Ο Trollope (1815-1852), βαθιά πολιτικός συγγραφέας, με αφορμή το κληροδότημα του Γηροκομείου του Μπάρτσεστερ, στήνει μία καταπληκτική ιστορία, με κλιμακωτές ανατροπές στην εξέλιξή της, σχετικά με το πώς διαχειρίζεται η Αγγλικανική Εκκλησία, όπως και ο δυτικός εν γένει θρησκευτικός κόσμος, τα χρήματα της φιλανθρωπίας. Ο Επίτροπος είναι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος διευθυντής στο Γηροκομείο, ο οποίος αγαπά και φροντίζει τους 12 τροφίμους του (υπόμνηση του Χριστού και των 12 Αποστόλων), προσπαθώντας να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. Ο κ. Χάρντιγκ δεν θα υποκύψει στην σκληρότητα του εκκλησιαστικού κατεστημένου, το οποίο νοιάζεται για την θέση της Εκκλησίας στην αγγλική κοινωνία, με έμφαση την φιλανθρωπία και τα ιδρύματα. Στην αυθεντοποίηση της Εκκλησίας, ο Επίτροπος αντιπαραθέτει την λεπτότητα της διακριτικής αγάπης, την ευγένεια, την άρνηση να κατατάξει τους ανθρώπους σε φίλους και εχθρούς, ανάλογα με τις πεποιθήσεις τους για την θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία, την πατρότητα, τόσο έναντι των δύο θυγατέρων του, ιδίως της μικρότερης, της Έλινορ, η οποία θα ερωτευτεί τον γιατρό Τζον Μπόλντ, όσο και έναντι των τροφίμων του Γηροκομείου, ακόμη κι εκείνων που θέλουν να τον καταστρέψουν.
Με αφορμή την διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην αγγλική κοινωνία στα μέσα του 19ου αιώνα σχετικά με την διαχείριση από την Εκκλησία των κληροδοτημάτων προς όφελος του ανώτερου κλήρου, επισκόπων, πρωτοσυγκέλλων, στελεχών των Επισκοπών, ο Trollope κάνει ένα καταπληκτικό σχόλιο τόσο για την πορεία της κοινωνίας, όσο και για την υποκρισία του θρησκευτικού κατεστημένου. Η παρουσίαση του ρόλου των ΜΜΕ, με έμφαση στην εφημερίδα “Jupiter” και τον αφανή διευθυντή της Τόμ Τάουερς, προφητεύει τον Μεγάλο Αδερφό, αλλά και επισημαίνει την παντοδυναμία του Τύπου, ο οποίος μπορεί να καταστρέψει ανθρώπους, με κριτήριο την εξουσία και όχι κατ’ ανάγκην την αλήθεια. Την ίδια στιγμή ο συγγραφέας δείχνει ότι κάθε θεσμός εξυπηρετεί τους θεράποντές του, παραβιάζοντας το ότι τα πρόσωπα υπάρχουν χάριν του λαού, χάριν των ανθρώπων, και όχι για να καλοπερνούν εις βάρος των εντολέων τους.
Ο Trollope σπεύδει να συμπεριλάβει στην κριτική του τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές συγγραφείς του καιρού του: τον Καρλάιλ, τον οποίο ονοματίζει ως “Pesimist Anticant” (Απαρχαιωμένο Πεσιμιστή), και τον Ντίκενς, τον οποίο ονοματίζει ως “Popular Sentiment” (Λαϊκό Συναίσθημα”). Και οι δύο, εμφορούμενοι από ένα έντονο αντικληρικαλιστικό πνεύμα, εκμεταλλεύονται τις αμαρτίες κληρικών για να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις στην διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Και ο Trollope, δείχνοντας την δύναμη του συναισθηματικού, λαϊκιστικού λόγου, επισημαίνει: “Η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση που σαρώνει πια τέτοια ιδρύματα οφείλει περισσότερα στα είκοσι τεύχη του μυθιστορήματος του κυρίου Σέντιμεντ (εννοεί “Το Πτωχοκομείο”-“The Almshouse” του Ντίκενς) παρά σε όλες τις πραγματικές καταγγελίες που διέφυγαν την προσοχή του κοινού τον τελευταίο μισό αιώνα” (σελ. 246).
Πραγματικοί πρωταγωνιστές όμως του μυθιστορήματος είναι ο γιατρός Τζον Μπόλντ και ο αρχιδιάκονος Θεόφιλος Γκράντλι, γαμπρός του Επιτρόπου. Ο πρώτος, μη έχοντας οικονομικό πρόβλημα, αγωνίζεται για τα δικαιώματα των φτωχών. Θα καταγγείλει τον μετέπειτα πεθερό του Επίτροπο κ. Χάρντιγκ ότι παίρνει ως μισθό 800 λίρες τον χρόνο από το κληροδότημα του Γηροκομείου, στερώντας από τους τροφίμους του τις 100 λίρες που έκαστος κανονικά δικαιούται. Ο δεύτερος θα υπερασπιστεί το δικαίωμα της Εκκλησίας να διαθέτει κατά το δοκούν την περιουσία που οι άνθρωποι της εμπιστεύονται, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος της στην κοινωνία, να μην δώσει υπερβολικά δικαιώματα στους φτωχούς, να μην τους κάνει να χάσουν την συμφιλίωση με τον Θεό για τις αμαρτίες τους, παρασυρμένοι από το χρήμα. Και οι δύο συναντιούνται με την ανθρωπιά, την ευαισθησία, την συνείδηση του κ. Χάρντιγκ, ο οποίος έπαιρνε τα χρήματα χωρίς να έχει διαβάσει την διαθήκη του διαθέτη τους και ο οποίος συνειδητοποιεί μέσα από τον διασυρμό από τα ΜΜΕ ότι τα χρήματα αυτά δεν του ανήκουν. Κι ενώ δικαστικά κερδίζει την υπόθεση, για δικονομικούς λόγους (εδώ ο Trollope συμμερίζεται την κριτική του Ντίκενς για το δικαστικό σύστημα της Αγγλίας, ιδιαιτέρως αυτή του Bleak House), ο Επίτροπος δεν δέχεται να κρατήσει ούτε την θέση ούτε τον μισθό: “Το ότι το εισόδημα είναι δίκαιο το αμφισβητεί ένας…ο πιο σημαντικός μάρτυρας εναντίον μου…το αμφισβητώ εγώ ο ίδιος. Ο Θεός ξέρει αν αγαπώ ή όχι την κόρη μου. Αλλά θα προτιμούσα να ζητιανεύουμε και οι δυο μας παρά να ζει πλουσιοπάροχα με χρήματα που είναι στην πραγματικότητα περιουσία των φτωχών…Δεν μπορώ να καυχηθώ για τη συνείδησή μου, τη στιγμή που χρειάστηκε τη σφοδρότητα μιας εφημερίδας για να την αφυπνίσει. Ωστόσο, τώρα που ξύπνησε, πρέπει να την υπακούσω” (σελ. 274-275). “Ο Θεός, που ταΐζει τα πετεινά του ουρανού, θα φροντίσει και μένα” (σελ. 283).
Η παραίτηση του κ. Χάρντιγκ από το αξίωμα του Επιτρόπου, θα βοηθήσει τους τροφίμους να καταλάβουν ότι οι πραγματικές τους ανάγκες καλύπτονταν με τα χρήματα που ο κ. Χάρντιγκ τους έδινε. Ότι το εκκλησιαστικό σύστημα δεν θα άλλαζε νοοτροπία, αν κάποιος έσπαγε τον κανόνα, μολονότι ο συμπαθής επίσκοπος του Μπάρτσεστερ δεν όρισε αντικαταστάτη επίτροπο, αφήνοντας το πρόβλημα ανοιχτό. Για τον Trollope τελικά το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό, αλλά, κυρίως, προσωπικό. Όλη η φιλολογία για την διαχείριση της φιλανθρωπίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μεταρρυθμίσεις ή κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κυρίως χρειάζονται πρόσωπα με συνείδηση, που θα παραιτηθούν από την προτεραιότητα του εγώ τους και θα δώσουν στο σύνολο την δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες του με δικαιοσύνη. Μόνο τότε η όποια μεταρρύθμιση θα έχει νόημα και αυτό δεν πρέπει να περιοριστεί στην εκκλησιαστική κατάσταση ή στην σχέση κράτους και εκκλησίας.
Το μυθιστόρημα του Trollope ουσιαστικά έρχεται να θέσει προβληματισμούς και για την σχέση της δικής μας Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Κράτος. Η λύση του χωρισμού, πέρα από το ότι θα ικανοποιήσει ιδεοληψίες και ένα αίσθημα μίμησης της νεωτερικής Ευρώπης, η οποία πάντως δεν έλυσε το πρόβλημα ούτε της απουσίας νοήματος ούτε της καλλιέργειας συνείδησης στον άνθρωπο, στην ουσία θα επαναφέρει μία μεγάλη συζήτηση: τι δικαιούται και τι όχι η Εκκλησία από την περιουσία της. Εφόσον το παιχνίδι παίζεται στον τομέα της νεωτερικότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η συζήτηση θα είναι ατέρμονη, όπως επίσης και οι δίκες. Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα τεθεί το κλειδί του προβλήματος της διαχείρισης της περιουσίας της Εκκλησίας: υπάρχει λογοδοσία; υπάρχει διαφάνεια; γίνονται έργα; είναι μόνο η φιλανθρωπία αυτή που αποδεικνύει την αξία της παρουσίας της Εκκλησίας στην κοινωνία ή κατά πόσον η Εκκλησία στηρίζει ανθρώπους, προσφέροντας νόημα ζωής, ελπίδα και καλλιεργώντας συνειδήσεις στην οδό της αγάπης, της προσφοράς, της αυταπάρνησης; Οι απαντήσεις πρέπει να δίδονται σε κάθε επισκοπή, σε κάθε μοναστήρι, σε κάθε ενορία. Τις απαντήσεις όμως δεν θα πάψουν να τις δίδουν κυρίως τα πρόσωπα!
Το αν δικαιούται η Εκκλησία να έχει περιουσία, αυτό η νεωτερική εποχή μας το έχει λύσει: η απάντηση είναι ΝΑΙ, όπως δικαιούται και ο κάθε θεσμός. Αν ηθικά δικαιούται να έχει περιουσία, την απάντηση οφείλουν να δώσουν τα μέλη της που συμμετέχουν στην ζωή της και όχι οι εκτός, που έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρονται για την ζωή της. Το αν διαχειρίζεται την περιουσία της προς όφελος της κοινωνίας είναι κάτι που πρέπει να συζητιέται από όλους. Στα καθ’ ημάς ο μισθός των ιερέων διασώζει κάπως την αξιοπρέπεια του κλήρου και είναι ένα σημάδι ανταπόδοσης από την μεριά της πολιτείας για το ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει ήδη δοθεί στο κράτος. Μήπως όμως είναι καιρός να ξαναβρούμε τα ουσιώδη των ερωτημάτων και να αφήσουμε την εύκολη δημαγωγία;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 19 Αυγούστου 2019
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 20/8/2019 #ODUSSEIA #ODYSSEIAÂ