Λ. Κωνσταντινίδης: Περί τῆς καταργήσεως τῆς Αὐξήσεως τῶν Ῥημάτων πρός ἒκφρασιν τοῦ παρελθόντος.

Ἀκόμη δέ καί τῆς καταργήσεως τοῦ Ἀναδιπλασιασμοῦ εἰς τόν Παρακείμενον καί Ὑπερσυντέλικον, ὃπου ὑποδηλοῦται μία τετελεσμένη πρᾶξις ἢ ἐνέργεια τοῦ παρελθόντος καί τῆς ὁποίας τό ἀποτέλεσμα ὑπάρχει ἢ συνεχίζεται μέχρι τοῦ παρόντος (π.χ. γράφω – γέγραφα, πιστεύω – πεπίστευκα). Οἱ ἁπλοποιήσαντες τήν Γλῶσσαν ἀποφεύγουσι τόν Ἀναδιπλασιασμόν εἰς τόν Παρακείμενον καί Ὑπερσυντέλικον καί τώρα τόν ἐκφράζουσι περιφραστικῶς μέ τό ἒχω + τό ῥῆμα (π.χ. ἒχω ἒλθει, εἶχα γράψει κτλ.). Δηλ. ἐκφράζεται τώρα τό ῥῆμα μέ δύο λέξεις ἀντί μιᾶς διά τῆς προσθήκης ἑνός μόνον γράμματος ἢ συλλαβῆς εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ῥήματος (ὃταν αὐτό ἀρχίζει ἀπό σύμφωνον πλήν τοῦ «ρ»). Αὐτό, δηλ. ἡ εἰς μίαν λέξιν ἒκφρασις τοῦ Παρακειμένου ἦτο καθ’ ὁλοκληρίαν χαρακτηριστικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (π.χ. γέγραφα – γεγραμμένος, πεπαίδευκα – πεπαιδευμένος κτλ.) καί ἐν μέρει τῆς Γερμανικῆς (π.χ. gehen-gegangen, lesen-gelesen κτλ.).

Ἀντί δέ νά φυλάξωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί αὐτήν τήν ῥηματικήν διαφοράν μας ἀπό τάς ἂλλας γλώσσας, δυστυχῶς μᾶς παρέσυραν καί πάλιν αἱ ἂλλαι γλῶσσαι καί κατηργήσαμεν καί τήν αὒξησιν καί τόν ἀναδιπλασιασμόν τῶν ῥημάτων.

Ὃμως διά νά ἀντιληφθῶμεν καλύτερον τό τί ἒγινεν εἰς τήν Γλῶσσάν μας ἀπό ῥηματικῆς ἀπόψεως πρέπει νά καταφύγωμεν εἰς τόν ὁρισμόν τοῦ Ῥήματος. Τί εἶναι Ῥῆμα; Εἶναι ἐκείνη ἡ βασικωτάτη λέξις εἰς τόν λόγον, γραπτόν ἢ προφορικόν, τό ὁποῖον μᾶς δηλοῖ καί προσδιορίζει τήν κατάστασιν ἢ ἐνέργειαν εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται τό Ὑποκείμενον τῆς προτάσεως, δηλ. ἐάν ἐνεργῇ (π.χ. τρέχει), πάσχῃ (π.χ. ἐπληγώθη) ἢ εὑρίσκηται εἰς κάποιαν κατάστασιν (π.χ. κοιμᾶται).

Τό Ῥῆμα ὡς βασικώτατον μέρος τοῦ λόγου εἶναι ἐκ τῆς φύσεώς του πάντοτε πολύ «εὐέλικτον» καί χαρακτηρίζεται ἀπό 4 (τέσσαρας) βασικάς μεταβολάς ἢ τύπους καί μέ πλείστας ὑποδιαιρέσεις ἑκάστης μεταβολῆς ἢ τύπου: Ἢτοι α) κατά τόν ἀριθμόν (ἑνικός, πληθυντικός), β) κατά τό πρόσωπον (πρῶτον, δεύτερον, τρίτον), γ) κατά τόν Χρόνον (παρόν, μέλλον καί παρελθόν. (Συνολικῶς οἱ Χρόνοι τοῦ ῥήματος εἶναι ἑπτά) καί δ) κατ’ Ἒγκλισιν (Ὁριστικήν, Ὑποτακτικήν, Προστακτικήν, Μετοχή κτλ.).

Εἶναι φανερόν, ὃτι ἡ ἁπλοποίησις τῆς Γλώσσης ἒπληξε καί τόν Χρόνον τῶν Ῥημάτων, καί συγκεκριμένως εἰς τήν ἒκφρασιν τοῦ παρελθόντος, τό ὁποῖον ἂλλοτε ἀνεγνωρίζετο ἀμέσως ὑπό τοῦ συνομιλητοῦ μας ἢ τοῦ ἀναγνώστου ἑνός κειμένου, ἀφοῦ τό ῥῆμα ἐλάμβανεν, ὡς εἲδομεν, εἰς τήν ἀρχήν του μίαν αὒξησιν, τό «ε» διά τούς Παρατατικόν (π.χ. ἒγραφον) καί Ἀόριστον (π.χ. ἒγραψα) ἢ Ἀναδιπλασιασμόν διά τόν Παρακείμενον (π.χ. γέγραφα) καί Ὑπερσυντέλικον (π.χ. ἐγεγράφειν).

Τώρα ἡ ἒνδειξις τοῦ παρελθόντος μιᾶς πράξεως ἢ ἐνεργείας μετατίθεται εἰς τό τέλος τοῦ ῥήματος (π.χ. γράφτηκε, διαβάστηκε), ἐνᾧ ἂλλοτε, μόλις ἢκουεν ὁ συνομιλητής μας ἢ ἐδιάβαζε κάποιος ὃτι τό ῥῆμα μιᾶς φράσεώς μας ἢρχιζεν ἀπό «ἐ-», δηλ. ἡ πρώτη συλλαβή ἑνός ῥήματος (πού ἢρχιζεν ἀπό σύμφωνον) ἦτο τό γράμμα «ἐ», ἀντελαμβάνετο εὐθύς καί αὐτομάτως, δηλ. ἀμέσως καί εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, ὃτι ὁ συνομιλητής μας ὡμιλοῦσε διά καί ἀνεφέρετο εἰς τό συνεχές ἢ τό στατικόν παρελθόν. Ἀκόμη ὃταν ἢκουεν ἢ ἐδιάβαζε τό ῥῆμα μέ ἀναδιπλασιασμόν, τότε ἐπρόκειτο διά παρελθόν Παρακειμένου ἢ Ὑπερσυντελίκου, ὡς ἀκριβῶς ἐξηγήθη προηγουμένως.

Ἰδού κατωτέρω καί μερικά ἂλλα παραδείγματα: Πρίν ἒλεγε κάποιος α) ἐδώριζον ἢ ἐδώρισα, τώρα λέγουν δώριζα ἢ δώρισα, β) ἐσκύβομεν καί ἐσκύψαμεν, τώρα σκύβαμεν καί σκύψαμεν. Δηλαδή, τώρα πρέπει νά περιμένῃ κάποιος τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος διά νά ἀντιληφθῇ, ἐάν ὁ συνομιλητής του ἀναφέρεται εἰς τό παρόν ἢ τό παρελθόν.

Οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ παλαιότεροι ἒλυσαν τό θέμα τοῦ παρελθόντος εἰς τό ρῆμα καί τῶν διαφόρων μορφῶν τοῦ παρελθόντος μέ τήν προσθήκην (αὒξησιν) ἑνός ἁπλοῦ φωνήεντος, τοῦ «ε», καί τοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ῥήματος.

Δυνατόν νά εἲπῃ τις καί τί ἐνοχλεῖ, ἐάν ἀκούῃ ἢ διαβάζῃ κάποιος τό παρελθόν καί τήν ἀκριβῆ μορφήν τούτου εἰς τήν ἀρχήν ἢ τό τέλος τοῦ ῥήματος; Καί ὃμως εἶναι πολύ σημαντικόν: Ἐνᾧ προηγουμένως πρός ἀντίληψιν τῆς ἀκριβοῦς ἐννοίας τῆς φράσεως ἀνεμένομεν ἀπό τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος νά ἀντιληφθῶμεν τόν ἀριθμόν (εἷς ἢ πολλοί), τό πρόσωπον (α΄, β΄, γ΄) καί τήν ἒγκλισιν (Ὁριστικήν, Ὑποτακτικήν, Προστακτικήν κτλ.) τώρα ἐφορτώθη εἰς τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος καί ὁ Χρόνος!

Τί θέλει νά εἰπῇ αὐτό; Ὃτι τώρα ἐπιβαρύνεται ἡ σκέψις καί ὁ ἀναλυτικός μηχανισμός τοῦ νοός (μυαλοῦ) μας μέ τέσσαρας ἐνεργείας ἀντί δύο ἢ τρεῖς, διά νά ἀντιληφθῶμεν τά λεγόμενα τοῦ συνομιλητοῦ μας ἢ τά γραφόμενά του. Διότι ἡ κατάργησις τῆς αὐξήσεως τοῦ «ε» εἰς τά ῥήματα διά τό παρελθόν ἐπιβάλλει τώρα εἰς τόν ἐγκέφαλον μίαν τετραπλῆν ἐργασίαν καί τόν ἀναγκάζει νά καταναλίσκῃ περισσότερον χρόνον εἰς τό νά ἀναλύσῃ καί ἀντιληφθῇ πλήρως τήν κατάστασιν ἢ ἐνέργειαν, πού ἐκφράζεται ἀπό τό ῥῆμα διά τό Ὑποκείμενον μιᾶς προτάσεως, ἀφοῦ ὃλα αὐτά εὑρίσκονται συγκεντρωμένα μαζί εἰς τό τέλος καί τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος.

Ἒτσι ἀναγκάζονται οἱ συνομιληταί κάποιου νά συγκεντρώνωνται καί ἐπικεντρώνωνται εἰς τήν ἀνάλυσιν τῶν τεσσάρων κυρίων μεταβολῶν τοῦ ῥήματος καί τῶν πολλῶν ὑποδιαιρέσεων ἑκάστης τούτων ταὐτοχρόνως, ὣστε ἐν τέλει νά χάνωσι τόν εἱρμόν τῶν ὑπολοίπων λεγομένων ἑνός ὁμιλητοῦ καί ἒτσι ὁ ἀκούων ἢ διαβάζων εὐκολώτερον ἀποπροσανατολίζεται εἰς ὃ,τι λεγόμενον ἢ γραφόμενον, ἐφ’ ὃσον ἡ ὁμιλία τοῦ συνομιλητοῦ του, δηλ. ἡ ὁμιλία μας δέν εἶναι στατική, ἀλλά συνεχής καί πολλάκις πολύ γρήγορη.

Ἀς ἒχουσι αὐτό ὑπ’ ὀψιν των οἱ πολιτικοί, καθηγηταί, διδάσκαλοι κτλ. ἐάν θέλωσι νά γίνωνται εὐκολώτερον ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἀκροατάς, τούς μαθητάς ἢ τούς ἀναγνώστας τῶν γραφομένων των, νά μένωσι πιστοί εἰς τήν αὒξησιν καί τόν ἀναδιπλασιασμόν.

Νομίζομεν λοιπόν ὃτι ἁπλοποιοῦμεν τήν Γλῶσσάν μας μέ τήν ἀλλαγήν τῆς δομῆς τῶν λέξεων καί τῶν ῥημάτων πρός μεγαλυτέραν δῆθεν «εὐκολίαν» μας, ἀλλ’ εἰς τήν πραγματικότητα κάμνομεν τήν Γλῶσσάν μας δυσνοητοτέραν εἰς τήν ἀντίληψιν τῶν ἐκφραζομένων σκέψεων».

Εὐχαριστῶν διά τήν φιλοξενίαν,

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 13/11/2018, #ODYSSEIA