Γ. Γαλανός: Το τραγούδι του Εμποράκου. Νικόλαος Ευαγγέλου Σπετσιέρης.

Ένας ξεχασμένος τροβαδούρος

Στην αρθρογραφική1σειρά1με τίτλο «Ιστορίες των κεφαλληνιακών ασμάτων» θέση έχει και «Το τραγούδι του Εμποράκου» του πλανόδιου εμπόρου από τη Θηναία, Νικολάου Σπετσιέρη.

Πρόκειται για ένα άσμα,1που εκφράζει με σατιρική διάθεση τη μεταναστευτική κίνηση της δεκαετίας του 1955 -65 των Ελλήνων, κυρίως1προς τη Γερμανία. Το τραγούδι αναφέρεται1στους Κεφαλονίτες μετανάστες και σε αυτούς1που έμειναν στο νησί τους.

Έτσι, και μετά τον Εμφύλιο, λόγω της έλλειψης εργασιών, το κίνημα της μετανάστευσης εσωτερικά και εξωτερικά ήταν έντονο, με αποτέλεσμα, να εγκαταλειφθεί μεγάλο μέρος της υπαίθρου και να διαμορφωθούν αλλιώς οι κοινωνικές συνθήκες, ακολουθώντας1τις αναγκαίες και1ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.

«Το τραγούδι του Εμποράκου» γεννήθηκε μέσα από τις μεταναστευτικές τάσεις των Κεφαλλήνων,1από έναν άνθρωπο που ως πλανόδιος έμπορος έβλεπε πως ο τόπος του, το νησί μας «άδειαζε».

Δημιουργός του τραγουδιού ήταν ο Νικόλαος Ευαγγέλου Σπετσιέρης από τα Κοντογουράτα της Θηνιάς,γεννημένος στα 1912, άνθρωπος οικογενειάρχης1με βαθιές1εσωτερικές ανησυχίες, ταλαίπωρος στη ζωή του, αλλά και εσωτερικά δυνατός, που έκανε τον πόνο του και τη βλέψη του τραγούδι. Δύο από τα παιδιά του πήγαν για δουλειά στην Γερμανία και αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που τον έκαμε να σκεφτεί και να τραγουδήσει τον πόνο του.

Ο Νικόλαος Σπετσιέρης είχε1έναν κινητό πάγκο στην οδό Αθηνάς και1πουλούσε1ανδρικά1εσώρουχα, καθώς και λαχεία. Τον χαρακτήριζε η μεταλλική του φωνή, που του επίτρεπε να τραγουδά διάφορα άσματα, καθώς και να διαλαλεί το εμπόρευμά του. Τα λαχεία τα πουλούσε ιδίως κατά τους θερινούς μήνες.

Αποφάσισε «να φεύγει» από την Αθήνα1για1κάποιους μήνες1και να εργάζεται ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών εσωρούχων στην Κεφαλονιά του.

Ο Νικόλαος Σπετσιέρης είχε μια βαντάκα στον ώμο του, «μονολάγκωνα» κρεμασμένη και στο άλλη μεριά1 της πλάτης του μια «ντουντούκα», με την οποία1διαλαλούσε1την πραμάτεια του. Ιδίως φώναζε για τα ανδρικά εσώρουχα, με τη1μακρόσυρτη φωνή, για να τον προσέξουν οι κυράδες, για να ψωνίσουν για τους συζύγους τους.

Άκουγες στις γειτονιές του Ληξουρίου και του Αργοστολίου …

«Σώβρακαααα, σωβρακάρεεεες, τα ρημάδιαααα!»

και δώστου πάλι από την αρχή και κοντοσταματούσε, όπου χρειαζόταν για να βρει χρόνο1η πελάτισσα του, να βγει και να ψωνίσει. Κάθε τόσο τραγουδούσε με τη μελωδική του φωνή και διασκέδαζε και αυτούς που τον άκουγαν και αυτός πήγαινε τον καημό του πάρα πέρα.

Φαίνεται πως είχε μέσα του μια μουσική φλέβα και μπορούσε το βίωμα να το μεταφράζει ποικίλα και ιδίως να το μετατρέπει σε μουσική έκφραση.

Ο Νίκος Σπετσιέρης έγραψε πολλούς στίχους, που τους έντυνε με μουσική, άλλοτε δικής του εμπνεύσεως και άλλοτε δανειζόταν γνωστές μελωδίες.

«Το τραγούδι του Εμποράκου» με βασικό τίτλο «Η ερήμωσις της Κεφαλλονιάς»1το τραγουδούσε πάνω στο γνωστή μουσική του κατοχικού άσματος «Γιούπι- για για», που τραγούδησε πρώτος ο Πάνος Τζαβέλας.

Το Τραγούδι του Εμποράκου

Νικολάου Σπετσιέρη1από τα Κοντογουράτα της Θηναίας

« Η ΕΡΗΜΩΣΙΣ Της Κεφαλλονιάς 1964»

Δρχ. 5

Νικολάου Σπετσιέρη 1964

Θε να πάμε για την Γερμανία

του νησιού μας όλα τα παιδιά

θε να πάμε Αυστραλία Βραζιλία Καναδά

θα ρημώσει η γλυκειά Κεφαλλωνιά.

Θε να μείνουν οι τσοπαναραίοι

τα γερόντια οι γριές και τα νινιά

και ολίγοι επαγγελματίες

να υπάρχει στο νησί μας μια μαγιά.

Θε να πάνε να ξενοδουλέψουν

και να βρούνε μια καλύτερη ζωή

κι αν ποτές θέλει το θυμηθούνε

θα γυρίσουν πάλι στο όμορφο νησί.

Η ζωή μέσα σε τούτη την πατρίδα

μας γεννάει κάποιο μαρασμό

γιατί φύγανε όλοι1οι νέοι και

εμείς σαν βλάκες κοιτάμε το βουνό.

Αγκωνάρια η παραγωγή μας

εργασία δεν υπάρχει πουθενά

ταξιδεύουν τα παιδιά μας Γερμανία

Καναδά και ρημώνει έτσι η Κεφαλλωνιά.

Στο Ληξούρι θα μείνει ο Μηνιάτης

στο Αργοστόλι ο Βαλλιάνος κι λοιποί

εις την Σάμη1κάποιος Κωνσταντάτος

ήρωας νεκρός στολίζει το νησί.

Τέτοιο χάλι έχει η πατρίδα

δεν υπάρχει για μας άλλη ζωή.

Θα πεθάνουμε στην ψάθα θα μας φύγει

η πνοή μες το έρημο ετούτο νησί.

Κουκουβάγιες στο τέλος θα λαλήσουν

θ’ απλωθεί παντού η ερημιά

και στο τέλος θα κλάψουν οι δικοί μας

όσοι θα βρεθούνε εις την ξενιτιά.

Το τραγούδι αυτό1έχει μια ιδιαίτερη αξία, γιατί γράφτηκε από έναν απλό άνθρωπο αυθόρμητα και πηγαία, και το «έντυσε» με μια μουσική, η οποία ως κατοχικός απόηχος διατηρείτο στα αυτιά των παλιών. Επίσης, μιλώντας στο ποίημά του1για τη μετανάστευση, θέμα επίκαιρο, σκέφτεται ποια θα είναι η μοίρα του νησιού του και συγχρόνως εκφράζεται στιχουργικά1για το αποτέλεσμα που θα ακολουθούσε.

Έξυπνα ο Νικόλαος Σπετσιέρης λέει, πως θα μείνουν στην Κεφαλλονιά τα αγάλματα που κοσμούν τις πόλεις. Στο Ληξούρι του Ηλία1Μηνιάτη, στο Αργοστόλι του Παναγή Βαλλιάνου και στη Σάμη το άγαλμα, του ήρωα Κωνσταντάτου, το οποίο εδώ και 20 χρόνια περίπου έχουν μεταφέρει από την πλατεία της πόλης στην είσοδο του κοιμητηρίου της περιοχής.

Το τραγούδι το έγραψε ο δημιουργός με μια γραφομηχανή της εποχής, σε μικρό χαρτί 15Χ 20 εκατοστά, που διπλωμένο στη μέση έχει το σχήμα μικρού φυλλαδίου. Εσωτερικά υπάρχει το κείμενο, διορθωμένο από τον ίδιο τον Νικόλαο Σπετσιέρη με κόκκινη πένα. Βλέπετε, δεν υπήρχαν τότε οι ανέσεις των Η/Υ με τις αφάνταστες δυνατότητες. Το άσπρο διπλωμένο χαρτί, καλύπτεται εξωτερικά με ένα παρόμοιο σε διαστάσεις φύλλο,1γκρι χρώματος και στην εξωτερική πλευρά, γραμμένα με τη γραφομηχανή τα στοιχεία του τραγουδιού και του δημιουργού του,1με χρονολογία 1964.

Ο1Νικόλαος Σπετσιέρης καμάρωνε για το άσμα του και1το είχε τυπώσει σε φυλλάδιο1με τον απλό δικό του τρόπο, το οποίο και πουλούσε με το ποσό των 5 δραχμών. Επίσης, στο1οπισθόφυλλο αναγράφεται η πληροφορία, πως, το άσμα τραγουδιέται στη μουσική του «Γιούπι για για».

Το σπάνιο μικρό φυλλάδιο μου παραχώρησε ο εκλεκτός φίλος Σπύρος Γιουλάτος, εξαίρετος1συμπολίτης, με1αξιόλογη προσφορά στα κοινά του τόπου μας, γεμάτος1 ανοικτοσύνη και καλοσύνη.

Στην όμορφη Χωροπούλα του Λασκαράτου, το Ληξούρι, μια και ο Νικόλαος Σπετσιέρης, είχε με αυτήν την πόλη συγγενικούς δεσμούς, βρισκόταν περισσότερες φορές και είχε γίνει αγαπητός στους κατοίκους. Γρήγορα συνδέθηκε με τις Ληξουριώτικες παρέες και πήρε τα χούγια τους, μυήθηκε στη νοοτροπία τους και συμμετείχε σε κάζα και1σε αυτοσχέδιες αστείες στιγμές που έχουν μείνει αλησμόνητες.

Πόσες φορές1όταν συναντούσε την παρέα του Λέανδρου Σοφιανού, του Ηλία Μηνιάτη, του Νικόλα Ποταμιάνου, του Κώστα Πρετεντέρη και τόσους άλλους, «έπεφτε το σήμα» και σκάρωναν ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Νικόλα Σπετσιέρη.

Αυτός με την καρδιά του και την περίσσια αγάπη του, συμμετείχε και το χαιρόταν και1έτσι1μαζί του «πόστιαζαν» απόξω από τα καφενεία και τις ταβέρνες τις αλησμόνητες1σατιρικές σκηνές. Άλλωστε έβαζαν κάτω, τα ζιζάνια του Ληξουρίου, την πραμάτεια του Νικόλα και τη χρησιμοποιούσαν, «ως φαρμακευτικό υλικό», πάνες και πλατιές γάζες, και έφτιαχνα μια σκηνή εγχείρησης, φυσικά ο ασθενής ήταν ο Νικόλας.

1Η1σκωπτική σκηνή παρόλο που ήταν της στιγμής και αυτοσχέδια, είχε τη σοβαρότητα της, τη θεατρική της μορφή, ο καθένας είχε το ρόλο του και οι διάλογοι που πολλές φορές ήταν αθυρόστομοι, χωρίς να προσβάλουν και να είναι πρόστυχοι, συμπλήρωναν όλο το κάζο. Ήταν εκείνη η εποχή που ζούσαν στο Ληξούρι όλοι αυτοί οι κωμικοί, που είχαν μέσα του πηγαία1τη φλέβα της σάτιρας και του αυτοσχεδιασμού,1είχαν το σκώμμα και την ευστροφία, και1διασκέδαζαν με ζωντάνια, καυτηριάζοντας όλα τα κακώς1κείμενα που συνέβαιναν στην πόλη ή στη καθημερινότητα της εποχής.

Ο Νίκος Σπετσιέρης ήταν ένας πλανόδιος Εμποράκος και τροβαδούρος, ένα μουσικό ταλέντο που χάθηκε σε μια εποχή που ο αγώνας για την επιβίωση, ήταν πολύ δύσκολος.1Έτσι,1ο Νικόλαος Σπετσιέρης εκφράστηκε1όπου μπορούσε και όπου έβρισκε κοινωνικό δυναμικό, το οποίο ανακρινόταν1στο είναι του, στον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό το βρήκε στο Ληξουριώτικο χιούμορ, στους Ληξουριώτες και στις αμίμητες παρέες τους. Ο Σπετσιέρης έφυγε από τη ζωή το 1994, αφήνοντας σε όσους τον γνώρισαν εικόνες αγάπης και καλοσύνης.

Με τις παραπάνω καλές αναμνήσεις και τις μικρές αναφορές που σκιαγραφούν το πρόσωπο του Εμποράκου, ο Νικόλας Σπετσιέρης μπήκε1επάξια στην πινακοθήκη της Ληξουριώτικης σάτιρας και ιστορίας. Ακόμη οι μνήμες γι’ αυτόν είναι ζωντανές και όταν επανέρχονται στο μυαλό των Ληξουριωτών, είναι γεμάτες λόγια καλά και αγαπητά για τον δικό τους άνθρωπο.

Θα ήταν ευχής έργο το άσμα αυτό, πέρα από τη γνωστή μουσική, να συμπεριληφθεί σε κάποια1έκδοση, εφόσον εκφράζει μια εποχή που παρόμοια στοιχεία της όλο και μας πλησιάζουν! Ήδη, οι Οικονομικά Ισχυροί του πλανήτη σχεδιάζουν «το μάντρωμα των λαών».

Σημειώσεις

1. Το μικρό φυλλάδιο προέρχεται από το αρχείο Σπύρου Γιουλάτου, που ευγενώς μου το παραχώρησε.

2. Οι φωτογραφίες από το αρχείο του υπογράφοντος το κείμενο.

Ευχαριστίες ανήκουν στην κόρη του Νικολάου Σπετσιέρη,Καλή Κωστοπούλου, για τις πληροφορίες γύρω από τη ζήση του πατέρα της.

Στο1 ποίημα «Το τραγούδι του Εμποράκου» έγιναν κάποιες ορθογραφικές διορθώσεις, χωρίς να αλλοιώσουν το κείμενο του μικρού φυλλαδίου του Νικολάου Σπετσιέρη.

*Δημοσιεύτηκe πρώτη φορά στο περιοδικό του Ανδρέα Π. Δεμπόνου «Κεφαλονίτης».

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 2/11/2017