Ευρυδίκη Λειβαδά: Το φουστάνι

(Αφήγηση διηγήματος – Παντομίμα 6 προσώπων: 3Άνδρες/3Γυναίκες)

Αγκώνας. Αύγουστος του 1888. Κάψα μπόλικη. Τα τζιτζίκια δεν λεν να σταματήσουν ούτε τα βράδια. Η δροσιά από τις σπιάτζες, από τη Βούτη και τη Πλατιά Άμμο … πού να φτάσει μέχρι επάνω τα ψηλώματα όπου η σιόρα Οράντζια κι ο σιορ Πιπαντρέας έχουν έρθει από την πρωτεύουσα στο εξοχικό τους. Ο παπάς βέβαια δεν την βάφτισε έτσι. Έτσι βαφτίστηκε μόνη της, όταν κατάλαβε πως το όνομά της –κοίτα όνομα που βρήκε η νουνά της: Πορτοκαλιά-, έκανε τα άλλα αρχοντοκόριτσα του Αργοστολιού να γελούν. Άλλο να σε λένε Αγγέλικα, Ρεγγίνα, Αυγούστα, έστω Αναστασούλα κι άλλο… Πορτοκαλέα που «δένει» τόσο πολύ με το «φαιδρή».

Η Οράντζια λοιπόν είναι η βάσανος του Πιπαντρέα. Και μάλιστα μεγάλη. Γιατί αυτός είναι ζηλιάρης. Ζηλεύει και τη σκιά της ακόμα. Έχει αγκαζάρει τον υπηρέτη του, τον Σταματέλο, να την παρακολουθεί στις εξόδους της. Η σιόρα του όμως δεν δίνει κανένα δικαίωμα. Όχι πως η ψυχούλα της δεν το επιθυμεί, αλλά γιατί δίνει μεγάλη σημασία στα λόγια του κόσμου και δεν θέλει να τον προκαλεί.

Κι όσο για τον Πιπαντρέα, παρόλο που η φύση δεν του προσέφερε χαρίσματα όπως στην Οράντζια –που ανήκει στις καλονές, εκειές όμως, τσι ξυνές, τσι «μη μου άπτου»-, οι οικογένειες των γονιών του τού έδωσαν ένα δυσκολαπόκτητο: αμέτρητη περιουσία. Όχι μόνο στο Αργοστόλι και στη Λειβαθώ –από την πλευρά της μάνας του- αλλά στη Θηνιά, στην Έρισσο, στη Σάμη, στους Κορωνούς… και κειόπισω, στο Ληξούρι. Κι ακόμα και σε αυτό το Τζάντε έχει αρκετούτσικα αμπέλια. Όλη αυτή η περιουσία, όλος αυτός ο πλούτος με τη σειρά του, τού χάρισε … γοητεία. Έλκει ο Πιπαντρέας! Μισοφέγγαρο στο επάνω μέρος του κρανίου, πρόσωπο μακρουλό, ροδαλό –το ευέξαπτο του χαρακτήρα του παίζει κι αυτό το ρόλο του-, με γαλανά μάτια χωμένα στις κόχες, τριχούλες που πετάνε αναιδώς από τα ρουθούνια κι άλλες από τα αυτιά, προκαλεί την έκπληξη των όμορφων, μαζί με τον ψιλοφθόνο και την απορία: «Βωρές… τι του βρίσκουνε; Τι του βρίσκουνε»;

Ο σιορ Πιπαντρέας είναι πολύ ανοιχτοχέρης. Έχει χειμαρρώδη ευγλωττία κι είναι χαριτολόγος. Είναι και γυναικάς. Ετούτα όλα πάνε μαζί. Όσο κουβαρντάς είναι, όσο περισσότερο παρλάρει, τόσο πληθυσμιακά αυξάνεται η θηλυκή ακολουθία του. Έτσι, σε κάθε ένα από τα εξοχικά που καταλήγει, έχει και από μια μαντενούτα. -Με το αζημίωτο φυσικά-. Μια η Διαμαντούλα η Σαμικιά τού κουνιέται, κι αυτουνού του τρέχουν τα σάλια και τα λεφτά από την τσέπη του φωλιάζουν στο πουγγί της. Μια η Πιερίνα η Σκαλισιάνα τού τρεμοπαίζει τα γλυκά ματάκια της και το χέρι του ξεκουράζεται στο μπούστο της πιθώνοντας κάμποσα κατοσταρικάκια. Και εδώ, στον Αγκώνα, η Αφρούλα, της χήρας Ριόλως θυγατέρα, αφήνει μισάνοικτα τα κορδόνια του πουκάμισού της και τα πλούσια στήθη της ξεχειλίζουν, ενώ ταυτόχρονα πάει τα οπίσθιά της σαν βάρκα σε πόντζι. Κι αυτός… ω! αυτός… τρελαίνεται. Της αφιερώνει και στιχάκια. Και το ωραίο είναι πως μέσα στον αυγουστιάτικο πυρετό και στην υπερδιέγερση, υποπτεύεται μονίμως … την σιόρα Οράντζια.

Τώρα, αυτή η βάσανός του κατεβαίνει την κατηφορίτσα για την εκκλησιά σεινάμενη κουνάμενη και με μεγάλη προσοχή -καθότι φορά σκαρπίνια-. Κυριακή γαρ και δεν παραλείπει τον εκκλησιασμό. Πάει στην Θεοτόκο τη Λαγκαδιώτισσα κι έχει βάλει τα καλά της: ένα φουστάνι ά πα πα πα… κι ένα ομπρελίνο όλο κέντημα. Δαντέλλα μπιοντίνα μεταξωτή, κοινώς κοπανέλι όπως λεν οι ταπεινοί ετούτου του κόσμου.

Τι σύνολο είναι αυτό! Τέτοιο, έχει να δει ο Αγκώνας μήνες και μήνες –για να μην πω, χρόνια. Μα αυτό το ρούχο είναι για χορούς και για θέατρο κι όχι για κυριακάτικη λειτουργιά. Τέλος πάντων… Άδικα ο καλοκάγαθος παπα-Κάβολες που αγαπά να κάνει δικές του ερμηνείες στα ιερά κείμενα, ψάλλει και ξαναψάλλει: «το πατερί και το γιό και το Άγιο πνέμα νίκη ανήκε στους αιώνες των γόνων»… Το βουητό που προκλήθηκε από την άφιξη της σιόρας Οράντζιας δεν λέει να κοπάσει. Το βλέμμα των ανδρών λοξοπαίζει στο τραβηχτικό θέαμα –ε όχι και ντρίτες ματιές επάνω στην κορμοστασιά της εσελέντσας της. Δεν επιτρέπεται τέτοια προσβολή!-. Οι δε γυναίκες δεν κρύβουν άλλες πικρόχολα, κι άλλες ζηλόφθονα κι ειρωνικά σχόλια. Η Οράντζια κρατά μεγάλες αποστάσεις από τις κορκοσούρες. «Ε… δεν είμαστε ίσια κι όμοια». Ακόμα γελούν στο καφε-παντοπωλείο στον Αγκώνα, εκείνο, που είναι επάνω στον κεντρικό δρόμο, στη Λότζα, όταν η Οράντζια έστειλε την υπηρέτριά της να ζητήσει –χωριστά- τη μια μέρα «σαπούνι για δουλικά ή για μαυριδερούς» και την άλλη «σαπούνι για κυράδες. Από ‘κειό, το μοσκοβολιστό».

Κι όσο για το φουστάνι… ολομέταξο, στο χρώμα της ζάχαρης, χρυσοκέντητο με μποκέδες με κρινάκια στη φούστα, κορσάζ πολύ σφικτό με δαντέλα βαλενσιέν στολισμένο με φιόγκους. Στο χέρι της περασμένη τσαντούλα –πω πω νέα μόδα! Με δέρμα από φίδι αφρικανικό. Τόσα και τόσα έδωσε ο Πιπαντρέας για να την αποκτήσει. Ταυτόχρονα κρατά ένα βέντουλο –μεσοκαλόκαιρο είπαμε-, και το ολοκέντητο ομπρελίνι της.

Βλέπει κι η Αφρούλα το φόρεμα και τη χτυπάει … ντάβανος: «Ω! και να το’χα! Ω! και να το’χα… » σκέφτεται και δαγκάει το κάτω χείλος της. Αμ έλα που τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί σε αυτή τη ζήση…

Την Τετάρτη λοιπόν το φόρεμα της Οράντζιας απέκτησε λεκέ… Επάνω σε ένα τραταμέντο, τουμπάρισε το μπικερίνι και χύθηκε το ροσόλι… Κι όλα θα ήταν μια χαρά εάν η μαμούρα της μπορούσε να το πλύνει.

Όμως, η ψημένη η Στραμπαλίνα πλένοντας τα πιατικά χθες έκοψε το χέρι της αρκετά βαθειά κι έτσι την έστειλε η κυρά της να πάει να βρει την πλύστρα του χωριού, για να απαλλάξει το φουστάνι από τη σπορκαρία. Και ποια είναι η πλύστρα του χωριού; Μα… η χήρα η Ριόλω, της Αφρούλας η μάνα. Στην αρχή η κυρά Ριόλω δεν ήθελε να το αναλάβει. «Πες στην κερά σου, μεγάλη η ευθύνη και το φυλλοκάρδι μου τρέμει». Τελικά, η αμοιβή ήταν πάρα πολύ καλή, οπισθοχώρησαν οι επιφυλάξεις της κι είπε να δώσει κι ένα φρεσκάρισμα γενικό, κι όχι μόνο τοπικά να αφαιρέσει τον λεκέ. Έτσι, ζήτησε μια ολόκληρη βδομάδα για να το καθαρίσει. Συμφώνησαν και το φουστάνι μπήκε στη διαδικασία του καθαρισμού.

Το βλέπει η Αφρούλα σπίτι της και παθαίνει … φαστίδιο. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα. Να η ευκαιρία που ζητούσε.

Η Αφρούλα είναι όνομα και πράμα. Αφρούλα με τα όλα της. Ξέρει την τέχνη τής γοητείας από τα μικράτα της –αναθαρρεύει μέχρι και τα ραμολί που κοντεύουν να φτάσουν στο τέλος της Γέφυρας του Ντε Μποσσέτου, κι αγναντεύουν τη Λεωφόρο της Αναπαύσεως-. Τροφαντή και πεταχτή τρελαίνει το ανδρικό στοιχείο, όχι μόνον του Αγκώνα κι τση Θηνιάς ολάκερης, μα και τση πρωτεύουσας. Και παραπέρα ακόμα. Ρίχνει κάτι ματιές… -φωτιά σκέτη- πεταρίζει τα τσίνορα και φουντώνουν όλοι από ‘πιθυμιά. Τρελός και παλαβός μαζί της είναι και ο Τζαννέτος, ο νεαρός σέμπρος του Πιπαντρέα, αγνό χωριατόπουλο, που φυσικά δεν έχει καθόλου αντιληφθεί την παράλληλη σχέση της καλής του με το αφεντικό του.

Λεβεντόκορμος ο Τζαννέτος. Δυο μέτρα άντρας. Περπατά και θαρρείς πως τρέμει το Μεροβίγλι –κοτζάμ βουνό αγκωνιάτικο-. Μελαχροινός, -σαν εκειούς τσου μαυριδερούς με το σαπούνι της σιόρας-, με βλέμμα ζεστό, μάτια εκφραστικά, μουστακάκι περιποιημένο και μούσι που δεν έχει ακόμη πάρει το μήκος που του πρέπει, κάνει καρδιές να φτερουγίζουν στο πέρασμά του. Αχ.. κι αυτή η βαρβατίλα… κάνει την Οράντζια να κρυφοαναστενάζει στη θέα του. Όμως η σιόρα δεν υπακούει στις επιθυμίες της. Τις πολεμά με κάθε τρόπο. Βάζει πάνω από όλα την τιμή και την αξιοπρέπειά της. -Να συρθεί σε ποταπές απολαύσεις… μπα γιέ μπα γιέ μπα γιέ… «Αυτές, είναι για τσου πληβείους»-.

Προχθές πήγε ο Τζαννέτος στο αρχοντικό της Οράντζιας κρατώντας ένα καλάθι με σταφύλια. Δροσερά και τραγανιστά σαν τον ίδιο.

Κι αυτή, προσπαθώντας να αποφύγει την ντρίτα ματιά του, καρφώθηκε στο πεσκέσι, σήκωσε με τα δυο της δάκτυλα το καλάθι και πήγε στο διπλανό δωμάτιο να το αδειάσει. Όμως λαχτάρισε τα σταφύλια η ψυχούλα της. Άρπαξε ένα τσαμπάκι, το έβαλε όλο μέσα στο στόμα της, και τραβώντας το κοτσάνι μάσησε με βουλιμία τις ρόγες σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταπνίξει τον πόθο της για αυτόν. Κι έπειτα, επιστρέφοντας στον χώρο που περίμενε ο σέμπρος, για να υψώσει τείχη ανάμεσά τους:

-           Πες μου σε παρακαλώ, πώς τρώτε εσείς οι χωρικοί τα σταφύλια;

-           Ω! αξιόμυτη σιόρα μου… όπως τα τρώνε οι κυράδες πίσω απ’ τσι πόρτες, απάντησε ο Τζαννέτος που είχε παραμονέψει την Οράντζια από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας.

Κι ενώ η Οράντζια γινόταν κατακόκκινη από ντροπή, εκείνη την ώρα μπαίνει ο σιορ Πιπαντρέας. Βλέπει τη συμβία του … ξαναμμένη, βλέπει και τον νεαρό και παθαίνει κόλπο ντ΄ άριο. Τι να πει όμως μπροστά στον σέμπρο του…  Δεν επιτρέπεται να φανερώσει την αδυναμία του… «Να γένω περίγελως του Αγκώνα; Ε… όχι βέβαια… αυτό δα έλειπε».

Ξεροκαταπίνει, και τον οδηγεί γρήγορα γρήγορα μακριά της, στην εξώπορτα.

Μα να υποπτευθεί τη συμβία του; Αλλά να μου πεις… κρίνει με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Με τα μέτρα της Αφρούλας του. «Γιατί», σκέφτεται «έτσι πού’ναι ο σέμπρος μου, κολάζει …γριές και καλογριές».

Δώσε – δώσε … ξεφούσκωσε όμως. Γιατί; Γιατί στο νού του ήρθε το βραδινό του σκέδιο. Σαν κοιμήθηκε η σιόρα του –μπονόρα-μπονόρα μη και ζαρώσει η αλαβάστρινη επιδερμίδα της-, χώθηκε στη φρεσκάδα του στήθους της Αφρούλας.

Το φουστάνι πλύθηκε, καθάρισε εντελώς, σιδερώθηκε με επιμέλεια από τα επιδέξια χέρια της κυρά Ριόλως. Κι όλα αυτά μέσα σε δυο μέρες. Παρασκευή ήταν καθ’ όλα έτοιμο κι η Στραμπαλίνα, της Οράντζιας η υπηρεσία, θα το έπαιρνε την επόμενη Τετάρτη. Άρχισε τότε το ψηστήρι η Αφρούλα στη μάνα της.

«Δώκε μου το μάνα. Μια μόνο βολά να το βάλω… Μια βολά μόνο. Δεν θα με γδεί κανένα μάτι. Μέσα στο σπίτι θα το βάλω. Δε θα πάω πουθενά. Στ’ ορκίζομαι μάνα». Τι να κάμει η κυρά Ριόλω… μπροστά στο ποντίλιο της θυγατέρας της ενέδωσε. Μονάκριβη την έχει… Κι έπειτα, τι θα πάθει το φουστάνι αν φορεθεί μια φορά; Και μέσα στο σπίτι; Σιγά που θα πάθει κάτι.

Κλείνεται η Αφρούλα στην κάμαρά της και το φοράει… Δεν της πάει ακριβώς, αλλά… δεν πειράζει… Εκεί θα κολλήσουμε τώρα;

Ω! θαύμα αίσθηση ετούτο το ρούχο. Μεγαλείο σκέτο. Πηγαίνει πέρα δώθε στο φτωχικό δωμάτιο. Κάνει και στροφές. Φουσκώνει η φούστα και η ταπεινή κάμαρα μετατρέπεται σε σαλόνι χορού, σαν αυτά, στα αρχοντόσπιτα του Αργοστολιού, κι η Αφρούλα σιγοτραγουδάει και λικνίζεται χορεύοντας.

Ετοιμάζεται να σουρουπώσει γλυκά και ένα απαλό χτύπημα στο παραθύρι την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Ω… ο Τζαννέτος τής πετάει πετρούλα. Κρυφή επικοινωνία. Ώρα συνάντησης. Θα την περιμένει τώρα στον σταύλο. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο δίπλα. Πρέπει να βγάλει το φουστάνι αμέσως και να βάλει τα φτωχικά της να πάει να τον βρει. Κι αν δεν το βγάλει; Κι αν πάει έτσι; Τι θα γίνει; Δεν θα αργήσει. Κάνα μισάωρο θα κάνει. Κι έπειτα, θα πάει εδώ κοντά. Θα το προσέξει. Η μάνα της, άλλωστε, λείπει. Πλησιάζει το γιορτάσι το δεκαπενταυγουστιάτικο της Παναγιάς –μεγάλη η χάρη Της- κι έχει πάει στην παράκληση. Να κάμει κανένα σταυρό μπας κι η θυγατέρα της βρει καμμιά καλή τύχη.

Με έναν κλώτσο η Αφρούλα βρίσκεται έξω και με δυό, στην αγκαλιά του Τζαννέτου της. Πω πω καμάρι… πω πω χαρά. Σκέτη αρκόντισσα. Είναι και φρεσκοπλυμμένη -όχι πως είναι Σαββάτο, αλλά για να φορέσει το φουστάνι, της το ζήτησε η μάνα της ως προϋπόθεση. «Θα μπανιαριστείς και θα το βάλεις. Πρόσεξε. Πρώτα να μπανιαριστείς. Άλλο που δε σου λέω». Κι αυτό έκανε.

Τα νιάτα είναι συνώνυμο της φλόγας. Και της αμυαλιάς. Πάνε οι υποσχέσεις περί φύλαξης. Ξεχάστηκαν στο πρώτο χάδι. Πάνε οι όρκοι περί προσοχής τού φουστανιού. Σβήστηκαν στα φιλιά.

Κι αυτό το φουστάνι, στο κρεσέντο του ίλιγγου επάνω, βγήκε από τη θέση του, και για να μην αφεθεί κάτω –πάλι καλά που το σκέφτηκε- η Αφρούλα, το βγάζει έξω από το σταύλο και το αφήνει στην πίσω πλευρά, επάνω σε μια αγράμπελη. Κι έπειτα μπαίνει μέσα να χορτάσει την πείνα της σάρκας της.

Ο Λαπόρδας, ένας από τους ψαράδες του χωριού, ένας ρουφιάνος ονομαστός, έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής. Όμως καθώς τον πιάνει μπουνέλο και δεν μπορεί να κρατηθεί, αφήνει το γαϊδουράκο του στην άκρη και πάει να κάνει -μετά συγχωρήσεως- το τσιρλιό του.  Εκεί πίσω στα βάτα, βλέπει το φουστάνι. Και το αναγνωρίζει φυσικά –«την Κυριακή, στην εκκλησιά, η σιόρα απ’ τ’ Αργοστόλι… Χμμμ». Καταλαβαίνει πως κάτι γίνεται στον κοντινό σταύλο. Κρατά και την ανάσα του ακόμη, πατά στις μύτες των ποδιών του κι ακουρμαίνεται. Μα βέβαια… είναι φως φανάρι. Ετούτοι οι βόγγοι μαρτυρούν άγριο μεθύσι. «Βωρέ μπράβο σιόρα μου… και μου το παίζεις και μη μου άπτου. Κι έχω και στη μπούκα τον κορνούτο σου. Που μ’ άρπαξε το χωραφάκι μου με το άστε ντούε… (Εδώ που τα λέμε, καταπατημένο το είχε). Θα σας τρατάρω και τσου δυο … κόντιτα  και σμπαραρίσματα τώρα» σκέφτεται και με προσοχή γυρίζει, παίρνει το φόρεμα και χάνεται στο ξώφεγγο. Μια και δυο συναντά τον σιορ-Κερατά:

«Το και το αφέντη μου. Σαν ξανασκέλωμα μού φάνηκε. Λέω μέσαθέ μου… ‘Μπορεί να’κανε ο άνεμος κανιά φυσηξιά και να το πέταξε κείπερα; Μα … φύσαε; Δεν φύσαε! Τό ‘βρηκα μες στο φως του σούρουπου το λοιπό, και στο φέρνω. Κει κάτω… στο σταύλο τον παλιόνε. Τέτοιο άμπιτο, είν’ αμαρτία να πάει αμόντε… Και πού’σαι; Σαν περάσεις την οξώπορτα μη και σκουτρίξεις πουθενάθε. Σκύψε κάμποσο» λέει πονηρά πονηρά ο Λαπόρδας κι αφήνει τον σιορ Πιπαντρέα σύξυλο.

Το πώς τον κράτησαν τα πόδια του παραμένει θαύμα μη εξηγήσιμο από την επιστήμη ακόμα και τώρα. Πριν ξεκινήσει όμως να βγάλει τα ούρλα, πιάνει τη Στραμπαλίνα και τη ρωτά τι και τι έκανε η κυρά της και πού και πού πήγε τις ώρες τις δικής του απουσίας. «Αποφεύγει τσι κυράτσες στο χωριό, και τον ήλιο μη και τση μαυρίσει το δέρμα τση. Έχει να’βγει απ’ το σπίτι απ’ την απερασμένη Τετράδη. Που πήατε μαζί κείνη τη βίζιτα. Τση λερώθηκε και το φουστάνι και το πήα για πλύσιμο στην κυρά Ριόλω. Α… το ‘τοίμασε νωρίτερα φαίνεται. Την είδες και στο ΄δωκε; Φέρε μου το να το κρεμάσω σιόρε μου και μην το κρατάς άλλο».

Τα λόγια της Στραμπαλίνας ησυχάζουν τον Πιπαντρέα για την κυρά του, και τον γεμίζουν ανησυχία για την πεταχτούλα αμορόζα του που τον έχει ξεζουμίσει από κάθε άποψη. Έξυπνος ο άρχοντας κατάλαβε τι έγινε.

Αρχίζει να φορτώνει μέσα του. Πριν δώσει το φόρεμα στο δουλικό, τού ξεφεύγουν λόγια οργής: «Μαγάρα… με περιγέλαες ε; Μού πούλαες έρωτα κι εμένα… Και στον πλέρωνα κυρ’Αφρούλα και με το παραπάνω… Καλά να πάθω το κούσαλο».

Όμως, για να το σιγουρέψει μεμιάς κι επειδή ξέρει πως το στεφάνι του δεν θα καταδεχόταν να βγει ποτέ φορώντας μόνο το φόρεμα χωρίς τα … συμπαρομαρτούντα, έβαλε τον Σταματέλο, τον δικό του ακόλουθο, να ψάξει με τρόπο την ντουλάπα της όπου, πράγματι, βρήκε το ομπρελίνο και το τσαντάκι. Άρα, αλήθεια του είπε το δουλικό της. Το φόρεμα ήταν για πλύσιμο. Αυτό και μόνον αυτό.

Για κακή τύχη όμως του Πιπαντρέα, η Στραμπαλίνα μαζί με την πολύμορφη έκρηξη των νεύρων του, άκουσε και τα λόγια του. Και φυσικά, τα μετέφερε στην κυρά της με το νι και με το σίγμα.

Η Οράντζια μόλις τα έμαθε πέταγε ό,τι εύρισκε μπροστά της. Κι έσπαγε … παν εύθραυστον.

Και σαν είδε τον Πιπαντρέα, τον έκανε τριώ λεφτώνε: «Πού ‘πιαναν τα βρωμόχερά σου τη δούλα και μετά εμένα… Που με πήρες κυρά κι αρκόντισσα και με έκανες ίσια κι όμοια με τσ’ υπηρεσίες… Που ο ίδρωτας απ’ τσι μαμούρες σου, κούμπαε το κορμάκι μου… Πού’ ναι πηγές για να πλυθώ να βγάλω τσι πομπές σου… Με με τσι δούλες βωρέ; Με τσι δούλες κακοχρονιασμένε; Τι χτύπημα και τούτο Θέ μου! Χαθήκανε οι παστρικές τση τάξης μας; Τση σειράς μας; Αν είναι δυνατόν… Δεν μπορούσες να πας με κανιά από δαύτες; Αλλά να μου πεις… τι να σε κάνει;  Χοντράνθρωπε. Γρέτζε. Κουρβουλιασμένη νερομανέστρα που μου θες και ντελίρια. Π’ ανάθεμα την αραχνιασμένη ώρα πού’στειλες γνωριμιά στον σιορ πάρε μου». Κι άλλα σχετικά.

Φωνή καντίνι η Οράντζια. Χύθηκε σε όλον τον Αγκώνα. Και στον Πάνω και στον Κάτω. Γελούσαν όλοι πίσω και μπροστά από τα πορτόνια.

Μα σαν ήρθε η Κυριακή –σαν να μην τρέχει τίποτα. «Μη δώκουμε τράτο στις καντουνογυρίστρες και μας λυσσοφάν»- πήγε η σιόρα Οράντζια και πάλι στην Παναγιά φορώντας το ωραίο μεταξένιο της φουστάνι και κρατώντας το κεντημένο ομπρελίνο της. Ο λεκές έφυγε πλέον και κόλλησε … στον άντρα της απάνω. Κι όσο για την Αφρούλα, όταν συνήλθε από τη ζάλη του Τζαννέτου κι είδε πως χάθηκε το φουστάνι, κλειδώθηκε στο δωμάτιό της και δεν ήθελε να βγει. Κι η μάνα της το ίδιο. Την ιδιότυπη αιχμαλωσία έλυσε η γειτόνισσα σαν έφτασε στο σπίτι τους και κουβέντα στην κουβέντα τούς είπε πως «σήμερα, Κυριακή η σιόρα ήρτε στην εκκλησιά με τα ίδια σέστα, και ‘κειός ο σιορ Πιπαντρέας ψικοκούτσαινε… είχε έναν μεγάλο καρούμπαλο στην καρκάλα του και μια γρατζουνιά. Να… μια πιθαμή ολάκερη» -μετά συγχωρήσεως-.

Ποιος ξέρει τι απ’ όλα αυτά που πέταξε η Οράντζια τονε βρήκε. Και πού τον βρήκε…

Και πάνω από όλα, κειό που τον βρήκε κατακούτελα ήταν το κατακαλοκαιρινό ατσιντέντε!

Ευρυδίκη Λειβαδά

(Γράφτηκε από εμένα ευχαριστώντας τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Αγκώνα κατά την εκδήλωση 27/12/2017 στο Δημοτικό Θέατρο «Ο Κέφαλος»)

Πρόσωπα: Πιπαντρέας – Οράντζια- Αφρούλα – Τζαννέτος, σέμπρος Πιπαντρέα κι αγαπητικός Αφρούλας – Αφρούλα, Στραμπαλίνα: υπηρέτρια Οράντζιας – Λαπόρδας, ψαράς

Στολές:             Αγροτικές (Αφρούλα, Τζαννέτος, Λαπόρδας, Στραμπαλίνα)

Αρχοντική: Οράντζια (+ ομπρελίνο, βέντουλο, τσαντούλα) /Αρχοντική: Πιπαντρέας (+μπαστούνι).

Επιπλέον θέλουμε επί σκηνής: 1 καρέκλα, 1 καλάθι με σταφύλια –κάτω από αυτήν-.

Τους ρόλους έπαιξαν:

Γεράσιμος Γαλανός (Πιπαντρέας), Σάκης Κατσούρης (Τζαννέτος), Σπύρος Κουνάδης (Λαπόρδας), Ελίνα Μεσολωρά (Αφρούλα), Μαρία Ντούκα Μοντεσάντου (Οράντζια), Ρεγγίνα Μπαλτσαβιά (Στραμπαλίνα)

Φωτογραφίες: Ανδρέας Δεμπόνος, www.kefalonitis.comÂ