Ευρυδίκη Λειβαδά : Η ολιγόχρονη τουρκική κατοχή στην Κεφαλλονιά–Κάστρο Α. Γεωργίου,Χριστούγεννα 1500

τα διαχρονικά, ανώνυμα και μη, αχνάρια των περιπατητών του, χώρος γεμάτος με ενέργεια μοναδική, γεμάτος με το αδιάκοπο και το άπειρο των χρόνων, έχει μια μυστική σχέση με την Κεφαλλονίτικη φύση που για χρόνια φρόντιζε μόνη αυτή, την ύπαρξή του και υπηρετεί πιστά την ιστορική μνήμη, καθώς, ως πρώτη πρωτεύουσα του νησιού, η ιστορία του ταυτίζεται με αυτήν της Κεφαλλονιάς.

Μύθοι και θρύλοι σκεπάστηκαν από τα πρώτα ίχνη ιστορίας. Αρχαιοελληνικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά, φραγκικά, βενετικά. Και κάπου ανάμεσα στα δυο τελευταία, η Ιστορία κατέγραψε δυο σύντομες τουρκικές κατοχές, τόσο σύντομες, ώστε τα κειμήλιά τους είναι ελάχιστα και περιορίζονται σε παλιά νομίσματα.

Λίγο πριν την εγκατάλειψη όλων των φραγκικών κτήσεων της Ανατολής στην Ημισέληνο, ο αυθέντης της Κεφαλληνίας Λεονάρντο ΙΙ Τόκκο το 1477 αποφάσισε να παρακάμψει την κραταιά δύναμη της Βενετίας που ανέτειλε στην Μεσόγειο, και παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ανηψιά του βασιλιά της Νεάπολης Φερδινάρδου Ι, Φραγκίσκα Μαρτιάνα. Οι Βενετοί, στις 20 Ιανουαρίου του 1479, συμφώνησαν ειρήνη με τους Τούρκους –στην πραγματικότητα «ταπεινωτική ειρήνη »-, και για να εκδικηθούν τον Τόκκο, τον άφησαν έξω από τη συνθήκη, με αποτέλεσμα την κατάλυση της Κομητείας, την εμφάνιση των Τούρκων στην Κεφαλλονιά και την φυγή του Τόκκο προς τον Τάραντα.

16/9/1479 – 1481: Πρώτη τουρκική κατοχή (σχεδόν διετής)

Ο Αχμέτ, διοικητής της Αυλώνας, εισήλθε θριαμβευτικά στο Κάστρο, έσφαξε όλους τους άρχοντες, τους «έκοψε σε κομμάτια» και πυρπόλησε το Φρούριο. Άφησε μέρος του στρατεύματός του στο νησί με επικεφαλής έναν στρατιωτικό διοικητή –subasi- που κατοικοέδρευε μέσα στην οχυρωμένη πρωτεύουσα και συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες εκ μέρους του Σουλτάνου, ενώ κατά την αποχώρησή του πήρε μαζί του και 10.000 χωρικούς τους οποίους πούλησε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Αμέσως μετά την επίσημη εγκατάσταση της τουρκικής φρουράς, μέρος του τουρκικού στόλου κατευθύνθηκε προς τη Ζάκυνθο. Εκεί όμως ο Βενετός Καπετάνος διαμαρτυρήθηκε με το σκεπτικό ότι το νησί κατοικείται στο μεγαλύτερο μέρος του από υπηκόους της Γαληνοτάτης. Όμως ο πασάς δεν πτοήθηκε. Λεηλάτησε και έκαψε και αυτό το τμήμα της Παλατινάτης Κομητείας της Κεφαλλονιάς.

Το 1481 ο Λεονάρντο με ναπολιτάνικες tarides και γαλέρες κατευθύνθηκε προς την Κεφαλλονιά και ζήτησε από τον Τούρκο σούμπαση να του παραδώσει το νησί. Ο Τούρκος αρνήθηκε. Τον ίδιο χρόνο ο αδελφός τού Λεονάρντο, Αντώνιο Τόκκο με Καταλανούς μισθοφόρους κατέλαβε τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά, στο Κάστρο της οποίας μαρτυρείται πως η τουρκική φρουρά ήταν αδύναμη και λίγη. Ήδη όμως, από τις 3 Μαΐου του 1481 είχε πεθάνει ο Μωάμεθ ο Πορθητής και τη θέση του ανέλαβε ο γιός του Βαγιαζήτ Β΄, το ίδιο ικανός όπως και ο πατέρας του, αλλά περισσότερο φιλειρηνιστής.

Το 1482 οι Τούρκοι ξαναπήραν τη Ζάκυνθο και ο Αντώνιο οχυρώθηκε στο Κάστρο Αγίου Γεωργίου. Η πράξη του αυτή ξύπνησε για άλλη μια φορά το μίσος των Βενετών για τους Καταλανούς. Εστάλη από τη Γαληνοτάτη στην Κεφαλλονιά ο Ναύαρχος Ντουόντο και πρότεινε στον πολιορκημένο να παραδώσει το Κάστρο έναντι ανταλλάγματος -500 δουκάτα και άλλα προνόμια-. Αυτός όμως αρνήθηκε. Η καταπίεση που ασκούσε στους Κεφαλλονίτες καθώς και η ανοχή του προς τις πειρατικές επιδρομές που ξεγύμνωσαν το νησί, ήγειραν επίθεση, ακόμη και των ντόπιων, κατά την οποία ο Αντώνιο δολοφονήθηκε το 1483 από τους ίδιους τους φρουρούς του μέσα στο Κάστρο Αγίου Γεωργίου. Η δολοφονία του σήμανε το τέλος της δυναστείας των Τόκκι, το τέλος της Φραγκικής περιόδου για την Κεφαλλονιά και την αρχή μιας σύντομης Βενετικής κατοχής του νησιού, μέχρι που:

1485-1500: Δεύτερη τουρκική κατοχή (σχεδόν δεκαπενταετής)

«Ημείς Σουλτάν Παγιαζίτ Χαν, Θεού χάριτι μέγιστος βασιλεύς Ασίας, Ελλάδος και των εξής, προς τον Υψηλότατον, Ενδοξότατον και Εκλαμπρότατον κυρ Ιωάννην Μοτζενίγον και μέγαν δούκαν της εκλαμπροτάτης αυθεντείας των Βενετών… να εγνωρίσητε το πως ήλθεν εις την πόρταν μου ο εντιμότατος και εξηρτημένος άρχων … περί την υπόθεσιν των νησίων της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου… δια να παραδοθούσι τα ειρημένα νησία προς την αυθεντείαν, καθώς τα είχαμεν και πρώτα… δια την καθαράν αγάπην και καλήν φιλίαν… το νησί της Κεφαλληνίας να παραδοθεί προς την αυθεντείαν μου, ως καθώς ήτον και πρώτα, και δια το νησί της Ζακύνθου να δίδη … φλουρία βενέτικα πεντακόσια… Επί έτους (1485)» γράφει το Φιρμάνι του Σουλτάνου το 1485 όταν οι Βενετοί αναγκάστηκαν βάσει συνθήκης να παραδώσουν την Κεφαλλονιά στον Βαγιαζήτ Β΄. Οι έμποροι του Βορρά θα κρατούσαν για την εξυπηρέτησή τους τη Ζάκυνθο αλλά θα πλήρωναν όμως στο Σουλτάνο 500 βενετικά φλουριά ετησίως. Πριν όμως εγκαταλείψουν το νησί και μετά από εντολή του Δόγη Τζοβάνι Μοντσενίγκο, η Κεφαλλονιά ερημώθηκε εντελώς, ώστε να μην προσφέρει έσοδα στον Σουλτάνο .

Στις μέρες της τουρκικής κατοχής κυριαρχούσε η νωθρή στερεοτυπία, η οποία βέβαια είχε και ένα θετικό αποτέλεσμα: τη σταθεροποίηση των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν αυτό που, αν και υφίστατο , χρόνια μετά πήρε σάρκα και οστά: το Ελληνικό έθνος.

Το οθωμανικό καθεστώς ήταν απόλυτα θεοκρατικό. Ο Βαγιαζήτ Β΄ ήταν «η σκιά του Θεού πάνω στη γη», ο νομοθέτης, ο απόλυτος άρχοντας. «Η γη ανήκει στο Θεό και την παραχωρεί σε όποιους αυτός θέλει». Με βάση λοιπόν αυτή την αρχή του Κορανίου, όλες οι εκτάσεις που είχαν κατακτηθεί από τους Οθωμανούς, ανήκαν στο Σουλτάνο. Και αυτός με τη σειρά του, παραχωρούσε όση έκταση ήθελε στους ευνοούμενούς του.

Έτσι το γεωκτητικό καθεστώς άλλαξε στην Κεφαλλονιά. Στην κατοχή των Τούρκων πέρασε εκτός από όλη τη δημόσια περιουσία– δασμοί, μύλοι, αλυκές, κτήματα-, και μεγάλο μέρος της ιδιωτικής.

Ο Βαγιαζήτ εξέδωσε Καννουναμέ ειδικά για την Κεφαλλονιά κατά το 1492 και καθορίστηκαν τα οικονομικά, δικαστικά, στρατιωτικά και τα διοικητικά θέματα. Το νησί κυβερνιόταν από έναν Βοεβόδα (στρατιωτικό διοικητή) και έναν Καδή (ιεροδικαστή) και εφαρμοζόταν η κοινή τουρκική διοίκηση που απαντά στη λοιπή Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Η φορολογία, κύριο έσοδο των Τούρκων, ρυθμιζόταν με ειδικές διατάξεις. Υπάλληλοι για το συγκεκριμένο θέμα εισέπρατταν τα έσοδα από τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα της Κεφαλλονιάς, και συχνά οι ντόπιοι υπέφεραν από τις αρπακτικές διαθέσεις τους.

Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει και ο δεύτερος Βενετο-τουρκικός πόλεμος, του οποίου οι πρώτες εχθροπραξίες έλαβαν χώρα το 1499 και το τέλος του υπεγράφη το 1503. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η κατάκτηση ορισμένων βενετικών κέντρων από τους Οθωμανούς, όπως τη Ναύπακτο (29/8/1499), το Ναυαρίνο (24/6/1500), τη Μεθώνη (10/8/1500) , την Κορώνη και καθώς δεν θα μπορούσε η Εμπόρισσα του Αδρία ούτε να διαπλεύσει το Ιόνιο, αποφάσισε πως έπρεπε να καταλάβει την Κεφαλλονιά, την οποία είχε ήδη δυο φορές προσπαθήσει να ανακτήσει κατά την διάρκεια της ολιγότουρκης κατοχής της παραβαίνοντας το Φιρμάνι του Βαγιαζήτ. Η μια ήταν υπό τον Αντόνιο Γκριμάνι και η άλλη υπό τον Μελχιόρ Τρεβιζάν (Melchior Trevisan, προκάτοχο του Πέζαρο), ο οποίος μάλιστα αφού εγκατέλειψε την όλη επιχείρηση, πέθανε στο νησί. Ο Partsch αναφέρει και μια ακόμα –μάταιη- επιχείρηση ανακατάληψης τον Οκτώβριο του 1499 από τον Olivier Morello, γιατί οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί σαν αστακοί στο μικρό αλλά δύσκολο για εκπόρθηση χώρο του Αγίου Γεωργίου.

Οργάνωση και προετοιμασία της ανακατάληψης της Κεφαλλονιάς

Η Βενετία για να σώσει το γόητρό της και την κυριαρχία της στο Ιόνιο, ξεκίνησε επειγόντως διπλωματικές προσπάθειες με την μεσολάβηση του Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ΄ . Βρήκε ανταπόκριση στους Καθολικότατους βασιλείς της Ισπανίας Φερδινάρδο Β΄και Ισαβέλλα Α΄ που τη δεδομένη στιγμή, η αποδοχή αυτή μεταφράσθηκε ιερό χριστιανικό καθήκον εναντίον των αλλοπίστων. Εξάλλου οι Ισπανοί είχαν ήδη συμπράξει με τον Δόγη γιατί σκόπευαν να προασπίσουν τις ακτές της Σικελίας από τους Γάλλους. Έτσι η Ισπανία απέστειλε τον σπουδαίο και ήδη ονομαστό για τις επιτυχίες του Gran Capitan του Ισπανικού στόλου Γκονθάλο ντε Κόρντομπα (Gonzalo Fernández de Córdoba y Enríquez de Aguilar, εξελληνισθέντα Κορδούβιο κατά Σάθα) επικεφαλής περισσότερων από 100 πλοίων, για να συναντήσει τον μεγάλο Ναύαρχο Μπενεντέτο Πέζαρο. Έτσι αναπτερώθηκε το ηθικό των Βενετών, ιδιαίτερα μετά την ένωση των δύο στόλων στη Ζάκυνθο . Μάλιστα ήταν τόση η δύναμη του στόλου αυτού, ώστε μετά την ανακατάληψη της Κεφαλλονιάς (παραμονή Χριστουγέννων του 1500), ακολούθησε αυτή του κάστρου της Πύλου και της Λευκάδας (30/8/1502) η οποία, πραγματοποιήθηκε μόνον από τους Βενετούς.

Όλος σχεδόν ο ισπανικός στόλος εφοδιασμένος με πλήθος εμπειροπόλεμων στρατιωτών, με πολλά άλογα, όπλα και κανόνια, βρισκόταν συγκεντρωμένος στη Μάλαγα, από όπου αναχώρησε αμέσως, 3 Ιουνίου του 1500 για τη Μεσσήνη. Στις 31 Οκτωβρίου έστειλε ο ντε Κόρντομπα τα αναγνωριστικά του πλοία και οδήγησε τον στόλο στη Ζάκυνθο . Εκεί ενώθηκε με τον βενετικό του Πέζαρο και συναποφάσισαν να πορευθούν προς βορρά, στην Κεφαλλονιά, η κατάκτηση της οποίας ήταν το ζητούμενο, αφού παρέλαβαν και «άνδρας Ζακυνθίους ενόπλους» ως σημειώνει ο Χιώτης.

Όταν οι σύμμαχοι αγκυροβόλησαν στους Βαρδιάνους, «περίτρομοι [οι εν τη νήσω Τούρκοι] κατέφυγον εις το επί του βράχου του Αγίου Γεωργίου Φρούριον» . Στη συνέχεια Ισπανο-Ενετοί προσορμίστηκαν στον υπήνεμο κόλπο του Αργοστολιού, σταθμού ονομαστού στις εμπορικές ρότες για το εύφορο του εδάφους του και για το άφθονο πόσιμο νερό που διέθετε ο υδροφόρος ορίζοντάς του, και άρχισαν να υλοτομούν τα πλούσια και ήδη γνωστά σε αυτούς πολύτιμα δάση του Αίνου.

Σημαντική προς τους πολιορκητές ήταν η προσφορά του Πατρίκιου Γιαννούλη και των γιων του Πέτρου και Αντωνίου. Αυτοί, ήταν μεταξύ των Κεφαλλήνων που ζούσαν κατατρεγμένοι στα βουνά. Μόλις όμως αντιλήφθηκαν όσα διαδραματίζονταν στο Κάστρο, έσπευσαν να βοηθήσουν τους Ισπανο-Βενετούς, φροντίζοντας τη διατροφή τους. Σε ελάχιστο χρόνο μάζεψαν ζώα, η αξία των οποίων ανερχόταν στο σημαντικό για την εποχή ποσό των 200 δουκάτων. Ο Σάθας αναφέρει ότι ο Πατρίκιος Γιαννούλης πληροφόρησε τους συμμάχους για το «σαθρόν του φρουρίου, τον τρόμον των Τούρκων και την έλλειψιν τροφών και πολεμοφοδίων» . Η περιγραφή του χρονικού της άλωσης, δίνει όμως διαφορετικά στοιχεία .

Οι ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις δεν άργησαν να πολιορκήσουν τους 300 Τούρκους που, υπό τον ατρόμητο Αλβανό Χισδάρ, ήταν οχυρωμένοι μέσα στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου .

300 βήματα έξω από την κεντρική πύλη του δυσπόρθητου φρουρίου εγκαταστάθηκε μέρος του πυροβολικού (Bombardieri) με 600 πεζούς δύναμη. Σχημάτισε προχώματα και είχε για αρχηγούς τους Villalva και Pizzaro, πατέρα του μετέπειτα κατακτητή του Περού.

Στη δεύτερη γραμμή, πίσω από το πυροβολικό, λίγο προς τα αριστερά και σε απόσταση περίπου 35 βημάτων, τοποθετήθηκε το υπόλοιπο πυροβολικό. Δίπλα στήθηκε το στρατηγείο του ντε Κόρντομπα, οι λοιποί ιππείς και 2.500 πεζοί.

Στην τελευταία γραμμή, στη γραμμή ανεφοδιασμού, ήταν οι Βενετοί στρατιώτες με επικεφαλής τον Πέζαρο.

Δεξιά του πυροβολικού και προς τα αριστερά των Ισπανών που είχαν παραταχθεί έξω από την πλαϊνή έξοδο, μεταξύ του Κάστρου και του έξω από αυτό οικισμού, τοποθετήθηκαν 200 οπλίτες, 200 ιππείς και 1.500 πεζοί κάτω από την αρχηγία των Don Diego de Mentoza και Don Perdo Paz.

Εκεί που υπήρχε το Εσώπυλον και επάνω στο ύψωμα όπου οι Τούρκοι είχαν μια κρυφή πλαϊνή πόρτα, παρατάχθηκαν 100 οπλίτες, 100 ιππείς και 1000 πεζοί υπό τις διαταγές του Pedro de Hoces.

Έτσι το δυσπόρθητο Κάστρο περικυκλώθηκε ασφυκτικά σχεδόν και στους πρόποδές του παρατάχθηκαν 1000 πεζικάριοι.

Άλλοι ονομαστοί αξιωματικοί που βρίσκονταν στις πρώτες επιθετικές γραμμές ήταν οι: Κόμης Melito, o Zamudio, o Diego Garcia de Paredes. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντική ήταν και η πολύμορφη βοήθεια εκ μέρους των Κεφαλλήνων, οι οποίοι άφησαν την ασφάλεια που τους παρείχαν τα καταφύγιά τους, κι έτρεξαν στο πλάϊ των ελευθερωτών τους. Οι πολιορκητές είχαν ήδη φροντίσει να υποσχεθούν προνόμια σε όσους ντόπιους βοηθούσαν στην άλωση .

Η θέση των πολιορκημένων Οθωμανών ήταν σαφώς δυσχερής. Μόνο η θέα των χιλιάδων πάνοπλων που είχαν αποκλείσει τον λόφο του Αη-Γιώργη θα τους είχε απογοητεύσει. Κι όμως δεν αποθαρρύνθηκαν. Οι αιμοσταγείς τουρκικές ορδές δεν γίνονταν εύκολη λεία. Ας μην ξεχνάμε πως, ο Δόγης Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο (Agostino Barbarigo) δεν είχε υποτιμήσει καθόλου αυτό το δεδομένο κι έτσι, στην παρακινδυνευμένη πολιορκία του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου, σε αυτόν τον αγώνα γοήτρου, είχε βασιστεί στο εμπειροπόλεμο του Ισπανού, παραγκωνίζοντας τον δικό του Ναύαρχο και μαζί με αυτόν και τις δικές του δυνάμεις, οι οποίες έπαιζαν στην πολιορκία ρόλο βοηθητικό.

Οι Τούρκοι είχαν επισκευάσει το φρούριο και είχαν και πολύ οπλισμό. Συγκεκριμένα, κάθε στρατιώτης είχε 7 τόξα και 7.000 βέλη τα οποία για να τα καταστήσουν εκ του ασφαλούς θανατηφόρα, δηλητηρίαζαν. Λόγω δε της άφθονης και καλής ποιότητας ξυλείας που τους παρείχε το δάσος του Αίνου, είχαν κατασκευάσει και πολλές πολεμικές μηχανές, μεταξύ αυτών τους «λύκους» (lobus) . Επιπλέον ήταν πολεμοχαρείς και άγριοι. Εμψυχωμένοι με τους μουσουλμανικούς κανόνες και οδηγούμενοι από το ληστρικό συμφέρον τους, θα δυσκόλευαν –ως έμελλε- τους ενωμένους Χριστιανούς.

Οι Ισπανο-Ενετοί, πριν αρχίσουν τις εχθροπραξίες έστειλαν δυο αρχηγούς, τον Aparicio, ναύαρχο των τριηρών και τον Solis, αρχηγό του πεζικού, και πρότειναν στον Χισδάρ την παράδοσή του, εξασφαλίζοντάς τους την ελευθερία και την ασφαλή επιστροφή στην πατρίδα τους. Αν δεν παράδιδε το φρούριο, δεν θα υπήρχε οίκτος για τους ηττημένους. Ο Χισδάρ, τυχοδιώκτης, ατρόμητος και ανυπότακτος εκ φύσεως, τους απάντησε χαρακτηριστικά: «Χριστιανοί, σας ευχαριστούμε για την ευκαιρία που μας δίνετε να αποδείξουμε στον αυτοκράτορά μας, Βαγιαζήτ, την αφοσίωσή μας. Θα αντισταθούμε με γενναιότητα ή θα πεθάνουμε ένδοξα. Οι απειλές σας δεν μας φοβίζουν. Ξέρουμε πως το πεπρωμένο μόνο μπορεί να αποφασίσει για την καταστροφή μας». Και μαζί με τα λόγια έστειλε στον ντε Κόρντομπα ένα γερό τόξο και μια επίχρυση βελοθήκη.

Και όπως ήταν φυσικό, άρχισαν οι Ισπανο-ενετοί την πολιορκία.

Άρχισαν όμως και οι βροχές.

Οι επιτιθέμενοι έκαναν τις νύκτες μέρες και κατά κύματα επιτίθονταν κατά των πολιορκημένων. Ξεκίνησε το πυροβολικό με βλήματα basiliscos , βλήματα ισχυρά που μπορούσαν να διαπεράσουν παχύ τείχος. Ένα άλλο σημαντικότατο όπλο που είχαν οι πολιορκητές, και στο οποίο τελικά όφειλαν την νίκη τους, ήταν η άφθονη ξυλεία του Αίνου που τους επέτρεπε να κατασκευάζουν πολιορκητικές μηχανές. Έφτιαξαν και σκάλες για να μπο¬ρούν να σκαρφαλώνουν, έκαμαν πασσαλώματα ψηλότερα από τα τείχη, άνοιγαν υπονόμους –στις 5 Νοεμβρίου υποχώρησαν δυο μεγάλα τμήματα τείχους από την έκρηξη-, ενώ κατά την επίθεση και για να προφυλαχθούν από τη βροχή από τα τουρκικά δηλητηριασμένα βέλη, τις πέτρες, το καυτό λάδι και την πίσσα, εφήρμοσαν μια ήδη επιτυχή μέθοδο του Ισπανού ντε Κόρντομπα: κρύβονταν κάτω από ογκώδη καλάθια καλυμμένα με φελλό.

Παρ΄ όλα αυτά, από την πλευρά των Ισπανών υπήρξαν πολλοί νεκροί. Όσοι δε από αυτούς είχαν την παράλογη τόλμη να εισέλθουν στο οχυρό, θανατώνονταν μαρτυρικά. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο αιχμάλωτος Diego Garcia De Paredes, τον οποίο οι Τούρκοι εθαύμασαν για το θάρρος και την αγωνιστικότητά του και τον σεβάστηκαν, αποσκοπώντας να τον ανταλλάξουν με τη ζωή τους, σε περίπτωση αναγκαστικής παράδοσης.

Οι μάχες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με ιδιαίτερη μανία. Οι επιτιθέμενοι εναλλάσσονταν ενώ οι πολιορκούμενοι άρχιζαν να εξαντλούνται. Σπαθιά, λόγχες, αρκεβούζια, πυροβόλα, σκάλες, πύργοι, γέφυρες ακόμα και τάφρος, όλα τα επιθετικά όπλα και όλες οι πολεμικές κατασκευές χρησιμοποιήθηκαν με μανία και πείσμα.

Οι Τούρκοι αποτολμούσαν εφόδους όχι από τις πύλες, αλλά από τα σημεία που είχαν γκρεμισθεί τα τείχη. Σε μια από αυτές, ο Ισπανός Ναύαρχος κουρασμένος καθώς ήταν είχε αποκοιμηθεί. Ξύπνησε όμως και οδηγήθηκε «από όνειρο» -καθώς λέει το χρονικό- σε συγκεκριμένο σημείο του τείχους, από όπου επιτέθηκε πρώτος κατά των αλλοπίστων αποτρέποντας τον βέβαιο σφαγιασμό και την ήττα των Ισπανών.

Την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου o Πέζαρο υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του και απελπισμένος από το άκαρπο των επιθέσεων των Ισπανών, παρ΄ όλη την αντίρρηση του μετρημένου ντε Κόρντομπα, αποφάσισε να αφήσει τη γραμμή εφοδιασμού και να επιτεθεί με όλα τα μέσα που διέθετε –συμπεριλαμβανομένων των κανονιών-. Παράλληλα οι στρατιώτες του πραγματοποίησαν έφοδο. Μη βρίσκοντας αντίσταση μπήκαν μέσα από τα τείχη. Οι Τουρκαλβανοί -ως ήταν αναμενόμενο- τους είχαν παγιδεύσει. Όσοι τόλμησαν την είσοδο γρήγορα βρέθηκαν μπροστά σε μια έκπληξη: οι πονηροί ανατολίτες, επιτέθηκαν από τις κρυψώνες τους και άλλους κατέσφαξαν, άλλους αιχμαλώτισαν και άλλους γκρέμισαν από τα πανύψηλα τείχη.

Το πάθημα των Βενετών έκανε ακόμη πιο προνοητικό τον Ισπανό Ναύαρχο, ο οποίος μαζί με τον Pedro Navarro – τον μετέπειτα επωνομαζόμενο minador-, έσκαψαν τρεις μεγάλους υπονόμους, τους οποίους γέμισαν εκρηκτικές ύλες . Οι Τούρκοι όμως μέσα από τα τείχη, παρακολουθούσαν τα ανοίγματα αυτά και όσο μπορούσαν λάβαιναν τα μέτρα τους, ενισχύοντας συνεχώς τις βάσεις των τειχών. Οι Ισπανοί παράλληλα με τις εκρήξεις ρύθμισαν και ταυτόχρονη ομαδική ξαφνική επίθεση από γέφυρα που είχαν ήδη κατασκευάσει προς την αφύλακτη πλευρά των τειχών. Οι εκρήξεις όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, γιατί τα τείχη ήταν υπερβολικά γερά.

Στις 24 Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων του 1500, 50 μέρες μετά την έναρξη της πολιορκίας έγινε η τελική έφοδος. Οι Βενετοί και οι Ισπανοί εκμεταλλευόμενοι την πείνα και την εξάντληση των μακρόχρονα πολιορκημένων, χρησιμοποίησαν ταυτόχρονα και από όλες τις πλευρές όλα τα πολιορκητικά μέσα, ενώ οι Τουρκαλβανοί, για να φράξουν τα ρήγματα, τοποθετούσαν ακόμη και τα σώματα των νεκρών συμπολεμιστών τους. Τελικά, οι πολιορκητές μπήκαν από την γέφυρα, εκπόρθησαν το Κάστρο κι έγιναν κύριοι του νησιού. Ανάμεσα στους πρώτους νεκρούς αυτής της πολιορκίας μαρτυρείται και ο Ζακύνθιος Μάρκος Σιγούρος, ο οποίος «εφονεύθη… εισπηδήσας πρώτος εκ των τειχών. Διό αντήμειψε τους υιούς αυτού με τίτλον κόμητος και με κτήματα εν Ζακύνθω η Βενετία» .

Όλα αυτά σύμφωνα με το ισπανικό χρονικό και τους Βενετούς ιστορικούς. Σύμφωνα όμως με τις οθωμανικές πηγές οι γενίτσαροι και μετά από οκτώ μηνών πολιορκία, παρέδωσαν το kala-i-Kifalonia (Κάστρο της Κεφαλλονιάς) παρ’ όλο που οι azep, οι βοηθητικοί οπλίτες, είχαν προβάλει αρχικά αντίσταση. Μάλιστα ο Βαγιαζήτ Β΄, αργότερα διέταξε την εκτέλεση των γενίτσαρων που παρέδωσαν τον Αη-Γιώργη της Κεφαλλονιάς. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Τούρκοι έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο να αντιμετωπίζουν την ήττα τους την οποία καλλωπίζουν με ενδύματα αν όχι νίκης, τουλάχιστον μικρότερης ήττας.

Αμέσως μετά την εκπόρθηση και ενώ οι νικητές στρατιώτες θα «καθάριζαν» τον χώρο, ο Βενετός ευγενής αξιωματικός του στόλου, Marco Orio ύψωσε τη σημαία με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου δίπλα από το λάβαρο του Αγίου Jago στα μισογκρεμισμένα από τις οβίδες και τις υπονομεύσεις τείχη της Φορτέτσας με τον ήχο από τις τρομπέτες, ενώ πρόβαλε αμέσως η ανάγκη για σωστή οχύρωση της πόλης.

Ο Πέζαρο συνέταξε το ίδιο βράδυ επιστολή με παραλήπτες τα Μέλη του Συμβουλίου της Γαληνοτάτης, ανακοινώνοντάς τους την ανακατάκτηση της Κεφαλληνίας.

Παράλληλα, η φήμη του Φερδινάρδου ως «υπερασπιστού της Χριστιανικής πίστεως» σκορπίστηκε αμέσως σε όλη την Ευρώπη. Η περιφανής αυτή νίκη, προσέθεσε αίγλη στην Ισπανία που ανέτειλε ως κοσμοκράτειρα.

Τον Ιανουάριο του 1501, μετά από καθυστέρηση κάποιων ημερών λόγω καταπόνησης από μια τόσο δύσκολη μάχη αλλά και λόγω καιρού, απέπλευσαν από το λιμάνι του Αργοστολίου πρώτοι οι Ισπανοί, με φορτωμένα τα καράβια τους ξυλεία, για την Σικελία. Στον μικρό οικισμό των ψαράδων, του εμπορίου –νόμιμου και παράνομου-, και των αποθηκών, έμελλε λίγο αργότερα να αναγερθεί από τους νέους κυρίαρχους της Κεφαλλονιάς ο ναός της Santa Maria della Vittoria που, όπως λέει και η ονομασία του, ήταν αφιερωμένος στην Παναγιά της Νίκης, σύμβολο της Ισπανικής Ρεκονκίστα.

Οι Βενετοί, όπως συμφώνησαν με τους Ισπανούς, κράτησαν το νησί για τη Γαληνότατη Δημοκρατία τους. Αμέσως ορίστηκαν οι πρώτοι υπεύθυνοι της διοίκησης της Κεφαλληνίας, ενώ κατά τους πρώτους μήνες του 1502, αναχώρησε ο Πέζαρο από το Κάστρο και κατευθύνθηκε προς τη γείτονα Λευκάδα, αφήνοντας πίσω του δυο γαλέρες, των οποίων τα πληρώματα θα βοηθούσαν στην ανακατασκευή της Φορτέτσας.

Χαρακτηριστική φράση που περιγράφει το Κάστρο τον Φεβρουάριο του 1500 είναι αυτή που είπε ο ευγενής Batista Polani «είναι τόσο ισχυρό που ο διάβολος δεν μπορεί να κάμει παρόμοιο». Ο Polani έζησε το χρονικό της δυσκολότατης και πείσμονος εκπόρθησης, συμμετείχε στις τρομακτικές υπέργειες και υπόγειες καταστροφές των τειχών κι είδε την «καμένη γη» που απέμεινε. Οι συχνές αλλαγές ηγεμόνων, οι πολεμικές συγκρούσεις, οι ληστρικές αρπαγές, η σύντομη και διττή παρουσία των Τούρκων στο νησί με ό,τι αυτή συνεπαγόταν, οι λοιμοί, οι λιμοί και οι σεισμοί, μείωσαν δραματικά τον αριθμό των κατοίκων, ο οποίος είχε φθάσει στα χαμηλότερα επίπεδα (αναφέρονται συνολικά 10.000 κάτοικοι το 1500). Ικανά χέρια για να δουλέψουν τη γη, ήταν ελάχιστα. Όμως και η ίδια η γη, είχε υποστεί αρκετές καταστροφές.

Έτσι, πρώτο μέλημα των Βενετών ήταν η εποίκηση του νησιού. Κι εκεί έπαιξαν ρόλο περιοχές υπό τουρκική κατοχή, τους Έλληνες κατοίκους τών οποίων δελέασαν με προσφορά κλήρων γης και τους στρατολόγησαν ως stradioti. Συνέρευσαν και αρκετοί Βενετοί, έμποροι και αριστοκράτες, τυχοδιώκτες και ευγενείς, που βρήκαν στην Κεφαλλονιά, σε αυτήν τη νέα γη που υποσχόταν πολλά, διέξοδο και νέους ορίζοντες. Έτσι έφθασαν ολόκληρες οικογένειες από Δύση και Ανατολή και εγκαταστάθηκαν στο νησί που ξεκινούσε με την Βενετία την ιστορική πορεία του η οποία έμελλε να διαρκέσει 300 ολόκληρα χρόνια.


Ευρυδίκη Λειβαδά

16 Ιουλίου 2021


Λεζάντα Εικόνας: «Το νησίον της κεφαλωνίας. Εδώ κάμνει αγάπην ο πρίντζιπες με τον μπαϊσίτ. Και τζακίζοντάς τον, τον λεγόμενον μπαϊσίτ, ο δούκας της σέσας επήρα διά όνομα των βενετζάνων το νησίον της κεφαλωνίας. Και δια τούτο ο προρηθείς μπαϊσίτ, ήκαμεν αγάπην με τους βενετζάνους, η οποία αγάπη εντουράρισεν, έως τους καιρούς μας. Και έως εδώ ετελείωσεν ο θυμός του μπαϊσίτ» συμπληρώνει ο Γεώργιος Κλόντζας το έργο του με θέμα την άλωση του Κάστρου. Οι Ισπανοί και οι Βενετοί, ιππείς και οπλίτες, παρατεταγμένοι έξω από τα τείχη από όπου εξέχουν τα κανόνια, ενώ στο κάτω μέρος, κείτονται νεκροί.

Από το βιβλίο «Ο ζωγράφος Γεώργιος Κλόντζας (1540ci – 1608) και αι μικρογραφίαι του κώδικος αυτού» του Αθ. Παλιούρα.