Μ. Σωτηροπούλου, Ι. Σύμπλης, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Σύμβουλοι, Σ. Κωνσταντίνου, Δ. Τομαράς, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σύμπλης και Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, καθώς και ο Πάρεδρος Δ. Τομαράς μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Οι προσβαλλόμενες πράξεις ( η από 17 Ιουνίου 2018 συμφωνία των Πρέσπων και η 16.10.2018 αποφάση του Υπουργού Εξωτερικών «Συγκρότηση του Ελληνικού Τμήματος της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων (ΜΔΕΕ) Ελλάδας-πΓΔΜ για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα») είναι πράξεις διαχειρίσεως της πολιτικής εξουσίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και συνδέονται ευθέως με τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Ως εκ τούτου, έχουν κυβερνητικό χαρακτήρα, μη υποκείμενες στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989
Δικηγόροι: Ειρήνη Μαρούπα ,Χρήστος Παπασωτηρίου ,Ευσταθία Τσαούση ΝΣΚ, Γεωργία Παπαδάκη ΝΣΚ,.
________________________________
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η από 17.6.2018 διοικητική πράξη υπογραφής από τον Υπουργό Εξωτερικών της «Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των μερών» και κάθε άλλη, αμέσως ή εμμέσως, συναφής προγενέστερη ή μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη, καθώς και πράξη εκτελέσεως.
…….
3. Επειδή, η αόριστη ως άνω μνεία στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως ως συμπροσβαλλόμενης και «κάθε άλλης, αμέσως ή εμμέσως, συναφούς προγενεστέρας ή μεταγενεστέρας πράξεως ή παραλείψεως, καθώς και πράξεως εκτελέσεως» δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει την υπόθεση από την άποψη αυτή, ενώ η προσβολή με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων της από 16.10.2018 αποφάσεως του Υπουργού Εξωτερικών «Συγκρότηση του Ελληνικού Τμήματος της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων (ΜΔΕΕ) Ελλάδας-πΓΔΜ για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα» είναι απαράδεκτη, προεχόντως λόγω ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αντικειμένου της δίκης. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν αυτή αποτελεί ή όχι πράξη συναφή με τις αρχικώς προσβαλλόμενες (ΣτΕ 1164, 1166/2018 Ολ.).
4. Επειδή, οι αιτούντες …. δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο … συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ζήτησε να ενταχθεί στον ΟΗΕ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Από την ελληνική κυβέρνηση εκφράσθηκαν αντιρρήσεις σχετικά με την ονομασία αυτή. Με την απόφαση 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αφού ελήφθη υπόψη η διαφωνία που προέκυψε σε σχέση με το όνομα του υπό ένταξη κράτους, προτάθηκε στη Γενική Συνέλευση να γίνει αποδεκτή η αίτηση ένταξης στα Ηνωμένα Έθνη του εν λόγω κράτους, αναφερομένου προσωρινά και για όλους τους σκοπούς εντός του ΟΗΕ ως «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» [πΓΔΜ], μέχρι την οριστική διευθέτηση του ζητήματος της ονομασίας. Με την απόφαση 845 (1993), το Συμβούλιο Ασφαλείας προέτρεψε τις δύο πλευρές να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για ταχεία διευθέτηση του ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό, στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 υπεγράφη στη Νέα Υόρκη από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σύμφωνα με το άρθρο 23 αυτής. Με τη συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκαν τα υπάρχοντα διεθνή σύνορα μεταξύ των δύο κρατών ως διαρκή και απαραβίαστα (άρθρο 2), απαγορεύθηκε η χρήση του συμβόλου του ήλιου της Βεργίνας στη σημαία της πΓΔΜ (άρθρο 7 παρ. 2, σε συνδυασμό με την συνημμένη στο κείμενο της συμφωνίας από 13 Σεπτεμβρίου 1995 επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας), συμφωνήθηκε η συνέχιση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την ονομασία του κράτους της πΓΔΜ (άρθρο 5) και ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία να μην αντιταχθεί σε αίτηση εισδοχής ή στη συμμετοχή της πΓΔΜ ως μέλους σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς στους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος, εκτός εάν -και στο μέτρο που- η πΓΔΜ πρόκειται να αναφέρεται στους οργανισμούς αυτούς με άλλο όνομα από το ορισθέν στην 817 (1993) απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (άρθρο 11 παρ. 1). Τέλος, τα μέρη συμφώνησαν ότι η εξελισσόμενη οικονομική ανάπτυξη της πΓΔΜ θα πρέπει να υποστηριχθεί μέσω της διεθνούς συνεργασίας, όσο το δυνατόν περισσότερο μέσω στενής σχέσης της πΓΔΜ με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 11 παρ. 2). Στη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού της Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) στις 2 και 3 Απριλίου 2008 στο Βουκουρέστι, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν συναίνεσε στην υποψηφιότητα της πΓΔΜ, γεγονός που κρίθηκε αντίθετο προς το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (απόφαση της 5.12.2011).
6. Επειδή, στις 17 Ιουνίου 2018 υπεγράφη στις Πρέσπες από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών κείμενο «Τελική[ς] Συμφωνία[ς] για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών». Με τη συμφωνία αυτή ορίζεται ως επίσημο όνομα του δεύτερου μέρους το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», εν συντομία δε «Βόρεια Μακεδονία», ως ιθαγένεια η «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και ως γλώσσα η «Μακεδονική Γλώσσα» (άρθρο 1 παρ. 3), επιβεβαιώνεται δε το υφιστάμενο κοινό σύνορο ως ισχυρό και απαραβίαστο διεθνές σύνορο (άρθρο 3). Για τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, αποφασίστηκε να ακολουθηθούν ορισμένα στάδια, πρώτα από το δεύτερο μέρος (κύρωση της συμφωνίας από το κοινοβούλιο, ενημέρωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, δημοψήφισμα, εφόσον τούτο αποφασιστεί, συνταγματικές τροποποιήσεις μέχρι το τέλος του 2018, ενημέρωση της Ελληνικής Δημοκρατίας επί όλων των ανωτέρω) και στη συνέχεια από την Ελληνική Δημοκρατία (κύρωση της συμφωνίας) [άρθρο 1 παρ. 4]. Τα μέρη μετά την ολοκλήρωση των εσωτερικών τους διαδικασιών οφείλουν να ενημερώσουν σχετικά το ένα το άλλο γραπτώς εντός δύο εβδομάδων (άρθρο 20 παρ. 3). Η συμφωνία τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία λήψεως της τελευταίας γνωστοποίησης από το οικείο μέρος (άρθρο 20 παρ. 3). Στο άρθρο 20 παρ. 4 προβλέπονται τα εξής: Το άρθρο 8 παρ. 5 θα εφαρμόζεται προσωρινά, ενόσω εκκρεμεί η θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας. Εάν η Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, αυτή, στο σύνολό της και ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα έχει περαιτέρω ισχύ ή εφαρμογή, προσωρινή ή άλλη, και δεν θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα μέρη με οποιονδήποτε τρόπο. Στο εν λόγω άρθρο 8 παρ. 5 προβλέπεται η συγκρότηση Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων προκειμένου να εξεταστούν και να αναθεωρηθούν, εφόσον θεωρηθεί κατάλληλο, σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό. Τέλος, αναφορικά με τις διαδικασίες ένταξης του δεύτερου μέρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η Ελληνική Δημοκρατία ανέλαβε, με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της συμφωνίας από το κοινοβούλιο του δεύτερου μέρους, να γνωστοποιήσει αφενός στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ αφετέρου στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει την έναρξη ενταξιακών στην ΕΕ διαπραγματεύσεων και την πρόσκληση ένταξης του δεύτερου μέρους στο ΝΑΤΟ, αντίστοιχα, επιφυλασσόμενη να φέρει προς κύρωση το Πρωτόκολλο για την ένταξη του δεύτερου μέρους στο ΝΑΤΟ μετά την ολοκλήρωση και των συνταγματικών τροποποιήσεων στο Σύνταγμα του δεύτερου μέρους (άρθρο 2 παρ. 4).
7. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν καθεαυτές πράξεις διαχειρίσεως της πολιτικής εξουσίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και συνδέονται ευθέως με τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Ως εκ τούτου, έχουν κυβερνητικό χαρακτήρα, μη υποκείμενες στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από τη φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές. Εξ άλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Το γεγονός δε της, υπό τις ως άνω συνθήκες, αδυναμίας ακυρωτικού ελέγχου των εν λόγω πράξεων δεν προσκρούει στις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται και σε περιορισμούς, μεταξύ των οποίων και οι εν προκειμένω κρίσιμοι, δηλαδή εκείνοι που δικαιολογούνται από τον νόμιμο σκοπό του σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου [ΣτΕ 22/2007 Ολ. σκ. 6, 3669/2006 Ολ. σκ. 6, 1209/2014 σκ. 5-6, 1393-5/2004, ΕΔΔΑ (Μείζων Σύνθεση) απόφαση της 14.12.2006, Markovic και άλλοι κατά Ιταλίας, αριθμός προσφυγής 1398/03, ΕΔΔΑ απόφαση επί του παραδεκτού – décision – της 16.4.2009, Βλαστός κατά Ελλάδας, αριθμός προσφυγής 28803/07, απόφασή του επί του παραδεκτού – décision – της 12.12.2002, Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδας (αριθμός προσφυγής 59021/00)]. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα ως προς τη φύση των προσβαλλόμενων πράξεων, καθώς και ως προς την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και την αντίθεσή της προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, η έννοια των κυβερνητικών πράξεων αποτελούσε κατάλοιπο του πρώιμου σταδίου του δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσεως και συνεπαγόμενη αδυναμία του ακυρωτικού δικαστού να ελέγξει τη συμφωνία ορισμένου εμπειρικώς διαμορφωμένου καταλόγου διοικητικών πράξεων προς τον νόμο και το Σύνταγμα δεν δύναται να θεωρηθεί υφιστάμενη υπό την πλήρη ισχύ του συνταγματικού κράτους δικαίου θεμέλιο του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της διοικήσεως και ο ακυρωτικός έλεγχος των πράξεών της. Τούτο άλλωστε προκύπτει και εκ του συνδυασμού των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 82 παρ. 1, 87 παρ. 2 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, επί τη βάσει των οποίων δεν καταλείπεται στη διοίκηση στάδιο αυθαιρέτου δράσεως ούτε παρέχεται στον δικαστή ευχέρεια όπως, αυτοπεριοριζόμενος, απέχει του ελέγχου πράξεων, τις οποίες ήθελε χαρακτηρίσει κυβερνητικές. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί μία συμφωνία που υπεγράφη από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών σχετικά με την Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1 παρ. 2 της Συμφωνίας τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Σε συνέχεια αυτών των διαπραγματεύσεων έχουν γίνει αμοιβαίως αποδεκτά και συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, α) ότι το επίσημο όνομα του δευτέρου μέρους θα είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και θα χρησιμοποιείται erga omnes, β) η ιθαγένεια του δευτέρου μέρους θα είναι «μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», γ) η επίσημη γλώσσα του δευτέρου μέρους θα είναι η «μακεδονική γλώσσα». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 4 γίνεται αναφορά στις διαδικασίες ενσωμάτωσης του δευτέρου μέρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Συμφωνίας της 17 Ιουνίου 2018 τα μέρη θέλησαν μέσω αυτής και πριν κυρωθεί με νόμο από την ελληνική Βουλή να έχει έννομες συνέπειες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Εν όψει του περιεχομένου της επίδικης συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 της Συνθήκης της Βιέννης (ν.δ. 402/1974, ΦΕΚ Α΄ 141), με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με την επίδικη συμφωνία όλα τα όργανα της ελληνικής πολιτείας οφείλουν να απέχουν από ενέργειες οι οποίες αντιβαίνουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Με τα ως άνω δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως εκτελεστή διοικητική πράξη κατ’ άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
8. Επειδή, κατόπιν τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Όμοια και 2616/2018 Απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.-
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 17/12/2018, #ODYSSEIA Αντώνης Αργυρός