(21 ΜΑΪΟΥ 1864): Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΝ ΛΗΞΟΥΡΙΩ

Ο λαός των Ιονίων νήσων, ζήσας πεντακόσια περίπου έτη μετά Ευρωπαϊκών λαών, ευράθη κατά τη στιγμή της ενώσεώς του μετά της μητρός Ελλάδος αρκετά χειραγωγημένος και ανεπτυγμένος πολιτικώς, εθνικώς, επιστημονικώς, κοινωνικώς, κ.λ.π. Διά τούτο αντελήφθη πολύ καλώς ποίαν αξίαν είχεν η Ένωσις και η επιβράβευσις τόσων αγώνων των τε πολιτικών αρχηγών και απλών στρατιωτών της ιδέας της Ενώσεως. Ο λαός ούτος είχε προ πολλού πλήρη συναίσθησιν της ιδέας της Ελληνικής πατρίδος, της Ελληνικής σημαίας και της ολοκληρωτικής εθνικής των Ελλήνων αποκαταστάσεως. Διά τούτο εν επιγνώσει της αξίας των γεγονότων, τα οποία ωφείλοντο αποκλειστικώς και μόνον εις τους ριζοσπαστικούς αγώνας αυτού του ιδίου, εώρταζε μετ’ ακρατήτου ενθουσιασμού προ πολλών ήδη ημερών το τετελεσμένον πλέον γεγονός της Ενώσεως, παρ’ όλας τας αμφιβολίας και τας ματαιουμένας ως ημέραι ελπίδας των καταχθονίων.

Προ πολλών ημερών αι Έλληνικαί σημαίαι και παντοίος διάκοσμος και ποικίλος οικιών και καταστημάτων εμεγεθύνετο και επεξετείνετο και εις την πέριξ εορτάζουσαν φύσιν της Ανοίξεως, των κατοίκων τα φαιδρά πρόσωπα και τα φαιδρότερα άσματα επανελαμβάνοντο ανά την ύπαιθρον πάσαν υπό των πτερωτών υμνητών του έαρος της φύσεως και του πολιτικού έαρος της Επτανήσου, το οποίον ήρχετο ματά μακρόν και βαρύν πολιτικόν και εθνικόν χειμώνα. Πανταχού εβασίλευεν η χαρά και η αγαλλίασις: και εις τας πόλεις και εις τα χωρία και εις τους αγρούς και εις την θάλασσαν και εις τον ουρανόν. Μόνον ολίγων καταχθονίων τα πρόσωπα εφανέρωνον την δυσπιστίαν ακόμη και παρετήρουν ουχί διά να θαυμάσουν και να χαρούν, αλλά διά να σημειώσουν στόχους προς μέλλουσας αντεκδικήσεις. Αλλ’ ο υπερήφανος και ευγενής λαός της Επτανήσου αντιπαρήρχετο χωρίς να παρατηρεί τα ύποπτα και ιοβόλα και φθονερά εκείνα βλέμματα, συγχωρών τα πάντα επί τη Αναστάσει του, ουδαμώς εκδικούμενος, ίνα μη μολύνη την ευγενή της ψυχής του χαράν. Δεν είχεν άλλως τε και καιρόν προς αντεκδικήσεις, διότι έπρεπε να αφιερώση όλον τον χρόνον του δια τας προπαρασκευάς και προετοιμασίας του εορτασμού της Μεγάλης ημέρας, η οποία ανέτειλεν ευρόσυνος, γαλήνιος, χαροποιός και σφριγώσα ημέρα του έαρος, πλήρης οργασμού και ζωής και κινήσεως και χαράς διά την ξηράν και την θάλασσαν και τον ουρανόν, πλήρης δε εθνικών και νικητηρίων παιάνων και αλαλαγμών χαράς διά τα στήθη του Επτανησιακού λαού. Πόσον ταχέως παρέρχονται αι ώραι της χαράς! Οι κάτοικοι του Ληξουρίου ενόμιζον την ημέραν εκείνην, ότι μόλις είχον εξυπνήσει προ ολίγου, ότε οι κώδωνες του ναού του Παντοκράτορος περί την ενδεκάτην και ημίσειαν πρωϊνήν ώραν προσεκάλουν τους κατοίκους εν αυτώ, διά την επί τόσους αιώνας αναμενόμενην Δοξολογίαν εκείνην, ήτις εφαίνετο ούσα συνέχεια της τελευταίας και ατελειώτου παραμεινάσης λειτουργίας εν τω ναώ της Αγίας Σοφίας εν Κων/πόλει. Τον ναόν τούτον την ημέραν εκείνην εστόλιζον τα ωραία της Επτανησιακής ανοίξεως άνθη, αλλά και οι αδάμαντες των δακρύων της χαράς και η αρμονία των λυγμών και της συγκινήσεως των εκκλησιαζομένων, οίτινες μετά το πέρας αυτής, έχοντες επικεφαλής τον Αγγλικόν στρατόν μετά των αξιωματικών του και την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου μετά των ιερέων της πόλεως, μετέβησαν εις την προκυμαίαν, όπου εκυμάτιζεν ακόμη από τινος ιστού η Αγγλική σημαία, εκατέρωθεν της οποίας υπήρχον τοποθετημένα τα δύο μεγαλύτερα κανόνια της πόλεως: Ο Κάρλος και ο Λούτσος. Εκ των οποίων το μεν ωνομάζετο Κάρλος εκ του ονόματος του εξ ού προήρχετο εργοστασίου “Karlo e Figlio” (εκ της οποίας λέξεως προήλθεν ίσως η ονομασία Καρυοφίλι), το δε δεύτερον, ο Λούτσος, ήτο εξ άλλου τινός ομωνύμου εργοστασίου. Αμφότερα δε ταύτα μετέφερον εκεί αι κάτοικοι του Ληξουρίου εκ του παρά τους Αγ. Αποστόλους παλαιού Ενετικού πυροβολείου, όπερ διά τούτο ελέγετο «στρατώνας» εκεί όπου σήμερον υπάρχει το νεκροταφείον της πόλεως. Αλλ’ ήδη το εν τω κανονίων τούτων ήρξατο ρίπτον είκοσι και ένα πυροβολισμούς, ενώ η Αγγλική σημαία κατεβιβάζετο εν μέσω επευφημιών των Άγγλων και των φίλων των καταχθονίων. Παραλαβόντες δε την σημαίαν των οι Άγγλοι εισήλθον εις τας ετοίμους λέμβους των, αίτινες μετέφερον των Αγγλικόν στρατόν εις Αργοστόλιον, οπόθεν δι’ Αγγλικών πλοίων μετεφέρθησαν εις Κέρκυραν. Ενώ δε ο κόσμος παρηκολούθει την επιβίβασιν και την αναχώρησιν των Άγγλων, οι πυροβολισμοί του άλλου κανονίου ηνάγκασαν αυτόν να στρέψη τα βλέμματα προς ανυψουμένην ήδη επί του αυτού ιστού γαλανόλευκον Ελληνικήν σημαίαν, της οποίας την ανύψωσιν επικολούθησε πανδαιμόνιον ζητοκραυγών, πυροβολισμών, ασπασμών και δακρύων χαράς και αγαλλιάσεως. Ωραιότερον φαγητόν δεν έφαγον οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης και ωραιότερον και αφθονότερον οίνον δεν έχυσαν παρά την ημέραν εκείνην. Λαμπροτέρα δε φωταψία και φωταγωγία οικιών και ατόμων δεν εγένετο παρά την εσπέραν εκείνην, διότι ήτο και ωραίος καιρός.

Εν τω μέσω δε όλης αυτής της τρέλλας και της ελλείψεως πάσης αστυνομικής δυνάμεως ουδέν δυσάρεστον, ουδέν λυπηρόν γεγονός εσημειώθη τούτο δε αποδεικνύει την πραγματικήν και άδολον, την γενικήν και αμέριστον χαράν του πλήθους, από το οποίον ουδείς εσκέφθη κατά την ημέραν εκείνην και τας επομένας το κακόν και την λύπην, αλλά την χαράν, την ευγένειαν και τον γέλωτα. Μόνον ο Γεράσιμος Κεφαλάς, ο αδελφός του αποβιώσαντος Παπά – Στάθη Πατεράκη εφημέριου του ναού του Αγίου Νικολάου των Μηνιατών, έλαβε libretto, ήτοι πασαπόρτι, (διαβατήριον), προς αναχώρησιν εκ Κερκύρας όπου διέμενε, διατηρήσας την Αγγλικήν υπηκοότητα. Οπόθεν αναχωρήσας μετά πολλών άλλων καθολικών και διαμαρτυρομένων ο ορθόδοξος αυτός μετέβη εις την Αγγλίαν, όπου και εγκατεστάθη. Ούτως ο Κεφαλάς ην τέκτων και είχε μάλιστα ανώτερον βαθμόν του τότε πρίγκηπος της Ουαλλίας και κατόπιν βασιλέως της Αγγλίας Εδουάρδου του Ζ΄, τον οποίον, πρίγκηπα, όντα προσεκάλεσεν ο Κεφαλάς εις δείπνον, το οποίον εκείνος εδέχθη. Εν Αγγλία ο Κεφαλάς έζη μεγαλοπρεπώς και εσπούδασε καλώς τα τέκνα του, εν των οποίων εστάλη εις την Αφρική Sierra Leone ως διευθυντής του Τηλεγραφείου, και ως αντιπρόσωπος της Ελλάδος, όπου εώρταζε μεγαλοπρεπώς την ημέρα του Ευαγγελισμού.

Ο πρώτος Έλλην αξιωματικός Ζήσιμος Μπασδέκης, ο φυτεύσας την ημέραν της αφίξεώς του εις την νυν πλατείαν του Πετρίτση την γηραιάν ήδη λεύκην της Ενώσεως. Αλλά και οι Έλληνες ούτοι στρατιώται αφικόμενοι εις Ληξούριον ουδεμίαν άλλην εργασίαν είχον ειμή να φιλοξενώνται και να συλλέγουν αφθόνους τιμάς και περιποιήσεις από τε των καταστηματαρχών και των οικογενειαρχών, εις τα τέκνα των οποίων ως αμοιβήν επέτρεπον να φέρωσιν επί της κεφαλής των μεθ’ υπερηφανείας τα πιλίκιά των, επί των οποίων υπήρχε το Ελληνικόν στέμμα και το Ελληνικόν εθνόσημον, και να φωνάζωσιν υψούντες αυτά εις τον αέρα: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ.

Κείμενο του καθηγητού Ευαγγελινού Τσιμαράτου δημοσιευμένο στην «Ηχώ της Κεφαλληνίας», Μάιος 1930. Μεταφορά του κειμένου για την παρούσα δημοσίευση από τον Γεράσιμο Σωτ. Γαλανό.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ,20/5/2019 #ODUSSEIAÂ