Αντώνης Π. Αργυρός: Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Ελληνικού Δημοσίου

θεσπίσθηκε από το β.δ. της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών». Η επίκληση του τεκμηρίου αυτού από το Δημόσιο και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της κτήσεως πρέπει να γίνεται κατά έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τις 23-2-1946 του Αστικού Κώδικα, ή ενδεχομένως κάποιου ειδικού νόμου, τρόπους κτήσεως κυριότητας.

1. Η ιστορική εξέλιξη

1.1.- Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1815 η Επτάνησος αναγνωρίσθηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων», περιήλθε δε υπό την «προστασία», ως αποικία, της Μ. Βρετανίας.

Το νέο κράτος είχε Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα που έδρευε ο Άγγλος Αρμοστής και τοπικές κυβερνήσεις σε κάθε νήσο, με επικεφαλής «έπαρχους» και «επαρχιακά συμβούλια» και σε κάθε νησί εκπρόσωπο-διοικητή του άγγλου αρμοστή.

Δηλαδή καθένα νησί αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτοτελή μονάδα ομοσπονδιακού κράτους. Στα Επτάνησα τα ακίνητα που δεν ανήκουν σε ιδιώτες ανήκουν στην λεγομένη «επιχώρια» περιουσία. Η δε «επιχώριος» περιουσία ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε νήσο (δηλ. το τεκμήριο κυριότητας δεν ήταν, όπως είναι σήμερα, υπέρ του Δημοσίου), διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες και όχι από την κεντρική διοίκηση, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου Πολιτείας.

Αυτά προκύπτουν από το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του έτους 1817 , με το οποίο είχε «παραχωρηθεί» στα Ιόνια νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση. Κατ’ εφαρμογή των αρχών του Συντάγματος του 1817 η από 11.8.1834 ΚΣΤ΄ «Πράξις της Γερουσίας» (Επίσημος Εφημερίς του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων αρ. 191 του έτους 1834), διέκρινε ρητά την επιχώριον οικονομία κάθε νήσου από τη γενική οικονομία του ομοσπονδιακού αυτού Κράτους (άρθρ. 5), καθόρισε τα έσοδα του δημοσίου ταμείου (αρ. 6) και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής Διοίκησης κάθε νήσου στα μη ιδιωτικά κτήματα που βρίσκονταν σε αυτό. Από το Σύνταγμα λοιπόν της Ιονίου Πολιτείας του 1817 και από τις Πράξεις ΚΣΤ΄ της Ε΄ Γερουσίας (1834) και Ι΄ της Η΄ Γερουσίας (1845), που εκδόθηκαν με βάση αυτό, προκύπτει ότι όλα τα κτήματα, εφ’ όσον δεν υφίσταται επ΄ αυτών αποδεδειγμένη κυριότητα διά νομίμων τίτλων κάποιου ιδιώτη, του Ελληνικού Δημοσίου ή οιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου, ανήκουν στην επιχώριον ή εγχώριον περιουσία της κάθε νήσου.

Με βάση την υπ’ αριθ. 721/1991 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, «στα Επτάνησα, πριν από την ένωσή τους με την Ελλάδα, δεν υπήρχαν δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, ώστε να περιέλθουν κατά διαδοχή, με την ένωση το έτος 1864, στο Ελληνικό Δημόσιο … Έτσι, δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση και δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, δεν υπήρχαν, ούτε προβλέπονται στο παραπάνω Σύνταγμα (του 1817) … Επομένως επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτών με την Ελλάδα ουδέν έλαβε, ούτε ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο, όπως προαναφέρεται δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση ή δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώρια περιουσία, αφού αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων κάθε νήσου (σσ. εκτός από τα Κύθηρα). Συνεπώς επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων της Επτανήσου δεν δύναται να έχει εφαρμογή το υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας… Κατά συνέπεια των παραπάνω, προκειμένου περί δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων δεν αρκεί μόνη η από το Ελληνικό Δημόσιο επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικουμένης εκτάσεως προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητάς του επ’ αυτής, αλλά απαιτείται η επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της κτήσεως της κυριότητας από το Δημόσιο κατά έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τις 23.2.1946 από τον Αστικό Κώδικα ή από κάποιον ειδικό νόμο. Αφού λοιπόν στα Επτάνησα, τα Κύθηρα και Αντικύθηρα δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των ευρισκομένων σ’ αυτά δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων, έπεται ότι το Δημόσιο πρέπει να διαχειρίζεται ως δημόσια μόνον τα δάση και τις δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις για τις οποίες έχει νόμιμους τίτλους κυριότητας …» .

2.- Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), με το νόμο ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλεία ισχυούσης νομοθεσίας», ο οποίος (βλ. άρθρα 10-15) διατήρησε και αναγνώρισε ρητώς τις εγχώριες περιουσίες των Ιονίων νήσων και ανέθεσε απλώς τη διοίκηση τους (βλ. άρθρ. 11) σε επιτροπή, μέχρις ότου ιδιαίτερος νόμος για κάθε μέσο ρυθμίσει τη διανομή τους «κατά δήμους».

Πράγματι μετά το νόμο αυτό, εκδόθηκαν ιδιαίτεροι νόμοι για τα περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες αυτών διαλύθηκαν και διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες ανάλογα με τον πληθυσμό τους, χωρίς όμως τα επί μέρους στοιχεία των περιουσιών αυτών να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο.

Έτσι για τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία και την Κέρκυρα, εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι νόμοι: ο ν. ΥΙΓ/1871 για την Ζάκυνθο, ο ν. ΨΙ/1878 για την Κεφαλληνία, ο ν. ΨΞΣΤ/1879 για την Λευκάδα, ο ν. ΑΦΙ/1887 για την Κέρκυρα (η διαχείριση της εγχωρίου περιουσίας της οποίας είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με το ν. ΣΟΕ/1868 “περί

της διαχειριστικής επιτροπής της κοινής της νήσου Κερκύρας περιουσίας”), και ο ν. 2355/1920 για τα Κύθηρα . Ανάλογος, όμως, νόμος δεν εκδόθηκε για την Ιθάκη και τους Παξούς, ίσως λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της εγχώριας περιουσίας των νήσων αυτών. [πρβλ. ΣτΕ 1956/1986 ΣτΕ.ΑΡΜ/1987 (610), ΝΟΒ/1987 (419)].

3.- Ουδεμία μνεία γίνεται περί περιουσίας του Κράτους στις παραπάνω συνθήκες της Επτανήσου Πολιτείας και μετέπειτα Ιονίου Κράτους, ώστε αυτή, μετά την δια της συνθήκης του Λονδίνου ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Κράτος το έτος 1864, να περιέλθει κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ αντίθετα στην συνθήκη της 4/16.6. 1830 περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος γίνεται ειδική μνεία περί εκκλησιαστικών ή δημοσίων υπό το Οθωμανικό σύστημα ιδιοκτησιών οι οποίες θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος .

Σημειώνεται ότι τα επτά νησιά του Ιονίου, αποτέλεσαν αρχικά τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν υποδουλώθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά από τους Βενετούς από τα μέσα του 14ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά από τους Γάλλους και τελικά από τους Άγγλους. Σ’ όλη τη περίοδο αυτή, η διαχείριση της γης μιας περιοχής δεν ανήκε στην εξουσία του κεντρικού κράτους αλλά στους τοπικούς άρχοντες σε αντίθεση με όσα ίσχυαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές που όλη η ιδιοκτησία της γης ανήκε στον Σουλτάνο κατά παραχώρηση του οποίου συνίστατο κάθε ιδιοκτησία. Στην υπό τους Οθωμανούς υπόδουλη Ελλάδα, η μη ιδιωτική περιουσία ανήκε στο Τουρκικό Κράτος και στο Ελληνικό ως διάδοχο του .

4.- Μετά την εισαγωγή από 1.7.1866 στις Ιόνιες νήσους της Ελληνικής Νομοθεσίας με τον ν. ΡΝ της 30.1.1866 (άρθρο 1 και 211 αυτού), από την οποία (ημερομηνία) έπαυσε η ισχύς της νομοθεσίας του Ιονίου Κράτους, η διοίκηση της περιουσίας καθεμίας νήσου (εγχωρίου) ανατέθηκε σε Επιτροπή, των εισοδημάτων από την περιουσία καθεμίας νήσου διανεμομένων στους Δήμους της αναλόγως του πληθυσμού καθεμίας (άρθρα. 10, 11, 13, 14 νόμου.PN/1866).

5.1- Άρθρο 37 Νόμου υπ’ αριθ. 4280/2014 Τεκμήριο κυριότητας δημοσίου :

Τα δάση κατά τεκμήριο είναι δημόσια μέχρι της αναγνώρισης των ως ιδιωτικών. Το τεκμήριο τούτο της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ανάγεται στο σύστημα της οθωμανικής νομοθεσίας, και πηγάζει από τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (9.7.1832), τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου (6.6.1830 και 7.7.1830) και την από 28.3.1835 Ελληνοτουρκική Σύμβαση κυρίως δε από το β.δ. της 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» με το οποίο, σε πλήρη αρμονία προς τα οριζόμενα στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, επιβάλλεται ο κατά τεκμήριο χαρακτηρισμός όλων των εκτάσεων που αποτελούν δάση ως δημοσίων. Το ως άνω τεκμήριο γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία μέχρι σήμερα (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 701/78, 76/87, 426/87, 191/97, κ.α.). Παρόμοιο τεκμήριο ισχύει και για τις μεταγενέστερα απελευθερωθείσες «νέες χώρες» (ΑΠ 523/2000 αλλά και 956/90 που αναγνωρίζει ανάλογο τεκμήριο και για τα λιβάδια) εκτός από τα Ιόνια Νησιά, όπου για την απόδειξη της κυριότητας του Δημοσίου επί δάσους απαιτείται επίκληση και απόδειξη της κτήσεως του (ΑΠ 340/85).

5.2.- Το άρθρο 62 του ν. 998/1979 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 του Νόμου υπ’ αριθ. 4280 (ΦΕΚ Α 08/08/2014) ως εξής:

«Περιβαλλοντική αναβάθμιση και ιδιωτική πολεοδόμηση – Βιώσιμη ανάπτυξη οικισμών Ρυθμίσεις δασικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις»:

«Βάρος απόδειξης – Ειδική αναγνώριση κατατμήσεων επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθ` ου ή αίτηση, και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο προβάλλει ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την παρ’ αυτώ ύπαρξη του δικαιώματος του . Κατ’ εξαίρεση η διάταξη αυτή δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων….»

5.3.-Έχει κριθεί με την 929/2015 ΑΠ ότι: «… επί των στην Επτάνησο Δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή του υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», με το άρθρο 1 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των αποτελουσών δάση εκτάσεων, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες βάσει εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο άλλωστε καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 § 1 εδ. β΄ του ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών …», στο οποίο ορίζεται ότι: «Κατ’ εξαίρεσιν η διάταξις της § 1 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου (που καθιερώνει τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων νήσων…» (βλ. και ΑΠ 2243/ 2014).

5.4.- Έχει κριθεί με την Απόφαση 1738/2012 Άρειου Πάγου ότι: « προκειμένου περί Δασών και δασικών εκτάσεων που βρίσκονται στα Επτάνησα, δεν ισχύει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου και έτσι η από το Δημόσιο επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας τούτου επ’ αυτής, αλλά απαιτείται απόδειξη της κτήσης κυριότητας με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα η από τον Αστικό Κώδικα [μετά την 23.2.1946] τρόπους κτήσης κυριότητας. Για τους λόγους αυτούς απορρίπτεται η αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 622/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών».

6.- Συμπέρασμα

6.1.-Το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα επί των δασών της Επτανήσου , διότι δεν έλαβε τίποτα από την επιχώριο περιουσία μετά την Ένωση αυτής και επομένως και εκ του λόγου αυτού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το από 16.11.1836 β.δ. «περί ιδιωτικών δασών» και το εξ αυτού, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών (βλ. και ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34. 76,ΑΠ929/2015,ΑΠ957/2015,ΑΠ 2243/2014,ΑΠ 1738/2012) .

Σημειωτέον ότι η ως άνω εκτεθείσα ερμηνευτική άποψη περί μη ισχύος του τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των κειμένων στις Ιονίους νήσους δασών και εν γένει δασικών διατάξεων καθιερώθηκε και νομοθετικώς με το άρθρο 62§1 εδ. β΄ του ν. 998 της 28/29.12. 1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», στο οποίο ορίζεται, ότι το κατά την § 1 εδ. α΄ του εν λόγω άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων «δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων».

Συνεπώς, προκειμένου περί δασών κειμένων στα Επτάνησα, μόνη η επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο της δασικής μορφής της διεκδικούμενης εκτάσεως δεν αρκεί να θεμελιώσει το δικαίωμα κυριότητας του επ’ αυτής, αλλά πρέπει αυτό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύει, ότι κατέστη κύριο με έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπεται από τον Ιόνιο Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα ή από ειδικούς νόμους (βλ. ΑΠ 340/1985).

6.2.-Τα αδέσποτα ακίνητα ανήκουν στο Δημόσιο

Κατά το άρθρο 2063 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα για την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, αναμφίβολη και επί λόγω κυριότητος.

Από τα παραπάνω στοιχεία ο όρος «αναμφίβολη διακατοχή» ανταποκρίνεται προς τον χρησιμοποιούμενο σήμερα όρο της καλόπιστης νομής.

Κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως κτημάτων νόμου της 21.6.1837, ισχύοντος στις Ιονίους νήσους μετά την έκδοση του νόμου ΡΝ/1866 με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402-409 του Ιονίου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα παρ` ιδιωτών ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους, επί των οποίων δεν υπάρχουν αποδεδειγμένες απαιτήσεις άλλων και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο (βλ ΑΠ 957/2015, ΕφΠατ 541/2009 (ΑχΝομ 2010/166).

Εκ των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα που περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα (εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες) καθώς και εκείνα όσων οι ιδιοκτήτες αποβιώνουν χωρίς διαθήκη και κληρονόμους.

Με το άρθρο 44 ΕισΝΑΚ ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων» καταργήθηκε, αντ’ αυτού δε από της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα, ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι τα «αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων αποβιώνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο δημόσιο».

Αντώνης Π. Αργυρός

Δικηγόρος, Αν. Νομικός Σύμβουλος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 19/5/2017