Παρουσίαση του βιβλίου του Βασ. Σκουντή: «Είμαστε πια πρωταθλητές».

Ο δημοσιογράφος, Βασίλης Σκουντής, γυρίζει το ρολόι 30 χρόνια πίσω και μας μεταφέρει τα όσα έζησε ως νεαρός ρεπόρτερ της ΕΡΤ μέσα και έξω από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας τις μαγικές εκείνες μέρες του Ιουνίου του 1987. «Είμαστε πια πρωταθλητές», είναι ο τίτλος του βιβλίου του που παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου.

Παρών ήταν  ο ίδιος ο δημοσιογράφος-συγγραφέας, παρέα με έναν από τους… ήρωες εκείνου του έπους, τον Λιβέρη Ανδρίτσο, που έγραψε η Εθνική μας Ομάδα, η επίσημη αγαπημένη. Στο πάνελ παραβρέθηκαν και μίλησαν  για το βιβλίο, ο πρόεδρος του Κεφαλληνιακού, Αντώνης Κουταβάς, ο πρόεδρος του ΣΠΑΚΕ, Μιχάλης Κυρίτσης και οι προπονητές μπάσκετ, Τάκης Καλαντζής και Σάκης Δέλιος. Από μεριάς του Δήμου χαιρέτησε ο Νίκος Ανουσάκης. Στο τέλος της εκδήλωσης ακολούθησαν ερωτήσεις από το κοινό.  Η εκδήλωση  ήταν υπό την αιγίδα του Συλλόγου Παλαιμάχων Αθλητών Καλαθοσφαίρησης Ελλάδας, της Ελληνοεκδοτικής και της ΚΕΔΗΚΕ.   Συντόνισε τη εκδήλωση ο Ξενοφώντας Ευαγγελάτος.

Ένα σημείωμα του συγγραφέα που δημοσιεύθηκε με την πρόσκληση της εκδήλωσης.

Ο χρόνος τρέχει, με το ρολόι να έχει μείνει σταματημένο εδώ και τριάντα χρόνια, σε εκείνη την στιγμή. Στις δέκα και πέντε το βράδυ της 14ης Ιουνίου του ’87, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας… “Είναι το τέλος”, προλαβαίνει να πει με όση δύναμη του έχει απομείνει και με τη φωνή του τρεμάμενη και γρατζουνισμένη από τη συγκίνηση ο Συρίγος. Είναι το τέλος, που εκείνη κιόλας τη στιγμή γίνεται η αρχή, για να επιβεβαιωθεί το ρηθέν υπό του Τόμας Έλιοτ… Πάντα το τέλος είναι το σημείο απ’ όπου αρχίζουμε!

Δώδεκα μέρες ένας ολόκληρος λαός ακροβατεί στα όρια της μαγείας, της ανατριχίλας, του παροξυσμού, της κατάνυξης, της μέθεξης, της απόλυτης έκστασης: από τις 3 έως τις 14 Ιουνίου του σωτηρίου (για το μπάσκετ, για τον αθλητισμό, για έναν ολόκληρο λαό) 1987, οι δώδεκα μέρες που άλλαξαν τον κόσμο!

Όταν το απίθανο παίρνει σάρκα και οστά…

Όταν δυνατά γίνονται τα αδύνατα…

Όταν ο Δαυίδ ξαναρίχνει στο καναβάτσο τον Γολιάθ…

Όταν η Ελλαδίτσα παίρνει παραμάζωμα τους κολοσσούς, τινάζει την μπάνκα στον αέρα και προκαλεί ολούθε σοκ και δέος…

Έντεκα βραδιές και μια άγια νύχτα, η οποία ξημέρωσε και ήταν όχι μονάχα αληθινή μα και ολόλαμπρη για να γίνει το φανάρι που άναψαν οι προικισμένοι με τα ταλέντα τους, οπλισμένοι με το πάθος τους, αξιωμένοι από τη μοίρα και ευλογημένοι από τον Θεό και ήρωες (μας) του Ευρωμπάσκετ (μας) και το μεταλαμπάδευσαν σαν πυρσό ώστε να φέγγει τη στράτα των επιγόνων τους .

Από τότε πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια, που ευτυχώς δεν χάθηκαν στη λήθη και δεν μαγάρισαν την ανεκτίμητη κληρονομιά. Εδώ και τριάντα χρόνια η βαμμένη στα γαλανόλευκα και στα πορτοκαλί Κιβωτός που άρχισε το μπάρκο της εκείνο το βράδυ από τα νερά του Σαρωνικού συνεχίζει να πλέει και να διαφυλάττει τα αθλητικά ιερά και τα όσια μιας χώρας και ολάκερου του διεσπαρμένου ανά τον κόσμο, ελληνισμού.

Θαύμα; Μα αυτά, λένε πως κρατούν τρεις μέρες κι ελόγου του βαστάει τριάντα χρόνια: τριάντα χρόνια που ήταν, είναι και θα μείνουν πάντοτε τα καλύτερα μας χρόνια για να μας θυμίζουν κιόλας (όπως στην ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ) “Τhe Way We Were”: πώς ήμασταν τότε, πώς νιώσαμε τη συγκίνηση να μας διαπερνάει σύγκορμους και πώς μείναμε αποσβολωμένοι σαν στήλη άλατος.

Τριάντα χρόνια η υψικάμινος στέκεται όρθια και καίει. Τριάντα χρόνια αναβλύζει η φλόγα στην οποία τήκονται και αναζωπυρώνονται οι πόθοι και οι καημοί μας…

Τριάντα χρόνια η μπάλα που τη διάλεξε μετά από πολλές δοκιμές ο Γκάλης, σε αντικατάσταση εκείνης η οποία διακτινίσθηκε από την κλοτσιά του Ιωάννου μέσα στους πανηγυρισμούς για τη νίκη στον ημιτελικό, συνεχίζει το ταξίδι της…

Αυτή την μπάλα ο Νικ δεν την ήθελε παραφουσκωμένη για να την κάνει πιο εύκολα σκλάβα του, αλλά έμελλε μετά από 24 ώρες να τη δούμε όλοι μας… πρησμένη κι έτοιμη να σκάσει: ευτυχώς δεν ήταν ανεμογκάστρι, εκείνη η μπάλα όντως κυοφόρησε ένα έπος!

Εις ανάμνησιν αυτού του έπους, λοιπόν…

Για το χατίρι των παλιών καιρών, που έλεγε (στην “Καζαμπλάνκα”) και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν στον πιανίστα…

Για το χατίρι των παλιών καιρών και της νοσταλγίας…

Για το χατίρι εκείνης του χρέους και της ευγνωμοσύνης προς αυτή την ομάδα που μας σήκωσε από τη γη και μας εκτόξευσε στον έβδομο ουρανό…

Για το χατίρι των στιγμών, των εικόνων και των συγκινήσεων που θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες και για πάντα αιχμάλωτες στη συλλογική μνήμη….

Για το χατίρι της “επίσημης αγαπημένης” που μπορεί να γκρίζαρε, να έβγαλε ρυτίδες και να σκεβρώνει σιγά σιγά, μα όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο την καψουρευόμαστε.

Bασίλης Σκουντής

KefalonianewsÂ