Ε. Λειβαδά: Μιλώντας για τον Γεράσιμο Αρσένη στο Πολιτικό Μνημόσυνο στο Ίδρυμα Κακογιάννη, 24/4/2017

Αυτό που κλήθηκα να αναπτύξω δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Πίσω από την πόρτα του σπιτιού του: ποιος ήταν στην καθημερινή ζωή του, στην οικογένειά του, στους κοντινούς ανθρώπους του, ποιες οι εσωτερικές πτυχές του, πώς ήταν ο δικός του χώρος, το γραφείο του, η βιβλιοθήκη αυτού που πλάστηκε σε χρόνια πολέμου και γνώσης.

Ίσως σας ξενίσουν αυτά που θα πω. Να είστε βέβαιοι πως δεν θα ωραιοποιήσω καταστάσεις κι ούτε θα ξεντώσω την προσωπικότητά του σε προκρούστεια κλίνη για να έρθει στα καθωσπρεπικά, τυπικά μέτρα, στα όρια του ιδανικού –ως είθισται άμα τη αποδημία-.  Θα μιλήσω μέσα από την ψυχή μου, όπως τα μάτια μου άγγιξαν τις ιδιωτικές του στιγμές, όπως εγώ έχω εισπράξει αυτόν τον τόσο ριζοσπάστη κεφαλλονίτη –όταν η λέξη εκλαμβάνεται ως ουσιαστικό-, αλλά και τον τόσο κεφαλλονίτη –όταν γίνεται επίθετο-. Γιατί, στον Αρσένη η λέξη αυτή βρίσκει απόλυτη ταύτιση. Ήταν ένας παθιασμένος Κεφαλλονίτης με τα όλα του, τα συν και τα πλην του, τα πάνω και τα κάτω του, το διαιώνιο και οδυσσειακό άλλοθι φυγής κι αναζήτησης γνώσης. Και πάντα, τ΄ όνειρο της επιστροφής.

Η αδυναμία του ήταν το σπίτι στα Σπαρτιά, στην Κεφαλλονιά, εκεί όπου υπάρχουν τα θυμητάρια και τ’ αχνάρια του πλέον. Στον γαλήνιο κήπο με τα δένδρα, τα λουλούδια, την αιχμαλωτική ομορφιά του τοπίου και των αρωμάτων, αφιέρωνε πολλές ώρες, περιγυρίζοντας, περιποιώντας, απολαμβάνοντας στη σκιά της υπεραιωνόβιας ελιάς την ανάγνωση ενός βιβλίου στη δροσιά των καλοκαιριών. Αυτό το σπίτι το ‘χτισε με τη Λούκα του σιγά σιγά, απ΄τις πέτρες που το θεμέλιωσαν, με εντιμότητα, θυσίες και αγάπη για να στεγάσει περιόδους διακοπών και ξεκλεψίματα χρόνου κάποιων τριημέρων από τις πνιγηρές υποχρεώσεις της μεγαλούπολης και του κόσμου. Χώροι άπλετοι, με ελληνική απλότητα και δωρική διακόσμηση, δέχονταν τους ανθρώπους του πάντα με χαμόγελο, αστείρευτη δοτικότητα, σεμνότητα και ευγένεια που περίσσευε.

Κάπου εκεί, κι η φωτογραφία με τη μάνα του, την Αμαλία, σχέση μοναδική του. Τα αυγουστιάτικα σούρουπα γύρω απ΄ αυτή τη μάνα-βασίλισσα-μέλισσα της κυψέλης, μαζεύονταν –μελισσολόι- οικογένεια και φίλοι και με χαρά περνούσαν τις μέρες τής Παναγιάς –δώρημα που για άλλη μια χρονιά ήταν όλοι μαζί, αγαπημένοι, χωρίς την απουσία κανενός.

Με τα αδέλφια του είχε σχέσεις ιδιαίτερες. Βαθιές, αγαπητικές, γεμάτες τρυφερότητα και ενδιαφέρον για τον κάθε ένα χωριστά. Η πορεία της Κίττυς, οι δυναμικοί, προσωπικοί, πολιτικοί της αγώνες τού είχαν χαράξει βαθειά την ψυχή και τον είχαν περαιτέρω οπλίσει με αντοχή, επιμονή στις διαχρονικές, ελληνογενείς και διανθρώπινες αξίες, επανάσταση ενάντια στο άδικο. Η προστατευτικότητα και η αγάπη που έτρεφε για τον μικρότερο αδελφό του, τον Βικέντιο, κάτι που του είχε εμφυσήσει η μάνα του από τα πρώτα δύσκολα χρόνια της πρόωρης πατρικής απώλειας, κράτησε μέχρι τις στιγμές του τέλους του. Το δέσιμο που είχαν και τα τρία αδέλφια μεταξύ τους ήταν παραδειγματικό. Κι αυτό ακριβώς το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικογένειας το είχε σμιλέψει και στα δικά του παιδιά.

Με το ζωντανό παράδειγμά του νουθέτησε παιδιά κι εγγόνια. Τα ανέθρεψε με τα μοναδικά ερείσματα εκπλήρωσης του ανθρωπίνου προορισμού: ηθικές αξίες, σεβασμό, φιλία, αρετή, αλληλεγγύη, παιδεία. Χωρίς να μειώνεται η αγάπη του για τον Διονύση, τον Ανδρέα-William, τον Δημήτρη, τα παιδιά του, και για τα παιδιά των παιδιών του, στο στερνοπούλι του, στην Αμαλία του, έτρεφε αδυναμία. Ήταν «το κορίτσι του» ανάμεσα στα αγόρια. Ένας άγγελος που ήρθε να επισφραγίσει έναν μεγάλο έρωτα. Γιατί απ’ αυτά τα μόρια πλάστηκε. Από μόρια έρωτα ως δύναμη απόλυτης ταύτισης ψυχών. Κοντά της γινόταν παιδί. Κι έπαιζε σαν παιδί που κρατά -συνειδητοποιημένα όμως- στα χέρια του πορσελάνινη κούκλα. Έτσι την αντιμετώπιζε. Ως ουρανόσταλτο δώρο, αυτός, ο βαθυστόχαστος πραγματιστής.

Η σχέση του με τον Θεό και τα θεία ήταν καζαντζακική. «Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος». «Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη». Σε αυτά τα αποσπάσματα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» και τον «Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» καθρεφτίζεται ο Αρσένης και περιττεύουν τα λόγια.

Πνεύμα δυνατό, γόνιμο, ανοιχτό, άγρυπνο κι αχόρταγο, ευρυμαθές και φιλέρευνο, με θεμελιακή συγκρότηση σκέψης, ο προοδευτικός διανοητής Αρσένης δεν βολευόταν πουθενά. Ασυμβίβαστος καθώς ήταν έφθασε να γίνει και … εκδότης. Στα μαθητικά του χρόνια έβγαζε με φίλους την «Σχολική Εφημερίδα» γραμμένη σε ψυχαρική δημοτική, κόντρα στην επιβεβλημένη καθαρεύουσα. Κι ώριμος πλέον το «Ελεύθερο Έθνος», ένα έντυπο ενάντια στην χούντα, που είδε το φως της δημοσιότητας στη Ν.Υ. Αναζητούσε την ελευθερία, την ουσία των πραγμάτων, την πηγή των γεγονότων, την αλήθεια. «Έσκαπτε ένδον» των ανθρώπων, και του ίδιου του εαυτού του. Ερμήνευε κινήσεις, λέξεις που συγκαλυμμένα έκρυβαν προθέσεις κάθε είδους, συλλάμβανε μικρολεπτομέρειες που ξέφευγαν από την παρατηρητικότητα των άλλων, ενώ σε όλη του τη ζωή κατέγραφε τις σκέψεις του εν είδει μικρών αποφθεγμάτων. Με συστηματική σκέψη και συνθετική επικέντρωση μελετούσε σε όλες τις διαστάσεις του το σχήμα κοινωνία-ιστορία-πολιτισμός.

Αγωνιστικός στην καθημερινότητά του, υπηρέτης του πνεύματος της πραγματικής δημοκρατίας και όχι της επίπλαστης, αποστολικός εργάτης της προσφοράς προς την πατρίδα, προς το έθνος, προς την κοινωνική δικαιοσύνη, βαθύτατα δημοκράτης και άνθρωπος ο Αρσένης πάντοτε δρούσε κατόπιν σκέψεως. Ποτέ εν θερμώ.

Καθαρός σαν κρύσταλλο. Όταν κάποιος κέρδιζε την εμπιστοσύνη του μέσω της διεισδυτικής αναλυτικής ικανότητάς του, μπορούσε να βλέπει μέσα από το κρύσταλλο αυτό την ίδια την ψυχή του.

Ενώ ο Αρσένης οικοδομούσε έργο υψηλό και μοναδικό στη σιωπή του λιτού του γραφείου, σχεδίαζε ταυτόχρονα δράσεις σε δίκτυα διεθνή, σε επίπεδο εθνικό, σε βεληνεκές πέρα από την μοναξιά της δημιουργίας. Άνθρωπος της ποικίλης δράσης δεν υπήρξε σοβαρό γεγονός που να μην του αποσπάσει τη σκέψη του, το ειλικρινές ενδιαφέρον του, τον προβληματισμό του. Άλλωστε είχε αναπτύξει ποικίλους δεσμούς μέσα στην οργανωμένη πολιτικά διεθνή κοινότητα, επιλεγμένο μέρος της οποίας, έδενε με την καθημερινότητά του.

Στο ημερολόγιο της περιπέτειας του πνεύματος και της ζωής του προστέθηκαν πολλές χώρες. Μακρινές και κοντινές, με υποδειγματικές καταστάσεις ή με δυσεπίλυτα προβλήματα. Τα αλαργέματά του αυτά από την οικογένειά του μεριμνούσε και τα υπερκάλυπτε, όχι μόνο με συνεχή καθημερινή επικοινωνία, αλλά και άμα τη αφίξει με θαλπωρή και γλυκύτητα. Οι πάμπολλες απουσίες του, του χάρισαν εμπειρίες που τις αφηγείτο με αναπαραστατική δύναμη, εμπειρίες που, σε συνάρτηση με τα χαρίσματα και την μελέτη του, του ενίσχυσαν την σπάνια ικανότητα της πρόβλεψης –που, στους περισσότερους υποτιθέμενους πολιτικούς άνδρες της εποχής μας, δυστυχώς εκλείπει ολοκληρωτικά-. Έδωσε την «Πολιτική κατάθεσή» του –επικό ανάγνωσμα- εν είδει συνεντεύξεως , όπου με αξιοζήλευτη ακρίβεια προέβλεψε -τη δεκαετία του ’80-, ακόμη και την κρίση των αρχών του 21ου αι. Δεν αγνόησε ποτέ τα μηνύματα των καιρών τα οποία οσφριζόταν με την ηθική της υπευθυνότητας που χαρακτηρίζει τους διανοητές πολιτικούς. Από την εμπειρία του στη «λέσχη των διεθνών πιστωτών» ο Αρσένης, ήδη από το 1972, χαρακτήρισε την στάση των δανειστών: «εχθρική απέναντι στην κυβέρνηση» . Όπως ο ίδιος έλεγε «ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που δεν το έχουν ενστερνισθεί τα λαϊκά στρώματα αργά ή γρήγορα θα ξεστρατίσει» , και σημείωνε πως «η ακολουθούμενη πρακτική επέβαλε ταπεινωτικούς όρους οι οποίοι υποχρέωναν την δανείστρια χώρα να ακολουθήσει νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική με καταστολή κάθε έννοιας κοινωνικής δικαιοσύνης και αναπτυξιακού προγραμματισμού» .

Οι εμπειρίες αυτές, του έδωσαν σοφία. Η σοφία, την αρετή της μετριοφροσύνης. Κι η μετριοφροσύνη με τη σειρά της την απλότητα και την προσήνεια. Ο Αρσένης, που αρχικά έδινε την αίσθηση του απρόσιτου, ήταν στην πραγματικότητα το εντελώς αντίθετο: φιλικός, ξέχυνε στην ατμόσφαιρα αγάπη, και φροντίδα, πολλή φροντίδα όχι μόνον για τους ανθρώπους του άμεσου περίγυρού του, αλλά και για όσους επιζητούσαν την συμβουλή και συμβολή του. Είτε ατομικά, είτε συλλογικά.

ΕΥΘΥΝΗ και ΧΡΕΟΣ και ΣΥΝΕΠΕΙΑ: λέξεις γι αυτόν θεμελιώδεις. Λέξεις – κλειδιά που έθεταν το πλαίσιο σε όλες, μα σε όλες τις αποφάσεις του, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση. Η ΕΛΠΙΔΑ, η ΠΡΟΟΔΟΣ, και η ΑΝΑΠΤΥΞΗ προσωπικός του ορίζοντας και νόμος αληθινός. Κι η ΗΘΙΚΗ, γενικός κανόνας στις διάφορες σχέσεις και περιστάσεις της ζωής του, άξονας γύρω από τον οποίο περιεστρέφοντο οι θεμελιακές ανθρώπινες αναφορές (κόσμος, κοινωνία, οικογένεια, εαυτός).

Τον προβλημάτιζε η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, η αγωνία που ταράζει συθέμελα την ανθρώπινη υπόσταση. Αυτό το γκρέμισμα των σχέσεων, που πολλές φορές ο ίδιος γεύθηκε, γινόταν αφετηρία σωκρατικών συζητήσεων –ας μου επιτραπεί ο όρος αυτός-, γινόταν γνώση του ίδιου του είναι του. Ο Αρσένης, είχε αυτογνωσία, αυτοέλεγχο και ως εκ τούτου, πειθαρχούσε στον εαυτό του. Κι όσο για την απογοήτευση, συμβούλευε πάντα ότι: «όταν πιστεύεις σ’ αυτό για το οποίο αγωνίζεσαι, δεν απογοητεύεσαι, ούτε κουράζεσαι» .

Τον προβλημάτιζε το μέλλον του Ελληνισμού, της Κύπρου, της Θράκης, της Ελλάδας, αυτής της αγαπημένης μετέωρης πατρίδας. Η πορεία της Ευρώπης, μιας Ευρώπης, στο κέντρο κόσμου κλονισμένου, που «πρέπει να ξαναγίνει ανθρωποκεντρική για να αγκαλιάσει τις αξίες που έχασε στην πορεία». Κι ενός κόσμου ολόκληρου που μαστίζεται από κρίσεις ποικίλες, πολυεπίπεδες και βασικά, αξιακές. Γιατί όλα αυτά τα αντιμετώπιζε ως επιμέρους ενός καθολικού προβλήματος: η κρίση τού ίδιου τού ανθρώπου ως πνευματικού όντος. Αυτή η δολοφονία του ανθρώπου, η υποτίμηση της αξίας του, τον πλήγωνε βαθειά. Τον πονούσε αφάνταστα. Γιατί όλα, μα όλα αυτά τα μετέφερε στο σπίτι, τα έπλεκε με την καθημερινότητα και τους κοντινούς του. Αδυνατούσε να απεκδυθεί την πολιτική και τον ανθρωπισμό. Κατελάμβαναν αυτά τα δυο, μεγάλο κομμάτι του εικοσιτετραώρου του. Και μας το κοινωνούσε στάλα στάλα, με την πρώτη ευκαιρία, κάθε μέρα. Μέχρι που όλοι μας, ποτισμένοι καθώς ήμασταν από τα λόγια του, τα λίγα και μεστά, ακολουθούσαμε κάθε πληροφόρηση που σχετιζόταν με αυτό το τόσο ιδιότυπο μπόλιασμά μας.

Πατριδολάτρης και ελληνισμο-λάτρης, ενώ ήταν παράλληλα μονίμως ανοικτός προς την Ευρώπη και προς τον κόσμο ολόκληρο. Άλλωστε ο ίδιος έλεγε πως ήταν ένας φοιτητής – μετανάστης του κόσμου που επιθυμούσε την επιστροφή, ενώ τη σκέψη του βασάνιζαν σχέδια για μια καλύτερη Ελλάδα . Όμως ο Ελληνισμός είχε ακουμπήσει για τα καλά στο προσκεφάλι του. Μελετούσε επισταμένως τις συνεχείς και τραγικές καταστροφές του, του ξυπνούσαν την αίσθηση του Μεγάλου Κινδύνου, και αντλούσε από αυτές συμπεράσματα που, είναι σίγουρο πως θα άλλαζαν την πορεία της Ελλάδας εάν ανελάμβανε την πρωθυπουργία.

Τις ήττες του τις αντιμετώπιζε με ορθό μέτρο εκτίμησης και ισορροπία συναισθημάτων.  Στην αρχή μουρμούραγε, ύστερα έπεφτε σε σιωπή και στο τέλος, με ανεξάντλητη ψυχική και πνευματική δύναμη επούλωνε τις πληγές, υπερέβαινε τα όποια τραύματά του, έδινε κουράγιο στους άλλους, κι αστείρευτα δραστήριος όπως ήταν, ετοιμαζόταν για νέες επάλξεις.

Η αγάπη του για τον Κυπριακό ελληνισμό, έμοιαζε πως τον είχε στοιχειώσει. Κουβαλούσε καρφωμένη στο είναι του την ακρωτηριασμένη Μεγαλόνησο, και μέσα στους τοίχους του σπιτιού του. Τον πονούσε το ξεθεμέλιωμα του τόπου: βαρβαρότητα, νεκροί, ξερίζωμα, εξευτελισμός, προδοσία. Η ιστορική μοίρα της τάιζε την αγωνία του για το μέλλον. Το ωμό και άγριο αποτύπωμα της τουρκικής σημαίας στο βουνό –μιλούσε για αυτό και ασφυκτιούσε-, ήταν χαραξιά στην ψυχή του και οι συρματοζωσμένες πόλεις, του είχαν τρυπήσει την καρδιά. Κι έγραφε, έγραφε, έγραφε με οδύνη για αυτήν στο γραφείο του, στην Αθήνα, στην Κεφαλλονιά. «10 λύσεις για το Κυπριακό». Στις κρίσιμες καμπές το τηλέφωνο στο σπίτι δεν σταματούσε να χτυπά. Κι αυτός ήταν σε έναν άλλο κόσμο. Απόλυτα δικό του. Έμενε ξάγρυπνος ώρες ατελείωτες. Σχεδίαζε αντιδράσεις, πρόβαλε αντιστάσεις, δούλευε μεθοδικά και σκληρά, και μετά από κάθετη βύθιση στις σκέψεις του, εύρισκε πάντα λύσεις.

Για αυτόν δεν υπήρχαν αδιέξοδα. Αυτό που καλείται: σημερινό αδιέξοδο, για αυτόν ήταν αιτία προβληματισμού που οδηγούσε σε αλυσίδα σκέψεων, οι οποίες, εμπλουτισμένες με βιώματα και προσωπικές εμπειρίες, τον οδηγούσαν σε διατυπώσεις αρχών, σε συμπεράσματα – καταστάλαγμα στοχασμού και σοφίας.

Λάτρεψε την Κεφαλλονιά του, τον τόπο τον μικρό, με τα μεγάλα πνευματικά μεγέθη. Ο δεσμός του με αυτήν ήταν ακατάλυτος κι όταν μιλούσε για αυτήν τα λόγια του ανέδιδαν αγάπη, εμμονική μάλιστα. Εφέστια γη, ιστορική γνώση, μνήμη και πράγματα συνέθεταν την αυτεπίγνωσή του, τη ζώσα συνείδησή του. Η Κεφαλλονιά τον ενέπνεε και του έκανε μαγικές ενέσεις ενέργειας. Τα βιβλία του τα δούλευε στο νησί του και τα τελείωνε εκεί. Η «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση» φέρει διάσπαρτα, αλλά και στον εν κατακλείδι λόγο, κεφαλλονίτικο γράψιμο σε θέα καθηλωτική: το μπλε της θάλασσας, το λευκό των ανοιχτών οριζόντων. Αυτά έβλεπε ο Αρσένης όταν ξετρύπωνε για ξεκούραση από το γραφείο του, από το γράψιμο, από το διάβασμα. Κι όχι μόνον τα απολάμβανε, αλλά τα σχολίαζε κιόλας ελέω λυρισμού. Οι μεγάλοι διανοητές, του προσέδιδαν συσσωρευμένη Γνώση, που σε συνδυασμό με τα φυσικά χαρίσματα και τις εμπειρίες του, επηρέαζαν την όλη πολιτική συμπεριφορά του. Διανοητές της Δύσης και της Ανατολής με τους οποίους είχε την ευκαιρία να συνομιλεί. Ακόμα και με μορφές που έχουν χαράξει ιστορία, σαν τον Τσε Γκεβάρα, τον Νάσερ, τον Τίτο, τον Σουκάρνο , τον Πάλμε , τον Αλιέντε . Τιμούσε τους καθηγητές του όπως τον Ξενοφώντα Ζολώτα και τους Ροντάν και Σάμουελσον, ενώ δεν είχε ενδοιασμούς να αναγνωρίσει και να εξάρει ικανότητες άλλων, όπως του Παπαληγούρα, του Γεννηματά, του Μίμη Δεσποτίδη.

Η καλλιτεχνική αξία για αυτόν δεν συγχωρούσε τα πάντα. Στο βάθος παρέμεινε κλασικιστής, λάτρης «του ωραίου και τ’ αληθινού». Την προτίμησή του για την ποίηση, το θέατρο την είχε ανακαλύψει από τα νεανικά του χρόνια, ενώ η παραμονή του στην Αμερική του έδωσε αρκετές δυνατότητες παρακολούθησης παραστάσεων .

Αν και άνθρωπος καθαρά του στοχασμού, εντούτοις εύρισκε χρόνο να ιππεύει. Τον θυμάμαι να τρέχει με ένα καθαρόαιμο άτι στο Λουρδά, μισοάγριο, που κατόρθωνε και το μαϊνάριζε με τον δικό του τρόπο, ενώ όλοι εμείς πηγαίναμε πίσω βήματα από φόβο.

Νευρίαζε, κοκκίνιζε, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Μα σπάνια εκτονωνόταν. Κι αυτή η εκτόνωσή του συνοδευόταν από κοσμητικά επίθετα που μόνον ένας κεφαλλονίτης μπορεί με μαεστρία να συναρμολογήσει και να αφήσει τον συνομιλητή του άφωνο και απόλυτα αποδυναμωμένο.

Στήλωνε τα πόδια του στη γη και μούλωνε. Πείσμωνε δηλαδή. Ανοικτός στις ιδέες άλλων, επέμενε όμως στις βασικές αρχές και στις διανθρώπινες αξίες. Οι υπαρκτοί πολιτικοί χώροι έφευγαν από αυτά τα μέτρα που οι ίδιοι είχαν ως αρχή να υπηρετούν. Ο Αρσένης όμως έμενε εκεί. Στηλωμένος. Αμετακίνητος. «Παραμένω αμετακίνητος σε αυτά που πίστευα ». «Όπως και τότε, έτσι και τώρα, υποστηρίζω τις ίδιες θέσεις που έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση των λαών και έχουν καταγραφεί στην ιστορία των δημοκρατικών αγώνων»Â  . Τελικά, αυτή η επιμονή στις αξίες του τον διαφοροποιούσε από την πληθώρα των σύγχρονών του πολιτικών που άκοπα και συμφεροντολογικά μεταφράζουν τις αλλαγές των καταστάσεων ως ανάγκη δικής τους αλλαγής αρχών ή και πολιτικών παρατάξεων.

Δεν εκτίμησε ποτέ τον πλούτο. Ούτε ποτέ αλώθηκε η ψυχή του από τον άκρατο ευδαιμονισμό, ούτε έγινε υπηρέτης του, κι ούτε ποτέ παρασύρθηκε από το εφήμερο, απαστράπτων και πομπώδες των μετανεωτεριστικών αγαθών, κι ούτε υπήρξε ποτέ ατομιστής καταναλωτής. Σχολίαζε με βαθύτατο προβληματισμό και θλίψη την προϊούσα ηδονική παράλυση της πολιτικής ζωής, όχι μόνον του ελληνικού χώρου, αλλά και του παγκόσμιου, και τις εξ’ αυτής κρίσεις.

Αυτό το θάρρος, την διαύγεια ήθους και νου, και την τόσο έντονη αξιοπρέπεια που τον χαρακτήριζε στο ευρύτερο περιβάλλον, στους συνεργάτες του και στον πολιτικό κόσμο, την εξεδήλωνε και στους ανθρώπους τους δικούς του. Ποτέ δεν έδειξε αδυναμία. Ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να λυγίσει. Ακόμη κι όταν η αδυναμία αυτή καθ’ εαυτή ήταν προϊόν ροής/διέλευσης δικών του χρόνων. Ακόμη και τότε, και στο μέσα μέρος της εξώπορτας του σπιτιού του, ο Αρσένης  παρέμενε ρωμαλέος στην ψυχή και στο νου.

Στήριγμα, ανάσα και ψυχή του, η Λούκα που τον συνεπήρε για τα καλά από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε. Θαύμαζε την φωτεινή μορφή της, το αυτόφωτο πνεύμα της, την ορμή, τις τόσο βαθιές κι αγνές ευαισθησίες της, τη λαμπρή προσωπικότητά της. Η μούσα του, που δεν έχανε ευκαιρία να της αφιερώνει το κεφαλλονίτικο τραγούδι «Η Πεσσαδιάνα», ένα τραγούδι αισθαντικό, τρυφερό, γεμάτο έρωτα που είχε αντικαθρέφτισμά του μόνον αυτή, την συνοδοιπόρο στα χρόνια, στα εύκολα, στα δύσκολα που μοιράστηκε μαζί του τις ίδιες μνήμες, τα ίδια βάρη της ιστορίας, την ίδια γη, τον ίδιον αέρα.

… Υψωμένo όλο χάρι λυγερό κυπαρίσσι, κάποια μέρα θα σβήσει, Φθορά θα το πάρει ΄θε να μαραθεί.

Βγαίνεις τώρα αστέρι λαμπρό μα εγώ προχωρώ να δύσω είν’ η ώρα.

Ευτυχισμένος για το χωρισμό σου που τον μαρασμό σου δεν θα τον ιδώ.

Ρομαντικός, απέραντα δοτικός, στοργικός και τρυφερός απέναντί της. Γινόταν στα μάτια μου πρωτόβγαλτο σχολιαρούδι ντροπαλό κι ερωτευμένο όταν τής έριχνε κρυφές ματιές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία του φορά στην Κεφαλλονιά εκείνον τον Οκτώβρη του 2015. Σαν να το ήξερε πως δεν θα ξανάβλεπε το νησί που λάτρεψε. Περιηγήθηκε σχεδόν όλα τα μέρη που αγάπησε! Έβγαλε φωτογραφίες. Κι όταν θα έφτανε στο αεροδρόμιο η Λούκα, δεν άφησε κανέναν άλλον να πάει να την προϋπαντήσει. Κι όχι μόνον πήγε μόνος του, αλλά φρόντισε να κόψει, σιγανοτραγουδώντας και χαμογελώντας, λουλούδια από τον κήπο, να τα κάνει μια ωραία ανθοδέσμη να την προσφέρει στη γυναίκα της ζωής του. Σ’ αυτήν που ήταν η ΠΗΓΗ του ΠΑΘΟΥΣ του, που του χάρισε φτερά, που τον τράβηξε από την φτωχή μετριότητα των υποχρεωτικών συμβιβασμών, που τον έκανε, όπως είπε σε μια δημόσια εκδήλωση να δεί «τον ήλιο με άλλα μάτια» κι έγινε και πάλι ποιητής αισθαντικός, λυρικός, όπως ο Αρσένης τών εφηβικών χρόνων, αλλά και βαθύτατα στοχαστικός:

Ταξείδεψες χρόνια πολλά

χτυπήθηκες πάνω στα βράχια

και βρήκες αυτό που όλοι ξέραμε πριν γεννηθείς:

ότι ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. …

… Κι αυτοί που θαρθούν

ύστερα από αιώνες

και που θα βρουν το αμήχανο πικρό χαμόγελο κάτω από την αυστηρή μάσκα

θα μπορέσουν άραγε να μας καταλάβουν

ή θ’ ακολουθήσουν κι αυτοί

το αέναο έργο του Σισσύφου;

Ετούτο είναι ένα αποκύημα σοφίας και ψυχής σ’ ένα δικό του σημειωματάριο.

Κι όλα τα παραπάνω είναι κατάθεση αγάπης και θαυμασμού όλων μας προς τον τελευταίο Ριζοσπάστη, προς αυτόν που έκλεισε, που επισφράγισε την σπουδαία πολιτική ράτσα: των Κεφαλλήνων Ριζοσπαστών.

Ο Αρσένης, καθόλα άξιος επίγονός τους, ήταν σε απόλυτη ταύτιση με το κοσμοπολιτικό τους φρόνημα-προϊόν βαθύτατης δημοκρατικής συνειδησιακής διεργασίας, με τις φιλοσοφικο-ιδεολογικές συντεταγμένες του Ριζοσπαστισμού: Αντιξενοκρατισμός, Ελληνοκεντρισμός /Ελληνισμοκεντρισμός, Ευρωποκεντρισμός, Ουμανισμός και Αστικοδημοκρατισμός. Με ιδέες και αρχές θεμελιώδεις που συναγείρουν όλες τις δυνάμεις, χάραξε δύσβατο δρόμο για την τιμή, την δημοκρατία, την πρόοδο, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ασφάλιση της εθνικής μας ακεραιότητας, τα φυσικά και αναπαλλοτρίωτα διανθρώπινα δικαιώματα, διαθέτοντας στην σθεναρή αγωνιστικότητά του, Αρετήν και Τόλμην.

Εγείρει την εκτίμηση και τον θαυμασμό όλων.

Όσοι είχαμε την ευ τύχη να τον ζήσουμε από κοντά, νοιώθουμε έντονα την στέρησή του, πράττουμε με άξονα το δικό του παράδειγμα ζωής, ακολουθούμε τις με βιώματα δοσμένες διδαχές του.

Ας δεχθεί εκεί ψηλά ένα πολύ μεγάλο «Ευχαριστώ» γεμάτο συγκίνηση για όσα ιδεολογικά μάς θωράκισε, για όσα υψηλά και μεγάλα μεταλάβαμε από αυτόν.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας

Ε. Λειβαδά

Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 25/4/2017