ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ε. ΓΕΡΜΕΝΗΣ:Η επικοινωνία της επιστήμης στην εποχή της μετα-αλήθειας(Β΄& τελευταίο μέρος)

Από μόνες τους, όμως, οι ανακαλύψεις δεν μπορούν να καλύψουν το όρισμα και τους ουσιαστικούς στόχους της Επιστήμης. Καλύπτουν, ως ένα σημείο μόνο, την αναφορά της στον άνθρωπο και πολύ λίγο την εξίσου απαραίτητη αναφορά της στην αλήθεια και το χρόνο. Εκτός από τις ανακαλύψεις, η Επιστήμη έχει ανάγκη από μια θεωρητική γνωσιακή υποδομή που της επιτρέπει να διαμορφώνει θέση και άποψη για τη μορφή που παίρνει εκάστοτε η συγκροτημένη πραγματικότητα. Συγκρίνοντας την αποτελεσματικότητα των 10 εγκεκριμένων φαρμάκων με την μεγαλύτερη κυκλοφορία στις ΗΠΑ, βρέθηκε ότι σε κάθε έναν άρρωστο που ωφελούν, αντιστοιχούν 3-24 άλλοι, στους οποίους δεν έχουν καμιά θεραπευτική δράση. Πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική περίπτωση, όπου το έλλειμμα της επιστημονικής θεωρίας είναι εμφανές, όπως είναι και το κόστος του για τις δυτικές κοινωνίες. Η εμπλοκή επομένως της επιστημονικής παραγωγής με την οικονομία και η απουσία συμπαγούς θεωρητικής υποδομής ακυρώνει, περισσότερο ή λιγότερο κατά περίπτωση, την ουμανιστική διάσταση των ανακαλύψεων και, κατά συνέπεια, την εγκυρότητα της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία.

Πέραν τούτου, οι ανακαλύψεις δεν έχουν απαραίτητα την ανάγκη επιστημονικής θεωρητικής υποδομής. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν τα εμβόλια, τα οποία κατ’ αρχήν δεν ήταν επιστημονική ανακάλυψη. Η ανοσολογία άρχισε να αναπτύσσεται περίπου έναν αιώνα μετά από την ανακάλυψη των εμβολίων και σε σημαντικό βαθμό οφείλει τη διαμόρφωσή της ως ανεξάρτητη επιστήμη της ζωής στην ανακάλυψη των εμβολίων που είχε προηγηθεί.

Προσκολλημένη στις ανακαλύψεις της, η Επιστήμη σήμερα έφτασε να μην έχει ή να δυσχεραίνεται να προβάλει τη δική της άποψη για την κοινωνική πραγματικότητα, όπως δεν έχει και η τεχνολογία. Κατ’ αντιστοιχία με τα μαθηματικά των αρχαίων Αιγυπτίων που εξυπηρετούσαν θαυμάσια τις ανάγκες της γεωργικής παραγωγής, αλλά δε ήταν η επιστήμη των μαθηματικών που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Επιστήμη σήμερα αναφέρεται κατ’ ευθείαν στην οικονομία παραμερίζοντας όλο και περισσότερο τον άνθρωπο. Κατά συνέπεια, και το επικοινωνιακό διακύβευμα της σύγχρονης Επιστήμης είναι εν τέλει οικονομικής τάξεως και δεν μπορεί να προάγεται παρά μόνο με ανάλογους όρους.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της σύγχυσης που μπορεί να προκαλέσει η εμπλοκή οικονομικών παραμέτρων στην επικοινωνιακή διαχείριση της Επιστήμης, αποτελεί η αντιφατική αξιοδότηση πολλών ανακαλύψεων, όπως π.χ. διαφόρων θεραπευτικών παρεμβάσεων. Η σύγχρονη ιατροτεχνολογία έχει τη δυνατότητα να παρατείνει την επέλευση του θανάτου διατηρώντας τεχνικά τη λειτουργικότητα της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος. Εφόσον η χρήση αυτής της δυνατότητας επαφίεται στην κρίση του συγκεκριμένου γιατρού, η εφαρμογή της ανεξαρτήτως ηλικίας καθίσταται κριτήριο καταξίωσης αυτής της τεχνολογίας, παρότι ενδέχεται να παραβιάζει την ιεράρχηση των σχετικών αναγκών στον δεδομένο κοινωνικό χώρο. Ο γιατρός, δηλαδή, αποφασίζει και κρίνεται από την απόφαση της στιγμής να νοσηλεύσει στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας έναν υπέργηρο ασθενή με ελάχιστες πιθανότητες ανάκαμψης. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή ενδέχεται να αποκλείσει από την παροχή της συγκεκριμένης φροντίδας ένα νεαρό άτομο που θα την χρειαστεί αμέσως μετά και θα έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, δεν επικοινωνείται και δεν προσμετράται. Η καταξίωση της Επιστήμης, όμως, είναι κοινωνικό και όχι ψυχολογικό μέγεθος, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατ΄ αντιστοιχία ορίζεται, φυσικά, και η ηθική της Επιστήμης έναντι της ατομικής ηθικής των λειτουργών της.

4.2. Η κοινωνική υποστήριξη της έρευνας

Ένα σημαντικό κίνητρο για την ανάπτυξη ολοένα και ισχυρότερων σχέσεων μεταξύ Επιστήμης και ΜΜΕ είναι η χρησιμοποίηση των τελευταίων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η υποστήριξη του κοινού προς την επιστημονική έρευνα. Όσο περιορίζεται η χρηματοδότηση της έρευνας από τους δημόσιους φορείς, τόσο οι επιστήμονες καταφεύγουν στην αναζήτηση υποστήριξης από κοινωνικούς παράγοντες ή οργανώσεις και σε μεθοδεύσεις «πώλησης της επιστήμης τους στο κοινό». Βασική παράμετρο της επιτυχίας αυτών των προσπαθειών αποτελεί η κοινωνική συνάφεια των ερευνητικών τομέων και η προβαλλόμενη κοινωνική ανάγκη. Τυπικά, το πρότυπο επικοινωνίας που εξυπηρετεί τέτοιου είδους προσπάθειες, επαναλαμβάνεται τακτικά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης νέων ερευνητικών τομέων που έχουν τέτοια χαρακτηριστικά. Στην αρχή, υπάρχουν τρομερές προειδοποιήσεις στα ΜΜΕ σχετικά με έναν κίνδυνο, αν όχι μια καταστροφή. Οι επιστήμονες υπόσχονται να βρουν λύσεις, για τις οποίες αναζητούν ερευνητικούς πόρους. Μόλις το νέο ερευνητικό πεδίο καθιερωθεί, ξεκινά τον κύκλο της ζωής του, η γνώση αυξάνεται αλλά σιγά-σιγά γίνεται πιο εξειδικευμένη κι όλο πιο άσχετη με τη λύση του αρχικού προβλήματος. Η τακτική αυτή, βέβαια, υποκρύπτει έναν «κίνδυνο επικοινωνίας» που μοιάζει με το μύθο της Κασσάνδρας. Οι αρχικές προειδοποιήσεις, από ένα σημείο και μετά, παραβλέπονται, αφού δεν υπάρχει τρόπος να επαληθευτούν. Έτσι, η επιστήμη, ως σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης της κοινωνίας, εξουδετερώνεται και αγνοείται σαν μια φωνή ανάμεσα σε πολλές άλλες. Έτσι, η χρήση των ΜΜΕ με στόχο τη δημόσια υποστήριξη της έρευνας είναι καταδικασμένη να αποτύχει, ενώ, αντ ‘ αυτού, ενισχύει την υποψία ότι οι επιστήμονες έχουν τη δική τους κρυφή ατζέντα και θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια αξιοπιστία τους.

5. Καινοτόμες προσεγγίσεις

5.1. Ανοικτή Επιστήμη

Η Ανοικτή Επιστήμη (Open Science) είναι ένα κίνημα που αποσκοπεί σε μια περισσότερο ανοιχτή, προσβάσιμη, αποτελεσματική, δημοκρατική και διαφανή Επιστήμη. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου κινήματος υπαγορεύεται κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι η ανοικτότητα και η διαφάνεια αποτελούν βασικά συστατικά της ηθικής της Επιστήμης, αλλά και το θεμέλιο της κοινωνικής εντολής προς την Επιστήμη να παράγει και να μεταδίδει νέες έγκυρες γνώσεις. Κατά συνέπεια, στο επίκεντρο του κινήματος βρίσκεται η πεποίθηση ότι η έρευνα σε όλους τους τομείς, από τις φυσικές έως τις ανθρωπιστικές επιστήμες, πρέπει να διενεργείται σε διάλογο με την κοινωνία, θέση που ανάγει την ανοικτότητα σε βασική οργανωτική αρχή της επιστημονικής πρακτικής. Πέραν τούτου, βασική προκείμενη του κινήματος της Ανοικτής Επιστήμης αποτελούν οι σύγχρονες, εξαιρετικά πιεστικές κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις και οι καινοτόμες και βιώσιμες λύσεις, τις οποίες απαιτούν. Οι υποστηρικτές του κινήματος θεωρούν ότι οι λύσεις αυτές προϋποθέτουν αποτελεσματικές και διαφανείς προσπάθειες, όχι μόνον εκ μέρους της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και από ολόκληρη την κοινωνία.

Για την επιτυχία, όμως, μιας τέτοιας προσπάθειας, για να διασφαλιστεί δηλαδή ότι η Επιστήμη ωφελεί πραγματικά τους ανθρώπους και τον πλανήτη, χωρίς ν’ αφήνει πίσω κανέναν, πρέπει να αλλάξει ολόκληρη η επιστημονική διαδικασία. Οι θεαματικές εξελίξεις που συμβαίνουν στον ψηφιακό κόσμο διευκολύνουν τη μετάβαση στην εποχή της Ανοικτής Επιστήμης επιτρέποντας στις επιστημονικές πληροφορίες και στα ερευνητικά δεδομένα να είναι ευρύτερα προσβάσιμα (ανοικτή πρόσβαση) και να αξιοποιούνται πιο αξιόπιστα (ανοικτά δεδομένα) με την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων (ανοικτότητα στην κοινωνία). Ενθαρρύνοντας την Επιστήμη να συνδέεται περισσότερο με τις κοινωνικές ανάγκες και προωθώντας ίσες ευκαιρίες για όλους (επιστήμονες, καινοτόμους, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και πολίτες), η Ανοιχτή Επιστήμη μπορεί να είναι ένας μεσολαβητής που καλύπτει το δικαίωμα των ανθρώπων στην Επιστήμη και γεφυρώνει τα κενά της επιστήμης, της τεχνολογίας και της καινοτομίας που υπάρχουν μεταξύ και εντός των διαφόρων χωρών.

Ωστόσο, το παγκόσμιο επιστημονικό και πολιτικό περιβάλλον εμφανίζεται ιδιαίτερα κατακερματισμένο, με αποτέλεσμα να μη μπορεί ακόμη να επιτευχθεί η κατανόηση της έννοιας, των ευκαιριών και των προκλήσεων της Ανοιχτής Επιστήμης. Πολύ δε περισσότερο, υστερεί ακόμη σημαντικά η οικοδόμηση της απαιτούμενης παγκόσμιας συναίνεσης για την Ανοιχτή Επιστήμη, συμπεριλαμβανομένου ενός κοινού ορισμού και ενός σώματος αξιών και προτάσεων για δράση. Οι βασικοί λόγοι είναι, πρώτον, η αδράνεια που παρουσιάζει το κλασικό παράδειγμα λειτουργίας της Επιστήμης και, δεύτερον, οι εν πολλοίς απρόβλεπτες παρενέργειες των πρακτικών του νέου παραδείγματος.

Όσον αφορά το πρώτο, ιστορικά, την κουλτούρα της επιστήμης χαρακτήριζε μια μοναχική έως και αποκρυφιστική συμπεριφορά. Η αρχική έλλειψη συνεργασιμότητας μεταξύ των ερευνητών που εργάζονταν απομονωμένοι στα εργαστήριά τους, συνεχίστηκε την εποχή που η Επιστήμη κυριάρχησε, λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των επιστημόνων είτε σε επίπεδο πόρων είτε σε επίπεδο ανταγωνισμού αναφορικά με τις ανακαλύψεις. Παραδοσιακά, η Επιστήμη επιβραβεύει μόνο τους επιστήμονες που κάνουν πρώτοι τις ανακαλύψεις και δημοσιεύουν πρώτοι τα ευρήματά τους. Έτσι, παρατηρείται αντίσταση ως προς τη μετακίνηση από τις «κλειστές» πρακτικές που προστατεύουν το απόρρητο των ιδεών προς ένα νέο παράδειγμα που υπόσχεται την ανταμοιβή της διαφάνειας και της κοινής χρήσης.

Το Florida Journal of Entomology ήταν το πρώτο επιστημονικό που, το 1998, έδωσε τη δυνατότητα ανοικτής πρόσβασης (Open Access) σε άρθρα, οι συγγραφείς των οποίων κατέβαλαν το αντίστοιχο κόστος. Η πρακτική αυτή επεκτάθηκε σύντομα και, μετά από μια δεκαετία (2008), οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι διαθέτουν κάποιας μορφής ανοικτή πρόσβαση των περιοδικών τους. Τόσα χρόνια μετά, όμως, και ενώ έχουν συμπληρωθεί πάνω από 350 χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου επιστημονικού περιοδικού, το κατεστημένο σύστημα επιστημονικών δημοσιεύσεων παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερό. Ακόμη δεν έχει συμβεί κάποια αλλαγή στο χώρο που να φέρει τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής επανάστασης. , Γενικώς, η επιστημονική επικοινωνία κατά τη διάρκεια των αιώνων έχει αλλάξει μόνο οριακά, διαθέτοντας εντός του επιστημονικού χώρου κάποιου βαθμού ανοικτότητα, αλλά παραμένοντας σχεδόν το ίδιο κλειστή προς το εξωτερικό.

Εκτός, όμως, από την αδράνεια που παρεμποδίζει τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος Ανοικτής Επιστήμης, δεν είναι λίγες και οι παρενέργειες των πρακτικών που έχουν προταθεί μέχρι τώρα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λεγόταν ότι η προσπάθεια για ανοικτότητα και διαφάνεια της επιστημονικής λειτουργίας και των προϊόντων της έχουν μεταβληθεί σε έναν ανελέητο αγώνα για τον έλεγχο της πληροφορίας και της γνώσης. Όταν ο Tim Berners-Lee δημιούργησε τον Παγκόσμιο Ιστό (World Wide Web), η πρόθεσή του ήταν να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα επιτρέπει στους ερευνητές να μοιράζονται το έργο τους. Μέχρι τώρα, όμως, οι πρακτικές της επιστημονικής επικοινωνίας συνεχίζουν να βρίσκονται πολύ μακριά από το μοντέλο της αποκέντρωσης που μπορεί να υποστηρίξει ο Παγκόσμιος Ιστός. Επιπλέον, η εύκολη προσπέλαση μιας τεράστιας ποσότητας διασυνδεδεμένων δεδομένων που επιτυγχάνεται μέσω του Παγκόσμιου Ιστού προκαλεί μια σειρά ανεπιθύμητων συνεπειών. Οι πλατφόρμες του διαδικτύου που βασίζονται στα δεδομένα και στην ανάλυσή τους έχουν οδηγήσει στην επικράτηση ενός περιορισμένου αριθμού κοινωνικών δικτύων, υπηρεσιών αγορών και μηχανών αναζήτησης με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός μονοπωλιακού περιβάλλοντος. Ήδη στο χώρο των ερευνητικών πληροφοριών γίνεται διαπραγμάτευση συμβολαίων με de facto όρους και προϋποθέσεις για τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών ανάλυσης δεδομένων.

Μια άλλη χαρακτηριστική παρενέργεια της εφαρμογής δράσεων της Ανοικτής Επιστήμης έχει σχέση με τα περιοδικά Ανοικτής Πρόσβασης. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει μεταθέσει το κόστος των επιστημονικών δημοσιεύσεων από τους αναγνώστες/καταναλωτές προς τους συγγραφείς/ παραγωγούς της γνώσης. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια συνθήκη που αφήνει σημαντικά περιθώρια μεροληψίας ως προς την κρίση των υπό δημοσίευση άρθρων.

5.2. Η Επιστήμη των Πολιτών

Η Ανοικτή Επιστήμη αποτελεί μεν ένα πλαίσιο προσδιορισμού του τρόπου, με τον οποίο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι επιστήμονες, αλλά ταυτόχρονα καθορίζει και το περίγραμμα ενασχόλησης και εμπλοκής του κοινού με την Επιστήμη, σε μια προσπάθεια επανεξέτασης και επαναπροσδιορισμού της σχέσης της Επιστήμης με ευρύτερους κοινωνικούς στόχους. Κάτω από την ομπρέλα της Ανοικτής Επιστήμης αναπτύσσεται ένα πλέγμα δραστηριοτήτων που αποσκοπεί να διευρύνει τη συμμετοχή του κοινού στην Επιστήμη και να προάγει την ανάπτυξη εναλλακτικών μοντέλων παραγωγής γνώσης. Πρόκειται για την αποκαλούμενη Επιστήμη των Πολιτών (citizen science), η έννοια της οποίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1995 στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφερόμενη σε ένα παράδειγμα συγκαθορισμού των ερευνητικών στόχων από επαγγελματίες επιστήμονες και από το κοινό. Σχεδόν ταυτόχρονα ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα του Cornell Lab of Ornithology στις ΗΠΑ, στα οποία συμμετείχαν άτομα εκτός του επιστημονικού προσωπικού του συγκεκριμένου εργαστηρίου.

Μεσολάβησαν διάφορες εκδοχές και χρήσεις του όρου από κυβερνητικούς φορείς και από όργανα λήψης πολιτικών αποφάσεων, με λιγότερη ή περισσότερη συνάφεια με την αρχική του έννοια, ώσπου το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τον ορισμό του Oxford English Dictionary, σύμφωνα με τον οποίο η Επιστήμη των Πολιτών ορίζεται ως «το επιστημονικό έργο που αναλαμβάνουν μέλη της κοινωνίας, συχνά σε συνεργασία ή υπό τη διεύθυνση επαγγελματιών επιστημόνων και επιστημονικών ιδρυμάτων». Σημειώνεται, επίσης, ότι «η Επιστήμη των Πολιτών συνδέεται συχνά με την επιστημονική εκπαίδευση ή με διάφορες άλλες μορφές δημόσιας εμπλοκής της Επιστήμης». Για τη συμπλήρωση αυτού του ορισμού η European Citizen Science Association έχει διαμορφώσει τις Δέκα Αρχές της Επιστήμης των Πολιτών (Ten Principles of Citizen Science) που φαίνονται στον πίνακα 1.

Στις ΗΠΑ, το 2017 στον US Citizen Science and Crowdsourcing Act, υιοθετήθηκε ένας ευρύτερος ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο η Επιστήμη των Πολιτών είναι μια διαδικασία όπου «το κοινό συμμετέχει εθελοντικά στην επιστημονική διαδικασία, αντιμετωπίζοντας προβλήματα του πραγματικού κόσμου με τρόπους που μπορεί να περιλαμβάνουν τη διατύπωση ερευνητικών ερωτημάτων, τη διεξαγωγή επιστημονικών πειραμάτων, τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων, την ερμηνεία αποτελεσμάτων, την πραγματοποίηση νέων ανακαλύψεων, την ανάπτυξη τεχνολογιών και εφαρμογών και την επίλυση σύνθετων προβλημάτων».

Η Ανοιχτή Πρόσβαση στα ερευνητικά δεδομένα, που αποτελεί το πιο διαδεδομένο μέχρι στιγμής ζήτημα της Ανοικτής Επιστήμης, αποτελεί επίσης, αναμφίβολα, κεντρικό θέμα της Επιστήμης των Πολιτών. Η Επιστήμη των Πολιτών, όμως, όπως φαίνεται και από τους παραπάνω ορισμούς της, αντιπροσωπεύει κάτι πολύ περισσότερο. Στην πραγματικότητα, είναι μια πρόταση που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η Επιστήμη, εμπλεκόμενη σε όλες τις διαδικασίες της έρευνας, από τη διαμόρφωση των υποθέσεων και τον σχεδιασμό έως τη διεξαγωγή της έρευνας και τη διάδοση των αποτελεσμάτων. Η Επιστήμη των Πολιτών προτείνει επίσης την ανοικτή επιστημονική επικοινωνία με τη χρήση διαφόρων μέσων καθόλη τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας. Αυτή η νέα συνεργασία με τα ΜΜΕ, ειδικότερα, απαιτεί νέες μορφές συνεργασιών και τείνει να οδηγήσει σε μια διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά την παραγωγή ειδήσεων.

ΠΙΝΑΚΑΣ. Οι Δέκα Αρχές της Επιστήμης των Πολιτών (Ten Principles of Citizen Science) που διαμορφώθηκαν από την European Citizen Science Association.

_________________________________________________________________________________________________________

1.Τα ερευνητικά προγράμματα της Επιστήμης των Πολιτών εμπλέκουν ενεργά τους πολίτες σε επιστημονικές προσπάθειες που παράγουν νέα γνώση.

Οι πολίτες μπορούν να λειτουργούν ως συνεργάτες ή ως επικεφαλής του έργου και να έχουν ουσιαστικό ρόλο στο έργο.

2.Τα έργα της Επιστήμης των Πολιτών έχουν ένα αληθές επιστημονικό αποτέλεσμα.

Για παράδειγμα, την απάντηση σε ένα ερευνητικό ερώτημα, αποφάσεις διαχείρισης ή κάποια περιβαλλοντική πολιτική.

3.Τόσο οι επαγγελματίες επιστήμονες όσο και οι πολίτες επιστήμονες επωφελούνται από τη συμμετοχή τους.

Τα οφέλη μπορεί να περιλαμβάνουν τη δημοσίευση ερευνητικών αποτελεσμάτων, ευκαιρίες μάθησης, προσωπική απόλαυση, κοινωνικές παροχές, ικανοποίηση μέσω της συμβολής στην παραγωγή επιστημονικών ενδείξεων, π.χ. αναφορικά με την αντιμετώπιση τοπικών, εθνικών ή διεθνών ζητημάτων, μέσω της οποίας δημιουργούνται δυνατότητες επηρεασμού της πολιτικής.

4.Οι πολίτες επιστήμονες μπορούν, αν το επιθυμούν, να συμμετέχουν σε πολλά στάδια της επιστημονικής διαδικασίας.

Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την διαμόρφωση του ερευνητικού ερωτήματος, το σχεδιασμό της μεθόδου, τη συλλογή και την ανάλυση των δεδομένων και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

5.Οι πολίτες επιστήμονες ενημερώνονται για την τύχη του ερευνητικού προγράμματος.

Για παράδειγμα, πώς χρησιμοποιούνται τα δεδομένα και ποια είναι τα ερευνητικά, πολιτικά ή κοινωνικά αποτελέσματα.

6.Η Επιστήμη των Πολιτών θεωρείται μια ερευνητική προσέγγιση όπως κάθε άλλη, με περιορισμούς και μεροληψίες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να ελέγχονται.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ερευνητικές προσεγγίσεις, η Επιστήμη των Πολιτών δίνει την ευκαιρία για μεγαλύτερη δημόσια συμμετοχή και εκδημοκρατισμό της Επιστήμης.

7.Τα δεδομένα και τα μεταδεδομένα του προγράμματος της Επιστήμης των Πολιτών διατίθενται στο κοινό και, όπου είναι δυνατόν, τα αποτελέσματα δημοσιεύονται σε μέσα ανοιχτής πρόσβασης.

Η δημόσια χρήση των δεδομένων μπορεί να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια ή μετά το έργο, εκτός αν υπάρχουν θέματα ασφάλειας ή απορρήτου που δεν το επιτρέπουν.

8.Οι πολίτες επιστήμονες αναφέρονται στα αποτελέσματα και τις δημοσιεύσεις του έργου.

9. Τα προγράμματα της Επιστήμης των Πολιτών αξιολογούνται για την επιστημονική τους απόδοση, την ποιότητα των δεδομένων, την εμπειρία των συμμετεχόντων και τον ευρύτερο κοινωνικό ή πολιτικό τους αντίκτυπο.

10.Οι συντονιστές των ερευνητικών προγραμμάτων της Επιστήμης των Πολιτών λαμβάνουν υπόψη νομικά και ηθικά ζητήματα που αφορούν τα πνευματικά δικαιώματα, την πνευματική ιδιοκτησία, τις συμφωνίες ανταλλαγής δεδομένων, την εμπιστευτικότητα, την απόδοση και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων.

_________________________________________________________________________________________________________

Η Επιστήμη των Πολιτών είναι επομένως τόσο ένας στόχος όσο και ένας παράγοντας της Ανοιχτής Επιστήμης. Συμβάλλει στην Ανοιχτή Επιστήμη με τη συμμετοχή των πολιτών στην έρευνα, διευρύνοντας τη διαδικασία παραγωγής νέων γνώσεων μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας. Με τη σειρά του αυτό, μέσω των ανοικτών πληροφοριών και της επικοινωνίας οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση της Επιστήμης. Η συμμετοχή στην Επιστήμη των Πολιτών, τέλος, ενδυναμώνει την ενεργό συμμετοχή στη χάραξη πολιτικών.

Ιστορικά, ευκαιρίες καινοτομίας υπήρχαν μόνο για μια μειοψηφία του πληθυσμού. Η Επιστήμη των Πολιτών «ανοίγει» την έρευνα στην κοινωνία παρέχοντας δυνατότητες καινοτομίας σε εκατομμύρια πολιτών παγκοσμίως. Η κοινωνία μαθαίνει, κατανοεί και συζητά επιστημονικές μεθόδους, πρότυπα και αξίες, αναπτύσσοντας τη συνολική επιστημονική της γνώση. Αυτό αυξάνει την ευαισθητοποίηση του κοινού για την αξία της επιστημονικής έρευνας, όσον αφορά την αντιμετώπιση προβλημάτων της καθημερινής ζωής αλλά και των παγκόσμιων προκλήσεων. Η Επιστήμη των Πολιτών μπορεί επομένως να επηρεάσει θετικά την κοινωνία παρέχοντας ευκαιρίες για μάθηση, ενδυνάμωση, απόλαυση της φύσης, κοινωνική δέσμευση αλλά και ενίσχυση του επιστημονικού κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά, η συνεργασία με μέλη της κοινωνίας δίνει στους επιστήμονες την ευκαιρία να κάνουν την έρευνά τους πιο σχετική με τα κοινωνικά προβλήματα και να επεκτείνουν τον αντίκτυπό της. Οι επαγγελματίες της Επιστήμης των Πολιτών γίνονται πρεσβευτές της Επιστήμης καθώς αλληλεπιδρούν άμεσα με μέλη της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται από την εμπειρογνωμοσύνη και τη γνώση των συμμετεχόντων. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη για νέες μορφές επιστημονικής επικοινωνίας, με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση της Επιστήμης με την κοινωνία και τους πολιτικούς στόχους και φιλοδοξίες.

6. Η πλάνη των αξιών

Η επιστημονική απάτη και οι συνέπειές της στη δημόσια γνώση της Επιστήμης είναι αποτέλεσμα της παραβίασης κοινών ηθικών κοινωνικών κανόνων. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο τρόπος με τον οποίο παρεμβαίνουν οι κοινωνικές αρχές και οι αξίες –οι πεποιθήσεις, οι προκαταλήψεις, οι προτιμήσεις κ.τ.τ.– στη λειτουργία της Επιστήμης, αλλά και ο βαθμός κατά τον οποίο επικοινωνείται αυτή η διαδικασία, αποτελεί σήμερα μια κρίσιμη παράμετρο της σχέσης της Επιστήμης με την κοινωνία. Και τούτο, επειδή η παρέμβαση των αξιών θέτει σε δοκιμασία την αντικειμενικότητα της Επιστήμης τη στιγμή που η Επιστήμη χρησιμοποιείται, ολοένα και περισσότερο, για να νομιμοποιήσει και να θεσπίσει δημόσιες πολιτικές που βασίζονται σε αξίες.

Οι αξίες παρεμβαίνουν τόσο στη διαμόρφωση των επιστημονικών θεωριών, όσο και στον έλεγχο της ορθότητάς τους, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν την ουδετερότητα και την αντικειμενικότητα της Επιστήμης. Αυτό είναι καθολικά αποδεκτό όσον αφορά τις κοινωνικές επιστήμες. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο επαναπροσδιορισμός των θεωριών από τα δεδομένα, οπότε, με βάση τα ίδια δεδομένα, δομούνται λογικώς ασύμβατες μεταξύ τους αλλά εμπειρικώς ισοδύναμες θεωρίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες στο βαθμό που αυτές στηρίζονται στην καθοδηγούμενη από τα δεδομένα (“data-driven”) έρευνα. Γενικώς, όμως, η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι οι φυσικές επιστήμες παραμένουν ανεπηρέαστες από την επίδραση των κοινωνιών αξιών, ότι λειτουργούν μέσα σ’ ένα περιβάλλον απόλυτης αντικειμενικότητας και ουδετερότητας και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ακριβείς επιστήμες (“exact sciences”).

Υπάρχουν, εντούτοις, πάρα πολλά παραδείγματα περί του αντιθέτου, τα οποία μάλιστα υποστηρίζουν τη θέση ότι αυτή η δογματική στάση παρεμποδίζει τις ανακαλύψεις και την καινοτομία. Ο Hempel αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου φαίνεται και η διαφορετική επίδραση των αξιών μεταξύ φυσικών και κοινωνικών επιστημών. «Όπως είναι γνωστό, στην ιατρική πράξη, δεδομένων των δυνητικά σοβαρών συνεπειών του ψευδώς αρνητικού, οι γιατροί κατά τη διαγνωστική διαδικασία δίνουν προτεραιότητα στις υποθέσεις σοβαρών νοσημάτων, διότι στην περίπτωση αυτή, οι συνέπειες του σφάλματος δεν είναι σοβαρές. Αντίθετα, το δικαστικό σύστημα προτιμά το ψευδώς αρνητικό (αθώωση ένοχου) από το ψευδώς θετικό (καταδίκη αθώου)». Τυπικό παράδειγμα αποτελεί, επίσης, ο σχετικισμός αναφορικά με τον ορισμό του επιπέδου στατιστικής σημαντικότητας στις διάφορες μελέτες, γεγονός που πάρα πολλές φορές απειλεί την εμπιστοσύνη προς τις ερευνητικές ενδείξεις (scientific evidence).

Παρά ταύτα, η αυξανόμενη νομιμοποιητική αποδοχή και χρήση της Επιστήμης εκ μέρους της κοινωνίας που επικρατεί κατά τη σημερινή εποχή της μετα-αλήθειας, προάγει μια δογματική αντίληψη της επιστημονικής γνώσης και επιδεινώνει τις συνέπειες της έλλειψης προβληματισμού σχετικά με το ρόλο των αξιών στις φυσικές επιστήμες. Η περίφημη αποστροφή του Αμερικανού αστροφυσικού Neil de Grasse Tyson ότι «η Επιστήμη είναι αλήθεια είτε πιστεύετε σ’ αυτήν είτε όχι» είναι αντιπροσωπευτική αυτής της επικρατούσας δογματικής προσέγγισης στη δημόσια γνώση της Επιστήμης. Πρόκειται για μια στάση που επιδεινώνεται διαρκώς, όσο τα προγράμματα σπουδών των φυσικών επιστημών τονίζουν την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα της επιστήμης και της επιστημονικής μεθόδου, ενώ συνήθως παρακάμπτουν θέματα, όπως η ιστορία της επιστήμης ή κεντρικά επιστημολογικά ζητήματα, που θα ενθάρρυναν την κριτική αντίληψη της επίδρασης των αξιών.

Αυτή η πρόκληση, την οποία προβάλει η εποχή της μετα-αλήθειας στις επιστημονικές ενδείξεις. δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με την ίδια στάση αυθεντίας και δογματισμού που τη δημιούργησαν. Τέτοιες στάσεις όχι μόνο δεν προάγουν την εμπιστοσύνη του κοινού προς την Επιστήμη, αλλά μάλλον ενισχύουν την υποψία ότι η Επιστήμη υιοθετεί ολοκληρωτικές στάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα. Ο φιλόσοφος Bruno Latour υποστηρίζει ότι το να παρουσιάζεται στο κοινό η διαδικασία παραγωγής των επιστημονικών ενδείξεων –συμπεριλαμβανομένης της βραδύτητας και των προβλημάτων της– είναι πιο πειστικό από το να προβάλλονται απλώς τα δεδομένα και οι ενδείξεις. Η παρουσίαση στο κοινό της διαδικασίας παραγωγής των επιστημονικών ενδείξεων δεν αφορά μόνο τα μειονεκτήματα της διαδικασίας: αφορά επίσης την ομορφιά της έρευνας και της αβεβαιότητας, σε αντίθεση με το δόγμα. Όπως το έθεσε η Kathleen Higgins, η κοινωνία θα πρέπει να ενημερώνεται για την «κοινωνική αποστολή της επιστήμης» και «τις πνευματικές της αρετές: την κριτική σκέψη, τη συνεχή έρευνα και την αναθεώρηση των πεποιθήσεων όταν πλέον προκύπτουν νέα αποδεικτικά στοιχεία». Η εμπιστοσύνη στην Επιστήμη μπορεί να γίνει πιο κριτική και λιγότερο τεχνική, και, συνεπώς, να επωφελείται από τις θετικές συνέπειες που προκαλεί η παρέμβαση των αξιών. Η επιστήμη δημιουργείται από ανθρώπους, ανθρώπους που καθοδηγούνται από την περιέργεια και την αναζήτηση γνώσης, η οποία περιλαμβάνει την κριτική του εαυτού μας. Όπως είπε ο Nietzsche: «…τρεις επευφημίες για τη Φυσική! Και ακόμα πιο δυνατές επευφημίες γι’ αυτό που μας ωθεί σ’ αυτήν, την εντιμότητά μας».

7. Επίλογος: Μαθήματα επικοινωνίας της Επιστήμης από την πανδημία COVID-19

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την προτροπή κάποιων παλιών φοιτητών μου μετά από μια συνέντευξη που είχα δώσει στον Σπύρο Μανουσέλη και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (12-13 Δεκ. 2020) με την ευκαιρία των επικοινωνιακών προβλημάτων που αναδύθηκαν κατά την πανδημία COVID-19. Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν επιχείρησα να περιγράψω τις διάφορες εκδοχές της επικοινωνίας της Επιστήμης με την κοινωνία, μέσα στο πλαίσιο της μεταξύ τους δυναμικής σχέσης όπως έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας. Προσπάθησα να καλύψω ολόκληρο το εύρος αυτής της διαδικασίας αποφεύγοντας όμως να θίξω τόσο τα σχετικά προβλήματα που αναδύθηκαν κατά την πανδημία COVID-19, όσο και το «δέον γενέσθαι», φοβούμενος την μάλλον αναπόφευκτη πολιτική τοποθέτηση.

Ωστόσο, παρότι η διαχείριση της επικοινωνίας της Επιστήμης προϋποθέτει πολιτική άποψη, οι επιμέρους πρακτικές της αντιπροσωπεύουν μια αναγκαιότητα ιδιαίτερα επιτακτική για την αντιμετώπιση προβλημάτων της τρέχουσας καθημερινότητας. Στο επίπεδο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η πανδημία COVID-19 έδωσε στην ανθρωπότητα πολύτιμα μαθήματα. Τα μαθήματα αυτά συνοψίζει η Kelleigh Greene ως ακολούθως:

Μάθημα 1: Η επικοινωνία του ρόλου και των περιορισμών της Επιστήμης

Η Επιστήμη δείχνει το δρόμο για την επίλυση πολλών προβλημάτων, όπως αυτά που προέκυψαν από την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, είναι ανακριβές να θεωρείται ότι η Επιστήμη είναι ο μοναδικός παράγοντας που καθοδηγεί τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Η Επιστήμη από μόνη της δεν μπορεί να προσδιορίσει τις πολιτικές αποφάσεις. Η Επιστήμη υπηρετεί την κοινωνία μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής, των αξιών, των προτεραιοτήτων και των οικονομικών παραμέτρων. Η λήψη αποφάσεων προϋποθέτει την εξισορρόπηση όλων αυτών των (μερικές φορές αντιφατικών) αναγκών από τις κυβερνήσεις. Απαιτείται αποτελεσματική επικοινωνία του τρόπου, με τον οποίο η επιστήμη καθοδηγεί την πολιτική και των ορίων των δυνατοτήτων της. Αυτό βελτιώνει τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, αυξάνει την υπευθυνότητα των υπευθύνων και συμβάλει μακροπρόθεσμα στη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού τόσο στην Επιστήμη όσο και στην πολιτική.

Μάθημα 2: Η επικοινωνία της αβεβαιότητας

Αν και τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας έχουν περιορισμένη γνώση ή εμπειρία της επιστημονικής μεθόδου, ο άνθρωπος έχει πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να αντιμετωπίζει αβεβαιότητες στη διαχείριση του κινδύνου από αυτή που του αναγνωρίζεται. Επικοινωνώντας αυτά που είναι γνωστά, όσα είναι ακόμα άγνωστα, αλλά και την προσπάθεια της Επιστήμης να βρει απαντήσεις, οι άνθρωποι προσαρμόζονται καλύτερα στις αλλαγές που απαιτούνται, καθώς εξελίσσεται η επιστημονική κατανόηση.

Μάθημα 3: Μηνύματα κατάλληλα για το ακροατήριο-στόχο

Πολύ συχνά, η αποδοχή των γεγονότων δεν έχει καμία σχέση με τα ίδια τα γεγονότα. Η επικοινωνία της Επιστήμης που διαμορφώνεται με αποδέκτη την κοινωνία, έχει μεγαλύτερη επιρροή και ξεχνιέται δυσκολότερα. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κοινωνία δεν είναι μια ομοιογενής ομάδα ανθρώπων, η στοχευμένη επικοινωνία που, μέσα σε μια σαφή αφήγηση, ενσωματώνει τις τοπικές, πολιτισμικές και κοινωνικές νόρμες, επηρεάζει αποτελεσματικότερα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στα μηνύματα.

Μάθημα 4: Έγκυρη μετάδοση των μηνυμάτων

Η χρησιμοποίηση του σωστού προσώπου για τη μετάδοση των μηνυμάτων δημόσιας υγείας είναι εξίσου σημαντική με την εγκυρότητα των ίδιων των μηνυμάτων. Οι άνθρωποι θυμούνται ευκολότερα τα μηνύματα που μετέφεραν γνώριμα άτομα. Η χρησιμοποίηση αξιόπιστων ατόμων από το αμεσότερο περιβάλλον βελτιώνει την αμεσότητα των μηνυμάτων, παρέχει την αίσθηση οικειότητας και δημιουργεί μιαν αντίληψη προσωπικού ελέγχου σε περιόδους αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη αλλαγή της συμπεριφοράς.

Μάθημα 5: Επίκληση της ηθικής και της κοινωνικής ευθύνης

Οι άνθρωποι προχωρούν ευκολότερα σε αλλαγές συμπεριφοράς όταν πιστεύουν ότι συνεργάζονται γι’ αυτόν τον λόγο με άλλους. Επομένως, η επικοινωνία της κοινωνικής αποδοχής των μηνυμάτων είναι βασικής σημασίας, ειδικά όταν δεν είναι προφανές ότι κι άλλοι άνθρωποι ακολουθούν τις αλλαγές συμπεριφοράς. Η ενίσχυση της άποψης ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι σωστά και ηθικά κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται σίγουροι για την αλλαγή της στάσης τους και αυξάνει την αίσθηση βεβαιότητας στις πράξεις τους.

Μάθημα 6: Αποφυγή διχαστικών μηνυμάτων

Ενώ οι επιστήμονες είναι συνηθισμένοι στη διαφωνία, το κοινό δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάτι τέτοιο ως αυτονόητο μέρος της επιστημονικής μεθόδου. Γι’ αυτό και οι δημόσιες διαφωνίες των επιστημόνων προκαλούν σύγχυση. Αν και η επικοινωνία της επιστημονικής αβεβαιότητας είναι σημαντική, η παρουσίαση της επιστημονικής γνώμης ως επιστημονικού γεγονότος πρέπει να αποφεύγεται.

Επιπλέον, σε περιπτώσεις κρίσεων, η ρητορική πόλωση των πολιτικών μπορεί να προκαλέσει αντίθετες δράσεις από πλευράς του κοινού. Για παράδειγμα, στην αρχή της πανδημίας COVID-19, οι Δημοκρατικοί πολιτικοί των ΗΠΑ επικεντρώθηκαν περισσότερο στη δημόσια υγεία, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι εστιάστηκαν περισσότερο στις οικονομικές επιπτώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, κατά την ίδια περίοδο, για την έκθεση στον κορονοϊό ανησυχούσε το 73% από τους οπαδούς των Δημοκρατικών και μόνο το 42% από τους οπαδούς των Ρεπουμπλικανών.

Μάθημα 7: Διάλογος των ειδικών με το κοινό

Ο παραγωγικός διάλογος των επιστημόνων με το κοινό, με τη χρήση κατάλληλων επικοινωνιακών εργαλείων, βοηθάει τη διάλυση των μύθων και τη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Επιστήμη.

Μάθημα 8: Προφύλαξη από τις κακές πληροφορίες

Ο Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αναφερόμενος στην πανδημία COVID-19 είπε: «Δεν παλεύουμε απλώς μια επιδημία, πολεμάμε μια επιδημία πληροφοριών (infodemic)». Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι συλλέγουν πληροφορίες στις μέρες μας έχουν αλλάξει θεαματικά. Αυτή η άνευ προηγουμένου πρόσβαση στην πληροφορία επιτρέπει και τη γρήγορη εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Οι θεωρίες συνωμοσίας παρουσιάζουν στους ανθρώπους αναλογικά μεγάλες αιτίες για τις μεγάλες κρίσεις και παρέχουν βεβαιότητα εκεί που δεν υπάρχει καμία. Οι θεωρίες συνωμοσίας βασίζονται στην πίστη και όχι σε γεγονότα, και γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές στις αποδείξεις. Η επανάληψη λανθασμένων ισχυρισμών με σκοπό την απομυθοποίησή τους, μπορεί να προκαλέσει τη διάδοσης της παραπληροφόρησης αυξάνοντας έτσι την προβολή της. Ο John Cook, ένας ειδικός στην αντιμετώπιση των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την άρνηση της επιστήμης, προτείνει ότι η προστασία του κοινού από την παραπληροφόρηση μπορεί να επιτευχθεί με την ενημέρωσή του γι’ αυτή την απειλή και με καθαρά αντεπιχειρήματα που αντικρούουν τους μύθους. Η προετοιμασία των ανθρώπων σχετικά με την παραπληροφόρηση είναι πιο αποτελεσματική από την προσπάθεια να διαλυθούν μύθοι που έχουν ήδη ριζώσει

Βιβλιογραφία  

TOPHAM JR. Focus: historicizing “popular science” – Introduction. Isis 2009;100:310–8

BUCCHI M, TRENCH B. Handbook of public communication of science and technology. Abingdon: Routledge, 2008

FULLER S. Post-Truth: Knowledge as a Power Game. Anthem Press, 2018

LAKOMÝ M, HLAVOVÁ R, MACHACKOVA H. Open science and the science-society relationship. Society 2019;56:246–255

GALLUP. Wellcome Global Monitor – First Wave Findings, 2019

OPEN KNOWLEDGE FOUNDATION. Brits demand openness from government in tackling coronavirus. https://blog.okfn.org/2020/05/05/brits-demand-openness-from-government-in-tackling-coronavirus/. Accessed 22 Dec 2020

CASTELL S, CHARLTON A, CLEMENCE M, PETTIGREW N, POPE S, QUIGLEY A, NAVIN SHAH J, SILMAN T. Public Attitudes to Science 2014. Main Report. Social Research Institute, March 2014

KEYES R. The post-truth era: Dishonesty and deception in contemporary life. St. Martin’s Press, New York, 2004

ALLEN M. Sean Parker unloads on Facebook: “God only knows what it’s doing to our children’s brains”. Axios Nov. 2017

FEDOROFF NV. The global knowledge society. Science 2012;335:503

WEINGART P. The moment of truth for science. The consequences of the ‘knowledge society’ for society and science. EMBO Rep 2002;3:703-6

SHILS E. Science and scientists in the public arena. The American Scholar 1987;65:185–202

MACILWAIN C. Science economics: What science is really worth. Nature 2010;465:682-4

UNESCO. First draft of the UNESCO Recommendation on Open Science. 2020

HEISE C, PEARCE JM. From Open Access to Open Science: The path from scientific reality to open scientific communication. SAGE Open April-June 2020:1–14

BREMBS B. Open Science als eine Lösung der Infrastrukturkrise in der Wissenschaft. Information-Wissenschaft & Praxis 2015;66:151–8

GUÉDON J-C. Open Access: Toward the internet of the mind. Budapest Open Access Initiative 2002

ASPESI C, BRAND A. In pursuit of open science, open access is not enough. Science 2020;368:574-7

HECKER S, HAKLAY M, BOWSER A, MAKUCH Z, VOGEL J, BONN A. Citizen Science: Innovation in Open Science, Society and Policy. London: UCL Press, 2018

ALVES MRP. The natural fallacy in a post-truth era. EMBO Rep 2020;21:e49859

HEMPEL C. Science and human values. In: Aspects of scientific explanation and other essays in the philosophy of science. New York, NY: The Free Press,1965;81-96.

IOANNIDIS J. What have we (not) learnt from millions of scientific papers with pvalues? The American Statistician 2019:73

HIGGINS K. Post-truth: a guide for the perplexed. Nature 2016;540:9

NIETZSCHE F. Die fröhliche Wissenschaft. 1882

GREENE K. SciComm Corner – Eight lessons COVID-19 can teach us about science communication. Scientia Oct. 6, 2020. https://www.scientia.global, accessed Jan, 6, 2021

Συνοπτικό βιογραφικό: Ο Αναστάσιος Ε. Γερμενής είναι Ομότιμος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γερμενάτα, ένα μικρό χωριό της Ερίσου, βορειοδυτικά του Φισκάρδου. Τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο στα Αντιπάτα, το Γυμνάσιο στα Μεσοβούνια και το Λύκειο στη Σάμη. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Ειδικεύθηκε στην Παθολογία στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών και στην Ανοσολογία στα Κεντρικά Εργαστήρια της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού (Βέρνη). Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Εθνικό Κέντρο Ιστοσυμβατότας (Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών) και τα τελευταία 20 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπου ίδρυσε και διηύθυνε το Εργαστήριο Ανοσολογίας της Ιατρικής Σχολής. Ερευνητικά, ασχολήθηκε με τις πρωτοπαθείς ανοσοανεπάρκειες και με την κβαντική ανοσολογία δημοσιεύοντας πάνω από 150 πρωτότυπες ερευνητικές εργασίες σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας υπήρξε, επίσης, συνιδρυτής και διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Κλινικές Εφαρμογές Μοριακής Ιατρικής». Έχει ασχοληθεί, σε διεθνές επίπεδο, με την ιατρική εκπαίδευση και με την οργάνωση του επιστημονικού Τύπου με τη χρήση του διαδικτύου, δραστηριότητες για τις οποίες έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Έχει διατελέσει διευθυντής σύνταξης, μέλος της συντακτικής επιτροπής και κριτής εργασιών πολλών ελληνικών και ξένων επιστημονικών περιοδικών, καθώς και αξιολογητής ελληνικών και κοινοτικών ερευνητικών προγραμμάτων. Επί σειρά ετών διετέλεσε στέλεχος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών και της Ελληνικής Εταιρείας Ανοσολογίας. Ασχολείται, επίσης, με τη φιλοσοφία της επιστήμης και με τη ποίηση, έχοντας εκδώσει σχετικά βιβλία και ποιητικές συλλογές. Για το κοινωνικό του έργο έχει τιμηθεί με το Αργυρούν Μετάλλιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. 

Εικών: Το εξώφυλλο του τελευταίου έργου του σπουδαίου Κεφαλλήνα Ακαδημαϊκού κ. Α.Ε. Γερμενή

ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10/1/2021 #ODUSSEIA #ODYSSEIA