Λ. Κωνσταντινίδης: : ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΗ ΓΛΩΣΣΟΝΟΜΙΑ

Ἐπίσης ἡ κατάργησις τῶν μακρῶν φωνηέντων «η», «ω» καί «α» μέ ἐπακόλουθον ὁ τονισμός νά ἐκτροχιασθῇ τῶν ὀρθῶν γραμματικῶν κανόνων (π.χ. ἡ πρόταση, ἀντί πρότασις, τῶν πρόβατων ἀντί προβάτων, αἰχμάλωτων ἀντί αἰχμαλώτων, τάς τράπεζας ἀντί τραπέζας, θάλασσας ἀντί θαλάσσας κτλ.). Καί ἀκόμη τῆς μετατροπῆς τῆς μακρᾶς διφθόγγου «ου» εἰς βραχεῖαν (π.χ. τούς πλοίαρχους, τοῦ ἓτοιμου, τοῦ ἂμεσου κτλ.) καί ἀντιστρόφως τῆς μετατροπῆς τῆς βραχείας διφθόγγου «οι» εἰς τό τέλος τῆς λέξεως εἰς μακράν (π.χ. οἱ πλοιάρχοι, οἱ πολέμοι, οἱ ἀνθρῶποι) ἀντί τοῦ ὀρθοῦ τονισμοῦ των ἐπί τῆς προπαραληγούσης, ἢτοι οἱ πλοίαρχοι κτλ.).

Ἀκόμη ἀνεφέρθη ὁ γράφων εἰς τήν κατάργησιν τοῦ θηλυκοῦ ἂρθρου «αἱ» τῆς Ὀνομαστικῆς Πληθυντικοῦ τῶν θηλυκῶν ὀνομάτων μέ τό ἀρσενικόν «οἱ» (π.χ. οἱ γυναῖκες, οἱ παρθένες κτλ.). Ποῦ εἶναι αἱ γυναῖκες διά νά προστατεύσωσιν ἐδῶ τά Γλωσσικά δικαιώματά των, τά ὁποῖα κατεπατήθησαν ὑπό τῶν ἀνδρῶν; Ἐξ αἰτίας ὃλων αὐτῶν τῶν ἀνωμάλων γλωσσικῶν ἀλλοιώσεων προκύπτῃ ἓν ἂνευ προηγουμένου κακόηχον καί ἑρμαφρόδιτον ἀλαλούμ εἰς τήν ὃλην δομήν τῶν λέξεων καί τῆς Γλώσσης ἐν γένει. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον δι’ ὃλων τῶν ἀνωτέρω ἀλλαγῶν καί ἂλλων πολλῶν ἀπωλέσθη εἰς μεγάλον βαθμόν καί ἡ ὀρθή ἒννοια τῶν λέξεων, ἡ μουσικότης, ἡ μελῳδικότης καί ἡ ἠχητική ποικιλία τοῦ τονισμοῦ τῆς ἂλλοτε τόσον εὐήχου Ἑλληνικῆς Γλώσσης μας.

Εἰς τό σημερινόν ἂρθρον θά ἢθελον νά ἀναφερθῶ εἰς ἓν ἐπίσης σοβαρόν γλωσσικόν θέμα, τό ἀφορῶν τήν ἒκφρασιν τοῦ παρελθόντος εἰς τά Ῥήματα. Συγκεκριμένως ἀναφέρομαι εἰς τήν διατύπωσιν τοῦ συνεχοῦς ἣ ἐπανειλημμένου (Παρατατικοῦ) καί τοῦ στατικοῦ (Ἀορίστου) παρελθόντος, τό ὁποῖον διατυποῦται διά τῆς Αὐξήσεως εἰς αὐτά, δηλ. τῆς προσθήκης τοῦ «ε» εἰς τήν ἀρχήν τῶν ῥημάτων (π.χ. γράφω – ἒγραφον (Παρατατικός), ἒγραψα (Ἀόριστος).

Ἀκόμη δέ καί τῆς καταργήσεως τοῦ Ἀναδιπλασιασμοῦ εἰς τόν Παρακείμενον καί Ὑπερσυντέλικον, ὃπου ὑποδηλοῦται μία τετελεσμένη πρᾶξις ἢ ἐνέργεια τοῦ παρελθόντος καί τῆς ὁποίας τό ἀποτέλεσμα ὑπάρχει ἢ συνεχίζεται μέχρι τοῦ παρόντος (π.χ. γράφω – γέγραφα). Οἱ ἁπλοποιήσαντες τήν Γλῶσσαν ἀποφεύγουσι τόν Ἀναδιπλασιασμόν εἰς τόν Παρακείμενον καί Ὑπερσυντέλικον, ὃστις τώρα ἐκφράζεται περιφραστικῶς μέ τό ἒχω + τό ῥῆμα (π.χ. ἒχω ἒλθει, εἶχα γράψει κτλ.). Δηλ. ἐκφράζεται τώρα μέ δύο λέξεις ἀντί μιᾶς λέξεως, τό ῥῆμα, διά τῆς προσθήκης ἑνός μόνον γράμματος ἢ συλλαβῆς εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ῥήματος (ὃταν αὐτό ἀρχίζει ἀπό σύμφωνον πλήν τοῦ «ρ»). Αὐτό, δηλ. ἡ εἰς μίαν λέξιν ἒκφρασις τοῦ Παρακειμένου ἦτο καθ’ ὁλοκληρίαν χαρακτηριστικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (π.χ. γέγραφα – γεγραμμένος, πεπαίδευκα – πεπαιδευμένος κτλ.) καί ἐν μέρει τῆς Γερμανικῆς (π.χ. gehen-gegangen, lesen-gelesen κτλ.). Ἀντί δέ νά φυλάξωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί αὐτήν τήν ῥηματικήν διαφοράν μας ἀπό τάς ἂλλας γλώσσας, δυστυχῶς μᾶς παρέσυραν καί πάλιν αἱ ἂλλαι γλῶσσαι καί κατηργήσαμεν καί τήν αὒξησιν καί τόν ἀναδιπλασιασμόν τῶν ῥημάτων.

Ὃμως διά νά ἀντιληφθῶμεν καλύτερον τό τί ἒγινεν εἰς τήν Γλῶσσαν ἀπό ῥηματικῆς ἀπόψεως πρέπει νά καταφύγωμεν εἰς τόν ὁρισμόν τοῦ Ρήματος. Τί εἶναι Ῥῆμα; Εἶναι ἐκείνη ἡ βασικωτάτη λέξις εἰς τόν λόγον, γραπτόν ἢ προφορικόν, τό ὁποῖον μᾶς δηλοῖ καί προσδιορίζει τήν κατάστασιν ἢ ἐνέργειαν εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται τό Ὑποκείμενον τῆς προτάσεως, δηλ. ἐάν ἐνεργῇ (π.χ. τρέχει), πάσχῃ (π.χ. ἐπληγώθη) ἢ εὑρίσκηται εἰς κάποιαν κατάστασιν (π.χ. κοιμᾶται).

Τό Ῥῆμα ὡς βασικώτατον μέρος τοῦ λόγου εἶναι ἐκ τῆς φύσεώς του πάντοτε πολύ «εὐέλικτον» καί χαρακτηρίζεται ἀπό 4 (τέσσαρας) βασικάς μεταβολάς ἢ τύπους καί μέ πλείστας ὑποδιαιρέσεις ἑκάστης μεταβολῆς ἢ τύπου: Ἢτοι α) κατά τόν ἀριθμόν (ἑνικός, πληθυντικός), β) κατά τό πρόσωπον (πρῶτον, δεύτερον, τρίτον), γ) κατά τόν Χρόνον (παρόν, μέλλον καί παρελθόν. Συνολικῶς οἱ Χρόνοι τοῦ ῥήματος εἶναι ἑπτά) καί δ) κατ’ Ἒγκλισιν (Ὁριστικήν, Ὑποτακτικήν, Προστακτικήν κτλ.).

Εἶναι φανερόν, ὃτι ἡ ἁπλοποίησις τῆς Γλώσσης ἒπληξε καί τόν Χρόνον τῶν Ῥημάτων, καί συγκεκριμένως εἰς τήν ἒκφρασιν τοῦ παρελθόντος, τό ὁποῖον ἂλλοτε ἀνεγνωρίζετο ἀμέσως ὑπό τοῦ συνομιλητοῦ μας ἢ τοῦ ἀναγνώστου ἑνός κειμένου, ἀφοῦ τό ῥῆμα ἐλάμβανεν, ὡς εἲδομεν, εἰς τήν ἀρχήν του μίαν αὒξησιν, τό «ε» διά τούς Παρατατικόν (π.χ. ἒγραφον) καί Ἀόριστον (π.χ. ἒγραψα) ἢ Ἀναδιπλασιασμόν διά τόν Παρακείμενον (π.χ. γέγραφα) καί Ὑπερσυντέλικον (π.χ. ἐγεγράφειν).

Τώρα ἡ ἒνδειξις τοῦ παρελθόντος μιᾶς πράξεως ἢ ἐνεργείας μετατίθεται εἰς τό τέλος τοῦ ῥήματος (π.χ. γράφτηκε, διαβάστηκε), ἐνᾧ ἂλλοτε, ὃταν ἢκουεν ὁ συνομιλητής μας ἢ ἐδιάβαζε κάποιος ὃτι τό ῥῆμα μιᾶς φράσεώς μας ἢρχιζεν ἀπό «ἐ-», δηλ. ἡ πρώτη συλλαβή ἑνός ῥήματος (πού ἢρχιζεν ἀπό σύμφωνον) ἦτο τό γράμμα «ἐ», ἀντελαμβάνετο εὐθύς καί αὐτομάτως ἀμέσως ἐκ τῶν προτέρων, ὃτι ὁ συνομιλητής του τοῦ ὡμιλοῦσε διά τό συνεχές ἢ τό στατικόν παρελθόν. Ἀκόμη ὃταν ἢκουεν ἢ ἐδιάβαζε τό ῥῆμα μέ ἀναδιπλασιασμόν, τότε ἐπρόκειτο διά παρελθόν Παρακειμένου ἢ Ὑπερσυντελίκου, ὡς ἀκριβῶς ἐξηγήθη προηγουμένως.

Ἰδού κατωτέρω καί μερικά ἂλλα παραδείγματα: Πρίν ἒλεγε κάποιος α) ἐδώριζον ἢ ἐδώρισα, τώρα λέγουν δώριζα ἢ δώρισα, β) ἐσκύβομεν καί ἐσκύψαμεν, τώρα σκύβαμεν καί σκύψαμεν. Δηλαδή, τώρα πρέπει νά περιμένῃ κάποιος τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος διά νά ἀντιληφθῇ, ἐάν ὁ συνομιλητής του ἀναφέρεται εἰς τό παρόν ἢ τό παρελθόν. Οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ παλαιότεροι ἒλυσαν τό θέμα τοῦ παρελθόντος εἰς τό ρῆμα καί τῶν διαφόρων μορφῶν τοῦ παρελθόντος μέ τήν προσθήκην ἑνός ἁπλοῦ φωνήεντος, τοῦ «ε», καί τοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ῥήματος.

Δυνατόν νά εἲπῃ τις καί τί ἐνοχλεῖ, ἐάν ἀκούῃ ἢ διαβάζῃ κάποιος τό παρελθόν καί τήν ἀκριβῆ μορφήν τούτου εἰς τήν ἀρχήν ἢ τό τέλος τοῦ ῥήματος; Καί ὃμως εἶναι πολύ σημαντικόν: Ἐνᾧ προηγουμένως πρός ἀντίληψιν τῆς ἀκριβοῦς ἐννοίας τῆς φράσεως ἀνεμένομεν ἀπό τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος νά ἀντιληφθῶμεν τόν ἀριθμόν (εἷς ἢ πολλοί), τό πρόσωπον (α΄, β΄, γ΄) καί τήν ἒγκλισιν (Ὁριστικήν, Ὑποτακτικήν, Προστακτικήν κτλ.) τώρα ἐφορτώθη εἰς τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος καί ὁ Χρόνος!

Τί θέλει νά εἰπῇ αὐτό; Ὃτι τώρα ἐπιβαρύνεται ἡ σκέψις καί ὁ ἀναλυτικός μηχανισμός τοῦ νοός (μυαλοῦ) μας μέ τέσσαρας ἐνεργείας ἀντί δύο ἢ τρεῖς, διά νά ἀντιληφθῶμεν τά λεγόμενα τοῦ συνομιλητοῦ μας ἢ τά γραφόμενά του. Διότι ἡ κατάργησις τῆς αὐξήσεως τοῦ «ε» εἰς τά ῥήματα διά τό παρελθόν ἐπιβάλλει τώρα εἰς τόν ἐγκέφαλον μίαν τετραπλῆν ἐργασίαν καί τόν ἀναγκάζει νά καταναλίσκῃ περισσότερον χρόνον εἰς τό νά ἀντιληφθῇ πλήρως τήν κατάστασιν ἢ ἐνέργειαν, πού ἐκφράζεται ἀπό τό ῥῆμα διά τό Ὑποκείμενον τῆς κάθε προτάσεως, ἀφοῦ ὃλα αὐτά εὑρίσκονται συγκεντρωμένα μαζί εἰς τό τέλος καί τήν κατάληξιν τοῦ ῥήματος.

Ἒτσι ἀναγκάζονται οἱ συνομιληταί κάποιου νά συγκεντρώνωνται καί ἐπικεντρώνωνται εἰς τήν ἀνάλυσιν τῶν τεσσάρων κυρίων μεταβολῶν τοῦ ῥήματος καί τῶν πολλῶν ὑποδιαιρέσεων ἑκάστης τούτων ταὐτοχρόνως, ὣστε ἐν τέλει νά χάνωσι τόν εἱρμόν τῶν ὑπολοίπων λεγομένων ἑνός ὁμιλητοῦ καί ἒτσι ὁ ἀκούων ἢ διαβάζων εὐκολώτερον ἀποπροσανατολίζεται εἰς ὃ,τι λεγόμενον ἢ γραφόμενον, ἐφ’ ὃσον ἡ ὁμιλία τοῦ συνομιλητοῦ του, δηλ. ἡ ὁμιλία μας δέν εἶναι στατική, ἀλλά συνεχής καί πολλάκις πολύ γρήγορη. Ἀς ἒχουσι αὐτό ὑπ’ ὀψιν των οἱ πολιτικοί, καθηγηταί, διδάσκαλοι κτλ. ἐάν θέλωσι νά γίνωνται εὐκολώτερον ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἀκροατάς, τούς μαθητάς των ἢ τούς ἀναγνώστας τῶν γραφομένων των.

Νομίζομεν λοιπόν ὃτι ἁπλοποιοῦμεν τήν Γλῶσσαν μέ τήν ἀλλαγήν τῆς δομῆς τῶν λέξεων πρός μεγαλυτέραν δῆθεν «εὐκολίαν» μας, ἀλλ’ εἰς τήν πραγματικότητα τήν κάμνομεν δυσνοητοτέραν εἰς τήν ἀντίληψιν τῶν ἐκφραζομένων σκέψεων. Ὁ γράφων ἀνέφερεν εἰς παρελθόν ἂρθρον τό κάτωθι γλωσσικόν ἀξίωμά του: «Ἡ ἑκάστοτε ἁπλοποίησις μιᾶς Γλώσσης εἶναι εἰς τήν Γλωσσολογίαν, ὃ,τι καί ἡ ὑποτίμησις ἑνός νομίσματος εἰς τήν Οἰκονομίαν». Ἀκριβῶς αὐτό συμβαίνει.

Δι’ αὐτό, πιστεύω, ὃτι ὁ τίτλος τοῦ παρόντος ἂρθρου περί Γλωσσονομίας καί βεβαίως τῶν ἐφαρμοσόντων ταύτην μορφωμένων Γλωσσονόμων, οἱ ὁποῖοι θά ἐπιβλέπωσιν ἐπί προστίμῳ τήν ἐπιτήρησιν τῆς ὀρθῆς χρήσεως καί γραφῆς ταύτης εἰς τά ΜΜΕ, καθίσταται κατά τήν ἂποψίν μου ἐπίκαιρος καί ἐπιβεβλημένος. Ἡ Ἑλληνική Γλῶσσά μας μέ τό πρόσχημα τῆς συνεχοῦς ἐξελίξεως κατέστη ἓν ἀσύδοτον πεδίον. Ἐάν δέ τεθῇ τό ὃλον ἐγχείρημα εἰς τήν Δικαιοδοσίαν τῶν Δήμων, τότε εἶναι πλέον ἢ βέβαιον, ὃτι ἡ Γλωσσονομία θά ἀποφέρῃ εἰς τούς Δήμους πολύ περισσότερας εἰσπράξεις ἀπό τήν Προστιμονομίαν τῶν τροχονόμων! Ὡς κοινῶς λέγεται, δέν θά γνωρίζουσιν οἱ Δῆμοι, «ποῦ νά βάλουν» τάς εἰσπράξει των!…

Εὐχαριστῶν διά τήν φιλοξενίαν,

Λάμπης Γ. Κωνσταντινίδης

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 24/11/2017