Μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο τους ο Λούης Τίκας.
Κατά κόσμος Ηλίας Σπαντιδάκης, γεννημένος στα Λουτρά Ρεθύμνου και μετανάστης στην Αμερική στις αρχές του 1900. Ο Τίκας ζούσε στο Ντένβερ και το 1910, όταν και έκανε τα χαρτιά του για να πάρει την αμερικάνικη υπηκοότητα, ήταν συνιδιοκτήτης καφενείου. Απέναντι από το μαγαζί του ήταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου και έγινε σύντομα μέλος τους. Αυτό μάλιστα δεν του επέτρεψε να γίνει αστυνομικός αφού θεωρήθηκε «ταραχοποιό» στοιχείο.
Έτσι λοιπόν έγινε ανθρακωρύχος. Σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, ο Ρεθυμνιώτης πίστευε ότι νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι του αφεντικού. Είχε την εύνοια όλων των Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή του Κολοράντο αφού μιλούσε καλύτερα αγγλικά από όλους και τους εξυπηρετούσε στις περισσότερες συναλλαγές τους.
Το 1912 είχε αναδειχθεί σε σημαντικό συνδικαλιστικό στέλεχος της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής και πρωτοστάτησε στη μεγάλη απεργία που κράτησε 14 μήνες.
Είχε κερδίσει τα «γαλόνια» του νωρίτερα, στις συμπλοκή του Λαφαγιέτ. Ο Τίκας και άλλοι 36 Έλληνες ανθρακωρύχοι συνεπλάκησαν με απεργοσπάστες και τσιράκια του Ροκφέλερ (στον οποίο ανήκαν τα ορυχεία) και παρότι τραυματίστηκε από σφαίρα, διέφυγε από την πίσω πόρτα ενός χαμόσπιτου.
Ο Τίκας ήταν ήρωας ανάμεσα στους εργάτες που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αύξηση στα μεροκάματα.
Για τους Έλληνες εργάτες της περιοχής, υπεύθυνος ήταν κάποιος Λεωνίδας Σκλήρης, «εργατοπατέρας» σε συνεργασία αγαστή με τα αφεντικά. Οι Έλληνες είχαν το χαμηλότερο μεροκάματα (1,75 δολάρια την ημέρα) και από τους 350 που δούλευαν στα ορυχεία οι 13 είχαν πεθάνει σε ατυχήματα. Ο Τίκας πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό τους και μάλιστα γύρισε και στα άλλα ορυχεία ώστε να καταγράψει τις συνθήκες που δούλευαν οι ανθρακωρύχοι και να συγκεντρώσει στατιστικά στοιχεία για τους τραυματισμούς και τους θανάτους. Σύντομα έγινε θρύλος ανάμεσα στους συναδέλφους του με το προσωνύμιο «Λούης ο Έλληνας». Αυτό όμως τον έβαλε στο μάτι του Τζον Ροκφέλερ και των ντόπιων υποτακτικών του.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1913 ξεκίνησε η μεγάλη απεργία των 13.000 ανθρακωρύχων στην πόλη Λάντλοου με κύρια αιτήματα:
– Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
– Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
– Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
– Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
– Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η εταιρεία τους έκανε έξωση από τα σπίτια τους αλλά οι απεργοί έστησαν καταυλισμό έξω από τα ορυχεία ώστε να μην μπορούν να μπουν να δουλέψουν οι απεργοσπάστες. Συχνά γίνονταν βίαιες συγκρούσεις με τους μπράβους του Ροκφέλερ και την αστυνομία ενώ κλήθηκε και η εθνοφρουρά. Μάλιστα μετά από αίτημα του Ροκφέλερ, άντρες του ντύθηκαν με στολές της εθνοφρουράς ώστε να πλησιάσουν πιο εύκολα τους απεργούς. Στις 20 Απριλίου του 1914, σαν σήμερα, οι εργάτες κοιμόντουσαν αφού την προηγούμενη είχαν γιορτάσει το Πάσχα. Ήταν η ιδανική ευκαιρία να επιτεθούν οι δυνάμεις του Ροκφέλερ.
Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή αφού μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από τις σφαίρες των πληρωμένων φονιάδων. Το επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ο Τίκας ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Θεολόγος Αλεξανδράτος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 4/5/2017, Χαράλαμπος Μοσχόπουλος