μου γνώμη μάλιστα είναι ότι με το δημοτικό τραγούδι του ο ελληνικός λαός κρατεί στον κόσμο τα σκήπτρα στον καλλιτεχνικό κλάδο της μουσικής λαογραφικής τέχνης και φανερώνει ότι το ανώτερο καλλιτεχνικό ένστικτο της νεοελληνικής φυλής είναι ακόμα ένα από τα αναμφισβήτητα προνόμιά της, το οποίον όπως στην αρχαίαν εποχή της έδωσε τα πρωτεία στο έδαφος της τέχνης, έτσι και στην νεώτερη εποχή ημπορεί μίαν ημέρα πάλι να της τα δώση.
Πιθανόν να μη είναι όλοι σύμφωνοι με αυτά που λέω, αλλ’ είναι ανάγκη να δηλώσω ότι εγώ υποστηρίζοντας τη γνώμη αυτή, επιθυμώ να εκφέρω μίαν εντελώς ατομική μου πεποίθησι, την οποίαν όμως-και αυτό πρέπει να λογαριαστεί-την εσχημάτισα κατόπιν μακροχρόνιας μελέτης, και την οποίαν στηρίζω σε όχι ολίγα θετικά δεδομένα. Προκειμένου δε να μιλήσω για την αισθητικήν και μουσικοθεωρητικήν υπόστασιν του δημοτικού μας τραγουδιού, είναι ακόμα ανάγκη να δηλώσω ότι παίρνω το τελευταίο στην πλουσιώτερη του και εκφραστικώτερή του μορφή, την οποίαν χωρίς άλλο μας την δίνει ο τραγουδιστός χορός, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής μουσικής λαογραφίας και στον οποίο συναντώνται αδελφομένες στην ταυτόχρονη εκδήλωσή τους, οι τρεις τέχνες, ποίησις, μουσική και όρχησις, όπως ήσαν αρ-μονικά αδελφωμένες και στον αρχαίο διθύραμβο.
Οι αναλογίες που συναντώνται στους δύο χορούς, διθύραμβο και τραγουδιστό χορό, στρέφουν άθελα τη σκέψη προς τη συγγένεια, που ημπορεί να έχουν μεταξύ τους όχι μόνον αυτοί οι δύο χοροί, αλλά γενικά η αρχαία ελληνική μουσική με τη νεοελληνική μουσική. Γιατί τι άλλο περισσότερο από τον αρχαίο διθύραμβο ημπορεί να συμβολίσει την αρχαίαν μουσική, τον διθύραμβο ο οποίος έδωσε στην αρχαία τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλέους τον μουσικό πυρήνα που την ανάδειξε ως το ανώτερο και ευγενέστερο μουσικό δημιούργημα κατά την περίοδο που ήκμασε η ελληνική τέχνη; Εννοείται δε μιλώντας για την αρχαία ελληνική μουσική, αναφέρομαι μόνο στο πνεύμα της, γιατί από αυτήν- ως όλοι γνωρίζουμε-τίποτε δεν μας έμεινε ικανό να μας δώσει μια ιδέα της πραγματικής της υποστάσεως. Ξέρουμε την σημασία την οποίαν οι αρχαίοι έδιναν στην αισθητική της αξία, και έχουμε αρκετά από αυτήν στοιχεία για να μπορέσουμε να μελετήσουμε τις αναλογίες που παρουσιάζει το πνεύμα της με εκείνο της νεοελληνικής μουσικής. Αυτές δε οι αναλογίες, που τις βλέπουμε και τις μελετάμε, νομίζω ότι είναι το μόνο πράγμα το οποίο με κάποιο θετικό τρόπο ειμπορεί να μας φανερώση τη συγγένεια που έως ένα όριο υπάρχει μεταξύ αρχαίας και νεωτέρας μουσικής. Γιατί η με κάθε άλλο τρόπο έρευνα του ζητήματος του δεσμού, ο οποίος συνδέει τη σημερινή με την αρχαία ελληνική μουσική, προσκρούει σε μεγάλες δυσκολίες και δεν καταλήγει συνήθως σε κανένα θετικόν αποτέλεσμα.
Υπάρχει ακόμα και μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια, η οποία φανερώνει εν μέρει τη σχέσι της αρχαίας με τη νεώτερη ελληνική μουσική, και είναι αυτή η αναλογία την οποίαν παρουσιάζουν ορισμένα μέτρα της με μερικά συναντώμενα και στα δημοτικά τραγούδια, και ακόμα, η ομοιότης μερικών από τις διατονικές της κλίμακες τις οποίες συναντάμε και στη δημώδη μας μουσική. Η λεπτομέρεια αυτή, μου δίνει την αφορμή να εξετάσω και μιαν άλλη –εκτός από την αισθητική-πολύ σπουδαία άποψη του ζητήματος, που γεννά η μελέτη της ελληνικής δημώδους μουσικής και είναι αυτή η μουσικοθεωρητική βάσις της τελευταίας, η οποία εις πολλά σημεία συγκρούεται με εκείνη της μουσικής της Δύσεως και η οποία βρίσκω ότι αξίζει να με απασχολήση εδώ. Και πρώτα-πρώτα ας πω μερικές λεπτομέρειες για ωρισμένα από τα μέτρα της.
Η κατά παράδοσιν ισχύουσα θεωρία του σχηματισμού των μέτρων της μουσικής της Δύσεως, προσκρούει ενίοτε στους κανόνας, στους οποίους στηρίζεται ο σχηματισμός πολλών μέτρων στην νεοελληνική δημώδη μουσική- θα ήταν ικανές, όχι σπανίως να εμβάλουν σε απορία τον ξένο θεωρητικό. Ιδιαίτερα ο τονισμός σε μερικά μέτρα ειδικού σχηματισμού στην νεοελληνική δημώδη μουσική. Μελωδίες π.χ που εδημιουργήθησαν επάνω σε μέτρα 7]8 και 5]8- μέτρα συχνά συναντώμενα στη δημώδη μουσική- θα ήταν ικανές, όχι σπανίως να εμβάλουν σε απορία τον ξένο θεωρητικό. Ιδιαίτερα ο τονισμός σε μερικά μέτρα ειδικού σχηματισμού στην νεοελληνική δημώδη μουσική, θα παρουσίαζε δυσκολίες για τον ξένο μελετητή και τούτο διότι για να εννοηθή καλά ότι λέγεται carrure μιας φράσεως η αρχιτεκτονική μιας μουσικής περιόδου σε πολλά δημοτικά τραγούδια, θα έπρεπε προπαντός άλλου να αισθανότανε κανείς αυτά, όπως τα αισθάνεται και τα τραγουδεί ο λαός, από εκτέλεσι του οποίου θα ωδηγείτο για να βρισκεi τον ακριβή τονισμό. Γιατί αλλοιώς, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να παραμορφώση τη φράσι και να αλλοιώση τη μουσική ιδέα.
Πολλά από τα μέτρα συναντώμενα στη μουσική της Δύσεως, τα βλέ-πουμε και στη δημώδη μας μουσική, με κάποιες ίσως από την τελευταία παραβάσεις των καθιερωμένων κανόνων του τονισμού. Εννοείται όμως ότι απ όλα τα μέτρα, των οποίων γίνεται χρήσις στη νεοελληνική λαϊκή μουσική, τα πιο χαρακτηριστικά υπό την έποψι ρυθμικής εκφράσεως είναι τα σύνθετα και ιδιαιτέρως εκείνα των 7]8 και των 5]8, εκ των οποίων το 7]8 συνηθέστατο στους ελληνικούς χορούς, ημπορεί να θεωρηθή ως το κατ’ εξοχήν εθνικό μέτρον. Τα μέτρα των 7/8 και 5/8 είναι σκόπιμο να σημειωθή, ότι τα είχε και η αρχαία ελληνική μουσική με κάποιαν ίσως διαφορά στον τρόπο του σχηματισμού τους.
Ότι όμως περισσότερον από όλα δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα στην ελ-ληνική δημώδη μουσική είναι, χωρίς άλλο, οι κλίμακες στις οποίες βασίζεται, και για την ποικιλία των οποίων θα προσπαθήσω με συντομία να δώσω μια μικρήν ιδέα.
Παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον στον μελετητή της νεοελληνικής μουσικής, το ότι ωρισμένες κλίμακές της, ως είπα και παραπάνω, συναντώνται και στην αρχαίαν ελληνική μουσική. Της δωρίου, υποδωρίου, υπολυδίου π.χ. κλίμακος των αρχαίων, γίνεται συχνή χρήσις και στην δημώδη μουσική, ιδιαίτατα δε της υποδωρίου κλίμακος, στην οποίαν στηρίζεται μέγα μέρος των δημοτικών τραγουδίων και χορών. Το ευγενές και αυστηρά σοβαρό για τους αρχαίους δώριο μουσικόν είδος, το μόνο θεωρούμενον από αυτούς εθνικό, είναι και στην νεώτερη εποχή αγαπητό στην ελληνική ψυχή, και σ’ αυτό κατά προτίμησιν ο λαός στηρίζει τις μουσικές του εμπνεύσεις, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είναι αστήριχτη η ιδέα για την οποία ωμίλησα πρίν, της συγγένειας που παρουσιάζει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής μουσικής με εκείνο της ελληνικής δημώδους μουσικής.
Οι αρχαίες διατονικές κλίμακες, των οποίων γίνεται χρήσις στη λαϊκή μας μουσική, αποτελούν ένα μόνο και όχι μεγάλο μέρος του συνόλου των κλι-μάκων τις οποίες μεταχειρίζεται. Το μεγαλύτερο μέρος και το πλουσιώτερο το αντιπροσωπεύουν οι μικτές ή ετεροφυείς (hybrides) λεγόμενες κλίμακες, οι οποίες είναι οι κυρίως νεοελληνικές κλίμακες και αποτελούνται από την ένωσι δύο τετραχόρδων, που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Οι κλίμακες αυτές πα-ρουσιάζουν θαυμαστό πλούτο και μεγάλη ποικιλία, πολλές δε από αυτές φαί-νονται ότι προέρχονται από μιαν αλλοίωσι της υποδωρίου κλίμακος. Σ’ αυτές καθώς και στις αρχαίες διατονικές, για τις οποίες προείπα, προστίθενται και η μείζων και η ελάσσων (majeure και mineure) του διατονικού συστήματος της μουσικής της Δύσεως, των οποίων γίνεται επίσης όχι σπάνια χρήσις στην ελληνική δημώδη μουσική. Με το σύνολο των πολλών και ποικίλων κλιμάκων της νεοελληνικής λαϊκής μουσικής δεν ημπορεί να συναγωνισθή ο πολύ περι-ορισμένος αριθμός των κλιμάκων της μουσικής της Δύσεως, η οποία για ολό-κληρους αιώνας εστηρίχθηκε σε δύο μόνον κλίματες και στη νεώτερη εποχή, σε μερικές που οφείλονται στην προσπάθεια, την εντελώς ατομική, ωρισμένων μουσουργών. Στο βιβλίο μου «Η ελληνική δημώδης μουσικήν» μελετώ το ζήτημα αυτό των νεοελληνικών και ευρωπαϊκών κλιμάτων σ’ ένα σημείωμα το οποίον κρίνω σκόπιμο να αναφέρω : «Η μουσική- γράφω σ’ αυτό –την οποίαν μεγάλες καλλιτεχνικές διάνοιες επλούτισαν δια μέσου των αιώνων με τα ανώ-τερα και τολμηρώτερα καλλιτεχνικά μέσα και την ανύψωσαν σε υπέροχο σημείο μεταξύ των τεχνών, εις ένα μόνον πράγμα έμεινε με ακλόνητο πείσμα ακίνητη, σαν μαρμαρωμένη, και δεν εδέχθη καμμιά τροποποίηση και αλλαγή επί το ευρύτερον και προοδευτικώτερον, τούτο δε είναι η παράδοσις του δια-τονικού συτήματος, του συστήματος, δηλαδή, του σχηματισμού των δύο κλιμάκων, της μείζονος και της ελάσονος. Στις δύο αυτές κλίμακες η μουσική όλου του κόσμου εστηρίχθηκε μέχρι καταχρήσεως για ολοκλήρους αιώνας, οι των διαφόρων δε εποχών μουσικές μεγαλοφυΐες σ΄αυτές μόνον εβασίστηκαν για να στηρίξουν το έργον τους και να θεμελιώσουν τον μουσικόν τους ιδανικό κόσμο. Η προσκλόλλησις όμως αυτή εις ένα πάντοτε και περιωρισμένο σύστημα κλιμάκων συνετέλεσεν ώστε, αν στο καλοσιαίο δημιουργικόν έργον, το οποίον μας εχάρισεν έως τώρα η μουσική, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ύφους αποτέλεσμα τούτο της ιδαίτερης καλλιτεχνικής προσωπικότητας ενός εκάστου των μεγάλων συνθετών να υπάρχη και κάτι το ομοειδές, κάτι το ομοιόμορφον στην μελωδική και αρμονικήν εντύπωσι, το οποίον πρέπει να αποδοθή στο ότι μελωδία και αρμονία στηρίζονται εις ένα και μόνο πάντοτε όμοιο και όχι βέβαια πλούσιο διατονικό σύστημα. Τούτο, ως όλοι γνωρίζουμε, υπήρξεν αφορμή να ιδρυθούν τα τελευταία έτη από ωρισμένους και γνωστούς στο έδαφος της τέχνης επαναστάτας μουσουργούς, νέες μοντερνιστικές σχολές, οι οποίες κύριο σκοπό τους είχαν και έχουν την με όλα τα μέσα και τα υπερβολικώτερα ακόμα ανατροπή κάθε μουσικού θεωρητικού συστήματος στηριζομένου στο παρελθόν και την δημιουργία άλλων νέων συστημάτων, ριζικά πάντοτε αντιθέτων προς το θεωρητικόν σύστημα και το πνεύμα των παληών.
Ποιος ξέρει όμως, αν οι πρωτοπόροι αυτών των μουσικών μοντερνιστικών σχολών μουσουργοί, οι οποίοι για να παράγουν νέες εντυπώσεις, φθάνουν μέχρι του σημείου να επινοήσουν και θεωρητικά συστήματα που καταργούν την ύπαρξι κάθε τονικότητος στην μουσική (Arnold Schonberg), και για να ενισχυθή και πλουτισθή η τέχνη των ήχων με νέους ρυθμούς, εφευρίσκουν ελευθέρους και πρωτοτύπους τέτοιους, που καταργούν την στεροτυπία των παληών (Igor Stravinski), ποιος ξέρει, επαναλαμβάνω, αν δεν ήτανε γόνιμο για τη μουσική τέχνη να έστρεφαν αυτοί την προσοχή τους και προς την ύπαρξι νέων γι’ αυτούς τονικοτήτων, όπως είναι π.χ. οι τονικότητες που συνδέονται με τις νεοελληνικές κλίμακες, οι οποίες εδημιουργήθηκαν φυσικά από την έμπνευση και από το ένστικτο των λαών, και να έστρεφαν ακόμα την προσοχή τους σε μερικά από τα χαρακτηριστικώτερα νεοελληνικά μέτρα, όπως είναι π.χ. εκείνα των 7|8 και των 5|8, τα οποία ημπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως βάσι για τη γένεσι νέων και πρωτοτύπων ρυθμών;
Δεν είναι πολύς καιρός, που και στην δική μας μουσική άρχισε να καλλιεργείται κάπως ευρύτερα η ιδέα της εκμεταλλεύσεως της πολυφωνίας και της προσαρμογής της στην νεοελληνική μελωδία, ιδαίτερα δε μόνο να μελετηθή ο τρόπος της εκμεταλλεύσεως αυτής. Ας μη δε φοβηθή κανείς ότι με την καθιέρωσι της αρμονίας στη δημώδη μας μουσική ειμπορούν να πάθουν μείωσιν και νοθείαν οι εκφραστικές της ιδιότητες και τα πρωταρχικά καλλιτεχνικά της γνωρίσματα. Απεναντίας, με την προσαρμογή της πολυφωνίας θα φωτισθούν αυτά και θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο και θα καταστήσουν πιο υποβλητική την πνευματική της δύναμι.
Το έργον της εναρμονίσεως των δημοτικών τραγουδιών είναι πολύ σπουδαίο και αναγκαιότατο, το καθιστά δε για εμάς ακόμη πιο αναγκαίο η ιδέα ότι εμείς μ’ αυτό εμείναμε πίσω απέναντι άλλων λαών οι οποίοι ίσως δεν έ-χουν στη μουσική τους λαογραφία τον καλλιτεχνικό και μουσικοθεωρητικό πλούτο τον οποίον έχει η δική μας μουσική λαογραφία.
Το ότι εμείναμε πίσω στο έργον αυτό, οφείλεται ίσως εν μέρει και στην προσκόλησι που είχαμε ως τώρα στο δόγμα της μονόφωνης παραδόσεως στη μουσική μας. Αλλά η παράδοσις δεν είναι σταμάτημα, δεν είναι ακινησία. Η παράδοσις είναι ρεύμα ζωής και σκέψεως. Όλοι οι μουσικοί λαοί της γης οι οποίοι είχαν πίσω τους την μονόφωνη παράδοσι στη μουσική τους και οι οποίοι εδέχτηκαν τον συνδυασμό της πολυφωνίας σ’ αυτήν, απέδειξαν τρανώτατα την αλήθειαν αυτήν. Έιπα ότι το έργον της εναρμονίσεως της δημώδους μας μουσικής είναι πολύ σπουδαίο. Προσθέτω τώρα ότι σπουδαιότερο είναι ακόμα το έργο της ελληνικής εναρμονίσεως. Γιατί πρέπει να εννοήσουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την μουσική μας τέχνη ότι η εναρμόνισις της ελληνικής δημώδους μουσικής, πρέπει προπαντός να είναι ελληνική, πρέπει δηλαδή να συνδέεται φυσικά με την ελληνική μελωδία, – κάνει τουλάχιστον σε πολλές περιστάσεις – ένα μεγάλο λάθος.
Γι’ αυτό η ελληνική εναρμόνισις του δημοτικού τραγουδιού, δεν είναι έργον το οποίον ημπορεί να το αναλάβη ο οποιοσδήποτε μουσικός. Ο εναρ-μονιστής της ελληνικής μελωδίας πρέπει να έχη μερικά απαραίτητα εφόδια, και τα εφόδια αυτά είναι η βαθεία επιστημονική γνώσις της μουσικής θεωρητικής βάσεως (κλίμακες, μέτρα κτλ.) στην οποίαν στηρίζεται η ελληνική μελωδία, και η πλήρης από αυτόν κατανόησις του αισθητικού πνεύματος το οποίον διακρίνει την ελληνική δηλώδη μουσική. Χωρίς τα εφόδια αυτά είναι εντελώς αδύνατον η ενορμόνισις του να ανταποκρίνεται φυσικά προς το πνεύμα της μελωδίας και να την ενισχύση σε έκφραση και σε χρώμα. Όποιος χωρίς να έχη τα εφόδια αυτά και χωρίς να είναι βαθύς γνώστης της μουσικής επιστήμης επιχειρή να εναρμονίση την ελληνική δημώδη μελωδία, ημπορεί να πη κανείς ότι διαπράτει ένα αληθινό καλλιτεχνικόν έγκλημα, μίαν αληθινή καλλιτεχνική ιεροσυλία εναντίον της ελληνικής μουσικής τέχνης, ενώ απεναντίας από την εις ευρείαν κλίμακα αρμονικήν επεξεργασία της ελληνικής δημώδους μουσικής υπό του αληθινά επιστήμονος και αληθινά καλλιτέχνου μουσουργού, ειμπορεί να βγη στο μέλλον ένα δημοτικό τραγούδια που να παρουσιάζη βαθύ και τέλειο τον συνδυασμό του με την φυσική πολυφωνική του βάσι, το οποίον θα αντιπροσωπεύη την διάμεση τέχνη, που θα χρησιμεύση ως γέφυρα μεταξύ της προερχομένης από τις κατώτερες λαϊκές πηγές και λαμβανομένης ως πρώτης ύλης λαϊκής μουσικής τέχνης, καλλιεργημένης από τους Έλληνας εθνικιστάς μουσουργούς εις το έδαφος της ελευθέρας μουσικής δημιουργίας. Â
(περιοδικο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ – ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ – Ε΄ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 97)
Eστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 10/1/2018, Γιώργος Σκλαβούνος