Στη Μαμά μου Ισμήνη Γερασίμου Σπηλιώτη, Μοναχή Ισιδώρα εδώ και 11 χρόνια

τόσα λίγα και για μένα, που έχω ανάγκη την αγάπη σου…

Έφυγες με μεγάλη καρδιά και μυαλό σοφό μέχρι την ύστατη ώρα,

μια ευλογία από φράσεις παρακαταθήκη,

που με κάνουν υπερήφανη.

Μπορεί αυτό να είναι ένας ύμνος στην αγάπη,

στο σπάνιο αυτό χάρισμα που δεν είναι επίκτητο,

αλλά έμφυτο και πολύτιμο κι εσύ γεννήθηκες μ’ αυτό, και το λειτούργησες στο έπακρον.

Τα χαρίσματά σου δεν τα ευτέλισες

και δεν τα άφησες να ατροφήσουν μες στην καθημερινότητα και τις δυσκολίες της,

αλλά τα αξιοποίησες, μαμά μου,

διευκολύνοντας και ομορφαίνοντας τη ζωή μας.

Είναι οι μνήμες μου ενσωματωμένες μαζί σου, βρίσκεσαι παντού,

σε ό,τι και να άφησες πίσω σου.

Η δημιουργικότητα και η αγάπη σου για ό,τι ωραίο και καλό,

μια ανάγκη ήταν πηγαία και δυνατή,

κι η διαδρομή σου στη ζωή πλήρης από πράξεις ατέλειωτης φροντίδας,

έγνοιας κι αγάπης, ένα απόλυτο δόσιμο σε εμάς τα παιδιά σου,

ακοίμητη υπερασπίστρια της ζωής μας.

Ποτέ δεν ήλθες στα σπίτια μας με τα ζεστά απαλά σου χέρια άδεια!

Φορτωμένη δώρα, τα πιο τρυφερά χάδια, δαντέλλες, φαγητά, πίτες,

και γλυκά του κουταλιού από τα χέρια σου, και λουλούδια κι αγριολούλουδα,

μα και ό,τι ωραίο συναντούσες, μου το έστελνες όταν έλειπες,

μου το έφερνες τώρα που ήσουν στην Ελλάδα,

άπειρα τα θρησκευτικά σου βιβλία, που αγαπούσες

κι ήθελες οπωσδήποτε να τα αγαπήσουμε κι εμείς.

Εσύ είσαι η αρχή της ζωής μου, τεράστια, καθοριστική παρουσία

που μ’ επηρέασε και συχνά με ενέπνευσε.

Έδινες,

χωρίς ποτέ να ζητήσεις τίποτα πίσω

και χωρίς να θέλεις ανταπόδοση.

Από Εσένα αγάπησα τη Δωρίδα, την Ευδώρη, την Πλουτώ και την Πολυδώρη,

γιατί ήταν γενναιόδωρες, τους έμοιαζες και σου μοιάζανε!

Η ζωή σου είχε απώλειες μα είχες έναν δικό σου τρόπο να γιατρεύεις τις πληγές σου

και δεν άφηνες καμιά σκοτεινιά να φωλιάσει μέσα σου…

Δεν γνωρίζαμε οικονομία στα λόγια μας που εκφράζανε συναισθήματα.

Μαμά μου, τα λόγια της έγνοιας σου, της φροντίδας και της αγάπης σου

δεν τ’ άκουσα σήμερα κι αυτό είναι δύσκολο πολύ.

Συνήθειες ριζωμένες βαθιά μέσα μου, φυσικές σαν την αναπνοή,

οι λέξεις και οι μεγάλες αλήθειες,

χωρίς εσένα δεν έχουν το ίδιο νόημα ούτε το ίδιο χρώμα.

Ένα βουνό τεράστιο στην πλάτη μου ήσουν, φύλαξης και προστασίας,

ένας Αίνος ήσουν γεμάτος ευχές ασφάλειας και δύναμης.

Έτσι ένοιωθα, έτσι σ’ ένοιωθα… Από πάντα…

Μου είπες, τρείς μέρες πριν,

πως δεν θα μ’ αφήσεις,

πως θα με κοιτάζεις από ψηλά,

μακάρι να είναι έτσι,

όπως τα πίστευες, ο Παράδεισός σου,

μακάρι,

γιατί είναι άνοιξη, μα εγώ κρυώνω.

Πάντα ο Απρίλης έπαιζε ρόλο στη Ζωή σου,

30 του Απρίλη παντρεύτηκες τον πατέρα μας,

που αγαπηθήκατε πολύ μέχρι τέλους.

Μόλις 32 μέρες άντεξες χωρίς τον γιο σου, τον αγαπημένο μας…

Πολυταξιδεμένη,

Μεγάλη Τετάρτη έφυγες για το πιο μακρινό σου ταξίδι, αυτό που δεν έχει επιστροφή.

Χωρίς να σου πούμε την αποτρόπαια είδηση.

Ως φαίνεται δεν χρειάστηκε,

η ψυχή σου το ήξερε…

Σκεπτικοί κι εκστατικοί, όσο και να θέλουμε

δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε όλα…

Ο λόγος που πήγες στο Μοναστήρι, ο αδελφός μου, εξέλιπε,

ο προορισμός σου ίσως ολοκληρώθηκε, ποιος ξέρει…

Το παιδί να φεύγει πρώτο, αυτό δεν αντέχεται…

Βαθιά και χωρίς καμιά αμφιβολία η πίστη σου,

σε είχε γεμίσει λες με μια ιαματική γαλήνη κι έγινες μια πηγή από μέλι,

που δεν εξαντλήθηκε, αλλά πιστεύω πως θα συνεχίσει να ρέει.

Τις τελευταίες μέρες με τις κόρες μου,

τα λόγια, οι μικρές σωστές φράσεις, οι μεγάλες σιωπές και ωραίες λέξεις που είπες,

μέσα στο μικρό σου κελί που χώρεσε η ωραία ψυχή σου, ήταν μόνο καλοσύνη εκ βαθέων,

τρυφερότητα κι άπειρη αγάπη.

Το είδαν και το έζησαν όλοι και πιο πολύ

η πιστή σου Μοναχή Φεβρωνία.

Διέγραψες μια μεγάλη πορεία προσανατολισμένη σταθερά στα καθήκοντά σου,

σε μια ζωή τόσο γεμάτη από γεγονότα ωραία και σκληρά,

με απώλειες μεγάλες, χαλάσματα και χτισίματα,

με κόπους και μόχθο, χωρίς ανάπαυση.

Δεν μιζέρεψες και δεν μεμψιμοίρησες,

δεν δίστασες και δεν δείλιασες και δεν υπαναχώρησες,

δεν λιποψύχησες, δεν δραπέτευσες

και δεν εγκατέλειψες ποτέ την προσπάθεια μέσα στον δρόμο τον καλό.

Κι ακολουθώντας τη μοίρα και τις δυσκολίες της Ελλάδας,

ξενιτεύτηκες, κι η αναζήτηση καλύτερης ζωής με αξιοπρέπεια

απλώθηκε σε τρεις Ηπείρους.

Ελλάδα, Αμερική, Ελλάδα, Αυστραλία και πάλι Ελλάδα και εδώ το τέλος…

Αγάπησες τους τόπους που σε φιλοξένησαν

και σ’ αγάπησαν κι αυτοί και όπου πήγαινες

εντασσόσουν  κι ενσωματωνόσουν και ήσουν ευγνώμων

και με τα υπέροχα αγγλικά σου βοηθούσες κόσμο.

Μόλις πέντε μέρες πριν μας είπες:

«αγάπησα και μ’ αγάπησαν πολύ», τόσο ωραίο…

Συμπαραστάθηκες σ’ όλα τα παιδιά σου, ανάλογα με τις ανάγκες τους,

στο πλευρό τους πάντα,

σε μένα, στην Ντίνα, στη Σούλα και στον Νιόνιο

με την ολοκληρωτική σου αφοσίωση,

με κάθε τρόπο εύκολο ή δύσκολο, αγόγγυστα σ’ όλα όσα φέρνει η ζωή

και δεν ήταν και λίγα.

Με την αισιοδοξία

πως θα περάσουν όλα και πως όλα θα πάνε καλά…

Γεμάτη μα όχι εύκολη η ζωή σου,

ο πρόωρος χαμός του πατέρα σου στην Αμερική,

ο πόλεμος που με τον πατέρα μου τα χάσατε όλα,

και ο χαμός του μοναδικού σου αδελφού στον πόλεμο στην Αμερική,

μετά οι σεισμοί που γκρεμίσανε τα σπίτια μας…

Τέσσερις τεράστιες και καθοριστικές καταστροφές

ανατρέψανε τις προδιαγραφές της ζωής σου…

Ένας υπέροχος πατέρας, ο πατέρας μας,

μία σπουδαία γυναίκα, η νόνα μας, η μητέρα σου,

που σ’ ακολουθούσε όπου κι αν η ζωή σάς πήγαινε,

είχαν τα μάτια και την καρδιά τους πάνω μας.

Δεν έπαψες ποτέ να επιθυμείς και να πιστεύεις στο θαύμα

των καλύτερων ημερών,

και να τους εμψυχώνεις, όσα και να πέρασες στη ζωή σου.

Και δεν έμεινε ίχνος από σκοτάδι ούτε πίκρα μέσα σου,

τα καθάριζες όλα και τα φώτιζες και τα γέμιζες

με τον μοναδικό σου τρόπο μ’ αγάπη και μ’ ευχές.

Οι ευχές… Οι ευχές σου…

Για μένα μια δύναμη και μια ευλογία…

Ευχές εύκολες κι αβίαστες σαν την αναπνοή σου,

δεν έχω ζήσει ούτε μια μέρα χωρίς αυτές,

χωρίς τη φράση που τόσο πιστεύω σ’ αυτήν κι

έχει για μένα ισχύ μεγάλη, αποτρεπτική,

«την ευχή μου νάχεις»,

ευχές αγάπης φανερής, που δίνουν σιγουριά.

Στυλοβάτης πραγματική και απίστευτη δύναμη για όλους.

Με απόλυτη προσήλωση στο καθήκον

και τις ανάγκες της ζωής και των παιδιών σου,

με τη δύναμη που απέπνεες τραβούσες μπροστά,

ήξερες πως θα τα καταφέρεις,

ήταν σίγουρο πως θα τα καταφέρεις γι’ αυτό δεν χάθηκες,

και δεν τρόμαξες σε τόπους και κόσμους άγνωστους και ξένους,

αλλά με τη θαυμαστή σου καθαρότητα,

έκανες φιλικούς και οικείους τόπους κι ανθρώπους.

Στην Ελλάδα εκπληρώνοντας το τάμα σου.

κι αφού δεν μπορέσαμε να σου αλλάξουμε γνώμη,

ακολούθησες έναν απρόσμενο μοναχικό δρόμο,

άφησες πίσω σου τις πολιτείες του κόσμου,

τη σύγχρονη εποχή,

τις απλωσιές και τα σπίτια,

και χώρεσες σ’ ένα μικρό κελί!

Κι εκεί έβαλες τη μεγάλη σου ψυχή…

διαβάζοντας μέρα και νύχτα και προσευχόμενη ακούραστα και με χαρά

για εμάς τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, τη Μαργαρίτα, την Ισμήνη,

την Τέση, την Άννα, την Ιωάννα, τον Γεράσιμο, τα δισέγγονά σου,

τον Άγγελο, την Άννα- Μαρία, τον Σταύρο, τον Φώτη και τη Διονυσία,

μα και για συγγενείς και φίλους και για όλους όσους μας αγαπούν, μα και για τον κόσμο όλο…

Ήθελες

να δωρίσεις, να περισώσεις, και να σώσεις

ανθρώπους και ψυχές και των παιδιών σου πρώτα.

Και ήθελες τόσο πολύ και προσπάθησες πολύ με άπειρες συμβουλές και βιβλία να αγαπήσουμε αυτά που πίστευες.

Νοιαζόσουν για τα βάσανα των άλλων,

για την ανημποριά, για τις ανάγκες τους.

Το καλό και το ωραίο κατοικούσαν μέσα σου

και τα έδινες με κάθε τρόπο

με έργα και με τα εμψυχωτικά σου λόγια.

Τώρα πώς να παλέψω την ουσία της απώλειας μα και τη συνήθεια,

τη φωνή σου και τα λόγια σου, μαμά μου, και πώς ν’ αποφασίσω το τέλος,

που συνήθισα να είμαι τυχερή που σε είχα…

Διέγραψες έναν κύκλο δύσκολο μα ενδιαφέροντα

και κρατάω τα τελευταία λόγια σου

«αγάπησα και μ’ αγάπησαν πολύ,

έτσι είναι η ζωή έχει αρχή και τέλος» και

«δεν θα σ΄ αφήσω, θα σε κοιτάζω από ψηλά»,

«Να είστε χαρούμενοι»…

Τι να πω… Σε σκέφτομαι να ταξιδεύεις στο φως.

Μαζί με τους δικούς μας που τόσο αγαπήσαμε. Μαμά μου…

Έφη Σπηλιώτη

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 5.5.2017