«ΚΑΘΕΝΑΣ ΑΓΑΠΑ ΔΙΠΛΑ Ο,ΤΙ ΓΟΡΓΑ ΘΑ ΧΑΣΕΙ»

βρει την άγνοια» (σελ. 395). Κι όμως. Η διδασκαλία ήταν ο εαυτός του και το ένα βιβλίο που χάρηκε όσο τίποτε άλλο στην ζωή του και αυτό χαϊδεύοντας έφυγε από τον κόσμο. «Την αγάπη για την λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά, την αγάπη την κρατούσε κρυμμένη σα να ήταν παράνομη ή επικίνδυνη, άρχισε να τη δείχνει, στην αρχή διστακτικά, μετά τολμηρά, στο τέλος υπερήφανα». «Ένιωθε μέσα του ότι επιτέλους άρχισε να γίνεται δάσκαλος, που σημαίνει ένας άνθρωπος που λέει την αλήθεια, που διακονεί μια τέχνη, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την κουταμάρα ή την αδυναμία ή την ανεπάρκειά του ως άντρα. Κι ήταν μια γνώση αυτή για την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει, μα που τον άλλαξε ριζικά από τη στιγμή που την κατέκτησε, ώστε κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξή της» (σελ. 174).

Η σύζυγός του Ίντιθ έχει ως νόημα ζωής να εκδικηθεί τον Στόουνερ για την χαμένη ελευθερία της, για την επιλογή της να είναι ανέραστη, για την αυτοπαράδοσή της στην πλήξη, αλλά και στην μοίρα που ήθελε τις μικροαστές γυναίκες να μην έχουν δικαίωμα στην ευτυχία, καθώς θεωρούσαν το σώμα αναγκαίο κακό και τον έρωτα αδύνατο να τους συμβεί.

Η κόρη του Γκρέις έχει ως νόημα ζωής να εκδικηθεί την μητέρα της η οποία της στέρησε την αγάπη του πατέρα, για να τον εκδικηθεί, την ώθησε να γίνει δημοφιλής χωρίς αγάπη.

Οι γονείς του Στόουνερ, οι οποίοι είναι «ο πατέρας» και «η μητέρα», ανώνυμοι ήρωες, έχουν ως νόημα ζωής τον αγώνα για την καλλιέργεια της γης τους, από την οποία δεν θα φύγουν ποτέ, ούτε στην ζωή ούτε στον θάνατο. «Η ζωή τους αναλώθηκε σε άχαρο μόχθο, η βούλησή τους τσακίστηκε, η νοημοσύνη τους ναρκώθηκε. Τώρα βρίσκονταν μέσα στην γη, στην οποία είχαν δώσει τη ζωή τους. Και η γη, σιγά- σιγά, χρόνο με τον χρόνο θα τους δεχόταν, θα κατέτρωγε τα τελευταία υπολείμματα της ουσίας τους. Θα καταντούσαν ένα χωρίς ουσία κομμάτι αυτής της πεισματάρας γης, στην οποία είχαν αφιερώσει τον εαυτό τους εδώ και τόσα χρόνια» (σελ. 166-167).

Ο πανεπιστημιακός Λόμαξ θα έχει ως νόημα ζωής του να εκδικηθεί τον Στόουνερ, ο οποίος είχε άλλη αντίληψη για την γνώση. Στο πρόσωπο του Λόμαξ αποτυπώνεται όλη η μικρότητα των κύκλων οι οποίοι αναλώνονται σε έναν αγώνα εξουσίας, για να κυβερνήσουν τον πανεπιστημιακό χώρο και τους ανθρώπους του, σα να πρόκειται να ζήσουν για πάντα.

Η Κάθριν Ντρίσκολ, η νεαρή επιμελήτρια η οποία σαγήνευσε τον Στόουνερ και σαγηνεύτηκε από αυτόν θα ζήσει μαζί του ως νόημα ζωής την απαλλαγή από την «δεδομένη άποψη», την παράδοση που λέει «ότι η ζωή του πνεύματος και η ζωή των αισθήσεων ήταν διαφορετικά πράγματα και μάλιστα εχθρικά μεταξύ τους. Ότι έπρεπε κανείς να διαλέγει το ένα, αναπόφευκτα, σε βάρος του άλλους. Το ότι το ένα θα μπορούσε να κάνει πιο έντονο το άλλο δεν τους είχε περάσει ποτέ από το μυαλό και εφόσον η πραγμάτωση αυτής της αλήθειας προηγήθηκε της αναγνώρισής της, το είδαν (ο Στόουνερ και η Ντρίσκολ) σαν αποκλειστικά δική τους ανακάλυψη». Η Ντρίσκολ χτίζει για λίγο με τον Στόουνερ ένα μοναδικό «εμείς», μία γνήσια κοινωνία αγάπης και γνώσης που ο αληθινός έρωτας μπορεί να φέρει. Η σχέση τους όμως θα συντριβεί στην συμβατικότητα της κοινωνίας, στη εκδικητικότητα των πανεπιστημιακών και στην ζήλεια που θα συντρίψουν την αλήθεια της.

Ο Γκόρντον Φίντς θα έχει ως νόημα ζωής να επιβιώσει στους πανεπιστημιακούς ανταγωνισμούς, να συμβιβάσει, να χαρεί τη ζωή χωρίς ιδιαίτερες εκλάμψεις, να είναι φίλος, χωρίς όμως  να φεύγει από την δύναμη του εγώ.

Ο σπουδαίος μυθιστοριογράφος, περιγράφει τον Στόουνερ με την εξής διαπίστωση: «ακριβώς όπως ο Άρτσερ Σλόουν (ο προκάτοχος και μέντοράς του) ο Στόουνερ συνειδητοποίησε κι εκείνος την ματαιότητα του να στρατευθεί κανείς καθ΄ ολοκληρίαν με τις παράλογες και σκοτεινές δυνάμεις που εξωθούσαν τον κόσμο προς το άγνωστο τέλος του. Σε αντίθεση με τον Άρτσερ Σλόουν, ο Στόουνερ επέλεξε ώς έναν βαθμό τον οίκτο και την αγάπη, κι έτσι δεν παρασύρθηκε από την παραφορά που έβλεπε γύρω του. Κι όπως και σε άλλες στιγμές κρίσης και απελπισίας, αναζήτησε πάλι διέξοδο στην αφοσίωση και την ορθοφροσύνη που συνυπήρχαν στο πανεπιστήμιο» (σελ. 321).

Αγάπη και ευσπλαχνία, τα καταφύγια του ήρωα. Σε έναν προτεσταντικής ηθικής κόσμο, γεμάτο υποκρισία, στον οποίο ο ατομοκεντρισμός θριαμβεύει, όπου όλοι παλεύουν μόνο για τον εαυτό τους, ο Στόουνερ θα περάσει στην ιστορία όχι για το μεγάλο επιστημονικό του έργο, αλλά γιατί υπήρξε άνθρωπος που νοιάστηκε, που αγάπησε, που σπλαχνίστηκε, που συγχώρεσε, που πάλεψε όντας ένας ταπεινός πανεπιστημιακός δάσκαλος να μοιραστεί την αλήθεια, λίγη ή πολλή μικρή σημασία έχει, της αγάπης.

Ο στόχος του Σαίξπηρ, που ώθησε τον Στόουνερ να γίνει δάσκαλος τα λέει όλα:

«Καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα χάσει»!

Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, με ήρωες που θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας ή να τους συναντήσει ο καθένας μας!

π. Θ. Μ.

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 7/10/2018, #ODYSSEIA