Βιβλιοκριτική της ποιητικής συλλογής του Τάσου Γερμενή “Μπορεί και να λεγόταν… Beagle”

Από την Θεατρολόγο Κατερίνα Θεοδωράτου υπό τον τίτλο: Ανάπλους ως τις πηγές του εαυτού

«…ψηλαφώ την πορεία ανάδρομη

σε κοίτη ποταμού φουσκωμένου…»

Τ. Γερμενής – “Λογισμός”


Τάσου Γερμενή

“Μπορεί και να λεγόταν… Beagle

Ποίηση

Εκδ. Παπαζήση, 2017


«…Η ποίηση αποκαλύπτει την κρυφή

ομορφιά αυτού του κόσμου,

καθιστώντας πρωτόφαντο το οικείο…»

Percy B. Shelley – “Υπεράσπιση της ποίησης”

Ένα corpus 45 ποιημάτων και ενός πεζού, συνθέτουν το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Τάσου Γερμενή, ένα ξεκίνημα που, μέσα από μία ιδιότυπη εντελέχεια, μοιάζει να εμπεριέχει και τον απολογισμό της ποιητικής του, σαν να σπεύδει να κατοχυρώσει μια δημιουργική και μαζί μια προσωπική, χωροχρονική, «συμπαντική» ταυτότητα. Αυτός ο χαρακτήρας του εντελούς χωράει στην ποίηση τόσο όσο κι εκείνος του ημιτελούς· το ανά χείρας βιβλίο διαθέτει την πυκνότητα και την αυτοτέλεια της φιλοσοφικής αρχής που εν σπέρματι περικλείει το τέλος, μαζί με την φρεσκάδα μιας ευέλπιδας επαγγελίας.

Διαθέτει ακόμα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βαγγέλης Ιντζίδης στην εκτενή του εισαγωγή, κίνηση εντός της ακινησίας, φέροντας όχι μόνο την σημειολογία αλλά και την τελεολογία του ταξιδιού, του οποίου το «τέλος», πέρας μαζί και σκοπός, είναι η αναδίφηση στα βάθη του εαυτού ως απεικάσματος του Κόσμου και η συγκομιδή των τιμαλφών της ύπαρξης. Άλλωστε ως ταξίδι μάς συστήνεται η συλλογή, ήδη από τον κωδικό τίτλο Μπορεί και να λεγόταν… Beagle. Στο εμβληματικό πλοίο που μετέφερε τον Δαρβίνο στον επιστημονικό – αποκαλυπτικό του περίπλου ως τα νησιά Γκαλαπάγκος και εμάς ως την Καταγωγή του ανθρώπου και την Προέλευση των ειδών[1] επιβαίνει τώρα ο ποιητής, σε ένα νέο γνωστικό ταξίδι, σε μία περιπέτεια αυτεπίγνωσης με συνεπιβάτη τον Βασιλιά αναγνώστη[2].

Στην βιωματική αυτή διαδρομή…

«…η ταυτότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αλληγορία. Κάτι σαν το εγωιστικό είδωλο του κόσμου σ` έναν καθρέφτη κρυμμένο στου καθενός μας τα έγκατα…»

…μας λέει ο ποιητής στο πεζό Capax Infiniti. Το αίτημα για όντως ζωή, για το αυθεντικό ανθρώπινο πρόσωπο πίσω από το «εικόνισμα» και την θετή ταυτότητα[3] για την πρώτη μας ύλη πέρα από την παγκόσμια τάξη, για μία κατά φύσιν ζωή πέρα από το ίδιον σύμπαν που ορίσαμε,[4] εντός μίας Κοινότητας αγάπης και της ταυτότητας που `χει τάξει για μας η συνέχεια του κόσμου -γιατί ταυτότητα δε γίνεται δίχως συνέχεια[5]διατρέχει ολόκληρο το έργο. Ψήγματα ταυτότητας αναζητά στον γήινο, «αιμάτινο» έρωτα, στην μετάληψη της Φύσης που κατοικεί ακόμα και στην ταπεινή μαντζουράνα και το βασιλικό, στις Παναγιές των πανηγυριών[6], στην γενέθλια γη, όπου η ομηρική Ιθάκη λέγεται Θιάκι και το Νήριτον εινοσίφυλλον[7] είναι μετωνυμία του Αίνου.

«…πόσο ανείπωτο κάλλος κρύβεις στα σπλάχνα σου[8];…»

Ο στιβαρός, γήινος ερωτισμός της ποίησης του Γερμενή μάς εισάγει σε ένα σύμπαν καμωμένο από ύλη και σώμα. Ίσως το κατά κόσμον λειτούργημά του, η Ιατρική, να αποτρέπει την, αρκετά συχνή στον ποιητικό λόγο εξαΰλωση του ερωτικού σώματος. Αντιγράφω από το «Μισάνοιχτα»: «Μπόρεσα να δω τα παλλόμενα σπλάχνα σου…» από το «Crescendo» «Αεικίνητη στάση πυρακτώνεσαι σύγκορμη» και «Άσε με να `γγίξω / του κορμιού σου τ` άχραντα / νεφεληγερέτρα» από το «Άσε με». Ενίοτε στον έρωτα προσδίδεται κοσμική διάσταση: Ξέπνοη κείτεσαι στην σποδό του ηφαιστείου[9], ενώ δεν λείπουν οι λυρικοί αιφνιδιασμοί που μετεωρίζουν τον ερωτισμό, συχνά παντρεύοντάς τον με μια μεταφυσική αίσθηση: Άσε να σωπάσω / των αγγέλων τ` άσματα / για να τραγουδήσεις[10]

Άθρησκος ένθεος

Ο τίτλος – επίγραμμα «Άθρησκος ένθεος» αποτελεί την ιδανική συνεκδοχή της ποιητικής μεταφυσικής του Τ.Γ. καθώς και ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος: Ο θεός που δεν έχει θρησκεία. Υπάρχει ωστόσο μια διάχυτη θρησκευτικότητα που σχετίζεται με την ματιά του στα πράγματα, στον Έρωτα, στην πατρίδα, ακόμα και στην ίδια την ποίηση, που ενώνεται με το Θείο σε μία μεταφυσική του Λόγου: Κι αυτό το λένε, επίσης, Ποίηση. Εγώ το λέω κοινωνία […] ευτύχησα να κρατήσω τ` άγιο δισκοπότηρο του θεού μου.[11]

Η συλλογή διατρέχεται και από ένα είδος «κοσμικής» αγωνίας. Αποστρέφεται το κενό που καιροφυλακτεί μετά-τη-φυσική παρουσία μας σε αυτόν τον κόσμο σχεδόν όσο και την ανθρώπινη κενότητα και ματαιότητα: Πάνω στο ρήγμα πώς να σταθεί; / Από κάτω δεν υπάρχει παρά μόνο το χάος / Μια πόλη πάνω απ` το έρεβος / που δεν περιμένει / παρά μόνο σεισμούς / κι αλληλέγγυους καταστροφείς της ελπίδας της[12]. Στρέφεται περισσότερο σε έναν συμπαντικό αγνωστικισμό, όπου, στο κοσμικό σύστημα που μας ορίζει και μας περιέχει είναι προαιώνια εγγεγραμμένο το τέλος του: Η απειλή του απόλυτου κενού[13]. Επιπλέον, η αμφιθυμία του λευκού νάνου, το επαπειλούμενο κενό και η αχαρτογράφητη περιοχή της ανθρώπινης μοίρας γίνονται πολλαπλάσια δυσβάσταχτα από το βάρος της επίγειας ματαιότητας στο εδώ και στο τώρα: Ο άνθρωπος φορτώνει το βίο του με άχρηστο έρμα –Κιβώτια, κιβώτια, παντού κιβώτια / Τρομακτικό το βάρος των κενών κιβωτίων[14]. Παραφράζοντας τον ποιητή, χαμένος μες` τη δυστοκία των ελπίδων του / κάποιες απάνθρωπες αλήθειες κυνηγούσε[15]. Η ανθρώπινη έπαρση –Ηλεκτρικές προφητείες σκεπάζουν / τις φωνές των ψυχών προς το σύμπαν[16] στήνει έωλες δημοκρατίες: Ο ρωμαλέος της ρηχής πλατείας / που ακολουθεί της ιστορίας το σαλιγκάρι […] εν συντομία δικαιώματα / και βαλτωμένες απολαύσεις για την τάξη[17]. Την πατρίδα την περισσότερη την έπαιρνε σιγά-σιγά μαζί του ο μισεμός / που αντιγύρισε μισοκαμένα εισιτήρια[18]. Το μέλλον υπόσχεται μόνο φθορά: Άμορφος ύπνος μέλλοντος / διαρροής ονείρων / Στην άκρη του κατήφορου / καραδοκούν υπόδουλες ανατολές[19]. Η ευημερία και η ασφάλεια εξατομικεύονται, όλα πορεύονται για την πορεία του αλλουνού σπαραχτικά αδιάφορα[20]. Όσο για την πολιτική εξουσία άμορφο πρόσωπο που στάζει όπλα και βίβλους […] αλλά τον ήλιο καμιά εξουσία δεν ανέτειλε[21]

Ωστόσο, τον μεταφυσικό πεσιμισμό, τον άμορφο, εξουσιαστικό θεό με τις βίβλους, αντιστρατεύεται ο απτός θεός του «Μεγαλοβδόμαδου», της σχέσης και της Κοινότητας, οι Παναγιές που χορεύουν στο κατάστρωμα[22]. Συνεκτικός αρμός της ταυτότητας του ποιητή αυτός ο ειρηνικός, αγαπητικός θεός των παιδικών του χρόνων, και βαθιά ριζωμένος στην γενέθλια γη. 

Οι σατανάδες κι οι άγγελοι χορεύουν μαζί

απά` στ` αλώνι τση στέρνας[23] 

ΗΚεφαλονιά, γενέθλιος τόπος, ψυχικό και γλωσσικό τοπίο του Τ.Γ. επανέρχεται σταθερά ως εικόνα και λόγος, ως μνήμη, μεταφυσική και δομικό υλικό της ταυτότητάς του. Στο ποίημα «Στο λόγο μου», ο λόγος εκπορεύεται –πώς αλλιώς;- από την πατρίδα πέτρα κακοτράχαλη / που `γινε λάφυρο της Βενετιάς κι απάγκιο σταυροφόρων… Γράφει με ιόνιο, πανάκριβο μελάνι κι είναι, αλήθεια, διάστικτη η ποίησή του από ψυχικά και γεωγραφικά τοπόσημα του νησιού, «σφηνωμένα» στο κείμενο, άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυπτογραφημένα, αόρατα με γυμνό, αμύητο μάτι. Έτσι, ο Νήριτος εινοσίφυλλος συνεκδέχεται τον Αίνο, μαζί με τον Κόκκινο Βράχο, έναν από τους δρόμους του, η Δημηνίστρα (πεδινή περιοχή της Ερίσου) λούζεται στο Ιόνιο φως, η Ξερηπούντα (παραλία Έμπλυση) φλυαρεί με τα κύματα κι η Αστερίδα (βραχονησίδα απέναντι από το Φισκάρδο[24]) κρύβει ακόμα τους μνηστήρες της δικής του Οδύσσειας. Όποιος πιστεύει ότι γνωρίζει την Κεφαλονιά, ας διαβάσει το ποίημα «Η καμπάνα τ` Άη Σπυρίδωνα» π` αγκαλιάζει πριν την κατάδυση τ` αβαρή των ψυχών (πιθανή αναφορά στην επιμνημόσυνη δέηση που τελείται κάθε Αύγουστο στον φερώνυμο αργοστολιώτικο ναό για τα θύματα του σεισμού του `53)… Ή το ποίημα «Μαντζουρία», όπου ο Τ.Γ. μοιράζεται την διαδρομή Φισκάρδο – Μαντζουρία με τον σπουδαίο Κεφαλλήνα ομότεχνό του Νίκο Καββαδία , αποπλέοντας ουσιαστικά σε ένα ταξίδι ενηλικίωσης, αφήνοντας πίσω του ένα Φισκάρδο-Ιθάκη που παραδίδεται βορά στους τουρίστες και επανεφευρίσκοντας την ταυτότητά του μέσα στο «ωραίο ταξίδι», όπως θα `λεγε κι ο Καβάφης, μιας και η πατρίδα “άλλα δεν έχει να τον δώσει πια”… Ή το ποίημα «Ναυτικός πράκτωρ», όπου μιλά για την ζωή «μετά σεισμόν» και πώς ανασυστήθηκε με υλικά της Αρωγής, και αναφέρει το θρυλικό πλοίο της γραμμής «Γλάρος», που εκτελούσε δρομολόγια στο Ιόνιο από τις αρχές του 20ού αιώνα ως το 1968. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η φωτογραφία του πλοίου κοσμεί και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, σημαίνοντας το ταξίδι, την προέλευση αλλά και την επιστροφή, και κυρίως τον ψυχικό τόπο που τα περιέχει σαν ολότητα. Μπορεί και να λεγόταν Γλάρος, μπορεί και Beagle, ο καθείς άλλωστε διανύει την δική του πορεία επίγνωσης, από και προς το δικό του Θιάκι.

Δε θέλω λέξεις αφυδατωμένες και λιπόσαρκες[25]

Σε ό,τι αφορά την μορφολογία και την μετρική, η ποίηση του Τ.Γ. υπακούει σε ένα εσωτερικό, ελεύθερο μέτρο και ρυθμό. Αναφέρω ενδεικτικά τα ποιήματα Καζαμίας και Άτιτλο που, χωρισμένα σε τετράστιχα και δίστιχα αντιστοίχως, διαθέτουν πιο ξεκάθαρη μουσικότητα, ενώ θεματολογικά είναι πιο ανάλαφρα, επιδίδονται σε ένα μετρικό παιγνίδισμα με τους μήνες και τις εποχές. Το Άτιτλο παραπέμπει χαλαρά στην τεχνική του χαϊκού. Το Άσε με, ένα καθαρά ερωτικό, ρυθμικό ποίημα γραμμένο σε τρίστιχα θυμίζει αναγεννησιακή βιλανέλα[26] και το Απόψε, επίσης αυστηρά γεωμετρημένο με επαναλαμβανόμενα μοτίβα στις στροφές ακολουθεί τους δρόμους του παντούμ[27].

Από πλευράς στυλιστικής και λεκτικής επιλογής, ο ποιητής αντλεί από ένα συναρπαστικό γλωσσικό θησαυροφυλάκιο. Αντιλαμβάνομαι πόσο άχαρο –και μάταιο- έργο είναι ο «διαμελισμός» της ποίησης σε διακριτά μέρη, η ξεχωριστή αναφορά σε ύφος και θεματική. How can we know the dancer from the dance?[28] Έγραψε ο W.B.Yeatsπώς να ξεχωρίσεις τον ποιητή από τον χορό; Κάθε ποίημα είναι ένα ζωντανό σώμα, η οργανική συναρμογή του το καθιστά ενιαίο, καθ` ολοκληρίαν βίωμα. Το ποιητικό «αντικείμενο» διαστέλλεται σε σύμβολο για να επανακτηθεί στις διαστάσεις του μεταμορφωμένο, καινό, «πρωτόφαντο», όπως δηλώνει ο Σέλεϋ στην αποστροφή που όχι τυχαία εισάγει αυτό το σημείωμα. Παραθέτω απόσπασμα ενδεικτικό αυτής της κυκλοτερούς γλωσσικής φοράς από το «Η αμφιθυμία του λευκού νάνου»: «…Αίφνης, στο κενότερο των κιβωτίων ανακαλύπτω / το απώτατο τέλος του Πλειστοκαίνου / και το αμετάθετο του πλανητικού νεφελώματος / Την όθεν αναγκαιότητα της αλήθειας / του εν μέσω κιβωτίων παρόντος…» Από την πεζή οικειότητα του κιβωτίου ως αντικείμενο, γλιστρά στο χωροχρόνο του Πλειστόκαινου και ξανά στο «κιβώτιο» ως συνεκδοχή πλέον του πεπερασμένου.Ο Βρετανός ποιητής W.H.Auden είχε ορίσει τον ποιητή ως «κάποιον παθιασμένα ερωτευμένο με την γλώσσα». Ο Γερμενής τον παραφράζει ανεπίγνωστα, δηλώνοντας γητεμένος απ` το τραγούδι της σειρήνας του λόγου[29]. Την γητειά αυτή προδίδουν τα ποικίλα λεξιλογικά πεδία που αρδεύουν την συλλογή, προσδίδοντάς της ένα είδος γλωσσικής εικαστικότητας: Ο Τ.Γ. κορφολογεί λέξεις από την Κοσμογραφία, την Φυσική, την αρχαιοελληνική και βυζαντινή γραμματεία, λέξεις εξαίσιες, πολύτιμες σαν σπάνια πουλιά, τις εναλλάσσει σε αρμονική αντίστιξη με την ναυτική ιδιόλεκτο, την κεφαλληνιακή ντοπιολαλιά, εντάσσοντάς τες μελωδικά στο ποιητικό σώμα. Το δηλώνει άλλωστε και στο Απολογητικό υπόμνημα: «…Μ` αρέσουν οι κυρίες του λόγου οι ξεχασμένες / Γοητεύομαι να τους ξυπνώ την ομορφιά της εφηβείας / Η αμαρτία είναι γλυκιά να κλέβεις τα διαμάντια / απ` τα βυζαντινά ειλητάρια κι από ιωνικούς παπύρους…» Ενίοτε δημιουργεί οξύμωρα ή παραδοξολογήματα με συνδυασμούς όπως άθρησκος-ένθεος, παρηγοριά απαρηγόρητη[30], θυμοί αστεφάνωτοι[31], τα οποία στην πραγματικότητα, εισάγοντας το στοιχείο της ειρωνείας και της έκπληξης, εντείνουν την ποιητική αίσθηση και φιλοτεχνούν ιδιάζοντα γλωσσικά τοπία.

Λόγε μου άχραντε εκέκραξά σε[32] 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μεταγλωσσική λειτουργία, που δημιουργεί επαναλαμβανόμενα ποιητικά μοτίβα στο έργο: έτσι όπως συχνά, και ανέκαθεν, από τον Όμηρο ακόμα, οι δημιουργοί επικαλούνται την Μούσα, ο Τ.Γ. επικαλείται την ίδια την Γλώσσα, της απευθύνεται, συνδιαλέγεται μαζί της, παλεύει με τα όριά της, την λατρεύει και την μάχεται, αναγνωρίζει την παντοδυναμία της αλλά και εξερευνά τα σύνορα του άρρητου. Στο ποίημα Υπερθετικός λόγος, αναμετράται προκλητικά με το κλισέ «μια εικόνα χίλιες λέξεις» και υπερβαίνει την χρεοκοπία των αισθήσεων που οι μουσικές κι οι ζωγραφιές εξαντλούνται, με τον λόγο, που χωρίς τη φωνή δεν υπάρχει ο κόσμος. Προεκτείνοντας την περίφημη ταύτιση των ορίων της γλώσσας με τα όρια του κόσμου από τον Βιτγκενστάϊν, παίζει με το μεταίχμιο του «μετά τα όρια», εκεί που η γλώσσα ξεπερνά τον εαυτό της: «…Κι ακόμα δεν έχεις τελειώσει… / ίσως δυο τρεις λέξεις ακόμα…» «Υπό την απειλή της σιωπής» «Δεσμώτης των γραμμών και των ειδώλων του / ο λόγος ασφυκτιά μέσα στη γραπτή γραμμική του». Η γλώσσα είναι έρωτας, –ο λόγος φιλήδον` αφήνεται στις ορέξεις της γλώσσας- πατρίδα, –είσαι η φύτρα μάνας γης[33]μεταφυσική, –Ελέησόν με Ποίηση, ότι ήμαρτόν σοι[34] και εσαεί παρούσα, ακόμα και μετά τα όριά της, ακόμα κι όταν εξαντλείται: Βυθιζόμαστε σε μια σιωπή από λέξεων μάγμα[35], αλλά και απ` τη δική σου άντλησαν δύναμη να φτάσουν τ` άρρητα[36].

Το δαχτυλίδι, έτσι κι αλλιώς, δεν το βρήκε κανείς[37]

Ένα ακόμα αξιομνημόνευτο γνώρισμα της συλλογής είναι η διακειμενικότητα, άλλοτε εμφανής, όταν ο Τ.Γ. απευθύνεται με Γράμματα στον Κόλια στον Νίκο Καββαδία, άλλοτε έμμεση όταν ο Αρθούρος Ρεμπώ εμφανίζεται μετωνυμικά ως Επτάχρονος ποιητής των Αρδεννών άλλοτε κρυπτικά, οπότε ο αναγνώστης μπορεί μόνο να υποθέσει. Τα ποιήματα με τον συλλογικό τίτλο Γράμματα στον Κόλια, εκτός από την αυτονόητη στον Καββαδία θεματολογία του ταξιδιού ή τον τίτλο Μαντζουρία (η γενέτειρά του) που φέρει ένα από αυτά, «σκιάζονται» επιπλέον και από το γνώριμο ποιητικό του «ημίφως», έχουν την οσμή του καραβιού και την γεύση του αποτσίγαρου· κάποια ακολουθούν χαλαρά τον οικείο δεκαπεντασύλλαβό του. Δεν μιμούνται τον ποιητή, τον προεκτείνουν στο σήμερα, τον «θυμίζουν» με έναν απολύτως προσωπικό τρόπο. Όσο για το Ο Κόλιας πέθανε, είναι ολόκληρο ένα hommage στον Καββαδία, διάστικτο από λέξεις ποιημάτων του: κάβους, ποστάλια, Συμπληγάδες, φανάρια, πούσι…Το «Στον επτάχρονο ποιητή των Αρδεννών» είναι με τη σειρά του hommage στον Αρθούρο Ρεμπώ, με αισθητικές αναφορές στην μικρής έκτασης αλλά πυρηνικής έντασης ποίηση του Γάλλου και στον ταραχώδη βίο του και με πλήθος «κωδικές» αναφορές: Ο τίτλος παραπέμπει ξεκάθαρα στην γενέτειρά του και στο ποίημά του “Οι επτάχρονοι ποιητές”, ενώ η φράση ας μη βρήκε το δαχτυλίδι στους στίχους από το «Μια εποχή στην Κόλαση» “Θέλετε να εξαφανιστώ; Να βουτήξω να βρω το δαχτυλίδι;” Η φαντασία του διψασμένου φέρνει στο νου το “Κύριε, φοβάμαι, διψάω πολύ, διψάω[38] και το ποίημα Φωνήεντα (Les Yoyelles) του Ρεμπώ θα μπορούσε να συνομιλεί με την ακινησία των ορφανών συμφώνων του Τ.Γ.Και οι διακειμενικές συνάψεις δεν έχουν τέλος: Στην Καμπάνα τ` Αη Σπυρίδωνα το «Περί του Ενυπνίου» του Παρρησιάδη Αληθίωνα (ψευδώνυμο του Λουκιανού Σαμοσατέα) παρεισφρέει στην αργοστολιώτικη νύχτα και ο ψυχοπομπός από τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του, εισπράττει τα πορθμεία. Το Τι υπέροχος σεισμός συνδιαλέγεται έξοχα και υπαινικτικά με το Περιμένοντας τους βαρβάρους και τα Τείχη του Καβάφη: Τα παραπήγματα χρειάζονται τείχη, / που δεν αφήνουν να βλέπεις το πέλαγος / Εξάλλου, δεν ενδιαφέρουν και τους βαρβάρους… Στο Θαλασσόμαχοι της ανεσταλμένης τρικυμίας ανιχνεύουμε πολλαπλές διαθεματικές στιβάδες: Είναι ένα από τα Γράμματα στον Κόλια –μια σύγχρονη ελεγεία στην ανθρώπινη ματαιότητα, με τον μετρικό τρόπο και την πεσιμιστική διάθεση του Καββαδία. Το μότο του Led by the stillness of the night[39] του Edward Young είναι μότο και ενός άλλου ποιήματος – «παλίμψηστου»: του εξόχως διακειμενικού Πολλές φορές την νύκτα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Θα μπορούσε να είναι τυχαίο, αλλά πιστεύω ότι δεν είναι, μάλλον ο Τ.Γ. θέλησε να αποτίσει έναν πολλαπλό φόρο τιμής… Αξίζει επίσης να επισημανθεί η αναφορά στις Γάτες του Αη Νικόλα του Σεφέρη[40] καθώς και το αφιερωμένο στον Ρίτσο Φυματίωση[41].

Κλείνοντας, θα σταθώ στο πεζό κείμενο Capax Infiniti που «σφραγίζει» την συλλογή, επιχειρώντας μια εννοιολογική σύνοψη των ποιημάτων· μιλά για την ιαματική λειτουργία της Ποίησης και για την Τέχνη ως απόδραση· για την ένοχη παρουσία του Εγώ, που καιροφυλακτεί πίσω από κάθε δημιουργία· για τους δύο «αφεντάδες» που υπηρέτησε ο ποιητής στο βίο του, την Τέχνη και την επιστήμη του και για την αίσθηση του ανεπαρκούς και ανολοκλήρωτου και στις δύο ιεροφαντίες· για την ελλιπή, σχεδόν «παράνομη» παρουσία της Τέχνης στην ζωή του –την ντρέπομαι για τα κρυφά ραντεβουδάκια μας. Ξορκίζει τους δαίμονες που στοιχειώνουν τον διάπλου της ζωής και ιερουργεί «κατά τον δαίμονα εαυτού»· δηλώνει ό,τι αγάπησε και πίστεψε ως μόνη περιουσία, τον Λόγο ως μόνο αντίδοτο στην φθορά και στην λήθη και την Ποίηση ως μόνη δυνατότητα χειραφέτησης από τα ανθρώπινα όρια. Εν κατακλείδι…

ετούτο το ευχέλαιο πριν από την αναχώρηση με λυτρώνει. Πιστεύω πως δε θ` αφήσει κανένα ποντικό πάνω στο καράβι.

Κατερίνα Θεοδωράτου

Θεατρολόγος

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 8/2/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA



[1] Δύο από τα πιο σημαντικά έργα – προϊόντα των μελετών του Δαρβίνου. Στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Γκοβόστη 2006 και 2007 αντίστοιχα.

[2] Στίχος από το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής «Υπερθετικός λόγος»

[3] Από το ποίημα Παγκοσμίωση

[4] Από το ποίημα Θεωρία σχετικότητας

[5] Ό.π.

[6] Στο ποίημα Μετασεισμική φρυκτωρία

[7] Αναφέρεται στο ποίημα Στο λόγο μου

[8] Από το Καληνύχτα

[9] Από το Crescendo

[10] Από το Άσε με

[11] Από το Capax Infiniti

[12] Στο Τι υπέροχος σεισμός

[13] Από την Αμφιθυμία του λευκού νάνου

[14] Ό.π.

[15] Στο Θαλασσόμαχοι της ανεσταλμένης τρικυμίας

[16] Από το Carthago delenda est

[17] Στο Απλώς πολίτης

[18] Από το Δελτίο των καιρών

[19] Από το Η καμπυλότητα του χρόνου

[20] Στο Ο Κόλιας πέθανε

[21] Στο Εξουσία

[22] Από το πεζό Capax Infiniti

[23] Στο Η καμπάνα τ` Αη Σπυρίδωνα

[24] Πιστεύεται ότι είναι το νησί της ενέδρας των μνηστήρων με σκοπό το φόνο του Τηλέμαχου κατά το γυρισμό του από την Πύλο.

[25] Από το ποίημα Απολογητικό υπόμνημα

[26] Στην ιταλική, λαϊκή ποίηση, εύθυμο ρυθμικό ποίημα σε τρίστιχα (15ος-16ος αι.)

[27] Ρυθμικό ποίημα με μοτίβα. Προέρχεται από τη λαϊκή Μαλαισιανή παράδοση

[28] Among School Children, Yeats, 1996: 215

[29] Στο Ότι εποίησά με

[30] Στο Μια αγάπη δρόμος

[31] Στο Απλώς πολίτης

[32] Από το ποίημα Στο λόγο μου

[33] Ό.π.

[34] Στο Ότι εποίησά με

[35] Στο Καληνύχτα

[36] Από το Στο λόγο μου

[37] Στο Capax Infiniti

[38] Από το «Νύχτα Κόλασης» στο Μια εποχή στην Κόλαση, μτφρ. Χριστόφορου Λιοντάκη

[39] Από το ποιητικό έργο “Night thoughts on Life, Death, & Immortality”(1742) που θεωρείται ότι επηρέασε βαθιά τον Σουρεαλισμό

[40] Στο Capax Infiniti

[41] Το ποίημα είναι αφιερωμένο στην μνήμη του πατέρα του Τάσου Γερμενή, ο οποίος νοσηλεύτηκε μαζί με τον Γ. Ρίτσο στο σανατόριο της Πάρνηθας (η πληροφορία από τον ίδιο τον Τ.Γ.)