To βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2002 το talk of the town της Αθήνας ήταν το ρεβεγιόν στην Τράπεζα της Ελλάδας. Ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα ο οικοδεσπότης Λουκάς Παπαδήμος έβγαζε από το ΑΤΜ το πρώτο χαρτονόμισμα σε ευρώ, ο Κώστας Σημίτης με ένα – σπάνιο – χαμόγελο κέρδιζε μια θέση στην ιστορία, και η πολιτική, επιχειρηματική και τραπεζική ελίτ της χώρας έμπαινε με σαμπάνιες και πυροτεχνήματα στην εποχή της ΟΝΕ και του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα.
Ήταν η κορύφωση της εθνικής εκδρομής στα χρόνια της ευμάρειας και ο πολιτικός «σταρ» της βραδιάς ήταν ο Γιάννος Παπαντωνίου. Οντας ήδη «τσάρος» της οικονομίας επί οκτώ συναπτά έτη, ο αριστερών καταβολών απόφοιτος της Σορβόνης και του Κέμπριτζ που ανακάλυψε κι ανέδειξε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο αστός οικονομολόγος που έβαλε τον σοσιαλισμό στο χρηματιστήριο και στις αγορές των παραγώγων, είχε ήδη κατακτήσει τον τίτλο του «αρχιτέκτονα του ευρώ» κι έχτιζε καριέρα κορυφής με το βλέμμα όχι μόνον στην Ελλάδα πλέον αλλά και στην Ευρώπη.
Λίγους μήνες αργότερα μετακινήθηκε στο υπουργείο Αμυνας και 16 χρόνια μετά πέρασε την πόρτα των φυλακών Κορυδαλλών, κατηγορούμενος για μίζες 2,8 εκατομμυρίων ευρώ. Προερχόμενος από εύπορη οικογένεια, με μεγάλη προσωπική περιουσία ο ίδιος, μάλλον δεν είχε πολλούς λόγους να ενδώσει στα κελεύσματα του μεγάλου πάρτι των εξοπλισμών και των προμηθειών. Το εάν, το γιατί και το πώς το έπραξε εν τέλει θα φανεί και θα κριθεί στην δίκη του.
Το πολιτικό μοντέλο της διαφθοράς
Εως τότε, όμως, η προφυλάκισή του και η τεκμηρίωση από την έρευνα της Δικαιοσύνης των νέων διαδρομών του μαύρου πολιτικού χρήματος θέτουν σε κρίση ένα μεγάλο τμήμα του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Ο Γιάννος Παπαντωνίου είναι ο δεύτερος, μετά τον Ακη Τσοχατζόπουλο, υπουργός Αμυνας των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ που κατηγορείται για διαφθορά, μίζες και ξέπλυμα χρήματος. Είχαν προηγηθεί επίσης οι υποθέσεις Τσουκάτου και Μαντέλη για τα «μαύρα ταμεία» και την Siemens. Και έχουν παρέλθει επίσης 14 ολόκληρα χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά ο φάκελος Παπαντωνίου, για να σύρεται έκτοτε μεταξύ Δικαιοσύνης και Βουλής και να κρύβεται στα συρτάρια της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας.
Οπερ, το ζήτημα δεν είναι αυτό καθαυτό το πρόσωπο του Γιάννου Παπαντωνίου, αλλά το πολιτικό μοντέλο το οποίο εκπροσωπεί, με βάση τουλάχιστον το κατηγορητήριο, – ένα μοντέλο διαφθοράς, διαπλοκής, ανοχής και συγκάλυψης. Και το μείζον πολιτικό ερώτημα για το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι το εάν και πόσο καθαρές αποστάσεις παίρνει από το συγκεκριμένο μοντέλο που, συνέβαλλε σε καίριο βαθμό, στην χρεοκοπία της χώρας.
Η αμηχανία του Κινήματος Αλλαγής και της ΝΔ
Ενδεχομένως να έχουν δίκιο οι «κύκλοι» του Κινήματος Αλλαγής που διαμηνύουν σήμερα ότι «δεν μπορεί να προσβάλλεται σύσσωμη η δημοκρατική παράταξη για ορισμένους τυχοδιώκτες και σαπρόφυτα». Για να βρει αυτό το δίκιο όμως, ίσως θα έπρεπε να απαντήσει και στο γιατί, όταν το 2004 συγκροτήθηκε η Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση των προμηθειών εξοπλιστικών προγραμμάτων στην περίοδο Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου το ξεχωριστό πόρισμα του ΠΑΣΟΚ κατέληγε στο συμπέρασμα πως οι δύο πρώην υπουργοί «προσεβλήθησαν και διασύρθηκαν αδίκως». Και γιατί ο Ευάγγελος Βενιζέλος καλούσε τότε τους πολιτικούς τους αντιπάλους «να ζητήσουν έστω μια συγνώμη από τους ανθρώπους».
Ενδεχομένως να έχει δίκιο και η ΝΔ να υπενθυμίζει ότι η έρευνα για τον Γιάννο Παπαντωνίου άνοιξε για πρώτη φορά το 2012, επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ισως όμως θα έπρεπε να πει κι ένα mea culpa για το γεγονός ότι το 2014, όταν πάλι επί κυβερνήσεως Σαμαρά ο φάκελος για τις επίμαχες φρεγάτες «S» εστάλη στην Βουλή για να εξεταστούν τυχόν ευθύνες του κ. Παπαντωνίου, επεστράφη στην Δικαιοσύνη διότι «δεν εντοπίστηκαν επιβαρυντικά στοιχεία».
Η λίστα Λαγκάρντ και ο Σημίτης
Μπορεί επίσης να έχει ένα δίκιο και ο Χάρης Καστανίδης όταν δηλώνει ότι «κρίνουν μια παράταξη από μερικούς που διώκονται από τη Δικαιοσύνη. Δεν την κρίνουν, όμως, από τα στελέχη της εκείνα που τη ίδια εποχή δίναν μάχες για να αλλάξει το σύστημα προμηθειών και έργων με διαφάνεια, φτάνοντας μέχρι την παραίτηση για τις ιδέες τους». Το όποιο δίκιο όμως του Κινήματος Αλλαγής μπορεί και να χάθηκε ανεπιστρεπτί στα συρτάρια στα οποία είχε ξεχαστεί επί συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου το στικάκι της λίστας Λαγκάρντ, από την οποία και ξετυλίχθηκε το νήμα των ελβετικών λογαριασμών του ζεύγους Παπαντωνίου.
Και μάλλον δεν είχε δίκιο ο Κώστας Σημίτης όταν ερωτώμενος για τις υποθέσεις Παπαντωνίου, Τσοιχατζόπουλου και Μαντέλη δήλωνε πως «η διαφθορά είναι κοινωνικό φαινόμενο, κι όποιος καλλιεργεί εχθρότητα παράγει εχθρότητα». Διότι, εκ του αποτελέσματος, προκύπτει ότι η ανοχή στο «κοινωνικό φαινόμενο της διαφθοράς» μπορεί και να παράξει την τελική απαξίωση όχι μόνον μιας ιστορικής παράταξης αλλά και ολόκληρου πλέον του πολιτικού συστήματος. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και όπου κι εάν οδηγεί…
Νικόλ Λειβαδάρη
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/10/2018, #ODYSSEIA tvxsÂ