Περιπλέκει ποιητικά με σατιρική διάθεση το γεγονός και συγχρόνως ακολουθεί το γνωστό λαϊκό λαζαρικό κείμενο που εξιστορεί το βίος του.
Εν τη πόλει Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία,
που ο μόνος αδελφός τους
το καμάρι και το φως τους,
μες στο άνθος του πεθαίνει
και στο Δράπανο πηγαίνει.
……….
Κι’ εφώναξαν οι καϋμένες
με φωνή μισοπνιγμένη, με φωνή σπαραχτική,
«αδελφέ αγαπημένε που μας είχες μαθημένες
να μας πέρνης να μας βγάνης ταχτικά στη μουσική,
που μας έφερνες το ψώνι κάθε χάραμα και βράδυ,
πως μονάχες μας αφίνεις κι εκατέβηκες στον άδη;»
Ο ποιητής βάνει το Λάζαρο να εξιστορεί στον κόσμο αφότου γύρισε από το κατέβασμά του στον Άδη, ποιους είδε και συνάντησε και πως ήταν η όλη κατάσταση εκεί κάτω. Η υπόθεση θυμίζει σε πολλά σημεία το κατέβασμα στον άλλο κόσμο του Οδυσσέα και τον αγώνα του να επιστρέψει πάνω στη γη.
…Κόσμος και κόσμος έτρεχε στο σπήτι του Λαζάρου,
κι’ άλλοι τον ρωτούσαν, πως έφυγε του Χάρου,
κι’ άλλοι πουλιό εγγράμματοι και πούλιο προκομένοι
τον ερωτούσαν ναν τους πη, πως ζουν οι πεθαμένοι….
……………….
Ρωτάνε οι «νεκροί Αργοστολιώτες» τον Λάζαρο, όταν τον είδαν, τι γίνεται στην πόλη τους, πώς εξελίσσονται τα πράγματα σε αυτήν και ένας τού έκανε παράπονα πως έφυγε από τη ζωή πολύ γρήγορα και δεν είδε τη θητεία του βουλευτή Άθω Ρωμάνου, που για να κερδίσει τις εκλογές θα του έδινε χρήματα…
…Εκεί λοιπόν παιδόπουλα και γέροι και λεβέντες.
διάφορες μωλέγανε για να σας πώ, κουβέντες
Κι’ ακούοντες την πρόοδο τ’ Αργοστολιού την τόση
απ’ ό, τι εκατάλαβα, έχουνε μετανώσει,
πως σπούδαξαν να καταιβούν στης Κόλασις τη λάβα
χωρίς τούλάχιστον να ιδούν, του λεχτρικού τα τράβα…
Κι’ αρχίνησε παράπονα να μου κάνη,
πως γλήγορα τον έκοψε του Χάρου το δρεπάνι
και δεν τον άφησε στη γη να ζη και να ψηλώνη,
να πγη κι αυτός έναν καφέ στου Άθου το σαλόνι
και να θαυμάση τον κλεινόν τον τόπου μας σωτήρα,
που μας εκομπινάρησε κοτζάμ οδοστρωτήτα!
Επίσης, συνάντησαν τον Λάζαρο στον Άδη και οι ήρωες του 1821και του είπαν πως έμειναν ευχαριστημένοι, λόγω που αυτή τη χρονιά του 1900 έκανα υπέροχη εορτή στο Αργοστόλι για τις 25 Μαρτίου, εορτή που άφησε εποχή. Τους ενθουσίασε δε ο λόγος του καθηγητή Κωνσταντακάτου, που ήταν ένθερμος και πατριωτικός και ύμνησε συγχρόνως τους νεκρούς και τους ζωντανούς.
…Κι’ ήλθαν εμπρός μου σκελετά προγόνων τιμημένα,
κι’ οι ήρωες οι ευκλεείς οι του εικοσιένα,
και μώλεγαν πως έμειναν κατενθουσιασμένοι
που φέτος τους εξύμνησαν στα πάτρια τεμένη
κι’ επήνεσαν της αρετής κι ανδρείας των τα κάλλη,
λογιών, λογιών δασκάλοι…
……
Πολύ τους ευχαρίστησαν οι ευφραδείς οι λόγοι
ο ύ ς τ ί ν ας εποιήσαντο ακμαίοι φιλολόγοι,
καθώς κι αυτός ο έμμετρος ο του Κωνσταντακάτου,
επίσης ευχαρίστησε κι απάνου κι’ απουκάτου.
Οι πρόγονοί μας μένουνε πολύ φχαριστημένοι,
και χαίρουν για το αίσθημα της πόλεως Κρανίων,
που ήτο δαφνοστόλιστη και φωταγωγημένη,
με δύναμιν, εξήκοντα και πέντε λουμινίων!
-Το ποίημα είναι επίκαιρο, λόγω που φτιάνεται η Πλατέα του Αργοστολιού, παρόμοια εποχή με τότενες- Πέρα από τις εικόνες -κοινωνικές και λαογραφικές- του Αργοστολίου, θαυμάζει κανείς την αριστοτεχνική ευρηματική πένα του Γεωργίου Μολφέτα, που τον χαρακτήριζε μια δυνατή ψιλοβελονιά στη σάτιρά του και μια ανοιχτή βλέψη για τα γεγονότα των ημερών του.
Του Ληξουριού ο Λάζαρος
Τι κι αν το έντεχνο σατιρικό τραγούδι του Ληξουριώτικου Λάζαρου δεν σώθηκε ολόκληρο, μας δίνει όμως την εικόνα του πως «καλάντιζαν» οι Ληξουριώτες τον «Λάζαρο» στο Αργοστόλι.
«Του Ληξουριού ο Λάζαρος θα πάει στο Αργοστόλι
με το βαπόρι τση γραμμής γραβατοκορδελιασμένος
και θα γυρίσει μάτια μου παραδοπλουτισμένος»
Ομάδες νεαρών Ληξουριωτών, είχαν από παλιά αυτή τη συνήθεια, να μπαίνουν στα πλεούμενα τση γραμμής Ληξούρι- Αργοστόλι και να λένε το Λάζαρο στα μαγαζιά τση πρωτεύουσας. Είχαν μεγάλους ξύλινους σταυρούς στολισμένους κυρίως με πολύχρωμες γραβάτες, αλλά και μερικούς με κορδέλες χρωματιστές και έκαναν την καλαντική τους περατζάδα στο Αργοστόλι. Πήγαιναν στα καταστήματα, στα καφενεία και στα άλλα μαγαζιά, καθώς και στα σπίτια των πλουσίων. Κάποιος από τη παρέα είχε και ένα καλάθι για να βάνουν μέσα τα αυγά ή τα φρούτα ή ότι άλλο τους έδιναν ως φιλοδώρημα για τα κάλαντα του Λαζάρου.
Έπειτα από το μεγάλο γύρισμα στην πόλη του Αργοστολιού γύριζαν στο Ληξούρι τους φχαριστημένοι που πήγε η « οικονομική σοδειά καλά»… ακολουθούσε η μοιρασιά για να αγοράσουν «τα καλά τους» για τη Ανάσταση. Άλλες εποχές, ψυχές μου εκείνες… σήμερα έχουμε την ηλεκτρονική ψηφιακή τεχνολογία και μας καθηλώνει από την αλόγιστη χρήση την οποία κάνουμε! Ευτυχώς που υπάρχει αναφορά στις εφημερίδες της εποχής για την «καλαντική επιδρομή» των νέων του παλιού Ληξουριού στην απέναντι όχθη…
Παρόλα ταύτα σήμερα υπάρχουν στο νησί ομάδες παιδιών που βγαίνουν να πουν το Λάζαρο, όπως τα παιδιά του 2ου Δημοτικού Ληξουρίου, που από παλιά συνεχίζουν αυτήν την παράδοση που ξεκίνησε με τη βοήθεια του υπογράφοντα αυτές τις γραμμές και συνεχίζει να τη στηρίζει ο δάσκαλος Γεράσιμος Μήλας.
Καλή Ανάσταση να έχουμε!
Γεράσιμος Γαλανός
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 8/4/2017