Λάμπης Κωνσταντινίδης: ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΗ Η ΧΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ «ΠΑΝΔΡΕΥΟΜΑΙ»;

            Ἀκούομεν σχεδόν καθημερινῶς ὃτι ὁ τάδε ἢ ἡ τάδε «ἐπάνδρευσε» τόν υἱόν του (της) ἢ τήν κόρην (θυγατέρα) του (της) ἢ ὃτι ὁ τάδε καί ἡ τάδε ἐπανδρεύθησαν, δηλ. ὑπανδρεύθησαν. Εἶναι ὃμως εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν μας ἡ λέξις «ὑπανδρεύω», μετεξελιχθεῖσα εἰς «πανδρεύω», ἐννοιολογικῶς ὀρθή;

            Ἲσως εἰς παλαιοτέρους καιρούς αὐτή ἡ λέξις νά ἦτο ἡ ἁρμόζουσα διά τήν διά γάμου ἓνωσιν δύο νέων. Ὃμως, πιστεύω, ὃτι κάθε ἂλλον εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν μας δύναται πλέον νά ἐκφράζηται αὐτή ἡ ἓνωσις διά τοῦ ῥήματος ὑπανδρεύω καί ὑπανδρεύομαι, ἂλλως πανδρεύω καί πανδρεύομαι.

            Διά νά ἀντιληφθῶμεν καλῶς τήν ὡς ἂνω ἂποψιν τοῦ γράφοντος, θά πρέπῃ νά προβῶμεν εἰς ἀνάλυσιν τῆς λέξεως αὐτῆς:

            Τό ῥῆμα ὑπανδρεύω (ἐνεργητικόν) / ὑπανδρεύομαι (παθητικόν) εἶναι σύνθετος λέξις, ἀποτελουμένη ἀπό τήν πρόθεσιν «ὑπό» καί τό οὐσιαστικόν «ἀνήρ» καί σημαίνει ἐπί λέξει τίθεταί τις «ὑπό τόν ἂνδρα». Δηλ. εἰς τούς παλαιοτέρους αἰῶνας καί χρόνους, ὃπου ἐπεκράτει ἡ ἀπόλυτος ἐξουσία τοῦ ἀνδρός εἰς τήν οἰκογένειαν καί ἐκυριάρχει ἡ ἀνδροκρατία εἰς τάς κοινωνίας, ὃταν μία γυναῖκα ἢρχετο εἰς γάμου κοινωνίαν ἐθεωρεῖτο καί ἦτο πολύ φυσικόν νά λέγηται, ὃτι αὐτή ἐτίθετο ὑπό τήν ἐξουσίαν ἢ τόν ἒλεγχον τοῦ ἀνδρός της, δηλ. τοῦ συζύγου της, ἢτοι ὑπανδρεύετο. Ἐξ οὗ καί ἡ «ὓπανδρος» γυνή/γυναῖκα. Ἡ λέξις μετεξελίχθη διά μέσου τῶν χρόνων εἰς «πανδρεύομαι».

            Εἶναι ὃμως αὐτονόητον, ὃτι ὃταν λέγῃ μία γυναῖκα «ὑπανδρεύομαι» ἢ «παντρεύομαι» εἶναι τήν σήμερον ἡμέραν τῆς ἐξισώσεως τῶν δύο φύλων πολύ ταπεινωτικόν δι’ αὐτήν, διότι δέν μοῦ φαίνεται νά ὑπάρχῃ σήμερον οἱαδήποτε σύζυγος, ἡ ὁποία δέχεται νά διαλαλῇ τήν διά γάμου ἓνωσίν της μέ τόν ἐκλεκτόν της, ὃτι διά τῆς τοιαύτης ἑνώσεώς των αὓτη τόν «ὑπανδρεύθη», δηλ. αὐτή ἐτέθη ὑπό τόν ἒλεγχον ἢ ἐξουσίαν τοῦ ἀνδρός της!

            Ὃμως καί ἀπό πλευρᾶς ἑνός ἀνδρός, ὃταν αὐτός λέγῃ ὃτι ὑπανδρεύθη ἢ ἐπαντρεύθη αὐτό σημαίνει ἐπί λέξει, ὃτι ἐτέθη «ὑπό» τήν ἐξουσίαν ἢ ἒλεγχον ἑνός ἀνδρός! Ὃμως ἡ ἒννοια αὐτή εἶναι τελείως παράλογος. Πῶς γίνεται εἷς ἂνδρας νά ἑνώνῃ τήν ζωήν του μέ μίαν γυναῖκα, ἀλλά άναφερόμενος εἰς τήν ἓνωσίν του αὐτήν μέ τήν σύζυγόν του νά δηλοῖ, ὃτι θέτει τόν ἑαυτόν ὑπό ἓνα ἂνδρα;! Δι’ αὐτό καλόν εἶναι, πιστεύω, νά ἀποφεύγηται ἡ χρῆσις τῆς λέξεως αὐτῆς καί ὑπό τῶν δύο γενῶν.

            Οὓτως ἐχούσης τῆς ἑνώσεως τῶν ἀνδρογύνων σήμερον, ποία λοιπόν θά ἦτο ἡ καλυτέρα λέξις, ἡ περιγράφουσα τήν ἓνωσιν εἰς γάμον δύο καθ’ ὃλα φυσικῶν καί ὁμαλῶν προσώπων, ἑνός ἀνδρός καί μιᾶς γυναικός ; Κατά τήν ἂποψιν τοῦ γράφοντος, πιστεύω ὃτι ἡ ἓνωσις αὓτη περιγράφεται ἂριστα διά τοῦ ῥήματος νυμφεύω (ἐνεργητικόν), νυμφεύομαι (Παθητικόν), ἢτοι ἐνυμφεύθη κάποιος τήν ἐκλεκτήν του ἢ κάποια τόν ἐκλεκτόν της. Tό ἲδιον καί τό εἶμαι νυμφευμένος (-η) μέ τόν (τήν) τάδε.

            Ἡ μέν γυναῖκα θά δύναται νά ὁμιλῇ ἂνευ οὐδενός ἐνδοιασμοῦ διά τόν γάμον της, ὃτι «ἐνυμφεύθη» τόν ἐκλεκτόν της, ἐννοοῦσα ὃτι ἒτυχεν ἐκκλησιαστικῶς τῆς εὐλογίας τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου μέ τόν σύζυγόν της. Διότι ἐκ τοῦ ρήματος νυμφεύομαι παράγονται αἱ λέξεις «νυμφίος» καί «νύμφη». Ὁ νυμφίος σημαίνει συμφώνως πρός τά Ἑλληνικά λεξικά, πλήν τῆς θρησκευτικῆς ἐννοίας τοῦ Νυμφίου, τήν ὁποίαν γνωρίζομεν ὃλοι διά τόν Χριστόν, σημαίνει καί τόν σύζυγον, τόν γαμβρόν εἰς ἓνα γάμον. Ἒτσι δέν θά χρειάζηται ἡ σύζυγος νά λέγῃ τό ὑποτιμητικόν δι’ αὐτήν «ὑπανδρεύθη», ἢ ὃτι εἶναι «ὓπανδρος», ὃτι δηλ. διά τοῦ γάμου της ἐτέθη ὑπό τόν ἂνδρα! Ἀλλά ὃτι ἐνυμφεύθη ἢ εἶναι νυμφευμένη μέ αὐτόν.

            Ἐξ ἂλλου καί ὁ σύζυγός της, ὃταν λέγῃ ὃτι ἐνυμφεύθη τήν ἐκλεκτήν του ἐννοεῖ τό θηλυκόν γένος τῆς λέξεως, τήν «νύμφην». Ἡ λέξις «νύμφη» σημαίνει εἰς τήν Ἑλληνικήν τήν κάθε ὣριμον πρός γάμον γυνήν καί τήν ἒγγαμον γυνήν. Ἑπομένως οὐδέν ὑπάρχει πρόβλημα διά τόν ἂνδρα νά λέγῃ ὃτι ἐνυμφεύθῃ τήν ἐκλεκτήν του ἢ ὃτι εἶναι νυμφευμένος μέ αὐτήν καί οὐδέν ἐπίσης διά τήν γυναῖκα διά τόν σύζυγόν της.

            Ἐξ ἂλλου δυνάμεθα νά χρησιμοποιῶμεν καί τήν λέξιν ὁ(ἡ) σύζυγος, ἣτις σημαίνει τόν(τήν) συνδεδεμένον (-ην) διά γάμου, τόν (τήν) νυμφευμένον (-ην). Ἡ λέξις παράγεται ἀπό τό ῥῆμα συζεύγνυμι (σύν καί ζευγνύω), τό ὁποῖον σημαίνει: συνδέω μαζί / ὁμοῦ καί ἑνώνω εἰς γάμον. Ἐξ οὗ καί τό οὐσιαστικόν ὁ/ἡ σύζυγος.

            Εὐχαριστῶν διά τήν φιλοξενίαν,

                                                                                    Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ,20/9/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA