Ευρυδίκη Λειβαδά: Η κυρά των Πουλάτων: Αικατερίνη Αννίνου-Βαλέττα

Δεν θα σταθώ στις πλουσιώτατες και μοναδικές ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες που απηχούν τις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές συνθήκες του χώρου της, οι οποίες παρέχονται μεν άφθονες στις πολλές σελίδες των ημερολογίων, αλλά δεν αφορούν στην θεματική μας-. Ούτε όμως θα σταθώ στην χρήση της τυποποιημένης και άκαμπτης φόρμας που είθισθαι να εφαρμόζεται για ευθύγραμμα παθητική λογοτεχνική ανάλυση, την οποία –ενν. φόρμα- επιτρέψτε μου να θεωρώ άνευ ουσίας. Θα προσπαθήσω να εκφρασθώ με τρόπο συναισθηματικά αυξομοιούμενο, όπως δηλ. τα μάτια και η ψυχή μου δέχθηκαν την Αικατερίνη και τα γραπτά της στο σύνολό τους. Θα προσπαθήσω να ξεδιπλώσω την δημιουργό των ημερολογίων, να αποπειραθώ εισχώρηση στα εσώψυχά της και παράλληλα να δώσω μια ενδεικτική, αδρομερή εικόνα του έργου της, καθώς αυτό αντανακλά γενικότερες καταστάσεις και ιστορικά συμβάντα.

Αφού πραγματοποίησα μια σύντομη περιδιάβαση στο σύνολο των γραπτών της –τα οποία περιλαμβάνουν από σημειώσεις και αλληλογραφία, μέχρι λεπτομερειακή οικονομική ανάλυση των επιμέρους αγροτικών δραστηριοτήτων της (στατιστικά, λογαριασμοί ανά είδος, ανά διάστημα χρονικό) – επέλεξα –λόγω στενότητας χρόνου- την μελέτη μόνον των δυο πρώτων ημερολογίων τα οποία, άλλωστε, δεν μοιάζουν με τα άλλα . Και για να είμαι πιο ακριβής, προσπάθησα να τα στύψω για να αποκομίσω στοιχεία γι’ αυτήν. Πράγματι, μέσα από την συγκινησιακή στόχευση των γραπτών της ξεπροβάλλει συμπυκνωμένο το έργο της και η εικόνα της προσωπικότητάς της, διαβάζοντας δε τα επόμενα ημερολόγια απλώς επιβεβαιώνουμε τις θέσεις αυτές.

Τα ημερολόγιά της έχουν πολλαπλές διαστάσεις. Είναι ανοιχτά για ποικίλες προσεγγίσεις καθώς προκαλούν στον αναγνώστη πολλαπλές προκλήσεις. Η παραγωγή αυτή, πέρα από τον όποιο σχολιασμό της επικαιρότητας, –και λογοτεχνικά ειδωμένη- μάς παρακινεί να εντοπίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και στο άμεσο περιβάλλον της. Μας προτρέπει να ανιχνεύσουμε τα αποτελέσματα των ενεργειών τους και να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που τόσο κατάδηλα βρίσκονται σε όλη την έκταση των ημερολογίων.

Ευρύχωρα και ολικά εξεταζόμενο το έργο αποτελεί αναπαράσταση μιας εποχής ζυμώσεων πολιτικών και ιδεολογικών, μιας εποχής αντιθέσεων και γέννησης κινημάτων, μιας εποχής μεταβατικής, μιας πολύπλοκης ατμόσφαιρας –που πιθανότατα να έχει πολλά κοινά με την σημερινή-. Κι αυτή παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα, συμμετέχει στη δράση, κατευθύνει την εξέλιξη.

Η ανάγνωσή τους έγινε με τρόπο αργό, ερευνητικό, ενεργητικά ερμηνευτικό. Προσπάθησα να βρω τις αιτίες και τις αφορμές των ενεργειών της και να τις αποκωδικοποιήσω –πράγμα όχι εύκολο γιατί η εποχή της έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον εντεινόταν καθώς από τη μια προσελάμβανα ποικίλες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ενώ από την άλλη η συνεχιζόμενη δίκην χειμάρρου παράθεση των βιογραφικών της στοιχείων, με οδηγούσε κομμάτι-κομμάτι στην διερεύνηση του χαρακτήρα της και στην, εν μέσω τόσων πληροφοριών, αναζήτηση τού ή των μηνυμάτων που η κυρά των Πουλάτων επεδίωκε –εμμέσως πλην σαφώς- να αφήσει ως παρακαταθήκη.

Εκτός από την αναγνωστική απόλαυση, ένοιωσα κι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα –κι ας κινδυνεύσω να χαρακτηρισθεί- εγωιστικό: αυτό του «γεύομαι πρώτος αυτό που οι άλλοι θα γευθούν μετά από μένα». Η παρουσία της εξακτινώθηκε στο δωμάτιο. Πήρε διάσταση στο χώρο και στο χρόνο μου και η φωνή της ήχησε στα αυτιά μου όταν άνοιξα τον επτασφράγιστο κόσμο της και μου εμπιστεύθηκε τα μυστικά της -που φυσικά δεν αποκαλύπτω-. Χτενίζω το κείμενο αλλοιώς, ως προς την αισθητική ανταπόκρισή του, αλλά τα μυστικά της δεν τα φανερώνω-. Γι’ αυτήν τα ημερολόγιά της, όταν τα συνέτασσε, είχαν ευεργετικά αποτελέσματα μια και που εξαγνιζόταν στη φωτιά της γραφής της καθημερινότητάς της. Γράφει χαρακτηριστικά : «Τώρα που με αυτό το σημερινό γράμμα βλέπω τα πράγματα καλύτερα, ας ψήσουμε το αρνί το πρώτο κι ας πιούμε»…

…Η πορεία της Αικατερίνης όπως αποτυπώνεται στα ημερολόγιά της

Ό,τι βίωσε, ό,τι σφράγισε την παιδική της ηλικία το κουβαλούσε μέσα της. Το επεξεργαζόταν, και με βάση τις αρχές της κοίταζε το μέλλον. Αποτίναξε την πειθαναγκαστική μετοχή της στην αθηναϊκή αριστοκρατία, αρνήθηκε τη ζωή της αφθονίας και της ανεμελιάς επιλέγοντας -αρχικά- την εγκατάστασή της στο χωριό της, και εν συνεχεία ακολούθησε την περιπέτεια και τη χαρά της ελευθερίας, το ταξίδι -από όποια σκοπιά κι αν ειδωθεί- που το έδεσε άρρηκτα με τον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Pieter Van Hoogh (1635-1708) «Η αναγιγνώσκουσα γυνή»Â  που της ανήκε.

Έριξε με τον τρόπο της μομφή στον ελιτισμό του περιβάλλοντος του συζύγου της [«οι χαριτότροποι ευγενείς δεν με θέλουν εκεί. Φέρονται με τον συνηθισμένο αγενή τρόπον τους και θα είναι δύσκολος η θέσις μου» ]. Ακόμη αναφέρεται και στο ακατάδεκτο και υψηλό ύφος των δυο θυγατέρων της για τις οποίες δεν κρύβει την πικρία της, γιατί, που, παρόλο που η ίδια «πάτησε πόδι» για να σπουδάσουν στην Ελβετία, την βλέπουν –καθώς και τον γιο της- αφ’ υψηλού [«να δούμε, θα είναι αγαπητές και καλές ή θα μας βαριούνται και θα μας θεωρούν ‘πρόστυχους Κεφαλλονίτες’. Κατά πάσαν πιθανότητα, έτσι φαίνεται»] όπως και οι αδελφές του συζύγου της [«θυμάμαι περισσότερο το τι έχω περάσει εξ αιτίας των ‘τρυφεροτάτων’ (ενν. αδελφών)…Δόξα σοι ο Θεός που με αξιώνει πότε από το ένα, πότε από τα άλλα και βρίσκομαι μακράν τους] , γνωστά μέλη της αθηναϊκής αριστοκρατίας, που απ’ ό,τι φαίνεται επηρέαζαν τις κόρες της αρνητικά [«Θα γελάσει εκείνος οπού θα γελάσει τελευταίος. Θα δούμε. Μπορεί, ίσως, να ανοίξουν καμμιά ημέρα τα μάτια τους»] . Σπρώχνει αποφασιστικά βαθιά στο είναι της την πίκρα που της έδωσαν [«(ενν. αν γνώριζαν τι και τι περνώ) θα με κατέτασσαν τουλάχιστον στους οσιομάρτυρας» ή «εγήρασα απιστεύτως δια τόσον ολίγον καιρόν»] ή αλλού [«προσπαθώ να ξεχάσω, μα οι πληγές είναι πάρα πολύ μεγάλες και βαθειές στην καρδιά»] και κατορθώνει για πολλά-πολλά χρόνια να αφήσει στο περιθώριο της ζωής της όσους την πίκραναν.

Κι αφού συγκαλυμμένα αποκαλύπτει τις αιτίες που την ανάγκασαν να φύγει από την ασφάλειά της, από την καλοβολεμένη ζωή της [«ήμουν άρρωστη χωρίς αρρώστεια»] , κυριαρχείται από τη φυγή. Την βλέπει σαν λύση. Στην αυτοεξορία της στο εξωτερικό της δίνει το δικό της αγώνα προσαρμόνισης. Προικισμένη καθώς είναι με πλούσιο δυναμικό προσαρμοστικότητας, καταφέρνει αυτό που οι σύγχρονές της, δεν θα αποτολμούσαν ούτε καν να σκεφτούν. Έμεινε σε «ένα μικρούτσικο δωματιάκι» -που το διατηρούσε «καλά συγυρισμένο και ευπρόσωπο» – και τρεφόταν με «λιτό φαγητό» -όπως λέει. Έμαθε να πλένει [«τι ωραία που έμαθα να πλένω! Πόσο δύσκολον μου εφαίνετο στην αρχή. Και τώρα δεν με κοπιάζει διόλου. Αλλά είναι και μεγάλη ευκολία η ρoudra αυτή του Oclagon Soap»] . Αυτή που μεγάλωσε με υπηρέτες μέσα στα πλούτη, έφθασε εκεί που οι ενέργειές της σκόπευαν στο ελάχιστο αναγκαίο. Το γεγονός ότι, δούλεψε σκληρά σε αρκετά εργοστάσια για να επιβιώσει την γεμίζει δύναμη. [«Είμαι υπερήφανη ότι πρώτη φορά αξίζω κι εγώ κάτι!»] . [«Όταν κάθισα στον μπάγκο μου μ’ έπιασαν τέτοιοι λυγμοί που μαζεύτηκαν όλες γύρω μου για να με παρηγορήσουν, τους δικαιολογήθηκα ότι ενθυμούμαι την Σμύρνην –γιατί από εκεί ήμουν πρόσφυξ- και κλαίω σκεπτόμενη τους δικούς μου που δεν ηξεύρω τι απέγιναν! (Το πικρό αυτό ψέμα το είχε πει γιατί ντρεπόταν να ομολογήσει πως ανήκε στους ευγενείς της Κεφαλλονιάς και δούλευε σε εργοστάσιο). Αλλά πώς συνηθίζει κανείς σε όλα!»] . Προικισμένη από τη φύση, πολεμά τις όποιες εγγενείς αδυναμίες της και τις μετατρέπει σε δύναμη, σε τόλμη. [«Πόσα πράγματα εδιδάχθηκα εδώ στην Αμερική! Και ευχαριστώ τον Θεόν που τα δοκίμασα και τα πέρασα, γιατί έτσι μού έγιναν μαθήματα για μια ζωή»] . Η ύπαρξή της έχει νόημα. Και το ξέρει. Το νόημα αυτό πιστοποιείται στις σχέσεις της με τον εαυτό της και με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτόν. Αναζητούσε εικόνες, αφές και μυρωδιές του τόπου της, του παρελθόντος της και κλέβοντας από τον βιοποριστικό της χρόνο ώρες έγραψε το 2ο ημερολόγιό της. Μετάγγιζε σε όλα τα πράγματα νόημα που, μπορεί και να μην το είχαν. Πάντως, τα «έντυνε» με αισιοδοξία, τα τροφοδοτούσε και τα επανατροφοδοτούσε με αυτήν και τα έκανε να πάλλονται δίπλα της [«Νέα Υόρκη 22/ΙΙΙ/1924. Σήμερα συμπληρούται ένα έτος Γολγοθά που τραβήξαμε εδώ πέρα… να ενθυμούμεθα μόνον τα απίστευτα αυτά βάσανά μας ως ένα άσχημο όνειρο από το οποίον εδιδάχθημεν θάρρος προς την εργασίαν, υπομονήν και καρτερίαν ανεξάντλητον και πίστην προς τον Θεόν ομού με την βοήθειάν Του εβγήκαμεν νικηταί, μόνοι, χωρίς χρήματα εις ξένον κόσμον…»].

Στο εξωτερικό που ζει προσπαθεί να ανακαλύψει και να εκτιμήσει ανθρώπους, πράξεις, λεπτομέρειες. Πέρα από τον εαυτό της και τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός της, ρίχνει και τη ματιά της σε διάφορα άλλα γεγονότα, ξένα προς αυτήν, με διάθεση περιγραφική αλλά και τάση για συγκρίσεις. Ερευνά. Παρατηρεί. Η ματιά της σκοπεύει εύστοχα. Το οξύ βλέμμα της μπορεί να επιλέξει, να απομονώσει, να αιχμαλωτίσει το σημαντικό και να το αποτυπώσει στο χαρτί με την ευαισθησία και την πηγαία της ευγένεια. Κρίνει ακόμη και την φωνή του παπά του ναού του Αγίου Αθανασίου της Αστόρια στην Ν.Υ. Και στις 6 Απρίλιου 1924 σημειώνει: «Τι ωραία φωνή. Μελωδική. Δυνατή. Ζεστή. Γεμάτη αίσθημα. Κρίμα που περνιέται λιγάκι, ω, πολύ λιγάκι από τη μύτη ως συνήθως η εκκλησιαστική μας μουσική» . Περιγράφει με ακρίβεια το άγαλμα της Ελευθερίας, την εμπειρία της κατά το ανέβασμα των εσωτερικών σκαλών και την μοναδική εντύπωση που της έκανε ο φωτισμός: «… βλέπουν μια πελώρια γυναίκα να στέκεται στον ωκεανό μέσα και να λάμπη, σαν να υπόσχεται στον κόσμο την Ελευθερία» . Υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες ενός ατυχήματός της, περιγράφει το νοσοκομείο και τις υπηρεσίες που της προσέφεραν . Γράφει σκοπεύοντας από συγκριτολογικής σκοπιάς: συγκρίνει το χιόνι της Ν.Υ. με αυτό του Παρισιού  και την Ν.Υ. με το Παρίσι , το Βερολίνο με το Παρίσι , το Λονδίνο με την Ν.Υ. Κρίνει παράσταση όπερας του Wagner: «αλλά και αι μονότοναι μακρυναί σκηναί, συνδυαζόμεναι από μίαν μουσικήν χωρίς μελωδίαν, χωρίς motiv όπως αι άλλαι opere του Wagner, αποκοιμίζουν υπερβολικά. Φαντάζομαι οι δυστυχείς εκείνοι ηθοποιοί οι οποίοι εστέκοντο ολόκληρον ώραν εις την ιδίαν πλαστικήν άλλως τε στάσιν, θα είναι πεθαμένοι όταν τελειώνει επιτέλους η παράστασις. Η εκτέλεσις όμως τελεία υφ’ όλας τας απόψεις! Η πολύ μεγάλη σκηνή, τα τέλεια σκηνικά, ο καλλιτεχνίζων πλευρικός φωτισμός, η πληθώρα του προσωπικού, όλα μαζί βοηθούν εις το να παρουσιάζονται αι φαντασμαγορίαι του Wagner εις το τέλειον» . Περιγράφει ζωντανά το ταξίδι της με το υπερωκεάνειο Savoie κατά την επιστροφή της από την Αμερική στην Ευρώπη. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι, παρόλη την οικονομική της ανέχεια (δεν πούλησε τον πίνακα, ούτε της είχαν μείνει χρήματα), μια και που δεν μπορεί να βγάλει από πάνω της τις ακριβές συνήθειές της και την λεπτή ανατροφή της, δαπανά όλες τις οικονομίες της για να ταξιδεύσει στην Α΄θέση την οποία και περιγράφει καταλήγοντας: «θυμάμαι που, σε μιαν άλλη πολυθρόνα καθισμένη στο σπιτάκι του Λειβαδιού, στο μαγειρείο μας, ‘παρά θιν αλός’ έβλεπα το μεγάλο καράβι του ταχυδρομείου των Ινδιών το «Πενίν-οουλερ»(;) να περνά από μακριά κοντά Οξειά-Ιθάκη κι έλεγα: Θεέ μου αξιώσέ με και μένα να μπω καμμιά φορά μέσα σε ένα τέτοιο καράβι και να πάω μακριά, να δω πολλούς και ωραίους τόπους! Και ιδού που η παράκλησίς μου αυτή εισηκούσθη και με το παραπάνω».

Τελικά, οι ελπίδες της Αικατερίνης διαψεύσθηκαν. Οι προσδοκίες της δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κι όμως αυτή παρέμεινε ακμαία διοχετεύοντας, ξεπλένοντας -ίσως καλύτερα- την απογοήτευσή της μέσα στις γραμμές του ημερολογίου της. Έτσι διατήρησε στο είναι της την ίδια θέρμη, την ίδια ζωντάνια που είχε στο πρωτοξεκίνημα. Μετά τη μέση του 2ου ημερολογίου, απαλλαγμένη πλέον από τις αναζητήσεις, τις περιπλανήσεις και την αβεβαιότητα, επέστρεψε στην πατρική της γη. Προσγειώθηκε στην καθημερινή αλήθεια και με αμεσότητα εκπληκτική και βαθειά ειλικρίνεια αποδέχθηκε με αισιοδοξία τη μοίρα της. Πλήρης γνώσεων και εικόνων απεκδύθηκε τον οδυσσειακό μανδύα και έγινε η κυρά των Πουλάτων. Μετασχηματίστηκε από γυναίκα πολυταξιδεμένη, σε ερημήτισσα –με τους δικούς της όμως όρους- και σύντροφό της την μοναξιά. Ως δικαστής επέβαλε ποινή -στον εαυτό της όμως-: την «εκουσίαν αυτήν εξορίαν» στα Πουλάτα για το υπόλοιπο της ζωής της. Αυτοεξορίσθηκε και επωμίσθηκε την διαχείριση ενός χώρου συντηρώντας και προστατεύοντας –όπως έπραξε κατά την γερμανική Κατοχή- ταυτόχρονα τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού.

Η αισιοδοξία της δεν την άφησε σε καμμιά ηλικιακή φάση: [«Είμαι ενθουσιασμένη που βρίσκομαι εδώ. (ενν. στα Πουλάτα). Όλα μου αρέσουν. Και όλα γενικώς προσπαθώ να τα διορθώσω ώστε να μου αρέσουν»]γράφει αποφασιστικά. Ακόμα και τον καιρό των σεισμών του ’53 η Αικατερίνη προοιονιζόταν αίσια εξέλιξη. Γιόρτασε με το γιό της και την οικογένειά του και τους ανθρώπους που είχε στη δούλεψή της. Έκοψε πρωτοχρονιάτικη πίττα μέσα στην παράγκα. «Δόξα σοι ο Θεός. Υγεία να είναι και όλα τα άλλα διορθώνονται. Είμεθα ακόμη στην παράγκα όπου είναι πολύ εύμορφα και μάλιστα είναι τόσον ποιητικά και ωραία που λογαριάζω να μείνω για πάντα εδώ».

Τα χαρακτηριστικά της

Μια πειθαρχημένη λύπη πηγάζει από την διάχυτη μοναξιά που κυριαρχεί σε πολλές σελίδες του έργου. Οι λέξεις μόνη, μοναξιά, απομόνωση, ολομόναχη –αλλά και οι προεκτάσεις τους: γαλήνη, ηρεμία, κ.α.-, παίρνουν υπέρμετρες διαστάσεις και καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στο όλο έργο, θέση που προσδιορίζει την προσωπικότητά της. Η μοναξιά είναι η αιτία δημιουργίας του έργου. Είναι και η αφορμή. Αλλά και το αποτέλεσμα έχει πλαίσιό του τη μοναξιά. Το «πόσο μόνη είμαι» είναι αυτό που συχνά επαναλαμβάνεται. Ιδιαίτερα μάλιστα στο 2ο ημερολόγιο η μοναξιά της εξακοντίζεται στην υφήλιο: Αθήνα, Παρίσι, Βερολίνο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: πόλεις στο διάβα της, στην πορεία που μόνη της χάραξε γιατί πνίγηκε στην αδικία, στην αγνωμοσύνη, στην έλλειψη τρυφερότητας. Ο κόσμος δίπλα της γύριζε ξέγνοιαστος στην ματαιότητά του κι αυτή, με την αδιάκοπη ενδοσκόπηση έγραφε για τους πόνους και τις χαρές της καρδιάς της.

Τελικά, μοιάζει μόνη να νοιώθει ολοκληρωμένη. Μόνη μπορεί να αποτυπώνει τα γεγονότα και τους προβληματισμούς της στο χαρτί και, όταν μάλιστα για κάποιες αιτίες αυτό καθίσταται αδύνατο, η Αικατερίνη υποφέρει. Κι όταν επανέρχεται, βλέπουμε τη χαρά της, που μοιάζει με χαρά ενός μικρού παιδιού: «Με τι χαρά επανέρχομαι στο ημερολόγιό μου» σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η αγάπη για τον γιο της κατέχει κυρίαρχη θέση στην καρδιά της. Αγαπά όμως και τις κόρες της . [«Αν διαβάσουν ποτέ τα παιδιά μου τις γραμμές αυτές, ας σκεφθούν ότι έζησα μόνον διότι έπρεπε να ζήσω δι’ αυτά γιατί τ’ αγαπώ όπως αγαπά φυσικά κάθε μητέρα, και η γάτα ακόμη που τα τρέχει (έχοντάς τα) στο στόμα της στα κεραμίδια για να μην της τα πάρουν»] . Αγαπά και τη φύση [«Βλέπω τα δένδρα του κήπου μου και μιλώ με αυτά»] και τον τόπο της ιδιαίτερα. Όταν βρίσκεται στα Πουλάτα σημειώνει, στη Γαλλική, τη λέξη «ευχαρίστηση»Â  σαν να ισοδυναμεί ο τόπος με αυτήν, ή αλλού πιστοποιεί: «Πουλάτα, 1/1/1920: Και φέτος εδώ. Ας έχη δόξα ο Θεός. Εδώ είναι η ησυχία και επομένως και η ευτυχία» ή πάλι «είμαι επιτέλους σπίτι μου = στον παράδεισο!» . Κι όταν γεύεται την ευτυχία αναφωνεί: «Καμμία λέξις δεν εκφράζει ό,τι αισθάνομαι… μου φαίνεται σαν να είμαι κανένα κοριτσάκι, τόσο ελαφρά περπατώ στο δρόμο… » .

Η φωνή της, φορές παρακλητική, φορές σπαρακτική, μοιάζει να προσπαθεί να προσελκύσει τις αόρατες δυνάμεις να έλθουν αρωγοί της. Το γλυκό άγγιγμα του Θεού το νοιώθει σαν ομπρέλα προστασίας συνεχώς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρίσκεται «ανυπεράσπιστη στο ξένο μέρος». Δεν υπάρχει μέρα που να έχει γράψει κείμενο, στο τελειώμα του οποίου να μην έχει κάνει αναφορά στον Θεό. Τη φράση «Ο Θεός να μας προστατεύει, που το κάνει» ή «Θεέ μου λυπήσου με να περάσουν όπως με ηξίωσες και πέρασα τόσα άλλα»]τη χρησιμοποιεί σαν θα θέλει να εξορκίσει το κακό. Αποζητεί. Αναζητεί την βοήθειά Του με αφετηρία τα νιάτα της, μέχρι τα βαθιά γεράματά της. Όσο περισσότερο βυθίζεται στον εαυτό της μέσω της συγγραφής, τόσο περισσότερο πλησιάζει την αλήθεια, τον Θεό που δοξάζει «για τα απλά αλλά και θαυμαστά πράγματα που γνώρισε στα ταξίδια» της, τα οποία, ιστορώντας τα, συγκρίνει. Καμαρώνει όταν σημειώνει «γνώρισα τον κόσμο» γιατί συνειδητοποιεί πως τα ταξίδια αυτά –βιωματική πηγή- συνέβαλαν στην αναγκαία ωρίμανσή της. [«Ευχαριστώ τον Θεόν που μέσα στην δοκιμασίαν αυτήν (εν. της πενταετούς εκστρατείας χάριν της ευλογημένης εικόνος) μου έστειλε πολλάς ευκαιρίας να γνωρίσω την ζωήν και τους ανθρώπους»].

Αν και ριζοσπαστική και πρωτοπόρα , είναι προσηλωμένη στις παραδόσεις. Τις τηρεί με τάξη, ευλάβεια και σεβασμό, γεγονός που καθρεφτίζεται σε κάθε γιορτή, σε κάθε Πρωτοχρονιά: πίττα, μποναμάδες, δώρα, παραδοσιακές γεύσεις.

Η Αικατερίνη ανήκει αναμφίβολα στους προύχοντες της περιοχής της -και όχι μόνον-, κι έτσι ανάγεται σε ρυθμιστή του μικρόκοσμού της καθώς ελέγχει τους οικονομικούς πόρους του. Η δύναμή της αυτή την γεμίζει με ευθύνες, αγάπη και φροντίδα για τους ανθρώπους της –πέρα από την οικογένειά της-. Μεριμνά για τους βοσκούς, για το υπηρετικό της προσωπικό, για τους εργάτες που δουλεύουν τη γη της. («Το πρωί κόψαμε την πίττα, και μοιράσαμε στους υπηρέτες τα γλυκίσματά τους με τους μποναμάδες τους. Έπειτα στείλαμε στη στάνη τον δίσκο με τα διάφορα του βοσκού» ).

Αν και έχει φτάσει στο σημείο να δουλεύει ως εργάτρια –στην Αμερική-, δεν παύει να διαφοροποιείται από το λαϊκό στοιχείο. Ξέρει καλά την κοινωνική της προέλευση. Έτσι, είναι φορές που θέτει στον εαυτό της ρητορικές ερωτήσεις του τύπου: «Αλλά, τι να ομιλήσει κανείς με τους απλούς αυτούς ανθρώπους;». Αλλού πάλι: «Οι καλοί άλλως τε αυτοί άνθρωποι κάνουν με τόσην αφέλεια τόσο μεγάλες προστυχιές χωρίς βέβαια να εννοούν τι κάνουν ή τι λέγουν που μερικές φορές γελά κανείς και τα περνά απαρατήρητα. Αλλά στα περισσότερα η αηδία φθάνει μέχρι του πονοστόμαχου!!!» . Κι αλλού: [«έπρεπε να παραβλέπω τις ιδιοτροπίες του κάθε ενός σκαλτσόβλαχου»] .

Η αισιοδοξία της είναι διάχυτη σε όλα τα ημερολόγια: «Πάλι θα πρασινίσουν τα δένδρα. Πάλι θα τραγουδήσουν» σημειώνει στην τελευταία σελίδα του 5ου τετραδίου της. Κι αλλού πάλι: «Έρχονται στιγμές που απελπίζομαι ‘δεν θα αντέξω πια αυτή τη ζωή’. Αλλά τι να γίνει; Θάρρος, να δούμε πότε θα γλυτώσουμε».

Είναι φορές που την αφήνει έκπληκτη η συμπεριφορά των φίλων: «Έλαμψαν δια της απουσίας των! Έτσι είναι στον κόσμο: Οι μεγάλοι δεν ενθυμούνται τους μικρούς παρά όταν τους χρειάζονται καμμιά φορά!». Διαπιστώνει όμως έκπληκτη ακόμη και στον εαυτό της τα όρια της αντοχής της: «Να λοιπόν που έως και τώρα πρέπει να έχω Ιώβειον υπομονήν!» . Ή αλλού: «Κι αυτή είναι (εν. σαν και μένα) πλην μηδέν». «Πόσον αποτρόπαια είναι τα άγρια συστήματα των λαών να αλληλοτρώγονται για τα κέφια των διευθυνόντων, για να ακούγονται τα ονόματα των μεγάλων στην ιστορία! Πόσο συχαίνομαι που είμαι άνθρωπος και επομένως ομοιάζω σε αυτούς!».

Δεν επιτρέπει στο φόβο να την καταλάβει. Η θέλησή της είναι ισχυρή. Στα νιάτα της βουτάει σε μικρές χαρές και στο ωρίμασμά της–γεγονός που αποκαλύπτουν τα τελευταία τετράδιά της- ανιχνεύει με πόνο καρδιάς τις αδυναμίες του σώματός της, σημαδεύει καρτερικά τις ώρες της επώδυνης αναζήτησης της λύτρωσης, τις μέρες που θα την οδηγήσουν στην σμίξη με όσους αγαπά κι έχουν φύγει. Σκάβει βαθιά μέσα της για να ανακαλύψει την ψυχή. Και στη διεργασία αυτή μοιάζει να βυθίζεται, όπως οι όσιοι, στη σιωπή.

Η Αικατερίνη μοιάζει να έχει δυο πρόσωπα: ένα αυτό που «βγαίνει» από τις φωτογραφίες της όπου παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αποφασιστική γυναίκα. Και ένα άλλο που πηγάζει από τα ημερολόγιά της που δείχνει μια γυναίκα μόνη, που πολεμά να νικήσει τον ίδιο τον εαυτό της και τις αδυναμίες της. Η μοναξιά, αυτή της αλήθειας, των ημερολογίων της, την ενδυναμώνει και την ωθεί –ως κινητήριος δύναμη- σε πορείες πρωτοπόρες για την εποχή της. Η ίδια μαθαίνει, ως άμυνα κι ανάγκη, να διαχειρίζεται τον αγροτικό της χώρο, να διοικεί τους ανθρώπους της, να συντάσσεται με το εξελικτικό πλαίσιο των πρακτικών και των θεσμών, να εμβαθύνει στα οικονομικά μεγέθη της εποχής της τόσο, ώστε η ίδια να αποτελεί γραφειοκρατικό υπόδειγμα διαχείρισης και παρακολούθησης της αγροτικής περιουσίας, αυτής που της κληροδότησε ο πατέρας της.

Κρίνοντας γενικά το έργο της

Το έργο της, στο σύνολό του, είναι πρωτότυπο και δυναμικό. Τα κείμενά της διαπραγματεύονται έννοιες ξεχωριστές, διαχρονικά και πανανθρώπινα αποδεκτές: δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, πίστη, αγάπη, ηθική, ελευθερία. Γι’ αυτήν την τελευταία τολμά την υπέρβαση και βρίσκοντας τις πηγές της στα κατάβαθα της ύπαρξής της ως αυτοφυές φυτό, τρέπεται σε φυγή αποτυπώνοντας με διαφάνεια τις σκέψεις της. Γράφει αυθόρμητα, ανόθευτα, χωρίς φυσικά να την ενδιαφέρει ποσώς η διεκδίκηση της όποιας θέσης στο πάνθεο των ανθρώπων των γραμμάτων. -Δεν έχει άλλωστε καμμιά απολύτως σημασία η κατάταξή της ή μη στους λογοτέχνες-. Γράφει τα αυθεντικά προσωπικά βιώματά της με κεντρικά πρόσωπα από το άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, προσφέροντας την πυρκαγιά της ψυχής της. Γράφει για να απολυτρωθεί. Για να απεγκιβωτισθεί. Εμείς σήμερα, άνευ αδείας της, τιμώντας την όμως, γινόμαστε «ειδήμονες», κάνουμε κριτική στα κείμενά της, γεγονός που, εάν ζούσε, κι εάν μας το επέτρεπε, θα την άφηνε σαφέστατα παντελώς αδιάφορη. Γιατί, έτσι κι αλλοιώς, περιφρονούσε τις τυπικές της εποχής προσταγές.

Η γλώσσα της πατά στη δημοτική και παράλληλα στην απλή καθαρεύουσα. Χρησιμοποιεί αρκετό πλούτο λέξεων (καταβαραθρώνω, πομφόλυγες) και όχι δυσνόητες εκφράσεις. Σε αρκετά σημεία οι φθόγγοι έχουν μουσικότητα. Ο λόγος είναι συγκινησιακός, χωρίς μελοδραματισμούς, και πλήρης αισιοδοξίας. Χρησιμοποιεί και λέξεις κεφαλλονίτικες [«βουρλισμένος και τσινιάρης με το παραμικρό»] , [«κάνουμε ένα σωρό ζούρλες».. «…δεν μας αναγκάζει να κρατάμε την ελληνική μούσκλα»] , [«χιόνι, φλατομαντήλα που λέμε εμείς οι Κεφαλλονίτες»] . Αλλοιώνει όμως και λέξεις και τις φέρνει όπως θέλει: «απόκτησα μια συντροφίνα, μια καϋμένη γάτα αδέσποτη… που παίρνει ραχατιλίδικιες πόζες». Όταν βρίσκεται στο Παρίσι χρησιμοποιεί στα κείμενά της αρκετές λέξεις γαλλικές , αλλά και στην Ελλάδα το ίδιο κάνει [«en excursion ευρισκόμενοι»].

Συγκρίνει, ειρωνεύεται, παρομοιάζει, προσωποποιεί, πλάθει εικόνες -με παράλληλη σφριγηλή μεταφορά οδυνηρών ή ευτυχισμένων εμπειριών-, [«τα δένδρα κρυσταλλωμένα γέρνουν από το βάρος (ενν. του χιονιού) επάνω μας, τόσο που κόπταμε με τα δόντια τα μικρούτσικα κρύσταλλα και τα τρώγαμε σαν καραμέλλες»] σε συνεχή ροή, όταν της δίνεται το ερέθισμα (όπως για την αδέσποτη γάτα που βρήκε έξω από το διαμέρισμά της στην Αμερική).

Ώρες-ώρες ο χρόνος της μοιάζει ρευστός. Αλλού πάλι καρφώνεται και συγκεκριμενοποιείται σε παραλληλισμό με τον τόπο. Το ύφος είναι εξομολογητικό –ή καλύτερα- ενδο-εξομολογητικό, στοχαστικό. Η γραφή της είναι πειστική, καθαρή, αβίαστη. Ανασυνθέτει με ακρίβεια στιγμές. Το στίγμα της είναι απόλυτα προσωπικό. Μπορεί να ταυτίζεται (ενν. το στίγμα) με τη γενιά της, όμως η Αικατερίνη πηγαίνει πέρα από αυτήν. Γιατί, η ταυτότητά της ανήκει στο μέλλον.

Αγαπά να μεταχειρίζεται ηθικοθρησκευτικές θέσεις [«ζητείτε και δοθήσετε ημίν»] , γνωμικά [«γαϊδούρι ξέστρωτο»] , [«όποιος ενδρέπεται πολλά καλά στερεύεται»] , ή ρητά ακόμη και στη Γαλλική [Apres le terrible ouragan, le beau, le splendid temps (Μετά την φοβερή λαίλαπα, ο ωραίος, ο θαυμάσιος καιρός)] . Εύκολα όμως εκφράζει και κατασταλάγματα δικής της σοφίας: «Τα χρήματα είνε όπως το ρετσινόλαδο που το παίρνει κανείς όταν είναι άρρωστος για να γίνη καλά»Â  λέει στον εαυτό της για να δικαιολογηθεί για τον πεισματικό αγώνα που έκαμε για να πουλήσει τον «ευλογημένο πίνακα» ή αλλού «Όλα αμοίβονται. Φυσικά πρέπει να έχομε υπομονή και πίστη στον Θεόν και η ευλογία Του θα έλθη πάντοτε».

Μαρτυρίες για την κυρά των Πουλάτων, Αικατερίνη Βαλέττα

Ο Νίκος Ι. Γερουλάνος, εγγονός του Μαρίνου Γερουλάνου, θυμάται πως είχαν περάσει αντάρτες από την Ήπειρο στην Κεφαλλονιά, οι δε Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους ανακαλύψουν. Όταν η σιόρα Κάτε είχε παραθέσει επίσημο τραπέζι στους Γερμανούς αξιωματικούς -με επικεφαλής τον Σπιτέλερ- στο πατάρι του σπιτιού της ήταν κρυμμένοι οι αντάρτες .

Εν συνεχεία παραθέτω δυο μαρτυρίες κατοίκων των Πουλάτων αναφορικά με τη δράση της Αικατερίνης Βαλέττα τα χρόνια της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής και της μεταξύ -των Γερμανών και Ιταλών- σύρραξης. Η πρώτη είναι του Σπυρογιάννη Φλαμιάτου (παρούσες ήταν η Φωτεινή και Σοφία Φλαμιάτου και Πολυάνθη Βουτσινά) και η δεύτερη του Αδαμάντιου Φλαμιάτου. Και οι δυο μαρτυρίες μού δόθηκαν προφορικά το καλοκαίρι του 2008 και κράτησα όλες τις απαραίτητες σημειώσεις σε χαρτί. Με βάση δε όλες τις μαρτυρίες, θεωρώ πως η Αικατερίνη Βαλέττα θα πρέπει να τιμηθεί με την ανάγερση αναμνηστικής στήλης –ή την φιλοτέχνηση αγάλματος- και να τοποθετηθεί σε κεντρικό σημείο των Πουλάτων.

Μαρτυρία πρώτη

Το περιστατικό έγινε πριν από το ολοκαύτωμα των Μουζακάτων. Οι κάτοικοι των Πουλάτων φοβούνταν και κοιμόντουσαν έξω, στα χωράφια.

Ένας έμπορος, ο Γεράσιμος Αντωνάτος ή Μάστορας όπως ήταν γνωστός, που τον μισούσαν οι αριστεροί, σύχναζε στο παλιό χωριό στα Πουλάτα, στο σπίτι του Κανάρη Φιλιππάτου. Πήγαν οι αριστεροί εκεί και ήθελαν «να χαλάσουν» τον Αντωνάτο. Στο σπίτι, που το κύκλωσαν οι αριστεροί, ήταν μια παλιά δεξαμενή. Εκεί κρύφτηκε ο Αντωνάτος αφού έσβησε το λυχνάρι και κινήθηκε στο σκοτάδι. Η γυναίκα όμως του Αντωνάτου, φοβούμενη για τη ζωή του άνδρα της, πήγε στους Γερμανούς και μαρτύρησε το τι συνέβαινε. Οι κάτοικοι του χωριού, διαβλέποντας κακή εξέλιξη, φοβήθηκαν και κρύφτηκαν κι αυτοί. Μια δε γυναίκα από τα Πουλάτα, η Ερικέτη Λεβενιώτη, καθώς πήγαινε για χόρτα, είδε τους Γερμανούς που κατευθύνονταν προς το χωριό. (Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο τα Μουζακάτα, όσο και τα Πουλάτα θεωρούνταν -και ήταν- εστίες Αντίστασης κατά των κατακτητών). Αυτή, γύρισε αμέσως πίσω, στο χωριό και ειδοποίησε την οικογένεια του Γεράσιμου Φλαμιάτου. O γιός του, Σπυρογιάννης Φλαμιάτος (ο μαρτυρών), 18 χρονών τότε, που φορούσε ρούχα Ιταλικά –γιατί τα ρούχα ήταν τότε είδος πολυτελείας- βγήκε από τον διπλανό κήπο. Οι Γερμανοί, βλέποντάς τον να τρέχει, τον πέρασαν για Ιταλό και άρχισαν να τον πυροβολούν. Οι σφαίρες περνούσαν από δίπλα του και κάτω απ’ τα πόδια του και τελικά, σώθηκε από θαύμα. Ανέβηκε στο βουνό. Εκεί ήταν μια παλιά δεξαμενή και κρύφτηκε πηδώντας μέσα. Ένας Γερμανός τον είδε. Πλησίασε τη δεξαμενή και τον χτύπησε στο κεφάλι με το όπλο του. Ο Σπυρογιάννης βγήκε έξω, πατώντας επάνω σε πέτρες που εξείχαν από τα πλαϊνά της δεξαμενής. Τον πήγαιναν στην πλατεία του χωριού τέσσαροι Γερμανοί και ένας από αυτούς τον χτύπησε πολύ. Στην πλατεία, ήταν μαζεμένος κόσμος, όλο το χωριό, και οι Γερμανοί τους είχαν κυκλώσει. Ο νεαρός, δεν φορούσε παπούτσια. Και μια γειτόνισσα του έδωσε κάποια πρόχειρα να τα βάλει. Οι Γερμανοί όμως δεν τον άφησαν. Τον οδήγησαν στον κήπο των Βαλέττα και εκεί ήταν τρεις έτοιμοι για να τους κρεμάσουν οι Γερμανοί. Ήταν ο Σπυρ. Βινιεράτος, ο Γεράσιμος και ο Ερωτόκριτος Φιλιππάτος. Στην πλευρά των Γερμανών στεκόταν κάποιος Θανάσης Κουράτος που μιλούσε Γερμανικά. Αυτός είχε έλθει για να σώσει το χωριό από τη μανία των Γερμανών και να τους εμποδίσει να κάνουν κακό σε αθώους. Εκεί όμως ήταν και η Αικατερίνη Βαλέττα που μιλούσε κι αυτή Γερμανικά. Είπε στον επικεφαλής αξιωματικό πως οι χωρικοί είναι φιλήσυχοι, καλοί, και πως δεν ενοχλούν. Η Βαλέττα είχε στην υπηρεσία της την Κατίνα και την Ελεάνθη, κόρη της Κατίνας. -Την Κατίνα την είχε για να ψένει και να μαγειρεύει-. Η Κατίνα, είπε στην κόρη της να ανοίξει την έξοδο από το επάνω μέρος του σπιτιού για να ξεφύγουν οι μελλοθάνατοι. Την ενέργειά της όμως αυτή την αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί και κινήθηκαν εναντίον της. Τότε η Αικατερίνη μίλησε στον επικεφαλής Γερμανό, είπε πως οι χωρικοί ήταν αθώοι και απέδωσε τα πάντα στον φόβο που τους κατείχε. Έτσι, έσωσε, όχι μόνο την Κατίνα και την κόρη της, όχι μόνον τους μελλοθάνατους, αλλά και όλους τους κατοίκους του χωριού που τους είχαν συγκεντρωμένους στην πλατεία. Μόλις δε οι Γερμανοί έλυσαν τον κλοιό, οι κάτοικοι έτρεξαν και κρύφτηκαν όπου μπορούσαν. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί στράφηκαν εναντίον της Αντωνάτου και την σκότωσαν και λίγο μετά, λεηλάτησαν ό,τι έβρισκαν στο δρόμο τους. Άρπαξαν δε μέχρι και τέσσαρες κότες.

Μαρτυρία δεύτερη

Ο Γεράσιμος Αντωνάτος ήταν έμπορος από τα Λαταβινάτα. Μαζί με τον αδελφό του, Τάσο, έκαναν εμπόριο με είδη προικός. Με την Κατοχή πήγαν στη Ρούμελη και κατατάχθηκαν στο στρατό του Βελουχιώτη. Όμως οι αντάρτες, τους κατηγόρησαν και τους έδιωξαν. Ο Τάσος γύρισε στην Κεφαλλονιά και ήθελε να οργανώσει την Αντίσταση. Όταν όμως ήλθε απ’ τη Ρούμελη ο γνωστός αντιστασιακός καπετάν-Φουρτούνας στην Κεφαλλονιά και έμαθε για τον Τάσο, ξέροντας την άποψη του Βελουχιώτη γι’ αυτόν, τον εκτέλεσε. Ο Γεράσιμος, θέλοντας να μάθει περισσότερα στοιχεία για το θάνατο του αδελφού του, πήγε στα Πουλάτα όπου οι χωρικοί πήγαν να τον πιάσουν. Τελικά όμως, πυροβολώντας, κατόρθωσε και το ‘σκασε.

Ο Γεράσιμος είχε παντρευτεί την Παγώνα κι όταν αυτή έμαθε το συμβάν, και παρ’ όλο που οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν και τόσο καλές, πήγε στην πεθερά της η οποία την έπεισε να πάει στους Γερμανούς να καταγγείλει το τι είχε συμβεί και το ότι απειλείτο η ζωή του Γεράσιμου. Η Παγώνα, για να σώσει τον άνδρα της, πήγε, κι έτσι οι Γερμανοί πήγαν στο χωριό και το κύκλωσαν.

Στο υπόγειο του σχολείου υπήρχαν όλμοι και πολυβόλα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θα πήγαιναν στη Ρούμελη. Τα όπλα τα είχαν δώσει οι Ιταλοί στον γιο της Αικατερίνης, Κλέονα. Αυτός τα έκρυβε εκεί απ’ όπου θα τα έπαιρνε ο Κωνσταντίνος Φλαμιάτος (του Δημητρίου και της Όλγας) του ΕΛΑΝ και θα τα οδηγούσε στη Ρούμελη. Όταν δε οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο, πολλά όπλα τα έριξαν στη στέρνα του Βαλέττα, γεγονός που γνώριζε και η Αικατερίνη.

Μπροστά λοιπόν από το σπίτι της –όπου ήταν και η στέρνα με τα κρυμμένα όπλα- είχαν μαζέψει οι Γερμανοί τους Πουλάδες. Με τόλμη και θάρρος κάλεσε τότε αυτή τον Γερμανό αξιωματικό και του μίλησε στα Γερμανικά. Του είπε πως τους Αντωνάτους τούς κυνηγούσαν οι τσοπάνηδες και όχι οι Αντιστασιακοί. Ο δε Γερμανός, μη αμφισβητώντας τα λόγια της την πίστεψε, δεν πείραξε κανέναν και άφησε ελεύθερους όλους τους χωρικούς.

Μετά, ο Γερμανός διοικητής που ήταν στο Αργοστόλι, ειδοποιημένος από την Παγώνα –μετά από προτροπή της πεθεράς της- πήγε στα Πουλάτα για να ερευνήσει κι αυτός την υπόθεση. Συναντήθηκε με την Αικατερίνη που τον διαβεβαίωσε για την αθωότητα των χωρικών, για την μη ύπαρξη αντιστασιακής οργάνωσης και για την ύπαρξη τσοπάνηδων που δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Αντωνάτους. Τότε, οι Γερμανοί σκότωσαν την Παγώνα γιατί θεώρησαν πως τους έλεγε ψέματα. Την ξετρύπωσαν από ένα ποδόχι που είχε κρυφτεί. Αυτή, πριν πεθάνει ζήτησε από τους χωριανούς να βοηθήσουν τα παιδιά της. «Συγχωράτε με χωριανοί και ο Θεός ας σας συγχωράει» ήταν τα τελευταία λόγια της.

Θα πρέπει να τονισθεί πως στα Πουλάτα και στα Μουζακάτα ήταν όλοι οι χωρικοί αντιστασιακοί, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση ο ένας να καταδώσει τον άλλον. Παιδιά, αλλά και γέροι ήταν οργανωμένοι στην Αντίσταση.

Τα κτήματα του Εμμανουήλ και της Αικατερίνης Βαλέττα στα Πουλάτα

Ο Ιωάννης Άννινος του Ηλία κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι. εγκαταστάθηκε στη Σάμη. Μια παράδοση θέλει να σκότωσε τους έξη αδελφούς Παλατσουόλ και να απέκτησε τη γη τους . Πιθανόν όμως η θέση αυτή να είναι αποτέλεσμα των οικογενειακών αντιδικιών που είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή με την οικογένεια των Ζερβών και ως εκ τούτου να περιέχει εμπάθειες και υποκειμενισμούς.

Γενικά, η γέννησή του κτήματος –ή των κτημάτων- ήταν αποτέλεσμα οικονομικών συγκυριών, πολιτικού πλαισίου και ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Με τον τρόπο αυτό, οι εκτάσεις αυτές αξιοποιήθηκαν ως αναπτυξιακός πόρος. Η εκχέρσωση και η πρώτη καλλιέργεια έγιναν πριν από αρκετές γενιές. Δυστυχώς όμως δεν έχουν σωθεί έγγραφα από τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα σημαντικά για την ιστορικότητα του –κεντρικού έστω- κτήματος. Ελάχιστο φωτογραφικό υλικό και κάποιες διάσπαρτες αναμνήσεις γεροντότερων μάς αποκαλύπτουν ορισμένα στοιχεία.

Η αγάπη για τη γη καλλιεργήθηκε από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά μεγάλωσαν στο κεντρικό κτήμα –όπου και η κύρια κατοικία-, είδαν το χώμα να καρπίζει, μύρισαν τη νωτίλα από τα πρωτοβρόχια, είδαν τα ζώα να γεννούν, περιεργάστηκαν τα άροτρα και τα εργαλεία, σκαρφάλωσαν στα δέντρα, έπαιξαν κρυφτό στις απόμερες γωνιές κι έκαναν σπιτάκια στις φυλλωσιές.

Ο Γιώργος Ι. Γερουλάνος, εγγονός του Μαρίνου Γερουλάνου, που, παιδί όταν ήταν περνούσε ορισμένο χρόνο στα κτήματα, θυμάται: «Η θεία Κάτε άναβε το φούρνο το χωριάτικο στο σπίτι στην παραλία –όπου σήμερα είναι το camping- με κληματόβεργες στις 3 το πρωί κι έκανε νοστιμότατο χοιρινό. Το έβαζε στο ταψί κι «έχτιζε» το ταψί γύρω-γύρω με λάσπη από πηλό. Μετά έβγαζε τις κληματόβεργες και έριχνε μια πλεξούδα σκόρδο και μια πλεξούδα κρεμμύδι και όταν ήταν έτοιμο και άνοιγε το φούρνο μοσχομύριζε όλη η Σάμη».

Το κεντρικό κτήμα ήταν μεγάλο. Είχε κήπους με λαχανικά, με λουλούδια, ελιές κι αμπέλια, σπίτια, παράσπιτα, αποθήκες με εργαλεία, με προϊόντα, με άμαξες, σταύλους με ζωντανά, αλώνια, ληνούς και φούρνους και το διαχειριζόταν χρηστά το ζεύγος Βαλέττα. Ήταν οικογενειακό Αννιναίικο, του Σάββα. Για το λόγο αυτό η Αικατερίνη έμεινε στα χείλη των συντοπιτών της ως η «Κάτε του Σαββάκη», φέροντας έτσι είτε το όνομα του παππού -και όχι του πατέρα της Ιωάννη- που ήταν και το του κλάδου των Αννίνων. Άλλωστε, πέρα από το όνομα και το οικόσημο, σημείο κύρους ήταν και το μέγεθος του κτήματος και της κύριας κατοικίας –συμπεριλαμβανομένων και των βοηθητικών και αποθηκευτικών χώρων-, καθώς και ο αριθμός των ατόμων του προσωπικού, και προσδιόριζε την κοινωνική ιεραρχία που επικρατούσε στο χωριό.

Πέρα από το εργατικό δυναμικό που πύκνωνε ανάλογα με τις εποχές και την παραγωγή, τα κτήματα διέθεταν πλήρη εργαλειακό εξοπλισμό. Οι δυο αυτοί παράγοντες υπό την καθοδήγηση των Αννίνων αρχικά, και Βαλέττα μεταγενέστερα, οδήγησαν σε ορθολογική εκμετάλλευση της γης, σε όγκο παραγωγής και σε συσσώρευση κεφαλαίου που επανεπενδυόταν στις αγροτικές δραστηριότητες. Τα παραγόμενα γεωργικά προϊόντα κάλυπταν τις εσωτερικές ανάγκες, την αυτάρκεια των μόνιμων και βασικών εργαζόμενων, το δε πλεόνασμα εμπορευματικοποιείτο.

Τα κτήματα είχαν συνδεθεί άμεσα με την οικονομική ζωή στα Πουλάτα. Εκεί απασχολείτο ολόκληρο το χωριό. Και όταν οι εποχές το απαιτούσαν, ερχόταν εργατικό δυναμικό και από άλλα μέρη. Αποτελούσαν δηλαδή μια παραγωγική μονάδα, η δραστηριότητα της οποίας χάραξε για αρκετά χρόνια την οικονομική ιστορία της περιοχής και τους ρυθμούς εξέλιξής της.

Τα κτήματα με το σύνολο των έμψυχων και άψυχων παραγόντων τους, μέσα από τον χρόνο, έφθασαν να αποτελούν κομμάτι του παραδοσιακού τρόπου ζωής των Πουλάτων. Οι βελτιώσεις, η διασφάλιση ικανοποιητικών συνθηκών διαβίωσης στο ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά τους και η σωστή πολιτική διακίνησης – προώθησης των προϊόντων που ήταν αποκλειστικά αποφάσεις της διαχειρίστριας οικογένειας, τα έκαμαν οικονομικά βιώσιμα και κοινωνικά αποδεκτά. Προφανώς, για να επιζήσουν ως η καρδιά της οικονομικής πορείας της περιοχής, ως δυναμικός πόλος της τοπικής ανάπτυξης για τόσα αδιάλειπτα χρόνια, θα πρέπει να ακολουθούσαν με συνέπεια τον ετήσιο κύκλο παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων που παράγονταν εκεί.

Παράλληλα με αυτά που μού δόθηκαν ως «Πρώτη μαρτυρία» –από τον Σπυρογιάννη Φλαμιάτο και τις Σοφία και Φωτεινή Φλαμιάτου και Πολυάνθη Βουτσινά- συνέλεξα και διάφορες άλλες πληροφορίες για το «Φρούριο των Πουλάτων» -όπως μου ειπώθηκε-, και αφορούσε στον οχυρωμένο χώρο όπου και το αρχοντικό των Αννίνων-Βαλέττα στο χωριό. Τα συμπιλήματα λοιπόν –καθώς και ορισμένα για την Αικατερίνη και για τον Κλέονα- είναι τα εξής:

Έξω από την οχύρωση που ήταν πολυγωνική ήταν ένα πηγάδι και μέσα ήταν το μεγάλο το σπίτι –που είχε και την στέρνα-. Εκεί ήταν το λιτρουβιό, το λιοστάσι, το αλώνι, ένας μεγάλος και παραγωγικότατος κήπος, ο φούρνος, διάφορα πλατώματα –εκ των οποίων το ένα ήταν μεγάλο- και ένα πουρνάρι, «γιγάντιο», «πελώριο», ιστορικό δέντρο. Κι όταν με το σεισμό έπεσε και το υλοτομήσαν, έδωσε 25.000 κιλά ξύλα.

Στην οικογένεια δούλευε όλο το χωριό. Στις ελιές, στα χτήματα, στ’ αμπέλια. Δούλευαν πενήντα γυναίκες την ημέρα. Εκτός απ’ το χωριό, ήταν και από την Ήπειρο και τη Στερεά και από άλλα μέρη της Κεφαλλονιάς.

Η Κάτε ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ωραία και αρχοντική, με άσπρο δέρμα, και στα γεράματά της χρησιμοποιούσε ραβδάκι. Είχε κάμει και δυο εκκλησιές. Τους Αγίους Αναργύρους και τους Αγίους Αποστόλους. Είχε μεγάλη επαφή με τον κόσμο. Ελεούσε τους φτωχούς. Τον καιρό της Κατοχής υπηρετούσε ένας δάσκαλος –δεν θυμούνταν το όνομά του- φτωχός κι εργατικός. Κι αυτού ακόμα τού’ στερνε φαγητό.

Οι Ιταλοί έκαμαν πολλά. Έπιναν, μέθαγαν, άφηναν τα βαρέλια ανοιχτά κι όταν οι νοικοκύρηδες προσπαθούσαν να να κλείσουν, τους έβαναν το όπλο στο κεφάλι. Κι όταν οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Ιταλούς, έκρυβε η Κάτε έναν Ιταλό, τον Τζοβάνι, για να μην τον σκοτώσουν. Έκρυβε όμως και άλλους Ιταλούς και παράλληλα είχε κι επαφές –λόγω γλώσσας- με τους Γερμανούς.

Ο Κλέονας τάϊζε τους εργάτες του. Η μαγείρισσα η Κατίνα πήγαινε στον Κάμπο με την μεγάλη κατσαρόλα ισορροπημένη επάνω στο κεφάλι της. Έδινε και στους αντάρτες που ήταν στα Μουζακάτα, τρόφιμα. Τους πήγε μια φορά 3.000 κιλά στάρι και λάδι.

Επιλογικά

Η ζωή επεφύλαξε κοινή πορεία σε πολλούς τομείς τόσο στους Αννίνους, όσο και στους Βαλέττα. Και οι δυο οικογένειες έφεραν τίτλους ευγενείας. Πολλά μέλη τους παρασημοφορήθηκαν από αρκετούς φορείς, κυρίως όμως έφεραν σύμβολα και διάσημα από διάφορα Ιπποτικά Τάγματα. Άλλα μέλη πάλι των ίδιων οικογενειών συνυπήρξαν στην Φιλική Εταιρεία (Ιωάννης Άννινος, 1798-1890 – Σπυρίδων Βαλέττας 1786 – 😉 και ανέπτυξαν παράλληλες δράσεις, μη υπολογίζοντας φυσικά πως η ζωή θα ένωνε μετά από χρόνια τις δυο οικογένειες στο πρόσωπο της Αικατερίνης.

Με το σύντομο αυτό έργο νοιώθω πως επιτελώ κι ένα καθήκον οφειλόμενο:

-ως γυναίκα σε μια πρωτοπόρα του φύλου μου που, σε καιρούς όχι κατακαθισμένους και σαφώς γεμάτους ταμπού, έκανε τις δικές της υπερβάσεις.

– ως εργάτης της πέννας σε μια υπερπολιτισμένη προσωπικότητα που έδωσε αισθητικές και συναισθηματικές διαστάσεις στα ημερολόγιά της που τότε συνηθίζονταν να είναι τυποποιημένα, δακρύβρεχτα, επαναλαμβανόμενα κείμενα μιας ανούσιας καθημερινότητας.

-και ως Κεφαλλονίτισσα σε μια δυναμική συμπατριώτισσα που δεν θα μπορούσε να είναι με τίποτε άλλο ποτισμένη, παρά με ριζοσπαστικές αντιλήψεις.

Θεωρώ πως οφείλω να υποκλιθώ στη μνήμη της.

Ευρυδίκη Λειβαδά

Σημ. Το παρόν έχει ανακοινωθεί στο Συνέδριο «Ανάδειξης Σύγχρονου Πολιτισμού και Ιστορικής Κληρονομιάς από τον Δήμο Αργοστολίου», εμπεριέχεται στα Πρακτικά «Ανθολογία Ιονίου Λογοτεχνίας, Τ. Β΄», σε μονογραφία (πλήρης ανάλυση) με τίτλο: «Άννινοι – Βαλέττα» (εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΙΑ) και μέρος του στην Πολιτιστική επετηρίδα ΟΔΥΣΣΕΙΑ τ. 2009.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19/4/2019 #ODUSSEIA