Εκδηλώσεις για την επέτειο του 1821 στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη Ληξουρίου

-Διαδικτυακή ομιλία-συζήτηση: Τετάρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2021, 8 μ.μ.

Στο πλαίσιο του Κύκλου Ομιλιών-Συζητήσεων για το 1821 η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη θα πραγματοποιήσει την ένατη διαδικτυακή της ομιλία-συζήτηση την Τετάρτη, 29 Σεπτεμβρίου, 8 μ.μ. Θα μιλήσει ο Λαμπρογιάννης Πεφάνης, μουσικολόγος, δρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Αθήνας, βιολιστής, με θέμα «Η μουσική κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821» και θα ακολουθήσει συζήτηση.

Θα υπάρξει έγκαιρη ενημέρωση για τον τρόπο παρακολούθησης της διαδικτυακής ομιλίας και για τη διαδικασία συμμετοχής στη συζήτηση, που θα ακολουθήσει.

-Τα Εκθέματα του Σεπτεμβρίου

Σχετικά με τα Εκθέματα του μήνα Σεπτεμβρίου, τα οποία είναι ήδη αναρτημένα στην ιστοσελίδα της Ιακωβατείου Βιβλιοθήκης (http://vivl-lixour.kef.sch.gr/?lang=el): Πρόκειται για ιστορικά έργα δυο ξένων συγγραφέων. Το πρώτο είναι η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Βρετανού φιλέλληνα Γεωργίου Φίνλεϋ (George Finlay), ο οποίος μετά της απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το δεύτερο είναι η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως ή Αναγέννησις της Ελλάδος» του Γάλλου γιατρού και διπλωμάτη Φραγκίσκου Πουκεβίλ  (Francois C. H. L. Pouquevile). Τα έργα αυτά απόκεινται στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη.

ΤΟ ΕΦΟΡΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΙΑΚΩΒΑΤΕΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»

ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΝΛΕΫ

Ο Βρετανός (Σκωτσέζος στην καταγωγή) φιλέλληνας Γεώργιος Φίνλεϋ (George Finlay, 1799-1875) με νομικές σπουδές στην πατρίδα του, έφτασε το 1823 στην επαναστατημένη Ελλάδα, αφού προηγουμένως συναντήθηκε με τον λόρδο Βύρωνα στην Κεφαλονιά. Στη συνέχεια συνδέθηκε με τον Th. Gordon, τον S. Howe και άλλους φιλέλληνες. Μετά την Απελευθέρωση αποφάσισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του. Είχε αλλεπάλληλες δικαστικές διενέξεις με το ελληνικό κράτος για κτηματικές διαφορές, που συνέβαλαν μάλιστα και στη βρετανική ναυτική επέμβαση του 1850.

          Θεωρείται ικανός ιστορικός με αναλυτική σκέψη, με πολιτικό αισθητήριο και κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Μελετητής της ιστορίας των Ελλήνων, συνέγραψε, ανάμεσα σε άλλα, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Βασική του θέση ήταν ότι η Ελληνική Επανάσταση ήταν έργο του λαού, εννοώντας κυρίως τα λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου, τα οποία σύμφωνα με τη ρομαντική του αντίληψη αποτελούσαν το αυθεντικό σώμα του έθνους. Διαχώριζε το λαό από τις ηγετικές του ομάδες, τον οποίο βέβαια δεν εξιδανίκευε. Πολλές και ενδιαφέρουσες οι αναλύσεις του για πρόσωπα και καταστάσεις. Αιχμηρός στις κρίσεις του. Σίγουρα, παίζουν ρόλο οι προσωπικές του εμπειρίες, σίγουρα επηρεάζεται από τη φιλοβρετανική του τοποθέτηση. Η φιλελεύθερη, πάντως, παιδεία του, η εμμονή του στην αξία της δημοκρατικής αγωγής και στις αρχές του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης με συμμετοχικές διαδικασίες, η αυστηρή κριτική του στον Καποδίστρια, τους Βαυαρούς και τον Όθωνα για τη δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους με συνειδητή την υποβάθμιση του κοινοτικού συστήματος συνέβαλαν στην αρνητική πρόσληψή του από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Ο Παπαρρηγόπουλος πρώτος ασκεί αρνητική κριτική στο έργο του και ακολούθησαν κι άλλοι ιστορικοί. Πολιτικοί κυρίως οι λόγοι, καθώς η γενικότερη φιλελεύθερη δημοκρατική αντίληψη του Βρετανού ιστορικού δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον Παπαρρηγόπουλο.  Προς τα τέλη του 19ου αιώνα μετριάστηκε η τάση απαξίωσης του Φίνλεϋ, χωρίς ωστόσο να βελτιώνεται η συνολική εικόνα. Μόνο ο Γιάννης Βλαχογιάννης έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για το έργο αυτό του Φίνλεϋ και ανέθεσε το 1904 τη μετάφρασή του στον Αλ. Παπαδιαμάντη, ο οποίος την ολοκλήρωσε το 1908. Τελικά, η έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε. Λόγοι οικονομικοί σε συνδυασμό με την απροθυμία των εκδοτών της εποχής εκείνης λόγω του «κακού» ονόματος του Φίνλεϋ στο λόγιο αναγνωστικό κοινό της χώρας. Έπρεπε να περάσουν 100 χρόνια, για να αναλάβει η Βουλή των Ελλήνων μόλις το 2008 τη δίτομη έκδοση της μετάφρασης του Παπαδιαμάντη με πλούσια εισαγωγικά σημειώματα του ακαδημαϊκού και ομότιμου καθηγητή Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κων. Σβολόπουλου και του επίτιμου σχολικού συμβούλου φιλολόγων Άγγελου Μαντά.

         Στο μεταξύ, έξω από τους ακαδημαϊκούς χώρους οι πρωτοβουλίες του Γιάννη Κορδάτου, του Τάσου Βουρνά  και άλλων αριστερών ιστορικών έκαναν γνωστή την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Φίνλεϋ σε ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. (Κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1954 με εισαγωγή του Γ. Κορδάτου, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά και επιμέλεια-σχόλια του Τ. Βουρνά και σε δεύτερη το 1973 σε μετάφραση της εξαίρετης ηθοποιού αλλά και μεταφράστριας δραματικών κυρίως έργων Αλίκης Γεωργούλη). Θα πρέπει να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για να διαπιστώσουμε ενδιαφέρουσες αξιοποιήσεις του Φίνλεϋ από σύγχρονο ιστοριογραφικό ρεύμα. Τέλος, φέτος με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821μεταγράφτηκε η παπαδιαμάντεια μετάφραση στη δημοτική από τις Σοφία Ν. Σφυρόερα και Δάφνη Λιόντου και διατέθηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα» στους αναγνώστες της με σύντομο πρόλογο του επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Αντώνη Κλάψη.

                                                                                                   Πέτρος Πετράτος

                                                                                              Φιλόλογος, Δρ Ιστορίας

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ή ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»

ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΠΟΥΚΕΒΙΛ

Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ (Francois C. H. L. Pouquevile, 1770-1838) ήταν Γάλλος γιατρός, διπλωμάτης και ιστορικός. Η πρώτη γνωριμία με την Ελλάδα προήλθε μέσα από την αιχμαλωσία του, όταν το 1798 επιστρέφοντας στη Γαλλία από την Αίγυπτο, όπου είχε συμμετάσχει στην επιστημονική αποστολή, που συνόδευσε τον Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, αιχμαλωτίστηκε από Αλγερινούς κουρσάρους και, αφού κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου (ήταν σε εξέλιξη γαλλοτουρκικός πόλεμος) σε φρούρια και φυλακές στο Ναβαρίνο, στην Τριπολιτσά, στο  Ναύπλιο και στην Κωνσταντινούπολη, απελευθερώθηκε το 1801. Επέστρεψε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη συγγραφή ταξιδιωτικών έργων, αποτυπώνοντας τις εντυπώσεις του από την προηγούμενη περιπέτειά του.

       Το 1805 τοποθετήθηκε από τον Ναπολέοντα διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα, όπου έμεινε μέχρι την πτώση του Γάλλου αυτοκράτορα. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Αλή, αλλά βρήκε και την ευκαιρία να μελετήσει τη ζωή και τις παραδόσεις των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής. Αφού στη συνέχεια χρημάτισε για τρία χρόνια (1814-1816) πρόξενος στην Πάτρα, επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του και ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Το 1820 εξέδωσε το πολύτομο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα», με το οποίο επηρέασε σοβαρά τους σύγχρονούς του φιλέλληνες. 

         Έγραψε για τον ελληνικό Αγώνα. Το 1824 εξέδωσε το έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως ή Αναγέννησις της Ελλάδος». Ο τίτλος του έργου του σηματοδοτεί το χώρο, στον οποίο κινείται: η αναγέννηση προσλαμβάνεται ως απελευθέρωση των Ελλήνων και επανένταξή τους στον «πολιτισμένο» κόσμο. Το όραμα της αναβίωσης, της αναγέννησης είναι προϊόν του ιδεαλισμού εκείνης της εποχής. Ο ιδεαλισμός είναι προσηλωμένος στο ιδεώδες της κλασικής Ελλάδας – έχει δηλαδή δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την αρχαία εποχή αυτού του ελληνικού τόπου και προσδοκά μια χώρα αντάξια της αρχαίας εικόνας, που έχει δημιουργήσει. Και επιθυμεί, αν και πιστεύει στην ανάγκη να στηριχτούν οι Έλληνες στις δικές τους δυνάμεις, την ουσιαστική βοήθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τη δημιουργία ενός κράτους αντάξιου εκείνων που τροφοδότησαν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, από τις ιδέες του οποίου είναι επηρεασμένος ο Πουκεβίλ. Στο έργο του αυτό αφηγείται τα γεγονότα της περιόδου 1740-1824, ενώ όλη την προηγούμενη περίοδο συγκέντρωνε το υλικό του (εκθέσεις, αναφορές, επιστολές κ.λπ.).

          Είναι αυτός που πρωτοαναφέρει την ύψωση του λαβάρου της Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου στο ομώνυμο μοναστήρι από τον Π.Π. Γερμανό – πρόκειται για το γνωστό μύθο – κάτι που δεν αναφέρει ούτε ο ίδιος ο Γερμανός στα δικά του απομνημονευματικά κείμενα ούτε επανέλαβαν άλλοι ιστορικοί της Επανάστασης, όπως ο Ιωάννης Φιλήμων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Δημήτριος Αινιάν κ.λπ. Η αφήγηση του Πουκεβίλ θα μεταφραστεί σε εικαστική γλώσσα από τον Θεόδωρο Βρυζάκη – πρόκειται για το γνωστό πίνακα «Ο όρκος των αγωνιστών και η ευλογία της σημαίας από τον Π.Π. Γερμανό» (1865), που γνώρισε μεγάλη διάδοση στην ελληνική ιστορική κουλτούρα.

         Ο Πουκεβίλ είναι πάλι εκείνος που αναφέρει το «τέχνασμα» με τον τοποτηρητή του επισκοπικού θρόνου στης Κεφαλονιά, τον Αγαθάγγελο Τυπάλδο Κοζάκη. Προκειμένου να προωθηθούν ένοπλοι Κεφαλονίτες εθελοντές στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ο Αγαθάγγελος παραπλάνησε τον Άγγλο τοποτηρητή του νησιού Robert Travers:  με την πρόφαση ότι διερχόταν από το θαλάσσιο χώρο της Κεφαλονιάς οθωμανικό πλοίο με Κεφαλονίτες αιχμαλώτους, τους οποίους έπρεπε να απελευθερώσουν, έπεισε τον R. Travers να δοθεί η άδεια στους Κεφαλονίτες να τρέξουν για τη διάσωση των συμπατριωτών τους, στην πραγματικότητα να φύγουν με τα έτοιμα πλεούμενά τους από το νησί για την Πελοπόννησο.  Το παραπάνω τέχνασμα δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο Κ. Μεταξάς στα «Απομνημονεύματά» του αναφέρει πώς έγινε η αναχώρηση των εθελοντών από το νησί, χωρίς να εμπλέκει τον Αγαθάγγελο Τυπάλδο Κοζάκη.

                                                                                                   Πέτρος Πετράτος

                                                                                              Φιλόλογος, Δρ Ιστορίας

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 6/9/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA