠδύναντο νά νικήσωσι τούς Τούρκους εἰς ἐξισορροπημένας ἀναμετρήσεις. Ἡ μετάβασις ὃμως εἰς Ἑλλάδα δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ διά τῶν συντομωτέρων ὑπαρχουσῶν ὁδῶν, ἓνεκα ἀφ’ ἑνός κατά θάλασσαν τῶν ἐλεγχομένων ὑπό τῶν Τούρκων Δαρδανελίων καί κατά ξηράν τῶν εἰς τούς Αὐστριακούς ἀνηκόντων περιοχῶν τῶν Ἂλπεων, αἱ ὁποῖαι παρενεβάλλοντο εἰς διάβασίν των πρός Ἰταλίαν. Ὁ Klemens von Μέττερνιχ ἐκράτει τά Αὐστριακά σύνορα ἑρμητικῶς κλειστά διά τούς Ἓλληνας ἀγωνιστάς, ἀφοῦ ἡ Ἱερά Συμμαχία ἦτο ἐνάντιος τῆς ἀνατροπῆς τῶν ὑπαρχόντων καθεστώτων.

            Ἒπρεπε λοιπόν νά καταστρωθῇ ἓν σχέδιον πορείας μέ διαφορετικήν κατεύθυνσιν, ἒστω καί ἐάν ἡ διανυθησομένη ἀπόστασις θά ἦτο κατά πολύ μεγαλυτέρα. Ἒτσι κατέληξαν εἰς τό κάτωθι σχέδιον: Μέ ἀφετηρίαν τήν Ὀδησσόν θά κατηυθύνοντο μέσῳ Βεσσαραβίας βορειο-δυτικῶς πρός Βαρσοβίαν, μετά νοτιοδυτικῶς διά μέσου τῶν Γερμανικῶν Κρατιδίων τῆς Σηλεσίας, Σαξωνίας καί Βυρτεμβέργης πρός τά Ἑλβετικά σύνορα, διέλευσις διά τῆς Ἑλβετίας πρός Γενεύην, εἲσοδός των εἰς Γαλλίαν μέ κατεύθυνσιν πρός Μασσαλίαν, ὃπου θά ἐπεβιβάζοντο πλοίων πρός μεταφοράν των εἰς Ἑλλάδα. Ἡ ἀπόστασις τήν ὁποίαν θά διήνυον κατ’ αὐτήν τήν ἐξαντλητικήν πορείαν διά μέσου τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης θά ἐκάλυπτε πεζῇ μίαν τεραστίαν διαδρομήν ἐκ 3000 χλμ., πλέον ὁ πλοῦς Μασσαλίας – Ἑλλάδος.

            Τό πάθος καί ὁ νόστος τῶν ἀγωνιστῶν πρός ἐπιστροφήν εἰς τάς οἰκογενείας των καί τήν Πατρίδα, διά νά συνεχίσωσιν εἰς Ἑλλάδα τόν ἀναληφθέντα ἀγῶνα τῆς Ἀπελευθερώσεώς της ἦτο ἀσίγαστος. Ἒτσι ἐλήφθη ἡ ἱστορική ἀπόφασις τῆς ἀναχωρήσεώς των ἀπό τήν Ὀδησσόν. Οἱ κάτοικοι τῆς Ὁδησσοῦ τούς ἐφωδίασαν μέ ῥουχισμόν καί τρόφιμα καί ἀκόμη ἒδωσαν 15 τάλαντα εἰς τόν κάθ’ ἓνα ὡς χρηματικήν βοήθειαν. Ὃταν ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Ὀδησσόν περί τά μέσα Σεπτεμβρίου 1822 ὁ καιρός ἦτο ἢπιος, ὃμως δέν ὑπελογίσθησαν καλῶς αἱ καιρικαί συνθῆκαι πού θά συνήντων κατά τήν πορείαν των. Αἱ Ῥωσσικαί ἀρχαί, δηλ. ὁ τότε Κυβερνήτης τῆς Ὀδησσοῦ, Γάλλος Κόμης de Langeron, τούς ἐφωδίασε μέ ὁμαδικά Ῥωσσικά Διαβατήρια, τά ὁποῖα θά ἦσαν πιστοποιήσιμα ἂνευ οὐδεμιᾶς δυσκολίας ὑπό τῶν Γαλλικῶν Προξενικῶν Ἀρχῶν εἰς τάς διαφόρους μεγάλας πόλεις τῆς διαδρομῆς των ἐν σχέσει πρός τόν τελικόν προορισμόν των – τήν Μασσαλίαν καί τήν διά θαλάσσης μετάβασίν των εἰς Ἑλλάδα.

            Ἒτσι περί τήν 20ην Σεπτεμβρίου, 1822, ἀναχωροῦσιν οἱ Ἓλληνες μαχηταί, περίπου 1200 – 1500 ἂτομα, ἀπό τήν Ὀδησσόν μέ τάς εὐχάς ὃλων. Ὁ ἀκριβής ἀριθμός των δέν εἶναι ἐξηκριβωμένος. Ὂμως τό θέμα τῆς φθινοπωρινῆς ἀναχωρήσεώς των, δέν ὑπελογίσθη καλῶς καί διεπράχθη ἓν σοβαρόν λάθος, ἀφοῦ τούς ἐδόθη λεπτός ῥουχισμός, μέ βάσιν τόν καιρόν κατά τήν ἀναχώρησίν των. Ἀλλά τό κρῦον καί αἱ βροχαί ἢρχιζαν ἐνωρίτερον ἐκεῖνα τά χρόνια. Διερχόμενοι δέ ἀπό τήν Βεσσαραβίαν, δηλ. τήν περιοχήν μεταξύ τῶν ποταμῶν Προύθου καί Δνειστέρου, ἢρχισαν αἱ πρῶται ἀπώλειαί των. Μέχρι τῆς ἀφίξεως των εἰς Βαρσοβίαν πλεῖστοι ἀπώλεσαν τήν ζωήν των ἢ ἐγκατέλειψαν τήν πορείαν, σύνολον περί τούς 800, ἢτοι πέραν τῶν ἡμίσεων, κυρίως οἱ πλέον προχωρημένοι εἰς ἡλικίαν καί οἱ ἀδυνατωτέρας κράσεως!

            Βαρσοβία: Συμφώνως πρός τάς διηγήσεις τῶν ἐπιζησάντων ἒφθασαν εἰς τήν Βαρσοβίαν περί τό τέλος Νοεμβρίου 1822 ἀντιμετωπίσαντες καθ’ ὁδόν καί μέ λεπτόν ῥουχισμόν πολύ χαμηλάς θερμοκρασίας καί χιόνια. Ἡ ἀπόστασις τήν ὁποίαν διήνυσαν πεζῇ ἐντός δύο μηνῶν ἀπό Ὀδησσόν εἰς Βαρσοβίαν ἦτο περίπου 1000 χιλιόμετρα. Ὃταν ἒφθασαν εἰς Βαρσοβίαν ἐγένοντο δεκτοί ἐγκαρδίως ἀπό τάς Ἀρχάς τῆς πόλεως καί τόν Κυβερνήτην τῆς Πολωνίας, Μέγαν Δοῦκα Κωνσταντῖνον, ὃστις ἦτο ἀδελφός τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Α΄ τῆς Ῥωσσίας. Τούς ἐφρόντισε, τούς ἒδωσε θάρρος διά τήν περαιτέρω πορείαν των, ἐτόνωσε τό κατερρακωμένον ἠθικόν των καί τούς ἐφωδίασε μέ παντός εἲδους βοήθειαν καί τρόφιμα διά τήν συνέχισιν τοῦ ταξειδίου των. Ἀφοῦ ἀνεπαύθησαν ἐπ’ ὀλίγας ἡμέρας εἰς Βαρσοβίαν, ἀνεχώρησαν συνεχίζοντες τό μεγάλον καί κοπιῶδες ταξείδιόν των.

            Γερμανικά Κρατίδια καί Πόλεις: Ὁ Μέγας Δούξ Κωνσταντῖνος τούς ἐβοήθησε εἰς τήν περαιτέρω χάραξιν τοῦ ταξειδίου των, ὣστε νά διέλθωσι διά φιλικῶν ἐδαφῶν ἀποφεύγοντες τά ἐδάφη τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας. Ἒτσι κατά πρῶτον ἒπρεπε νά διέλθωσι μέσῳ τῶν Γερμανικῶν Κρατιδίων τῆς Σηλεσίας καί τῆς Σαξωνίας, μέ σταθμούς εἰς τήν πόλιν Breslau (Wroclaw, Βροτσλάβ) – σήμερον ἀνήκει εἰς Πολωνίαν – καί μετά εἰς τήν Δρέσδην ἐπί τοῦ ποταμοῦ Ἒλβα καί ἀκολούθως εἰς Λειψίαν. Παρ’ ὃλην τήν πενίαν πού ἐνέσκηψε τά προηγούμενα ἒτη εἰς τάς περιοχάς αὐτάς, λόγῳ τῆς μεγάλης κλιματικῆς ἀλλαγῆς εἰς Εὐρώπην καί εἰς τήν Γερμανίαν τούς ὑπεδέχθησαν μέ μεγάλην εὐγένειαν καί τούς ἐβοήθησαν ἐντός τῶν δυνατοτήτων των. Σημειωτέον ὃτι εἰς τήν Δρέσδην ἀφίχθησαν περί τά μέσα Δεκεμβρίου τοῦ 1822 ἐν μέσῳ τοῦ σκληροῦ χειμῶνος. Ἀπό τήν Δρέσδην ἀνεχώρησαν διά τήν Λειψίαν καί ἀπό ἐκεῖ κατηυθύνθησαν νοτιοδυτικῶς πρός Φραγκφούρτην μέ τόπον συναντήσεως καί ὀλιγοημέρου ἀναπαύσεώς των τήν Darmstadt νοτίως τῆς Φραγκφούρτης. Εἶναι βασικόν νά ἀναφερθῇ ὃτι εἰς τήν Βαρσοβίαν καί τάς Γερμανικάς πόλεις, τά διαβατήρια τῶν ὁδοιπόρων ἐπιστοποιήθησαν ὑπό τῶν Γαλλικῶν Προξενικῶν Ἀρχῶν, ὃτι δηλ. τελικός προορισμός των ἦτο μέσῳ Ἑλβετίας πρός Μασσαλίαν καί μέ πλοῖα δι’ Ἑλλάδα.

            Φεύγοντες ἀπό τήν Darmstadt κατηυθύνθησαν νοτιώτερον πρός τήν Στουτγκάρδην (Stuttgart), πρωτεύουσαν τοῦ Βασιλείου τῆς Βυρτεμβέργης (Würtemberg). Αἱ Ἀρχαί τῆς Στουτγκάρδης καί οἱ κάτοικοί της ὑπῆρξαν πολύ φιλικοί πρός τούς Ἓλληνας βλέποντες εὐμενῶς τόν ἀγῶνά των δι’ Ἐλευθερίαν. Συνεχίζοντες τήν πορείαν των κατηυθύνθησαν εἰς τήν πανεπιστημιούπολιν Tübingen, ὃπου καί ἐδῶ ἡ φιλοξενία τῶν Γερμανῶν ἦτο θερμή. Τό Πανεπιστήμιον τοῦ Tübingen, ἱδρυθέν τῷ 1477, ἦτο φημισμένον διά τούς πολύ καλλιεργημένους λογίους καθηγητάς του, οἲτινες ἐγνώριζον τήν Ἀρχαίαν Ἑλληνικήν Γλῶσσαν καί ἦσαν λάτρεις τῶν Συγγραμμάτων τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, γεγονός πού ἐπηρέαζεν εὐνοϊκῶς καί τόν πληθυσμόν τοῦ Tübingen πρός τούς διερχομένους Ἓλληνας μετανάστας.

→ Πύργος Hohenzollern – Πόλις Tütlingen – Σχεδιάγραμμα Γερμανίας

            Βλέπομεν ὃτι καί εἰς τήν Γερμανίαν, ἀπ’ ὃπου διῆλθον οἱ Ἓλληνες, ἀντεμετωπίσθησαν μέ πολλήν κατανόησιν καί τούς ἐφρόντισαν οἱ Φιλανθρωπικοί Σύνδεσμοι εἰς τά μέρη αὐτά. Ἦτο ἡ ἐποχή πού ἡ Γερμανία ἀπηρτίζετο ἀπό ἀνεξάρτητα κρατίδια καί οἱ Γερμανοί Βασιλεῖς καί οἱ λαοί των διεπνέοντο ἀπό ἀνθρωπιστικά αἰσθήματα. Ὃμως ἡ μετέπειτα ἰσχυροποίησις τῆς Γερμανίας, ἀπό τοῦ 1875 ὑπό τοῦ Βίσμαρκ, διά τῆς συμπήξεως τῶν 16 Γερμανικῶν κρατιδίων εἰς ἓν ἰσχυρόν Γερμανικόν Κράτος, ἐκ παραλλήλου πρός τήν μεγάλην πρόοδον τῆς χώρας ἐκ τῆς Βιομηχανικῆς Ἀναπτύξεως καί τόν ὡς ἐκ ταύτης παραχθέντα πλοῦτον, ἠλλοιώθη ὁ ἀρχικός χαρακτήρ τῶν Γερμανῶν μετεξελιχθέντων, ὡς ὃλοι καλῶς γνωρίζομεν, εἰς ἓνα ἂκαρδον, ὑπερόπτην καί πολύ σκληρόν λαόν. Εἲθε καί πάλιν νά εὓρωσιν οἱ Γερμανοί τόν παλαιόν συναισθηματισμόν των καί ἐκτίμησιν πρός τούς ἂλλους λαούς καί βεβαίως πρός ἡμᾶς τούς Ἓλληνας, πού δυστυχῶς ἒκτοτε οἱ Γερμανοί ἀπώλεσαν καί δέν εἶναι πλέον ἀμέριστοι φίλοι, ὡς ἦσαν τότε.

            Καί τώρα τό κυρίως θέμα τῆς ὁδοιπορίας:

            Ἑλβετία: Οἱ Ἓλληνες μετανᾶσται ἀφοῦ διῆλθον ἀπό τήν τελευταίαν Γερμανικήν πόλιν Tütlingen ἒφθασαν εἰς τά Ἑλβετικά σύνορα. Θά πρέπῃ ἐδῶ προτοῦ προχωρήσωμεν νά κάνωμεν ἓνα σύντομον ὑπολογισμόν τῶν διανυθεισῶν ἀποστάσεων ὑπό τῶν πεζοπόρων: Ἀπό τήν Ὀδησσόν εἰς Βαρσοβίαν 1000 χλμ. Ἀπό τήν Βαρσοβίαν μέχρι τήν Δρέσδην 570 χλμ. Ἀπό τήν Δρέσδην μέσῳ Λειψίας μέχρι τήν Frankfurt καί Darmstadt 420 χλμ. Ἀπό τήν Darmstadt μέχρι τά Ἑλβετικά σύνορα 350 χλμ. Ἢτοι σύνολον μέχρι τῶν συνόρων τῆς Ἑλβετίας 2340 χλμ. Καί αὐτή ἡ διαδρομή ἒγινε μεσοῦντος τοῦ σκληροῦ Εὐρωπαϊκοῦ χειμῶνος, ὃστις ἀπεδεκάτισε καί ἂλλους ὁδοιπόρους. Εἶναι καταγεγραμμένον εἰς τά Ἑλβετικά ἀρχεῖα, ὃτι εἰσῆλθον εἰς Schaffhausen εἰς Ἑλβετίαν συνολικῶς 160 μετανᾶσται, περίπου τό 10% τῶν ἀρχικῶν. Δυστυχῶς οἱ ὑπόλοιποι ὑπέκυψαν εἰς τάς ἀντιξόους καιρικάς συνθήκας τοῦ τραχέος Εὐρωπαϊκοῦ χειμῶνος.

            Προτοῦ προχωρήσωμεν περαιτέρω εἰς τήν διήγησίν μας διά τούς Ἓλληνας μετανάστας εἰς τήν Ἑλβετίαν θεωρῶ ὃτι θά πρέπῃ νά ἒχωμεν πρῶτον μίαν περιγραφήν τῆς κλιματικῆς καί οἰκονομικῆς καταστάσεως, εἰς τάς ὁποίας ηὑρίσκετο τότε ἡ Εὐρώπη καί βεβαίως ἡ εἰς τό κέντρον ταύτης Ἑλβετία. Πρός ἐξήγησιν τούτων θά πρέπῃ νά μεταφερθῶμεν ἀρκετάς χιλιάδας χιλιομέτρων μακράν τῆς Εὐρώπης, εἰς τήν Ἰνδονησίαν, καί συγκεκριμένως εἰς τήν Νῆσον Sumbawa καί τήν ἐκεῖ ἒκρηξιν τοῦ Ἡφαιστείου Ταμπόρα (Tambora), ἣτις ἐπεσυνέβη τῷ 1815. Αὐτή ἡ ἡφαιστειακή ἒκρηξις θεωρεῖται ἡ μεγαλυτέρα τῆς καταγεγραμμένης ἱστορίας ἐπί τῆς Γῆς τῶν 10.000 τελευταίων ἐτῶν. Τό ὓψος τοῦ ὁμωνύμου ὂρους Tambora ἠλαττώθη ἀπό 4.300 μέτρα εἰς 2.850 μ. προκαλέσαν τούς περισσοτέρους ἡφαιστειακούς θανάτους. 70.000 – 120.000 ἀνθρώπους ὡς ὑπελογίσθη τῷ 1847 ὑπό τοῦ Ἑλβετοῦ φυσιοδίφου Heinrich Zollinger κατά τάς ἐπί τόπου μελέτας του.

            Ἡ ἐκτίναξις τῆς ἀεριούχου στάκτης ἀνῆλθεν εἰς ὓψος 43 χιλιομέτρων, ἢτοι 141.000 ποδῶν, μεταφερθεῖσα ἀπό ἐκεῖνο τό ὓψος ὑπό πολύ βραδέων ῥευμάτων ἀέρος πρός Εὐρώπην καί Βόρειον Ἀμερικήν. Παρέμεινε δέ αἰωρουμένη εἰς τήν στρατόσφαιραν ἐπί μερικά ἒτη, ὃπου παρετηρήθησαν εἰς τάς χώρας αὐτάς τεραστίας κλίμακος κλιματικαί ἀλλαγαί μέ κρῦον, βροχάς καί χιόνας καθ’ ὃλον τό ἒτος, δηλ. καί τόν Ἰούλιον καί τόν Αὒγουστον. Ἀπεκλήθησαν τά ἒτη αὐτά εἰς Εὐρώπην καί Ἀμερικήν ὡς ἒχοντα «χειμῶνας ἂνευ καλοκαιρίου». (Γαλλιστί: « les années sans été ». Ἀγγλιστί: «the years without summer »). Ὡς ἀποτέλεσμα ὃλη ἡ Γεωργική παραγωγή τῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν κατεστράφη ὁλοσχερῶς. Τό ἲδιον καί ἡ Κτηνοτροφία των μέ τά ζῶα νά ἀποθνήσκουν σωρηδόν λόγῳ τοῦ μεγάλου ψύχους καί τῆς ἐλλείψεως τροφῆς, καθώς οἱ ἀγροί ἦσαν ὃλοι σκεπασμένοι μέ χιόνας καί ἐπεκράτει παντοῦ πολικόν κρῦον, ἀφοῦ αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου δέν ἠδύναντο νά διαπεράσωσι τό παχύ στρῶμα στάκτης πού αἰωρεῖτο εἰς τήν στρατόσφαιραν. Ἀποτέλεσμα ἡ ἐνσκήψασα μεγάλη πεῖνα (λιμός) καί πενία εἰς τάς Εὐρωπαϊκάς χώρας. Αὐτή ἦτο ἡ κατάστασις τῶν κατοίκων τῆς Ἑλβετίας τότε καί δι’ αὐτό ἡ Ῥωσσία μέ πρωτοστατήσαντα τόν Ἰωάννην Καποδίστριαν ἒστειλε δωρεάν μεγάλας ποσότητας σίτου διά τόν Ἑλβετικόν λαόν καί μεγάλην οἰκονομικήν βοήθειαν 100.000 ῥουβλίων.

            Μετά τάς ἀναγκαίας αὐτάς ἐξηγήσεις ἐπανερχόμεθα εἰς τήν διήγησίν μας. Ἀφιχθεῖσα λοιπόν ἡ πρώτη ὁμάς τῶν Ἑλλήνων ὁδοιπόρων εἰς τά Ἑλβετικά σύνορα περί τά μέσα Ἰανουαρίου, 1823, εἰσῆλθον εἰς τήν Ἑλβετικήν πόλιν Schaffhausen, ὃπου τούς ὑπεδέχθη καί ἐφρόντισε μέ πολύ μεγάλην ἐγκαρδιότητα ὁ ἢδη ὑπάρχων ἐκεῖ Φιλελληνικός Σύλλογος. Σημειωτέον ὃτι ἡ στάσις τῶν κατοίκων εἰς Ἑλβετίαν ἦτο κατά πολύ ἐγκαρδιωτέρα ἀπό οἱασδήποτε ἂλλης χώρας, ἀπ’ ὃπου ἐπέρασαν. Παρ’ ὃλον ὃτι καί εἰς τήν Ρωσσίαν, Πολωνίαν καί Γερμανίαν ἒτυχον πολύ καλῆς καί εὐγενοῦς ὑποδοχῆς, εἰς τήν Ἑλβετίαν ἡ ὑποδοχή τῶν Ἑλλήνων ἦτο ἀπαράμιλλος, γεγονός πού πολύ συνεκίνησε τούς μετανάστας.

            Διά νά ἀντιληφθῶμεν καλύτερον τήν Ἑλβετικήν φιλοξενίαν πρέπει νά γίνη ἐδῶ μία ἀκόμη πολύ οὐσιώδης ἐπεξήγησις: Ὃταν λέγωμεν «Φιλελληνικός Σύλλογος» δέν πρέπει νά ἐννοῶμεν ἓνα Σύλλογον μέ τήν σημερινήν σημασίαν του. Δηλ. οἱ Ἑλβετικοί Φιλελληνικοί Σύλλογοι δέν ἀπηρτίζοντο ἀπό εὐκαταστάτους ὁμοεθνεῖς Ἓλληνας, οἳτινες κατῴκουν εἰς τάς πόλεις ἢ περιοχάς αὐτάς. Εἰς τήν Ἑλβετίαν δέν ὑπῆρχον Ἓλληνες! Τούς «Φιλελληνικούς Συλλόγους» ἀπήρτιζον ἀποκλειστικῶς Ἑλβετοί κάτοικοι τῶν πόλεων καί κοινοτήτων, ἀνήκοντες εἰς τά ἀνώτερα στρώματα τῶν πολιτῶν των, τά ὁποῖα ἐχαρακτηρίζοντο ὑπό τῆς Κλασσικῆς μορφώσεως καί παιδείας των, ὡς οἱ πρυτάνεις καί καθηγηταί Πανεπιστημίων, πολιτικοί διακρινόμενοι διά τάς φιλελευθέρας ἰδέας των, ἐκδόται, ἱερωμένοι ἀνεξαρτήτως δόγματος, ἢτοι Καθολικοί καί Προτεστάνται ὁμοίως, ἰατροί, δικηγόροι, ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ κ.ἂ. Ἐν ἂλλοις λόγοις καλλιεργημένοι Ἑλβετοί, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζον καλῶς τόν ἀρχαῖον Ἑλληνικόν καί Βυζαντινόν πολιτισμόν καί διεκατείχοντο ἀπό τά ἰδεώδη τῆς Δημοκρατίας, εἰς τά ὁποῖα ἐπίστευον ἀκραδάντως οἱ Ἑλβετοί καί τά ὁποῖα ἀνέκαθεν τούς συνήρπαζον. Ἐκ παραλλήλου πρός τούς ἀνωτέρω οἱ ἱερωμένοι γνωρίζοντες καλῶς τόν ῥόλον τοῦ Βυζαντίου εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐξετίμων μεγάλως τήν Ἑλλάδα καί οἱ κληρικοί διά τῶν κηρυγμάτων των εἰς τούς ναούς κατήρτιζον εὐμενῶς τήν λαϊκήν κοινήν γνώμην ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων καί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀκόμη δέν πρέπει νά λησμονῆται καί ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ἐκτίμησις τοῦ Ἑλβετικοῦ λαοῦ πρός τόν μέγαν Εὐεργέτην των, τόν Κόμητα Ἰωάννην Καποδίστριαν.

            Ὃλοι αὐτοί οἱ παράγοντες μαζί συνέτεινον εἰς τό νά δημιουργηθῇ ἓν παλλαϊκόν ῥεῦμα ὑπέρ τοῦ ἀγῶνος τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἀγωνιζομένου πρός ἀπόκτησιν τῆς Ἐλευθερίας του ἐναντίον ἑνός βαναύσου κατακτητοῦ καί μάλιστα ἀλλοθρήσκου, ὃστις παντοιοτρόπως κατεπίεζε τόν ἒνδοξον Ἑλληνικόν λαόν. Ἒτσι ὃταν ἀφίχθησαν οἱ Ἓλληνες μαχηταί εἰς Ἑλβετίαν, ἡ χώρα ἦτο πλήρης Φιλελληνικῶν συλλόγων δηλ. ἡ κάθε πόλις καί αἱ μεγάλαι κοινότητες εἶχον τόν φιλελληνικόν σύλλογον των, ὃπου θά ἐφιλοξενοῦντο καί θά περιεθάλποντο οἱ μετανᾶσται εἰς ὁμάδας ἐκ 10 – 20 περίπου ἀτόμων ἑκάστη. Πρός περαιτέρω γνῶσιν, ὁ πρῶτος Φιλελληνικός Σύλλογος τῆς Ἑλβετίας ἰδρύθη εἰς Βέρνην τό καλοκαίρι τοῦ 1821 καί τόν Νοέμβριον τοῦ ἰδίου ἒτους ἱδρύθη ὁ τῆς Ζυρίχης, ὁ ὁποῖος ἀργότερον ἀνέλαβε τόν συντονισμόν ὃλων τῶν ἂλλων Γερμανοφώνων Ἑλβετικῶν συλλόγων. Βεβαίως εἶναι αὐτονόητον ὃτι οἱ ἐπιτόπιοι Φιλελληνικοί Σύλλογοι διά κάθε μετακίνησιν μεταναστῶν εἰς τήν ὁποίαν προέβαινον ἐλάμβανον πρῶτον τήν ἒγκρισιν τῶν Ἀρχῶν ἑκάστου Καντονίου. Αἱ ἐπίσημοι ἐγκρίσεις ἐδίδοντο πολύ εὐκόλως καί εὐχαρίστως ὑπό τῶν Ἀρχῶν. Ἓν πρόβλημα ὑπῆρξεν εἰς Βέρνην, τό ὁποῖον ὃμως ὑπερεπηδήθη, ὡς θά ἲδωμεν κατωτέρω.

Λάμπης Κωνσταντινίδης

(Τέλος Α Μέρους)

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12/10/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA