Μια νέα έρευνα, στα «πάνω» και στα «κάτω» του ελληνικού τουρισμού, επιβάλλει νέο σχεδιασμό για το μέλλον.
Οι φορείς του ελληνικού τουρισμού το είχαν επισημάνει από καιρό. Τόσο ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, όσο και οι Ενώσεις Ξενοδόχων, εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο τονίζουν με κάθε τρόπο, ότι χρειάζονται στρατηγικές κινήσεις προκειμένου να παραμείνει ψηλά ο ελληνικός τουρισμός.
Η μείωση της φορολογίας, η διαμόρφωση του χωροταξικού, οι επενδύσεις, η διαχείριση των προορισμών, το περιβάλλον και η αειφορία, είναι τομείς στους οποίους ήδη έπρεπε να είχαμε λάβει μέτρα, που -δυστυχώς- δεν έχουν ληφθεί.
Τώρα, που βρισκόμαστε μεσούσης της τουριστικής περιόδου, που εμφανίζει σημάδια κόπωσης, με μείωση στις προκρατήσεις που ίσως τελικά αποφέρει αν όχι μείωση τις αφίξεις στο τέλος της χρονιάς, τουλάχιστον ίσα μεγέθη με πέρυσι, τώρα που έχουμε νέα ηγεσία στο Υπουργείο Τουρισμού, έπειτα από την αλλαγή της κυβέρνησης, τώρα χρειάζεται όλοι οι φορείς και η νέα ηγεσία να χαράξουν από κοινού τη νέα πορεία, για την επόμενη, τουλάχιστον, πενταετία, που θα περιλαμβάνει όλη την Ελλάδα και όχι τη μισή, την κατ’ εξοχήν τουριστική. Δεν θα πρέπει να περιμένουν να κλείσει η σεζόν στα τέλη Οκτωβρίου για να λάβουν αποφάσεις, διότι τότε ξεκινούν οι συζητήσεις των τουριστικών οργανισμών με τους ξενοδόχους, για την επόμενη χρονιά.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε ο Γιώργος Δρακόπουλος (TOURISMGENERIS), η ανοδική τάση των τελευταίων ετών για τον ελληνικό τουρισμό δε θα συνεχισθεί και το 2019. Ευκαιριακά και μόνιμα ασχολούμενοι με τον τουρισμό σχολιάζουν σχετικά. Τα σχόλια ήταν από: «μείωση, άδεια δωμάτια, δεν έχουμε στρατηγικό σχέδιο» μέχρι «κόπωση, αναμενόμενη διόρθωση, φθηνότεροι ανταγωνιστές…».
Στο Διάγραμμα 1, βλέπουμε, για το διάστημα 1993 -2018, τα έτη με αύξηση και τα έτη με μείωση της ζήτησης για τον ελληνικό τουρισμό, όπως αυτή εκφράζεται από τη μεταβλητή «Αφίξεις μη κατοίκων». Όποτε υπήρξε μείωση, αυτή ποτέ δεν περιορίσθηκε μόνο σε ένα έτος. Ας προετοιμαστούμε λοιπόν για το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί αυτή η τάση και το 2020 ή ας σχεδιάσουμε την αντίδρασή μας.
Εξετάζοντας τις επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού, ως προς τα βασικά του μεγέθη, επιλέγεται ως χρονικό διάστημα αναφοράς η κυλιόμενη δεκαετία.
Η αξιολόγηση των επιδόσεων μόνο για την εκάστοτε τρέχουσα χρονιά αδικεί τον τουρισμό μας και τις προσπάθειες όλων όσοι έχουν επενδύσει και ασχοληθεί μαζί του σε βάθος χρόνου.
Στον Πίνακα 1, σημειώνεται ο αριθμός των ετών αύξησης και μείωσης της ζήτησης, ανά κυλιόμενη δεκαετία. Από το 5-5 των δεκαετιών (2001-2010), (2002-2011) και (2003-2012) στο 9-1 την τελευταία δεκαετία 2009-2018.
Στον Πίνακα 2, αθροίστηκαν «αφίξεις» και «εισπράξεις» πάλι σε διαστήματα κυλιόμενων δεκαετιών. Συγκρίνοντας τις δεκαετίες, παρατηρείται μια σταθερή αύξηση της τάξεως του 1%, ως προς τις αφίξεις. Ως προς τις εισπράξεις, μικρές αυξομειώσεις, αλλά τα τελευταία χρόνια σταθερά αυξητική τάση πάνω από το 2,5% σε βάθος δεκαετίας. Ευχάριστη εξαίρεση, η σύγκριση μεταξύ των δεκαετιών (2008-2017) και (2009-2018), όπου τα ποσοστά αύξησης εκτινάσσονται στο 7,3% για τις αφίξεις και το 4,1% για τις εισπράξεις.
Στο Διάγραμμα 2, αποτυπώνεται αυτή η τάση και πιθανότατα δείχνει τη συνέχεια. Οι αφίξεις θα αυξάνονται ταχύτερα από τις εισπράξεις, όσο εμείς θα προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε τον ανταγωνισμό με ελκυστικότερες (χαμηλότερες) τιμές κι όχι με value for money προσέγγιση.
«Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου ο τουρισμός ήταν, είναι και θα είναι ο βασικός αναπτυξιακός της πυλώνας, η αξιολόγηση και ο σχολιασμός των επιδόσεών του θα πρέπει να γίνεται σε μακροπρόθεσμη βάση,» σχολιάζει ο Γιώργος Δρακόπουλος.
Δημήτρης Μπαλής
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 21/7/2019 #ODUSSEIA HuffPost