εστερηθήκατε από τους γονείς σας, ξένοι που εχάσατε την ευτυχίαν σας, άρρωστοι, τεθλιμμένοι, αμαρτωλοί, μη λυπήσθε εσείς έχετε μητέρα, τη Μητέρα του Θεού. Μητέρα, που θα κυβερνά εις την ξενητείαν σας, που σας τρέφει εις την πτωχείαν σας, που σας δίδει εις τα πάθη την ιατρειάν, εις τας θλίψεις την παρηγορίαν, εις τας σκλαβιάς την ελευθερίαν, εις τας αμαρτίας την συγχώρησιν …Ιερείς και λαϊκοί άνδρες και γυναίκες την Παρθένον επικαλείσθαι…».
Το πλούσιο συναισθηματικό υπόβαθρο αυτής της γιορτής «άγγιξε» την ψυχή και την έμπνευση των πεζογράφων και των ποιητών, των ανθρώπων της Τέχνης, και τους οδήγησε στη δημιουργία μοναδικών συγκλονιστικών έργων. Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το νόημα του Δεκαπενταύγουστου σταχυολογήσαμε και παρουσιάζουμε σήμερα αποσπάσματα από ποιήματα και πεζογραφήματα που αναφέρονται στην Παναγιά και η μεγάλη θεομητορική εορτή της.
Ο Αγιογράφος και Λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου γράφει: «Σήμερα το αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, το αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει δροσερό μέσα στο πέλαγο, και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει και αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, του γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της Αθανασίας».
Ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Νίκος Γ. Πεντζίκης: «Γονατίζω στα πόδια, στα πόδια της παντοτεινής του μητέρας, κόρης, Παρθένου. Δέξου τις παρακλήσεις αναξίων σου ικετών, κορυφή δυσανάβατη στους λογισμούς, βάθος δυσθεώρητο στα άτια, καθέδρα βασιλική που βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. Άστρο που φανερώνει τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνει την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με χορταστική αφθονία. Λιβάδι που ξανανθίζει τη δύναμη, αυτή του πασχαλιάτικου αμνού. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν, πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση ουρανός όλων των ημερών».
Ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς σε ένα κείμενό του το 1949 :«Η λατρεία μας σε σένα είναι υφασμένη με αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μάς παραστέκεις, μάς σκέπεις, μάς κραταιώνεις, γιατί πιστεύουμε σωστά. Πιστεύουμε πως δέχτηκες στα αγνά σου σπλάχνα τον Θείο Λόγο για να δώσεις το γήινο σχήμα στο λυτρωτή του κόσμου. Μαρτύρησες και πόνεσες μαζί του για τη σωτηρία μας. Και έζησες στερημένη τη γλυκιά μορφή του κάτω από τη στοργική φροντίδα του Ιωάννη, ως την ημέρα που έγειρες και εκοιμήθηκες τον μακάριο ύπνο της συντελεσμένης αποστολής, για να ανέβεις με τα φτερά των αγγέλων στην αιώνια δόξα του Μονογενή σου».
Ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζει με το βαθύ ποτάμι με τον νόμο σου τόσες ψυχές, δρόσισε και εμένα, την ψυχή μου. Είσαι εσύ η πόλις του Θεού και ακόμη το αγιασμένο σκήνωμα που ευφραίνονται τα ρεύματα κυλώντος ποταμού. Είθε στην καρδιά μου που έχει στραγγιστεί να δώσει ζωή και δύναμη η χάρη σου».
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος (Παπουτσάκης) (1915-2006) στο ποίημά του «Στην Παναγιά»: «Στεφάνωμα του νικητή η θεία σου Κοίμηση,/ στην ταπεινή σου αφάνεια και στης ζωής το μόχθο/ αγώνων τέλος κι η μετάσταση, αιώνια δόξα./ Η νεκρική σπηλιά και της Γεθσημανή ο τάφος/ για πάντα να κρατήσουν δεν μπορούν τ’ άφθαρτο σκήνος./ Τρανό το θαύμα τούτο και στη γνώση αχώρητο,/ με αγγέλων συνοδεία το λόγο βεβαιώνει τον προφητικό./ Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου Πεποικιλμένη./ Παντάνασσα του Ουρανού, Κυρία των αγγέλων,/ γενεές των γενεών και εδώ στη γη σε μακαρίζουν/ μα εγώ μητέρα μου σε νιώθω και δακρύζω».
Ο ποιητής της αγιότητας Ματθαίος Μουντές (1935-2000) στη συλλογή «Η αντοχή των υλικών» (1971) γράφει για την Παναγία με τρόπο ελληνορθόδοξο:
«Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει/ μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων./ Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο, υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε/ για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για/ τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν/ από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια./ Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο./ Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία/ ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα./ Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται/ πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα./ Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;/ Τα πηγάδια-ευτυχώς- φέτος γέμισαν./ Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της».
Ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Όπου πίκρα και ορφάνια/ και φτωχολογιά/ με τα μάτια βουρκωμένα/ βρίσκεται η Παναγιά./ Πότε γνέθει πότε υφαίνει/ πότε τραγουδεί,/ πότε σκύβει να φιλήσει/ κάποιο άρρωστο παιδί./ Και την άλλη μέρα να τη/ πάλι απ’ το πρωί/ να μας λέει «κάντε κάτι/ για ν’ αλλάξει η ζωή».
Ο Ελευθέριος Μάινας (1928-1996) Θεολόγος, συγγραφέας, ποιητής και κυρίως άνθρωπος που ήξερε ν’ αγαπάει: «Βασίλισσά μας, των αγγέλων η Κυρία,/ τους εφιάλτες μας η Κοίμησή Σου/ σε εικόνες μεταβάλλει Παραδείσου./ Τώρα κοιμόμαστε σχεδόν αγγελικά/ τις νύχτες μας στη γη με όνειρα γλυκά./ Μεσίτριά μας, στην Εδέμ πραγματικά/ αξίωσέ μας να τα ζήσουμε μαζί Σου».
Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), που διακρίνεται για τη βαθιά θρησκευτική πίστη του, στο ποίημα του «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου»: «Εδώ χρειάζεται κοντύλι του ζωγράφου, στη μοναξιά,/ στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα/ τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει/ το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,/ να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,/ ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,/ να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,/ που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης/ με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες/ και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,/ ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,/ όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα/ τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα/ περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,/ θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας/ τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,/ αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν/ στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,/ μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,/ καπνοί, που διαλύουν τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.»
Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής Κώστας Τσιρόπουλος (1930-2016): «Άσπιλη γιορτή της σιγής/ η σάρκα τελειώνει χρυσή/ από χάρη και τρόμο/ βαστάζοντάς τη/ Αυτός που τον βάστασε/ Τα επίγεια συγκροτημένα/ στην κυψέλη της αγκάλης σου./ Μάς γλυκαίνεις/ με κερήθρα ταπείνωσης/ σταυροδρόμι της συμφιλίωσης/ και σ’ έμπρακτη ώρα/ γεννάς ελευθερία,/ Ειρηνεύει το σύμπαν/ και το μυστήριο αποδίδεται».
Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916-2011) στο ποίημά του «Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία»: «…Κι ήσουν Εσύ Μεγαλόχαρη/ Λευκότητα άσπιλη και μυστική/ κεντημένη με ίσκιους και με βλέμματα πουλιών/ Κι ήσουν Εσύ Γλυκοφιλούσα με το χαμόγελό σου/ οριακό χαμόγελο/ Ανάβρυσμα από φύλλα/ Πρώτο πέταγμα των μελισσών/ Εωθινή δροσιά σ’ όλους χαρίζοντας ελπίδες/ Του πρίσματος ακμή/ Μελάνη άχνη μενεξεδένια σχεδιάζοντας/ Χορούς αγγέλων και άρπες/ Λάμψη και σύννεφο όπου πνίγεται η ίριδα/ Μετάξινη κλωστή που μας συνδέει με τον πυλώνα τ’ ουρανού;».
Ο Ελληνοκύπριος ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κώστας Μόντης (1914-2004) στο ποίημά του «Παναγιά στου Μόρφου»: Η πιο καλή γειτόνισσα/ η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα./ Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη/ όποτε πας θαν’ πάντα μέσα να προσμένει/ να της ανοίξεις την καρδιά σου/ τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου/ κι απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι/ να γνέφει «ναι» με το κεφάλι./ Ένα την έχει μοναχά πάντα στεναχωρήσει/ που δεν μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήσει./ Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες/ που δε λέει πια να πάρει τ’ αγεράκι/ βγαίνει κι Αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι/ και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά/ τ’ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά./ Ώσπου με το «άντε για ύπνο μας κ’ είν’ η ώρα περασμένη»/ σηκώνεται κ’ η Παναγιά/ και παίρνει την καρέκλα της και μπαίνει».
Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από το ποίημα «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» του συμπατριώτη μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου (1909-1990): «Όταν περνούσε Η Παναγιά σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα,/ κανένας δεν την άκουσε./ Τα σκυλιά δε γάβγισαν στις αυλόπορτες./ Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν, κ’ ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε/ σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι που τ’ άκουσαν/ μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας./ Σήμερα φύτρωσαν στον κάμπο χρυσά κρινάκια κ’ οι βοσκοί που τα βρήκαν/ γονάτισαν και προσευχηθήκαν./ Αλήθεια ένας γέρος τυφλός βρήκε το φως του, κι ένας παράλυτος περπάτησε,/ και τώρα μες στα μάτια τους που ’χαν κλάψει/ πολύ κ’ είχαν κοιτάξει κατάματα τη νύχτα, άνθισε/ μια μικρούλα μυγδαλιά./ Και το ίδιο βράδυ ο ύπνος τους γίνηκε μια φωλιά χελιδονιών/ χτισμένη στη μασκάλη της παλιάς καμπάνας…».
Γιάννης Μητράκος
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 14/8/2020 #ODUSSEIA #ODYSSEIA